Πώς κατάφερα να χάσω τα μαλλιά μου πριν τα 25
- 5 ΙΟΥΝ 2020
Το να χάνεις τα μαλλιά σου νωρίς, γύρω στα 20-25, μοιάζει με μια μικρή τραγωδία, που προκύπτει μέσα από πολλά μικρά λάθη, σε συνδυασμό με αστάθμητους παράγοντες όπως το να διαθέτεις κι άλλους συγγενείς με πλεόνασμα γυαλάδας στο κεφάλι και έλλειμμα τριχωτού. Η δική μου ιστορία ξεκινά στα 90s, είναι πολύχρωμη και κωμικοτραγική. Wannabe καραφλέ αναγνώστη, δέσε τη ζώνη σου. Η ιστορία μας ξεκινά με…
Ένα πηχτό, χρωματιστό υγρό
Στα τέλη των 90s, υπήρχαν συγκεκριμένα μικροπράγματα που έκαναν έναν έφηβο να ξεχωρίζει από την άμορφη μάζα των συνομηλίκων συμμαθητών του, με τα φαρδιά παντελόνια και τα σκούρα ροκανίδια που κολλάνε στα χείλη και θέλουν να λέγονται και ‘μουστάκι’. Μια μπύρα στο χέρι, ένα σκισμένο τζιν μαζί με κάποιο t-shirt (έστω με στάμπα ‘Metallica’), ένα περιποιημένο ξύρισμα και μια γεμάτη χούφτα με τζελ, πλασμένη στα μαλλιά, ήταν τα στοιχεία που έφτιαχναν το badass, το αλήτικο look, αυτό που έκανε ακόμα και τους εξωσχολικούς να βρέχουν τα παντελόνια τους από φόβο και δέος.
Αλήτες 14χρονοι οπλισμένοι με τζελ μαλλιών
Η μπύρα που κυκλοφορούσε στους κύκλους σκληρών 14χρονων καρχιόληδων ήταν συνήθως Heineken ή Amstel και πάντα η πρώτη γουλιά προκαλούσε από ζαλάδα μέχρι αηδία στον απαίδευτο ουρανίσκο μου. Το σκισμένο τζιν ήταν μια παραβατική συμπεριφορά, που μπορούσε να επιφέρει 16 εβδομάδες γκρίνιας από τους γονείς μου, όποτε το είχα αντικαταστήσει από φαρδιά παντελόνια, με πλήρη επιρροή από ινφλουένσερ της εποχής όπως οι Bomfunk MC’s (‘Γουακαμακαφον’). Το ξύρισμα και το τζελ ήταν δυο τομείς που είχα πετύχει μεγάλες νίκες: Στο μεν ξύρισμα είχα ξεπεράσει το φόβο της λεπίδας που κλάδευε με σαδιστικά λεπτούς ήχους -σαν μέτριο ASMR– τα γένια μου, ενώ στο τζελ τα πράγματα ήταν απλά: Τα δάκτυλα μου έπρεπε να κάνουν μακροβούτι μέσα στο βαζάκι με το τζελ, να αρπάξουν μια γερή ποσότητα και ύστερα να την εναποθέσουν στα μαλλιά. Αν δεν πάγωναν οι πόροι του δέρματος, τότε απλά δεν είχα βάλει πολύ τζελ.
Ο ακόμα πιο αλήτης εξωσχολικός
Οι NSync στα American Music Awards (2002)
Φτάνουμε στο μαγικό 2001. Έχω εκτοξεύσει την παραβατικότητα της ζωής μου στα ύψη, πίνοντας σε σχολικά party μπύρα με χαρακτηριστική άνεση, ενώ στις σκοτεινές γωνιές του λυκείου, κυκλοφορούν και ακόμα πιο σκληρές καταχρήσεις όπως πούρα cigarillos από το περίπτερο, αναψυκτικά Smirnoff Mule και λικέρ ροδάκινο (είπαμε, αλητεία). Προφανώς είχα δοκιμάσει απ’όλα και ήθελα να περάσω στην επόμενη πίστα, κάνοντας κάτι που θα με έκανε ακόμα πιο σκληρό παλιοτόμαρο: Ξανθές ανταύγειες.
Είχα ανακαλύψει τους N’Sync σε σχολικό πάρτι, την εποχή που το ‘Bye Bye’ ήταν το απόλυτο χιτ τους και κόντραραν στα ίσια την παντοκρατορία των Backstreet Boys. Επίσης είχα προσέξει πως σε κάθε πάρτι, τα κορίτσια ασχολούνταν με ό,τι πιο χειροπιαστό είχαν από τους Justin Timberlake, JC Chasez, Chris Kirkpatrick, Joey Fatone, Lance Bass, δηλαδή φωτογραφίες από το ‘Αφισόραμα’ και cd-singles που ζέσταιναν το εσωτερικό ενός cd-player -ραδιοκασετόφωνου με υποδοχές για πέντε cd. Από την μια πλευρά, στο μυαλό μου πρόβαλλαν οι N’Sync (συγκρότημα που άρεσε στα κορίτσια), από την άλλη οι Underworld και το videoclip του ‘Born Slippy’ που είχα δει για πρώτη φορά σε τίτλους τέλους των ‘ΑΜΑΝ’. Κάτι παράξενο και κάτι που άρεσε στα κορίτσια. Ήθελα να γίνω ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ. Είχα βρει τον ιδανικό άνθρωπο γι’αυτή την αποστολή.
Κάθε παρέα που σεβόταν τον εαυτό της στο 1ο Λύκειο Παλλήνης, είχε κι ένα εξωσχολικό μέλος. Η δικιά μου είχε τον Σταμάτη, έναν 18χρονο που δούλευε σε κομμωτήριο στο Γέρακα, αν και στην όψη έμοιαζε περισσότερο με σέντερ μπακ του Αχαρναϊκού. Ο Σταμάτης είχε κάνει στον εαυτό του ξανθές ανταύγειες. Ο Σταμάτης λατρευόταν από το 90% των συμμαθητών μου σαν ένα είδωλο, ένας σημαιοφόρος της ανυπακοής. Του έδειξε την φωτογραφία των N’Sync, συμφώνησε. Ήταν Δευτέρα όταν κάθισα στην καρέκλα του και είχαμε Άλγεβρα πρώτη και δεύτερη ώρα. Λεπτομέρειες, μπροστά στην μεταμόρφωση που θα συνέβαινε.
Δεν συνέβη ποτέ
Το αποτέλεσμα ήταν κακό, πολύ κακό: Η εμφάνιση μου στο σχολείο με ξανθές ανταύγειες έφερε ερωτήματα όπως “Μήπως είσαι άρρωστος;” και γνήσια ανησυχία για την ψυχική μου κατάσταση. Το περιστατικό αυτό ξεχάστηκε γρήγορα από την καθημερινότητα του μικρού λυκείου της Παλλήνης, όμως άφησε πίσω του σημάδια.
“Τρίχες είναι , ξαναβγαίνουν”
Οι βουτιές μου σε τζελ αποχρώσεων τιρκουάζ και φράουλας (πάντα ΤΟΣΟ φανταχτερά χρώματα) συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια, σε πικάντικους συνδυασμούς με σπρέι, αφρούς και λακ κομμωτηρίων. Λίγο πριν το κεφάλι μου αρχίσει να θυμίζει τον Derek Zoolander, ο καθρέφτης με είχε προδώσει για πρώτη φορά: Στην κορυφή του κεφαλιού μου, το τζελ κολυμπούσε πια σε κάτι που έμοιαζε με δάσος του Αμαζονίου σε αποψίλωση, ενώ και το μέτωπο μου γυάλιζε πιο πολύ από τα λευκά πουκάμισα του Γιώργου Λεμπέση και του Τόλη Βοσκόπουλου στο μεταξύ τους ντουέτο – επικό hit με τίτλο ‘Φίλε’.
Σταγόνες σωτηρίας
Έμοιαζε τουλάχιστον κατάρα, να είσαι 20 ετών εν έτει 2005 και ο Γιώργος Λεμπέσης να έχει περίπου εκατό φορές πιο πυκνά μαλλιά από ‘σένα. Κυοφορούσα πάνω στο σκαλπ μου μια ντροπή. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η συνειδητοποίηση πως καραγκιοζιλίκια πάνω στα μαλλιά= αραίωση, ήταν η αφορμή για δράση: Φαρμακευτικές αγωγές με σταγόνες, λοσιόν, χάπια, υπόσχονταν πως τα εφηβικά ανομήματα μου θα μπορούσαν να διαγραφούν για πάντα και τα μαλλιά μου μπορεί να μην θύμιζαν τον Paul Banks των Interpol όπως ονειρευόμουν, αλλά τουλάχιστον Δεν Θα Ήμουν Καραφλός.
Η σκληρή συνειδητοποίηση
Λίγο μετά τα 25, λίγο μετά το πρώτο κούρεμα ‘με την ψιλή’ στο στρατό, είχε επέλθει η επικράτηση της ωμής αλήθειας. Οι ταχυδακτυλουργικές κινήσεις χεριών στον καθρέφτη, απλώνοντας την πλευρά του κεφαλιού με τα πολλά μαλλιά στην τελείως άδεια πλευρά, δεν είχαν πια αποτέλεσμα. Η φαλάκρα ‘τάλιρο’ είχε κάνει την εμφάνιση της, σαν ένας Αμαζόνιος παραδομένος στις δυνάμεις του Κεφαλαίου.
Δεν μπορούσα πια να αναγνωρίσω αυτό που έβλεπα στον καθρέφτη: Ήμουν εγώ στα 25-26 μου, ντυμένος με τα αγαπημένα μου Paul Frank t-shirts, με Nike sneakers, με δερμάτινα περικάρπια στα χέρια (υπήρχαν γκοθάδικα στην Αθήνα, είχα μόλις ανακαλύψει τους Joy Division, δείξε επιείκεια) και στο κεφάλι μου φαινόταν κάτι που έμοιαζε με τον Woody Allen, με τον Larry David ή μήπως με τον πατέρα μου; Πώς το διώχνεις αυτό που γυαλίζει σαν τα ρεφρέν του Βασίλη Καζούλη; Πώς το κάνεις να μην το βλέπουν οι Άλλοι, οι άνθρωποι που θέλεις να κάνεις φίλους σου, οι γυναίκες, οι συνάδελφοι, οι διευθυντές; Γιατί οι γυναίκες προτιμούν αυτούς που μοιάζουν με τους Kaiser Chiefs και όχι τον Moby; Γιατί οι μακρυμάλληδες είναι τόσο δημοφιλείς; Γιατί ο ινφλουένσερ των Ελλήνων φαλακρών τα τελευταία 40 χρόνια να είναι ο Γιάννης Ζουγανέλης; Πολλά τα ερωτήματα, άφαντες οι απαντήσεις.
Πέρασαν τουλάχιστον 3-4 χρόνια που απέφευγα να βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, προτιμούσα να το κάνω εξ’αποστάσεως. Ο πίσω καθρέφτης που χρησιμοποιούσε ο κουρέας μου και η ερώτηση “καλά είναι να τα πάρω τόσο;” γίνονταν έξτρα πληγές στο οριακά γυμνό μου κρανίο. Τελικά, λίγο πριν τα 30, αυτή η θλίψη αντικαταστάθηκε από μια γερή δόση κυνισμού, που μεταφράστηκε με ένα “Δεν με νοιάζει πόσο θα τα πάρεις, πάρ’τα όλα να τελειώνουμε”.
“Εmbrace your baldness”
Πρέπει να άκουσα για πρώτη φορά την παραπάνω παραίνεση από τον Aaron Paul, όταν ακόμα έπαιζε στο ‘Breaking Bad’. Σε απλά ελληνικά, “αγάπησε την καράφλα σου”. Αφού μπόρεσε να την αγαπήσει ο κολλητός του Heisenberg, γιατί να μην τα καταφέρω κι εγώ; Το πρώτο μετά-στρατιωτικό κούρεμα με την ψιλή ήρθε στα 28-29 και από τότε μέχρι σήμερα, γίνεται κάθε 20-25 μέρες σταθερά.
Το κεφάλι μου έγινε ένας καμβάς για νέες περιπέτειες, που δεν χρειάστηκε ποτέ ατάκες και τσιτάτα του Γιάννη Ζουγανέλη, δεν κυνήγησε την επιβράβευση κανενός, δεν είχε χρόνο να ασχολείται με τρίχες και με ανθρώπους που αποθεώνουν τις τρίχες. Μέσα από αυτόν τον καμβά ήρθε η συνειδητοποίηση πως δεν χρειάζεσαι κανένα θεαματικό prop, κανένα χτένισμα, κανένα βάψιμο για να κερδίζεις κάθε είδους επιβραβεύσεις και απηχήσεις. Το φαλακρό κεφάλι είναι ένα σκληρό αλλά αποτελεσματικό reset για να δεις ξανά τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να ανακαλύψεις ποιος πραγματικά είσαι.