ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Πώς έζησα το ιστορικό Euro 2004 από την Πορτογαλία

19 χρόνια μετά, θυμόμαστε τον θρυλικό προημιτελικό με τη Γαλλία που άνοιξε για τα καλά το δρόμο για τον θρίαμβο.

Υπάρχει μια αναντιστοιχία ανάμεσα στις φωτογραφίες που κράτησα από το ταξίδι μου και στις πραγματικές αναμνήσεις, μία απόσταση που έχει δημιουργηθεί εξαιτίας ενός μάλλον κοσμικού γεγονότος, το οποίο σαν να διέρρηξε λίγο τη συνέχεια του χρόνου: το γλίστρημα της μπάλας στα δίχτυα των Γάλλων.

Κανονικά, το ταξίδι στη Λισαβόνα θα έπρεπε να έχει μία αρχή, μία μέση κι ένα τέλος, κι αυτό να αποτυπώνεται -κατά κάποιο τρόπο έστω- στις φωτογραφίες που είχα τραβήξει. Ωστόσο, συμβαίνει κάτι περίεργο. Το δικό μου «είχα πάει στο Euro» περιορίζεται μόνο σε αυτό το χρονικό σημείο (το γκολ) που κράτησε λίγα δευτερόλεπτα, μία τελεία σε μια λευκή κόλλα -ας την πούμε έτσι- με μερικά διάσπαρτα μικρά γεγονότα γύρω της, όπου άλλα βρίσκονται πιο κοντά σε αυτήν την «τελεία», κι άλλα πιο μακριά.

Με απλά λόγια, εδώ είναι το γκολ του Χαριστέα και γύρω του είναι όλα τα άλλα, εδώ είναι αυτή η μικρή «τελεία» και γύρω της είναι μερικά μικρά περιστατικά, που έχουν τόση σημασία, όση τους δίνει η χρονική τους απόσταση απ’ αυτό το γκολ.

Για παράδειγμα:

Mας θυμάμαι να ανεβαίνουμε σε ένα αεροπλάνο που μάθαμε ότι λεγόταν Τουπόλεφ, μια χαμηλοτάβανη παλιατζούρα που θα έφευγε απ’ το αεροδρόμιο Μακεδονία, και για το οποίο σύντομα κυκλοφόρησε η φήμη ανάμεσα στους επιβάτες, ότι «δεν είναι ασφαλές», «είναι παλιό», «ένα τέτοιο έπεσε πέρσι» κτλ.

Ένας πατέρας με το κοριτσάκι του ζήτησε έντρομος να κατέβει -και όντως κατέβηκε-, οι υπόλοιποι παραμείναμε μέσα λίγο ταραγμένοι, μέχρι που ακούσαμε έναν μπροστινό να φωνάζει: «ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ, ΑΜΑ ΠΕΣΕΙ, ΘΑ ΠΑΙΞΟΥΝΕ ΓΙΑ ΜΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΥΡΙΟ».

Ήθελε έναν ηρωικό θάνατο, δεν ξέρω γιατί μας ανακάτεψε σε αυτό, αλλά κακώς.

Ε, λοιπόν, αυτό το περιστατικό είναι απείρως πιο αδιάφορο από τον τύπο που κυκλοφορούσε με αρχαιοελληνική περικεφαλαία μέσα στο Ζοζέ Αλβαλάδε και τρέξαμε να φωτογραφηθούμε μαζί του. Γιατί; Γιατί ήταν πιο κοντά χρονικά στο γεγονός που μας έβγαλε έξω απ’ τα σώματα μας, πιο κοντά στην ντρίμπλα του Ζαγοράκη, στο άλμα του Χαριστέα, στην κλειστή φωνή και στο τρέμουλο του Μήτσου, του παιδικού φίλου που ταξιδέψαμε παρέα στην Πορτογαλία (και τον λέγαμε Μήτσο απ’ τα 5 του, νευριάζοντας τη μάνα του που κάθε τόσο επέμενε «ΔΗ-ΜΗ-ΤΡΗ ΤΟΝ ΛΕ-ΝΕ»).

Κυρία Ελένη, «Μήτσο» τον λένε, αν και εκείνη τη μέρα, δεν είχε όνομα, κανείς μας δεν είχε, μετά το γκολ, μετά το σφύριγμα της λήξης, ήμασταν όλοι ένας άνθρωπος, ο μισός στην Ελλάδα, ο άλλος μισός στην Πορτογαλία, ο οποίος γεννήθηκε και έζησε μόνο μέσα στο γήπεδο, στο «όλε όλε» των παικτών, στο «δεν το πιστεύω βλέμμα τους-βλέμμα μας», και πέθανε με το που τελείωνε η έκσταση, ξαναγυρνώντας στα δέκα-έντεκα εκατομμύρια κομμάτια του που επέμεναν να υπάρχουν και να κινούνται αυτόνομα.

Μέχρι το επόμενο παιχνίδι.

Απαραίτητη σημείωση: Τότε αν έβλεπες κάποιον να φοράει ψεύτικη περικεφαλαία σε ένα γήπεδο χιλιόμετρα μακριά απ’ την Ελλάδα, περνούσες καλά, αυτή η “ouzo power” γραφικότητα έβγαζε γέλιο. Όλα αυτά όμως πριν το 2010, πριν ξεκινήσει η επέλαση των ακροδεξιών. Πλέον νοηματοδοτεί κάτι πολύ άσχημο. Όσο γελάσαμε, γελάσαμε μ’ αυτό. Μάλλον.

Μετά το παιχνίδι, θυμάμαι να γυρνάμε στις πλατείες, στους δρόμους, όπου βλέπαμε τέλος πάντων μαζεμένους οπαδούς, Έλληνες ή ξένους, και να τραγουδάμε συνθήματα λίγο πιο «μπροστά» απ’ αυτά που τραγουδούσαν την ίδια ώρα στην Ομόνοια, στον Λευκό Πύργο, αν και πάντα συνδεδεμένοι με τους φίλους μας εκεί-εδώ.

Θυμάμαι έναν ξένο που μας ρώτησε τι σημαίνει το «πάρε μας μία π… σιλβουπλέ, Τρεζεγκέ, Τρεζεγκέ» (του εξηγήσαμε χωρίς καμία ντροπή) ή έναν άλλον που μάλλον μας τρόλαρε και δείχνοντας τη σημαία μας, μάς ρώτησε: «Αρτζεντίνα;;;». Απαντήσαμε κανονικά εμείς πάντως, ήταν 2004, ήμασταν μόλις 21 χρονών και τη λέξη «τρολ» την ήξεραν μόνο όσοι διάβαζαν βιβλία φάντασυ.

Οι Γάλλοι μετά το ματς φέρθηκαν ωραία, όπου μας έβλεπαν μας χειροκροτούσαν, μας έδειχναν με το δάχτυλο με ύφος De Niro στο Analyse this. “Υου… Υου… You’re good my friend, you gotta gift”.

Και οι Πορτογάλοι όμως. Σε όποιο μαγαζί πηγαίναμε μας μιλούσαν με ψιλοθαυμασμό, αν και το είχαν σίγουρο ότι πρώτον θα χάσουμε από την Τσεχία και ότι δεύτερον, θα το πάρουν αυτοί.

100% επιτυχία και στα δύο, μπράβο τους.

Όταν τελείωσε το παιχνίδι, βγαίνοντας απ’ την πύλη πέτυχα ένα συμφοιτητή μου, μεγαλύτερο, με τον οποίο το πολύ να λέγαμε ένα «γεια» μέχρι τότε. Στη φωτογραφία φαίνεται σαν να ήμασταν κολλητοί.

Και ήμασταν για μερικά λεπτά.

Το επόμενο πρωί τρώγαμε στο ξενοδοχείο, δίπλα μας άλειφε τη μαρμελάδα του στη φρυγανιά του κι ο νεολαίος τότε Βαγγέλης Μεϊμαράκης, (εντάξει, ψέματα δε θυμάμαι τι ακριβώς έτρωγε ο Μεϊμαράκης, στη Βόλβη πάντως έφαγε 100% ψάρια, διασταυρωμένο αυτό). Εκεί ήταν κι ένα σωρό ακόμη οπαδοί-ταξιδιώτες-τρελαμένοι που είχαμε ξενυχτήσει τριγυρνώντας στη Λισαβόνα.

Βασικά, κάποιοι είχαμε ξενυχτήσει για λίγο κι έξω απ’ το ξενοδοχείο των παικτών. Μετά τη νίκη, μια ομάδα κατευθυνθήκαμε προς τα εκεί που έμεναν (δε θυμάμαι πώς το ξέραμε), και περιμέναμε το πούλμαν που τους μετέφερε, εκείνο που έγραφε «Η αρχαία Ελλάδα είχε 12 θεούς. Η σύγχρονη έχει 11».

(Έχει γεράσει λίγο άσχημα αυτή η επιγραφή, αλλά τότε μας άρεσε).

Με το που έφτασαν στήθηκε ένα τεράστιο πανηγύρι, προσπαθούσαμε να τους αγγίξουμε, φωνάζαμε, κάναμε σαν τρελοί πραγματικά. Μπήκαν στο ξενοδοχείο και έκατσαν στο ισόγειο, όπου τους έφεραν κάτι σαν φαγητό. Νομίζω. Ο κακός χαμός έξω δεν τους άφησε να ησυχάσουν και γρήγορα χαιρέτισαν, φεύγοντας για κάποιο άλλο σημείο του ξενοδοχείου, μακριά απ’ τα μάτια μας, μπας και ησυχάσουν.

Δες εδώ ερασιτεχνικές φωτογραφίες, ό,τι χειρότερο έχει σταλεί ποτέ για εμφάνιση σε επαγγελματία φωτογράφο το έτος 2004.

Τη μέρα πριν το παιχνίδι και την ημέρα μετά, τριγυρνούσαμε στα αξιοθέατα της πόλης, ως τουρίστες, ντυμένοι άσχημα. Βγάζαμε φωτογραφίες, ψάχναμε δώρα για τους δικούς μας, και κάναμε κι ένα πέρασμα από την αστυνομία γιατί ο Μήτσος έχασε το τσαντάκι  που είχε μέσα το ρολόι του, τη φωτογραφική μηχανή του και διαβατήριό του.

Το τελευταίο του το έστειλαν δυο χρόνια μετά, μπράβο στην ελληνική πρεσβεία για την ταχύτητά της. Ταξίδεψε με μία εξουσιοδότηση, έτσι μου την ανέφερε τώρα που τον ρώτησα «καλά και στο αεροπλάνο πώς μπήκες, δεν θυμάμαι».

Ήταν σαν να μας φόρτωναν σε αεροπλάνα τότε, να μας πήγαιναν και να μας έφερναν κατά χιλιάδες στην Πορτογαλία, με έναν τυπικό έλεγχο, σαν να δείχνεις το εισιτήριο σου από μακριά σε έναν βαριεστημένο ελεγκτή στο τρένο και να κουνούσε το κεφάλι συγκαταβατικά «ντάξει, πέρνα».

Θέλω να κλείσω με αυτή τη φωτογραφία. Αριστερά είμαι εγώ, δεξιά ο Μήτσος και στη μέση ένας τυχαίος μπόμπιρας που γραπώσαμε γιατί μας φάνηκε αστείο το πώς τον είχανε βάψει οι δικοί του.

Λογικά σήμερα θα είναι πάνω από 20 χρονών, όποιος τον ξέρει, ας τον ενημερώσει, μπορεί να γελάσει, μπορεί και να ντραπεί.

Μακάρι να ντραπεί εννοείται, ζω γι’ αυτά, αλλά κυρίως μακάρι να τη δει. Μια φωτογραφία αφιερωμένη σε όλες εκείνες τις τροχιές των ανθρώπων που συναντήθηκαν τότε και δε θα συναντιούνταν ποτέ ξανά και σε εκείνες τις παρέες, τις κανονικές, που 19 χρόνια μετά, δεν υπάρχουν πια.