Chris Molloy/Pexels
ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Όταν χάθηκα στη Γαλλία, χωρίς να μιλάω λέξη γαλλικά

Η Γαλλία είναι μια υπέροχη χώρα για να την διασχίσεις. Μάθε έστω τι σημαίνει ‘la bas’.

Αγαπώ την Γαλλία. Όχι για τους λόγους που φαντάζεσαι όμως. Η Γαλλία είναι μια μεγάλη νησίδα στον παγκόσμιο χάρτη, όπου οι κάτοικοί της λατρεύουν να καπνίζουν (πολύ), να βγαίνουν έξω κατά κύριο λόγο για να πιουν κρασί και στη συνέχεια για να απολαύσουν κάποιο αποκρουστικά μισοψημένο πιάτο κρέατος, ενώ όντες δεσμευμένοι, φλερτάρουν ασύστολα με το άτομο εκείνο που κατά κανόνα, δεν είναι αυτός/η που διατηρούν σχέση.

Πάμε ξανά από την αρχή. Αγαπώ την Γαλλία, παρά τα κλισέ που προανέφερα, που υπάρχουν σε κάθε παρέα νεαρών Γάλλων που γνώρισα και συνήθως τα υιοθετούν ακόμα και μετανάστες ή φοιτητές που ζουν στη χώρα και απολαμβάνουν τα χιλιάδες κύτταρα μπον βιβέρ-ισμού που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα.

Το καλοκαίρι του 2012 όμως, ήμουν σε ένα δωμάτιο στο Παρίσι και άφραγκος ων, απολάμβανα ένα άψητο σουφλέ σοκολάτας σε ένα υπερτιμημένο ξενοδοχείο, μαζί με την τότε κοπέλα μου, έχοντας αμφότεροι πειστεί πως η εσάνς ποντικίλας που εξέπεμπε η τουαλέτα, ήταν απλά, άλλη μια ρομαντική νότα σε ένα από τα πιο δοξασμένα κεφάλαια της εξ`αποστάσεως σχέσης μας.

Προηγουμένως, στο υπέροχο ταξίδι μας με το τρένο, από την Μασσαλία μέχρι το Παρίσι, είχα αναφωνήσει ‘ωχ αδερφε και τι έγινε!’ από μέσα μου, έχοντας δεχτεί λίγη από την μπονβιβερίλα που ανέφερα προηγουμένως, με αποτέλεσμα να ξεχάσω να πάρω μαζί μου τα στοιχεία της διεύθυνσης του ξενοδοχείου, γνωρίζοντας μόνο μια πολύ βασική περιγραφή της συνοικίας που βρισκόταν.

Η φράση ‘la bas’ στα ελληνικά σημαίνει ‘εκεί’. Πρόκειται για την ατάκα που επαναλαμβάνουν με ιερή μανία οι Γάλλοι που δεν έχουν καμία πρόθεση να μιλήσουν στα αγγλικά με κάποιον ξένο. Το ‘la bas’ συμπυκνώνει μέσα του όλη την θυμηδία και την οργή των Γάλλων που έχουν την ατυχία να μοιράζονται μερικά πολύτιμα δευτερόλεπτα από τον χρόνο τους με κάποιον μη Γάλλο. Έχοντας διανύσει λοιπόν μια απόσταση περίπου 16 στάσεων με το μετρό, μέσα σε ένα συρμό με σπασμένα μπουκάλια μπύρας και βότκας, συναντούσα έναν εξοργισμένο skinhead που με κοιτούσε βρίζοντας με οργή και ζούσα ένα γαλλικό remake της περιπέτειας του Νίκου Σταματίνη, με την κοπέλα μου να μου κρατάει το χέρι αν και εξοργισμένη που δεν είχα ιδέα πού στο διάολο είναι το ξενοδοχείο μας, αν και έδειχνε μάλλον έτοιμη να με θυσιάσει στον Άγιο Σωβινισμό ή στο Πνεύμα του Σαρλ Ντε Γκολ. Οριακά πριν δεχτώ επίθεση, βρισκόμασταν στο σταθμό του μετρό που ήταν κοντά στο ξενοδοχείο μας.

Κάπου εκεί, τα ‘la bas’ έγιναν η μόνη κουβέντα, το mantra που ακούγαμε περπατώντας στα στενά του Παρισιού και ρωτώντας περαστικούς αν γνωρίζουν το όνομα του ξενοδοχείου μας. Σαν φλας περνούσαν απο το μυαλό μου οι στιγμές που είχα προσπαθήσει να αγοράσω προφυλακτικά από γαλλικό φαρμακείο. “Preservatifs” τα είχα αποκαλέσει, ενώ λέγονται “protecticfs”. Επίσης, η αγορά καφέ, δεν ήταν εύκολη επίθεση: “Un cafe” είναι η προσφώνηση ενός γαλλικού καφέ, “un cafe de capuccino” είχα ζητήσει και ο καφετζής μου είχε δώσει έναν γαλλικό καφέ και έξτρα έναν καφέ καπουτσίνο. Η αγορά σάντουιτς μπαγκέτας από φούρνο και η προσπάθεια μου να ζητήσω λογαριασμό σε γαλλικό μπιστρό, ήταν διαδικασίες που είχαν διαρκέσει εκατοντάδες άβολα δευτερολεπτα. Αναρωτιόμουν: Le billet, le total, le tarif, πώς στο διάολο λέγεται ο λογαριασμός στα γαλλικά τελικά; Γιατί κάνουμε κύκλους το τετράγωνο εδώ και τόση ώρα; Γιατί ενώ περπατάω είμαι στο όριο να πάθω κρυοπαγήματα από την παγωνιά; Πόσο νόμιμο είναι να απαντήσω με κεφαλοκλείδωμα στον επόμενο Γάλλο που θα με κοιτάξει με το ύφος της Ζαν Ντ’ Αρκ μετά  από μια νικηφόρα ξιφομαχία, ψελίζοντας επιβλητικά “LA BAS”. Γιατί πεινάω όσο ο Όβελίξ όταν είχε αναγκαστεί να φάει βραστό κρέας; (δες ‘ο Αστερίξ στην Βρετανία’).

Τις ερωτήσεις μου διέκοψε ένα ζευγάρι μεσήλικων γάλλων που έβγαζαν τα κινητά τους και με ένα google search (είναι 2012, το Mobile internet ήταν ακόμα πολυτέλεια) έβρισκαν το όνομα του ξενοδοχείου μας και με ένα συνδυασμό από οξφορδιανά αγγλικά και λίγα γαλλικά μας έδειχναν τη διεύθυνση με αναλυτικές οδηγίες. Ύστερα από 400 μέτρα περπάτημα, είχαμε φτάσει. Το μοναδικό φαγώσιμο στις τσάντες μας ήταν ένα ωμό σουφλέ σοκολάτας. Τελικά, τα κλισέ των γαλλικών ταινιών αξίζουν αυτή την μεταγραφή τους στην αληθινή ζωή του Παρισιού. Ίσως ο σωβινισμός να είναι ένα φαινόμενο που χρόνο με το χρόνο θα εκλείψει. Ίσως τα κλισέ των γαλλικών ταινιών όπως οι ‘ξένοι εραστές στο Παρίσι’ να κάνουν ακόμα και τον ελέφαντα του σωβινισμού να φεύγει από το δωμάτιο. Ιl va la bas, είμαι σίγουρος.