Πού ήμουν όταν η Ελλάδα σήκωσε το Euro 2004
15 χρονιά μετά το έπος της Πορτογαλίας, οι δημοσιογράφοι του Oneman θυμούνται πώς έζησαν τον τελικό του Ντα Λουζ.
- 4 ΙΟΥΛ 2019
Ο μεγάλος τελικός βρίσκεται πια στο 57ο λεπτό του, με την Ελλάδα και την Πορτογαλία να έχουν μείνει στο 0-0. Μικρή σημασία έχει αυτό. Όλοι ξέραμε ότι κάποια στιγμή, οι παίκτες του Ρεχάγκελ θα βρουν αυτό το ένα γκολ που θα ήταν αρκετό για να τους δώσει την τελευταία νίκη που χρειάζονταν πριν την ολοκλήρωση του ονείρου. Το μόνο που έμενε να μάθουμε, ήταν το πώς και πότε.
Το κόρνερ του Μπασινά, η κεφαλιά του Χαριστέα, τα πανηγύρια, η τρέλα. Μισή ώρα και κάτι αγωνίας μέχρι το τελευταίο σφύριγμα κι ένας νέος τρελός γύρος ξέφρενης χαράς, στην Πορτογαλία και φυσικά πίσω στην Ελλάδα. Την Ελλάδα που ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης, την Ελλάδα που είχε μόλις πετύχει το απόλυτο θαύμα.
Εκείνο το βράδυ της 4ης Ιουλίου του 2004 γράφτηκε ιστορία και οι δημοσιογράφοι του Oneman, θυμούνται πού βρίσκονταν και πώς βίωσαν αυτή την αξέχαστη στιγμή.
Άλλη μια μέρα στη δουλειά για τον Σταύρο Καραΐνδρο
Η φάση είναι ξενερωτική. Δεν έχω καμία σούπερ ντούπερ ιστορία από εκείνη τη μέρα. Στην Πορτογαλία δεν βρέθηκα, έζησα όλη την πορεία στα γραφεία του Contra.gr, το ξέσπασμα ήρθε στο ματς με τους Γάλλους όπου έκλαιγα σαν μικρό παιδί, τα υπόλοιπα δύο παιχνίδια ήταν απλά η αντίστροφη μέτρηση για να σηκώσουμε την κούπα. Ναι, τόσο σίγουρος ήμουν πια. Από το πρωί της Κυριακής, 4 Ιουλίου, ένα πράγμα στριφογυρνούσε στο μυαλό. Τον τίτλο που θα βάλουμε το βράδυ μετά τον τελικό. Στο γραφείο τα κλασικά. Με όλο το τιμ, delivery, δουλειά, πίεση, ξανά δουλειά, τηλέφωνα με τους απεσταλμένους στην Πορτογαλία, γέλια, πανηγυρισμοί, το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, ανάψαμε και πούρο. Μία τρελαμένη κατάσταση αλλά η ωραιότερη που έχει ‘γεννήσει’ αυτό το επάγγελμα. Στον τίτλο δεν πρωτοτυπήσαμε: ‘Πρωταθλήτρια Ευρώπης η Ελλάδα’. Το απλό, το κλασικό, to the point. Aργά το βράδυ, ξημερώματα σχεδόν, ένα χαλαρό ποτό για να ηρεμήσουμε και λίγες ώρες μετά ξανά στο γραφείο για τα επινίκια. Ακούγεται περίεργο, αλλά ήταν προτιμότερο που είδα την ιστορία να γράφεται και έγινα μέρος της παρουσίασής της στους αναγνώστες από το να είμαι στις εξέδρες.
Το σουβλάκι που έμεινε μισό για τον Γιάννη Μπαϊρακτάρη
4 Ιουλίου 2004. Τρεις μήνες πριν κλείσω τα 12 και είμαι διακοπές στο σπίτι της γιαγιάς στο Πόρτο Χέλι. Από το πρωί το μόνο που με απασχολεί είναι φυσικά ο τελικός του Euro. Διαβάζω για παίκτες, συστήματα, πληροφορίες, ιστορία των ομάδων, βλέπω όλη μέρα τηλεόραση, που δείχνει εικόνες από τις πλατείες της Λισαβόνας με χιλιάδες Έλληνες να πανηγυρίζουν. ‘Γιατί ρε γαμώτο δεν είμαστε κι εμείς εκεί;’, ξαναρωτάω τον πατέρα μου. Η αλήθεια είναι ότι το είχαμε ψάξει για εισιτήρια και αεροπορικά, όμως, ήταν πανάκριβα. Κι εκείνος θα ήθελε να ήμασταν εκεί, αλλά τελικά λίγο πριν τη σέντρα βρισκόμαστε στη βεράντα του σπιτιού, έχοντας βγάλει την τηλεόραση έξω. Μαζί μας βρίσκονταν κι άλλοι συγγενείς, φίλοι και ξαδέρφια, προκειμένου να δούμε όλοι μαζί τον πιο μεγάλο αγώνα στην ιστορία της Εθνικής. Η ειρωνεία είναι πως πριν ξεκινήσει το Euro είχα αγοράσει επίσημη εμφάνιση της Πορτογαλίας με τον αριθμό του Λουίς Φίγκο. Ο Πορτογάλος ήταν το είδωλό μου, είχα αφίσες του, έβλεπα συνέχεια videos με τα γκολ κι εκείνο ήταν το τελευταίο τουρνουά της καριέρας του.
Ήθελα, λοιπόν, να σηκώσει το κύπελλο. Πού να φανταζόμουν ότι στον τελικό θα έβρισκε αντίπαλο την Εθνική μας; Προφανώς και έτρωγα κατά τη διάρκεια του ματς καζούρα από τον πατέρα μου για την επιλογή μου, να αγοράσω φανέλα της Πορτογαλίας. Αν και εκείνο το βράδυ φορούσα τη φανέλα του Χαριστέα (πουλούσαν σαν τρελές τότε). Στο ημίχρονο και με το 0-0 να παραμένει, αποφασίζουμε να παραγγείλουμε σουβλάκια, τα οποία καταφθάνουν γύρω στο 50ο λεπτό του αγώνα. Αφού τα μοιράζουμε στον καθένα και με πείνα μου να είναι απερίγραπτη σε εκείνο το σημείο, ξετυλίγω το ένα από τα δύο πιτόγυρα που είχα παραγγείλει. Δεν έχω φάει καλά καλά τρεις-τέσσερις μπουκιές και η Εθνική κερδίζει κόρνερ. Ο Μπασινάς πηγαίνει στην εκτέλεση. Δαγκώνω λίγο γύρο με πατάτες. Ο Μπασινάς εκτελεί, ο Χαριστέας νικάει την άμυνα της Πορτογαλίας και στέλνει τη μπάλα στα δίχτυα. Φεύγουν, λοιπόν, από το στόμα πατάτες, γύροι και ντομάτες και φωνάζω ένα ΓΚΟΛ που πρέπει να ακούστηκε μέχρι το Ντα Λουζ. Σηκωνόμαστε όλοι, αγκαλιές, φιλιά, ΧΑΜΟΣ γενικά, καταλαβαίνεις. Μετά το γκολ και αφού ηρέμησαν λίγο τα πράγματα, οι υπόλοιποι συνέχισαν το φαΐ. Πραγματικά, δεν μπορούσα να φάω μπουκιά. Είχα τέτοιο άγχος σε κάθε κατέβασμα της μπάλας από τον Ρονάλντο, τον Φίγκο και τον Ρουί Κόστα, που το φαγητό ήταν το τελευταίο που σκεφτόμουν. Τη στιγμή που ακούστηκε το σφύριγμα της λήξης δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Είχα δακρύσει από συγκίνηση, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Αφού το σήκωσε ο Ζαγοράκης κι αφού ανεβήκαμε όλοι στον έβδομο ουρανό, μπήκαμε με τον πατέρα μου στο αυτοκίνητο και πήγαμε στην κεντρική πλατεία της περιοχής. Δεν πρέπει να κοιμήθηκα δευτερόλεπτο εκείνο το βράδυ, ενώ το επόμενο πρωί είχα αγοράσει σχεδόν όλες τις αθλητικές εφημερίδες, χαζεύοντας για ώρες τα πρωτοσέλιδα. Ωραίες στιγμές.
Σε ένα θερινό σινεμά στο καλύτερο καλοκαίρι της ζωής του, ο Κωνσταντίνος Αμπατζής
Το καλοκαίρι του 2004, είχα μόλις τελειώσει το σχολείο. Αυτό σήμαινε περίπου πέντε μήνες διακοπών, μέχρι να αρχίσω τη σχολή μου, δηλαδή πέντε μήνες όπου μαζί με τους κολλητούς μου ήμασταν μαζί κάθε μέρα, είτε στην Αθήνα, είτε σε κάποιο νησί. Το μεγαλύτερό μας πρόβλημα ήταν το πού θα βγούμε το βράδυ και πού θα πάμε για καφέ, η Ελλάδα ετοιμαζόταν για τους Ολυμπιακούς και ξαφνικά προέκυψε το θαύμα του Euro.
Ο τελικός με την Πορτογαλία, βρήκε εμένα και το μισό μου σχολείο στις Σπέτσες, σε μια εκδρομή που είχε κανονιστεί από καιρό. Όλη μέρα μπάνιο και μπύρες, το βράδυ στο θερινό σινεμά του νησιού, όπου και προβλήθηκε ο αγώνας, παρουσία και του προέδρου στις καρδιές των Παναθηναϊκών, Άγγελου Φιλιππίδη. Στο γκολ του Χαριστέα ο αναμενόμενος πανικός, στη λήξη έφευγαν ποτά στον αέρα και το γλέντι συνεχίστηκε μέχρι το πρωί στα μπαρ του νησιού.
Ήμασταν κοντά στα 18, είχαμε μπροστά μας μια ζωή και η Ελλάδα είχε μόλις πάρει το Euro. Νιώθαμε ανίκητοι.
Σε ένα παράξενο κενό ο Θοδωρής Δημητρόπουλος
Ήμουν σε μια πολύ περίεργη κατάσταση εκείνο το καλοκαίρι απέναντι σε αυτή την πορεία της εθνικής. Εκτός αν μιλάμε για τον Αντετοκούνμπο, δεν τρέφω προσωπικά κάποια απαραίτητη λατρεία για κάθε τι εθνικό στον αθλητισμό ώστε εξαρχής να το υποστηρίζω σώνει και ντε. (Δε χρειάζεται να μιλάμε καν για ακραίες, προφανείς περιπτώσεις μη-υποστήριξης τύπου Παπαχρήστου. Απλώς δεν παθιάζομαι τόσο πολύ.) Ειδικά για το ποδόσφαιρο που ποτέ δεν ήταν το “άθλημά μου” κι ένιωθα πως πήγαινε να κλέψει κάτι από τις επιτυχίες του μπάσκετ δίχως να το αξίζει βάσει υποδομών και ιστορίας, την πορεία της εθνικής την κοίταζα μάλλον αμήχανα. Τα περισσότερα ματς δεν τα είχα δει καν- στον προημιτελικό ήμουν θυμάμαι σε κάποια συναυλία, στον ημιτελικό ήμουν σε κάποιο μπαλκόνι αράζοντας, ήταν γερό εκείνο το καλοκαίρι. Τον τελικό κατέληξα να τον βλέπω, ούτε που έχω ιδέα πώς και γιατί, σε ένα σπίτι ενός τότε γνωστού (από το οποίο η εντονότερη ανάμνηση ήταν τότε που κόντεψα να σπάσω ένα τασάκι από τα νεύρα μου όταν το “Crash” κέρδισε το Όσκαρ από το “Brokeback Mountain”), ανάμεσα σε άλλους γνωστούς που είχαμε γνωριστεί από ένα κινηματογραφικό φόρουμ. Πραγματικά, ό,τι νά’ναι. Ήταν ταιριαστό κάπως βέβαια, γιατί η νίκη στην πρεμιέρα νίκη και στον τελικό (ας το εκφράσω έτσι) απέναντι στους διοργανωτές, από εκείνη την εθνική του χερ Ότο, είναι κάτι που ούτε στο σινεμά δε θα το βλέπαμε. Ποιος έχει όρεξη για mainstream αργό σινεμά στις μέρες μας; Εγώ φυσικά ως κλασικός ανάποδος, τότε συμπάθησα την ομάδα, παρότι δεν πολυσυμπαθούσα κανέναν από τους πρωταγωνιστές της- τον Χαριστέα ίσως επειδή τόσο αγνά αστείο arc καριέρας. Όμως αυτό το απολαυστικά, εκνευριστικά άσχημο ποδόσφαιρο μίλησε κατευθείαν στην καρδιά μου. Ήταν τόσο παράλογο και καμμένο αυτό που συνέβη, προφανώς και κατέληξα να το χαίρομαι. Φεύγοντας από το σπίτι, πετύχαμε στο δρόμο ένα άλλο παιδί από το ίδιο εκείνο φόρουμ. Εκείνος, τυλιγμένος με μια σημαία, με κοίταξε διστακτικά σα να λέει “χμ, ξέρω ότι δεν σε έψηνε η εθνική, τώρα τι παίζει;”. Τον κοίταξα κι εγώ, σα να λέω “έλα μωρέ τώρα, τι ψυχή έχει”, και αγκαλιαστήκαμε. Ήταν αμήχανο, αλλά από την άλλη όλο αυτό που έκανε η εθνική το 2004, μια θριαμβευτική αμηχανία γέννησε σε όλη την Ευρώπη.
Σε ένα κάμπινγκ στο Ποσείδι ο Κώστας Μανιάτης
Τις ημέρες μετά την εξεταστική, το πιο πιθανό είναι να τις περνούσες στο Ποσείδι, εφόσον βέβαια ήσουν φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, σου άρεσε το κάμπινγκ και δεν σε ένοιαζε αν έτρωγες για πέντε μέρες μόνο κρύα σάντουιτς ή σουβλάκια ψημένα από συγκεκριμένη φοιτητική παράταξη. Αυτά συνέβαιναν στις αρχές των 00s. Θέλω να πιστεύω ότι συμβαίνουν ακόμα με ελαφρώς καλύτερες συνθήκες και ελαφρώς καλύτερα σουβλάκια, ότι δεν το ζουν ακριβώς όπως το έζησα εγώ το καλοκαίρι του 2004.
Στον τελικό ήμασταν μαζεμένοι στο μπαράκι (δεν ξέρω αν υπάρχει κι άλλο σήμερα, τότε ήταν ένα), ήμασταν δίπλα στην θάλασσα, κόσμος ανεβοκατέβαινε τα σκαλιά, πότε βρισκόταν στην αμμουδιά, πότε χανόταν μέσα στα μονοπάτια που οδηγούσαν στις σκηνές κάτω απ’ τα πεύκα, πάντα με κάτι πόσιμο ή καπνίσιμο στο χέρι του. Θυμάμαι ότι εκείνη τη μέρα είχαν στήσει στο μπαράκι οθόνες για να δούμε τον τελικό, όλοι όρθιοι, μισοβλέποντας και σχεδόν χωρίς να ακούμε καθόλου. Θυμάμαι ότι δεν υπήρχε άγχος, το είχαμε σίγουρο, λέγαμε μεταξύ μας ότι ήταν τέτοια η πορεία της Εθνικής, που το μόνο παράλογο θα ήταν πια να μην ολοκληρωνόταν με κάτι ακόμα πιο παράλογο. Όταν μπήκε το γκολ του Χαριστέα χιλιάδες άνθρωποι ούρλιαξαν και όταν έκλεισε η τηλεόραση χιλιάδες άνθρωποι χόρευαν, φώναζαν, έκαναν ακόμα και το γραφικό τρενάκι γύρω γύρω απ’ το μπαρ. Θυμάμαι μόνο το βραδινό μπάνιο που ακολούθησε και μια παρέα που δεν υπάρχει πια. Μετά τον ημιτελικό με την Τσεχία είχα τρέξει στον Λευκό Πύργο, αλλά μετά τον τελικό ήμουν ακριβώς στο μέρος που έπρεπε.
Χορεύοντας με τη γιαγιά, η Ιωσηφίνα Γριβέα
Οι ώρες που είχα περάσει με τη γιαγιά μου μπροστά στη μικρή οθόνη ήταν κυριολεκτικά αμέτρητες. Κάθε φορά που βλέπαμε οτιδήποτε με έντονες κορυφώσεις (η αποκάλυψη του Ευλογητού θα ήταν άλλο ένα καλό παράδειγμα), ανασήκωνε ελαφρώς το νυχτικό της και άρχιζε να χοροπηδά στο κρεβάτι σαν μικρό παιδί. Έκανε επίτηδες το θέαμα όσο γελοιότερο μπορούσε. Όσο πιο αστεία ήταν, τόσο πιο δυνατά θα γελούσα. Τον τελικό τον είδαμε παρέα, αλλά αντί για γέλια βρεθήκαμε να ουρλιάζουμε κι οι δύο μαζί με τον Χελάκη. Η γιαγιά ιδρωμένη και κατακόκκινη, εγώ σε έξαλλη, παρόμοια κατάσταση, έχοντας στο νου μου και τις τάβλες του κρεβατιού μη γίνει κάνα κακό. Μετά τη νίκη έφυγαν τα νυχτικά, φορέθηκαν τα ρούχα και βγήκαμε να δούμε το Πασαλιμάνι να παίρνει φωτιά.
Χριστούγεννα μέσα στον Ιούλιο για τον Νίκο Σταματίνη
Με βρήκε στα 14. Στην πιο επικίνδυνη ηλικία. Το μόνο που θυμάμαι πραγματικά από την ημέρα του τελικού του Euro 2004 είναι αφενός ότι έγινε στις 4 Ιουλίου και αφετέρου ότι ήμουν εντελώς μα εντελώς βέβαιος ότι αυτό το παιχνίδι δεν είχε καμία σημασία, ήταν διαδικαστικού χαρακτήρα. Σαν να έχεις πάρει το πρωτάθλημα και να παίζεις απλά διαδικαστικά την τελευταία αγωνιστική. Δεν ξέρω πού στήριζα αυτή τη βεβαιότητα. Θυμάμαι όμως -εδώ οι μνήμες ψιλοθολώνουν- ότι, όταν είχα πάει το απόγευμα πριν τον τελικό, να παίξω μπάλα στο σχολείο της γειτονιάς, αυτή τη βεβαιότητα τη μοιραζόμασταν όλοι. Μαζευτήκαμε κατά τις 6 στο γήπεδο, βαρέσαμε κάτι σουτάκια και νωρίς-νωρίς φύγαμε σπίτια μας να πάμε να δούμε το ματς. Στο σπίτι γονείς, θείοι, ξαδέρφια. Σαν Χριστούγεννα μέσα στον Ιούλιο. Κάτι μεζέδες, κάτι ούζα και στο τέλος και ένα Ευρωπαϊκό στα χαλαρά. Αφού περάσε όπως πέρασε με την Τσεχία, πώς να έχανε από οποιονδήποτε άλλον; Τα υπόλοιπα είναι παρελθόν. Και οι εξάρσεις εθνικού μεγαλείου με είχαν χαλάσει από τότε. Κι ας ήμουν 14.
Στο Αίθριον στη Φωκίωνος Νέγρη, η Ναστάζια Καπέλλα
O τελικός με την Πορτογαλία ήταν ο πρώτος από τους συνολικά δύο ολόκληρους ποδοσφαιρικούς αγώνες που έχω δει στη ζωή μου. Ήμουν 14 και κατά τη διάρκεια των αγώνων μέχρι τον τελικό, βρισκόμουν στην κατασκήνωση. Αντί να βλέπουμε ταινία όπως συνηθιζόταν, μας ανάγκαζαν να δούμε την Εθνική και εγώ βαριόμουν και έβρισκα μια δικαιολογία να φύγω. Στις 4 Ιουλίου είχα γυρίσει πια Αθήνα και η πορεία της Εθνικής είχε γίνει τεράστιο γεγονός, έτσι ακόμα και εγώ είχα όρεξη να δω όλο τον αγώνα. Όλες οι καφετέριες στη Φωκίωνος παίζανε φυσικά τον τελικό. Έτσι ξεκινήσαμε με μια φίλη μου και την παρέα μας και τυλιγμένοι με σημαίες πήγαμε στο Αίθριον, ένα γωνιακό καφε-μπαρ που τότε πηγαίναμε συχνά (τώρα έχει κλείσει) και κάτσαμε στην μπάρα. Είδα τον αγώνα με τρομερή προσήλωση, αγωνία και πανηγυρισμό. Δεν θυμάμαι τι κάναμε μόλις τελείωσε -μάλλον γυρίσαμε σπίτια μας- θυμάμαι όμως όλα τα μεθεόρτια που κράτησαν μήνες. Το “Σήκωσε το” έχει πανελλήνιο χιτ και ringtone σε όλα τα κινητά, οι παίκτες τις Εθνικής έγιναν αφίσες σε όλα τα δωμάτια, όλα τα κορίτσια είχαμε ερωτευτεί και από έναν, εγώ τον Νικοπολίδη, άλλη φίλη τον Χαριστέα και άλλη τον Ζαγοράκη. Η διαφήμιση “Σάββα καφέ” με τον Έλληνα που έχει ξεμείνει σε σκηνή στην Πορτογαλία έχει πολλά να πει για τη διάρκεια του πανηγυρισμού μας.
Φωτογραφίες: Eurokinissi