Όταν χάνεις τον κολλητό σου
- 30 ΙΟΥΛ 2013
Με παίρνει ο κολλητός μου τηλέφωνο και μου λέει: “θέλω μια χάρη, αν και ξέρω ότι θα μου πεις όχι, θέλω όμως να το σκεφτείς καλά πρώτα αν θες να το κάνεις!”. Γιατί να πω όχι και γιατί να το σκεφτώ καλά, λέω από μέσα μου. “Την Τρίτη 30 Ιουλίου είναι η μέρα φιλίας και θέλω να γράψεις ένα άρθρο για το πώς είναι να χάνεις έναν φίλο σου. Θέλω να γράψεις για τον Νάσο”.
Μπούκωσα… Κάπως έτσι απλά και άγαρμπα γυρνώντας με το αυτοκίνητο από τη δουλεία μπήκα στον αυτόματο μέσα σε δευτερόλεπτα “πλημμυρίζοντας” από σκέψεις, συναισθήματα, αναμνήσεις και εικόνες κάνοντας το Γλυφάδα – Βούλα σε 20 λεπτά μέσα από στενά μέχρι να καταλάβω τι έχω να κάνω.
Μετά από 8 χρόνια σχεδόν (14 Νοεμβρίου του 2005) μου ζητήθηκε να εκφραστώ με έναν τρόπο που δεν το έχω ξανακάνει στο παρελθόν και να μιλήσω για το γεγονός που υπήρξε η χειρότερη στιγμή στην ζωή μου.
Στην αρχή είχα πει ότι δεν πρόκειται να αναφερθώ σε εκείνη την μέρα γιατί την έχω αποβάλει εντελώς από το μυαλό μου με πολλή προσπάθεια. Πλέον όμως μετά από τόσο καιρό απολύτως ήρεμος και έχοντας ξεκαθαρίσει τα πάντα μέσα μου, μπορώ να μιλήσω πιο συνειδητοποιημένα και πιο ψύχραιμα.
Όπως μου είχε πει ένας δικός μου άνθρωπος, κάθε θάνατος είναι διαφορετικός και αφήνει πίσω του διαφορετικά πράγματα στον καθένα. Μερικές φορές εύκολα και επιπόλαια πιστεύουμε ότι βρισκόμαστε κάτω από μία ομπρέλα προστασίας και πως τίποτα δεν πρόκειται να μας συμβεί. Ο Νάσος όμως «έφυγε» 22 χρονών με τον συνηθισμένο (στατιστικά) και ταυτόχρονα πιο αιφνίδιο τρόπο για αυτές τις ηλικίες. Τροχαίο.
Δεν είναι άλλωστε κάτι που μπορείς να προβλέψεις ούτε να αποφύγεις. Έρχεται απροειδοποίητα. Και όταν σου συμβαίνει, η συνέχεια είναι απλά τρομακτική. Πρώτα έρχεται εκείνο το «ψυχρό» τηλέφωνο, η ειδοποίηση, οι πρώτες ώρες που δεν προλαβαίνεις (δε θες) να σκεφτείς τι έχει γίνει. Βλέπεις γύρω σου φίλους και συγγενείς σαν φαντάσματα. Κοιτάς, ρωτάς , αλλά δεν καταλαβαίνεις, κανείς δεν καταλαβαίνει. Είναι το στάδιο της άρνησης. Αποκλείεται να έχει συμβεί αυτό.
Την περίοδο αμέσως μετά έχω καταφέρει να την περιορίσω, να την προσπεράσω αλλά όχι όμως να την ξεπεράσω. Αρκεί να θυμηθώ τις πρώτες μέρες, τις αντιδράσεις, τις συμπεριφορές και τις συνέπειες αυτής της κατάστασης. Να μιλήσω για το σοκ, τη θλίψη και το κλάμα που πάνε σχεδόν πάντα μαζί, την μοναξιά που νιώθεις από το πουθενά, την απελπισία και τον πανικό που σε πιάνει, την οργή που γεμίζεις και δεν ξέρεις πού να εκτονώσεις,τον φόβο, τις ενοχές που σου τρελαίνουν το μυαλό γιατί δεν μπόρεσες να κάνεις τίποτα ή δεν πρόλαβες να πεις κάτι και την πίστη που χάνεις για τα θεία (αν και προσωπικά εγώ δεν υπήρξα ποτέ φανατικός πιστός).
Θα πρέπει να αναφερθώ στους μηχανισμούς άμυνας που δημιουργεί ο οργανισμός για να σε προστατέψει προκειμένου να αντέξεις την κατάσταση. Γιατί νιώθεις άτονος, ευάλωτος και αποπροσανατολισμένος αντιδρώντας σχεδόν σε όλα αρνητικά.
Όπως κάθε παρέα αποτελείται από ξεχωριστά άτομα, έτσι κάθε παρέα έχει έναν δικό της “πυρήνα”. Αυτό ακριβώς ήταν ο Νάσος. Το επίκεντρο της παρέας, χωρίς να είχε διεκδικήσει ποτέ αυτή τη θέση και χωρίς επίσης να κατάλαβε τον ρόλο αυτής.
Ο πιο cool άνθρωπος που έχω γνωρίσει στην ζωή μου. Σωστός “ακροατής” και πιο απλός απ όλους χωρίς να ξέρει τι σημαίνει άγχος, παραμένοντας σχεδόν πάντα απροβλημάτιστος (σε εκνευριστικό και αξιοζήλευτο βαθμό), εκτός αν επεδίωκες να του πάρεις την θέση του στον καναπέ, το μόνο πράγμα που μπορούσε να τον κάνει έξαλλο.
Γιατί όλα ξεκινούσαν και τελείωναν στην «υπόγα» του. Πότε; Ποιοι; Τι ώρα; Χωρίς πού. Η υπόγα ήταν το αυτονόητο με την πόρτα πάντα ανοικτή. Ένας χώρος τόσο μικρός που «χώρεσε» όμως μεγάλες ανεξίτηλες στιγμές.
Όταν λοιπόν ένα σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητας μια παρέας γυρνάει γύρω από εκείνον και ξαφνικά σου λένε ΤΕΛΟΣ, αυτό ήταν, δεν έχει άλλο, πως πιστεύεις ότι είναι; Όταν γεννιούνται άπειρα “γιατί;” χωρίς να παίρνεις καμία απάντηση από κανέναν, πώς πιστεύεις ότι είναι;
Μετά από μία τέτοια επώδυνη σφαλιάρα οφείλεις αργά ή γρήγορα να συνέλθεις. Γιατί έτσι πρέπει, γιατί έτσι θα ήθελε εκείνος να γίνει. Και όταν καταφέρεις να έρθεις λίγο στα ίσια σου, εκεί που είσαι καλύτερα, το αίσθημα της απουσίας και του ανεκπλήρωτου θα σε συνοδεύει πάντα σαν σκιά. Σε στιγμές μικρής σημασίας όπως ένας απλός καφές ή μεγάλης όπως ένας γάμος ή γεννητούρια. Αυτό που λέμε από μέσα μας “κάποιος/κάτι λείπει”; Αυτό ακριβώς.
Ο πατέρας μου λέει ότι όσο θα μεγαλώνω η παρέα θα «συρρικνώνεται» και ότι οι πραγματικοί κολλητοί μου θα είναι 3-4 το πολύ. Ισχύει. Η παρέα δεν είναι πλέον 20 άτομα όπως τότε. Οι κολλητοί μου όμως είναι οι ίδιοι. Τίποτα δεν είναι τυχαίο και νιώθω υπερήφανος για τις επιλογές μου. Δεν θα το κατάφερνα χωρίς την βοήθεια των υπολοίπων και το λέω με απόλυτη βεβαιότητα.
Θυμόμαστε, λέμε μια ιστορία και γελάμε. Τελειώνει η ιστορία και δεν μιλάμε, κοιτιόμαστε. Εναλλαγή συναισθημάτων και διάθεσης μέσα σε δευτερόλεπτα. Έτσι είναι πλέον και συμβιβάζεσαι. Δεν με ενοχλεί πια. Προσπαθώ να είμαι όσο πιο ρεαλιστής γίνεται και έχω αποδεχτεί ότι είναι ένα σενάριο που δεν αλλάζει, ούτε διασκευάζεται.
Όπως είπα και παραπάνω έχω αποβάλει τις άσχημες εικόνες. Έχω φυλάξει και αναπαράγω μέσα μου μόνο τα όμορφα και τα ευχάριστα. Φυσικά δεν μου αρκεί. Προσωπικά αυτό που με εκνευρίζει αφάνταστα πολύ (και δεν νομίζω να μου φύγει ποτέ) είναι ότι δεν είχα ούτε θα έχω πότε την δυνατότητα να γνωρίσω τον Νάσο σε άτομα που μπήκανε ή θα μπούνε στη ζωή μου από τότε και μετά.
Τι μου λείπει? Αν ήμουν 22 χρονών θα ήθελα να κατεβαίναμε τρέχοντας τα σκαλιά που οδηγούσαν στην υπόγα του, να τον βλέπαμε να κάθεται χαμογελαστός λέγοντας μας: “Αργήσατε..”.
Να ζούσαμε πάλι εκείνες τις στιγμές , σε fast forward ή έστω τα highlights αυτών. Τώρα στα 31, απλά μου λείπει να λέμε τα νέα μας. Όταν γνωρίζεις κάποιον από παιδί και έχετε μοιραστεί τα πάντα, στο τέλος της ημέρας αυτό που έχει σημασία τελικά είναι μια συμβουλή, μια γνώμη, μια άποψη απ’ αυτόν.
Δεν μετριούνται πόσες είναι οι φορές που έχω σκεφτεί πώς θα ήταν ο Νάσος αν ήταν τώρα ακόμα μαζί μας, πώς θα ήταν η καθημερινότητα μας γενικά αν όλα κυλούσαν ομαλά. Κάθε φορά σκέφτομαι κάτι διαφορετικό αλλά σίγουρη πρόβλεψη δεν μπορείς να κάνεις ούτε για τον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν ξέρω αν θα υπήρχε ακόμα η υπόγα του, αλλά είμαι βέβαιος ότι όλα θα ξεκινούσαν και θα τελείωναν από και με εκείνον.
Όταν χάνεται μία ζωή λυπάσαι. Όταν χάνεται μία ζωή άδικα λυπάσαι και τσαντίζεσαι. Όταν χάνεται άδικα η ζωή ενός δικού σου ανθρώπου, τι κάνεις; Μην με ρωτάς λοιπόν να αναλύσω πώς είναι να χάνεις τον καλύτερο σου φίλο, γιατί απλά είναι γάμησέ τα…
* Ο Γιάννης Βλάχος είναι 31 ετών και στον επαγγελματικό του χρόνο τρέχει το JNV Athens Business Transfer. Στον ελεύθερο του χρόνο είναι ένας ωραίος τύπος.