Πώς είναι να ψωνίζεις σε μαγαζί για παχύσαρκους
To να είσαι άντρας με πολλά XXΧΧL στην Ελλάδα δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.
- 4 ΜΑΙ 2021
Με λένε Πάνο και μου αρέσει το φαγητό. Με χαλαρώνει, με ηρεμεί, έρχεται και με αγκαλιάζει σαν τη κουβέρτα που κουβαλάει πάντα μαζί του ο Linus στο Charlie Brown.
Είναι το αποκούμπι μου και η λύση για όλα όσα συμβαίνουν γύρω μου ή μέσα στο μυαλό μου. Προφανώς είναι και αυτό που θα με σκοτώσει, αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο του άρθρου.
Δεν σου μιλάω για συνοικιακά μαγαζιά στην Καλλιθέα, από εκεί που έχω στείλει ενίοτε τη φουκαριάρα τη μάνα μου (γιατί εγώ ντρέπομαι να εμφανιστώ) να μου αγοράζει -κατόπιν παραγγελίας- T-shirt στο μέγεθός μου.
Συγκεκριμένα, με στάμπες που μου φέρνει και διαλέγω μέσα από ένα βιβλίο με τουριστικά είδη. Εκεί που, ανάμεσα σε ouzo power και Ι love Santorini, βρίσκω ενίοτε κάτι χιουμοριστικά και ειρωνικά Star Wars σλογκανάκια που τα πουλάω ως άποψη. Παρότι, μεταξύ μας, σιχαίνομαι το Star Wars με όλη τη δύναμη της ψυχής μου.
Δε σου μιλάω για βιοτεχνίες με γυναίκεια ρούχα στο Μπραχάμι που, by the way, κάπου στην άκρη, έχουν και κάτι πεταμένα ρετάλια σε περίπτωση που κάποιος άντρας φιλοτιμηθεί να μπει ποτέ μέσα.
Δεν σου μιλάω για -πανάκριβα- πουκάμισα που ράβεις πάνω σου σε ραφτάδικα στο Κολωνάκι που περηφανεύονται ότι βασικός τους πελάτης είναι ο ΛΕ ΠΑ. Γιατί ναι, το έχω κάνει και αυτό.
Δεν σου μιλάω για ότι μπορείς να παραγγείλεις online, αφού και εκεί τα πράγματα είναι ψιλο-στεγνά αφού τα μόνα καλά μεγέθη είναι για χιπ-χοπάδικα brands. Τα οποία πρέπει να φέρεις από την Αμερική. Οπότε μπαίνει στη μέση τελωνείο, χρόνος παράδοσης και παύει να έχει νόημα.
Μιλάμε για σικάτα μαγαζιά για αντρικά υπερμεγέθη (από 2ΧL μέχρι 10ΧL) όπου, με το που μπαίνεις, αισθάνεσαι ότι είναι φτιαγμένα για εσένα. Ότι εκεί, σε αντίθεση με όποιο άλλο μαγαζί έχω μπει ποτέ στη ζωή μου, δεν είμαι δακτυλοδεικτούμενος. Ότι είμαι ο πελάτης ο καλός και όχι ο «τι κάνει τώρα αυτός εδώ τώρα». Ότι ο πωλητής, που επίσης δεν είναι μια σταλιά άνθρωπος, ξέρει όλα τα κόμπλεξ μου, κατανοεί το τι έχω περάσει και έχει όντως διάθεση να με βοηθήσει να διαχειριστώ το πρόβλημα με την εικόνα μου.
Προσωπικά μου πήρε 40χρόνια μέχρι να πέσω τυχαία πάνω σε ένα τέτοιο, επί της Μητροπόλεως, το οποίο πλέον επισκέπτομαι σταθερά σε μηνιαία βάση. Δεν πρόκειται να σου πω το όνομα, για να μη νομίζεις ότι οι προθέσεις μου είναι διαφημιστικές.
Απλώς οφείλω να πω ένα ευχαριστώ στον βασικό πωλητή, τον Τάσο, που πρώτη φορά με έκανε να αισθανθώ ότι το να είσαι άντρας με παραπάνω κιλά δε σημαίνει ότι δεν μπορείς να αγαπήσεις τα ρούχα και να πειραματιστείς με αυτά. Ότι δεν είναι ντε και καλά υποχρεωτικό να φοράω πάντα μαύρα, λες και είμαι ορκισμένος Κρητικός. Ότι, ρε παιδί μου, έχω κερδίσει το δικαίωμα να έχω -αν το γουστάρω- φλαμίνγκο στη φόδρα του μπουφάν και λεμόνια στη βερμούδα μου.
Αν και, για να είμαι ειλικρινής, μου ήταν εξαιρετικά δύσκολο να πατήσω για πρώτη φορά το πόδι μου στο συγκεκριμένο -εστέτ, ευάερο, ευήλιο- μαγαζί. Γιατί με το που μπαίνεις μέσα είναι σαν να παραδέχεσαι στον εαυτό σου την ήττα σου. Ότι τα έχεις πάει τόσο χάλια με τη διαχείριση της εξάρτησής σου, που πλέον δεν είσαι μέρος του γενικού πληθυσμού. Ότι είσαι, ας πούμε, shopper με ειδικές ανάγκες.
Επίσης υπάρχει ακόμη ένα παράδοξο στην όλη υπόθεση. Ότι, παρόλο που για πρώτη φορά στη ζωή μου βρήκα ένα μαγαζί τύπου Cheers (everybody knows my name and is glad I came), αυτό που θέλω περισσότερο από όλα είναι, κάποια στιγμή, να σταματήσει να είναι στέκι μου.
Να ακούσω τον Τάσο να μου λέει «Με συγχωρείς, αλλά δεν έχω τόσο μικρό μέγεθος (δηλαδή XXL) για σένα. Σου είναι πολύ φαρδύ». Εντάξει, η φάση είναι και μετά ξύπνησα. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Το όνειρο -του μια μέρα να μπορώ να ψωνίσω παντού- πεθαίνει τελευταίο.
Υ.Γ. Στις διάσπαρτες φωτογραφίες του άρθρου δεν είμαι εγώ, αλλά διάσημα plus size μοντέλα. Γιατί και στους άντρες Big is (or can be) Beatiful.