ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Πρώτη φορά κουμπάρος σε ξένη χώρα

Το να βγάλεις λόγο σε γάμο στα αγγλικά δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.

Το περασμένο καλοκαίρι, ο Αντώνης, κολλητός μου από το γυμνάσιο, μου πρότεινε να γίνω κουμπάρος στο γάμο του με τη Γεν, την κοπέλα του από το Μπρουνέι, με την οποία συγκατοικεί στο Λονδίνο, τα τελευταία εφτά χρόνια (για την πρώτη φορά κουμπάρος στην Ελλάδα έχει γράψει εξαιρετικά ο Μάνος Χωριανόπουλος). Δέχτηκα με χαρά κι άρχισα να προγραμματίζω το ταξίδι μου για το Λονδίνο. Λίγες μέρες πριν πατήσω το πόδι μου στην Αγγλία, ο Αντώνης μου ανακοίνωσε πως ως κουμπάρος, καλό θα ήταν (=έπρεπε) στο γάμο, να βγάλω λόγο.

(Γιατί κανείς μας δεν ήξερε πού πέφτει το Μπρουνέι πριν το γκουγκλάρει)

Το Γουίμπλεντον, όπου μένει το ζευγάρι, βρίσκεται στο νότιο Λονδίνο. Όπως κάθε περιοχή της Αγγλίας που σέβεται τον εαυτό της, έτσι και αυτή διαθέτει μερικά πάρκα στο μέγεθος των Αμπελοκήπων. Στη μέση ενός τέτοιου πάρκου, του Richmond Park, στο οποίο κυκλοφορούν μεταξύ άλλων ελεύθερα και ελάφια, βρίσκεται το Pembroke Lodge, ένα διατηρητέο αρχοντικό, στο οποίο θα γινόταν ο γάμος. Εγώ, ο Αντώνης και δύο φίλοι μας από Ελλάδα είχαμε φτάσει γύρω στις 10:00 στο συγκεκριμένο μέρος, χωρίς προφανή λόγο, αφού η τελετή θα ξεκινούσε στις 13:00 και το γαμήλιο πάρτι που θα ακολουθούσε, θα ολοκληρωνόταν στις 17:00. Ακριβώς.

Tο Μπρουνέι έχει πληθυσμό περίπου 410.000 κατοίκους, διαθέτει σουλτάνο, ο οποίος είναι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον πλανήτη και οι κάτοικοι του μιλούν μαλαισιάνα και αρκετά καλά αγγλικά, αφού η χώρα βρισκόταν υπό αγγλική κατοχή μέχρι το 1984.

Με την ώρα λήξης του γαμήλιου πάρτι και με τους τύπους, πέρα από τους Άγγλους έχουν θέμα και οι κάτοικοι του Μπρουνέι. Ο Αντώνης και η Γεν πέρα από τον γάμο και το πάρτι στο Γουίμπλεντον έχουν οργανώσει τους επόμενους μήνες από μία γαμήλια δεξίωση στη Μεσσηνία (λόγω της καταγωγής του Αντώνη) και στο Μπρουνέι. Όταν τα παιδιά άρχισαν να ετοιμάζουν τα προσκλητήρια για τη δεξίωση στη Μεσσηνία, οι συγγενείς της Γεν τους ζήτησαν να βάλουν και ώρα λήξης. Ο Αντώνης γέλασε, όπως κι εγώ όταν μου το μετέφερε. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί κάποιον από τους δυο μας να πιάνει random μπάρμπα του από τον ώμο την ώρα που θα χόρευε ζεϊμπέκικο, έχοντας καταναλώσει δύο λίτρα κρασί και να του ζητούσε ν’ αποχωρήσει, μιας και θα είχε φτάσει η ώρα λήξης της δεξίωσης.

Το βασικό θέμα των καλεσμένων από το Μπρουνέι είναι πως κοιμούνται νωρίς και ότι ήθελαν να ξέρουν από τι ώρα και μετά μπορούν να φύγουν χωρίς κάποιος να τους παρεξηγήσει. Ευτυχώς, βρέθηκε μια μέση λύση. Στάλθηκαν δύο ειδών προσκλητήρια. Εκείνα που αναφέρουν πως η δεξίωση ξεκινά στις 19:00. Και εκείνα που αναφέρουν πως η δεξίωση ξεκινά στις 19:00 και λήγει στις 00:00. Μέχρι, όμως, το πάρτι της Μεσσηνίας που θα γίνει τον Μάιο, εκκρεμούσε ένας γάμος, ο οποίος δεν είχε ακόμα ξεκινήσει.

Οι καλεσμένοι

(Το Pembroke Lodge, ο καθαρός ουρανός λογικά είναι αποτέλεσμα Photoshop)

Μισή ώρα πριν την έναρξη της τελετής, στην αίθουσα που θα γινόταν ο γάμος, βρίσκονταν σχεδόν 40 άτομα όσοι περίπου ήταν συνολικά οι καλεσμένοι. Τα 40 άτομα χωρίζονταν σε τρία μπλοκ. Το ελληνικό, που απαριθμούσε περίπου 10 άτομα. Το από το Μπρουνέι (δεν θα ρισκάρω να χρησιμοποιήσω τη λέξη που δηλώνει πως κάτι είναι από το Μπρουνέι) με άλλα τόσα άτομα και ένα τρίτο διεθνές με περίπου 20 άτομα, κάτοικους του Λονδίνου, η πλειοψηφία των οποίων προέρχονταν από διαφορετικές χώρες. Για να μην μακρηγορώ, το ρόστερ της αίθουσας εκείνη τη στιγμή θα το ζήλευε και ο πύργος της Βαβέλ. Εγώ, το τελευταίο δεκάλεπτο, βρισκόμουν κλεισμένος σε μία τουαλέτα, κάνοντας πρόβα τον λόγο μου.

Δεν είχα ιδέα τι πρέπει να περιλαμβάνει ένας τέτοιος λόγος. Και το ‘Wedding Crashers’ που είδα δυο μέρες πριν πετάξω για Λονδίνο δεν βοήθησε ιδιαίτερα. Οπότε, έγραψα ένα κείμενο στα αγγλικά στο οποίο έβαλα 2-3 αστεία και 2-3 σημεία πιο συναισθηματικά. Επειδή, όμως, δεν είχα ιδέα τι θα θεωρούσαν αστείο οι καλεσμένοι που προέρχονταν από τόσες διαφορετικές χώρες, πριν την τελετή ζήτησα προκαταβολικά την επιείκεια από όσους γνώρισα και τους παρακάλεσα να γελούν ευγενικά όποτε κατά τη διάρκεια του λόγου δεν θα άκουγαν τη λέξη ‘love’.

Η τελετή

Στην αίθουσα που θα γινόταν ο γάμος βρίσκονταν δέκα σειρές από άσπρες καρέκλες. Μπροστά τους και στην κορυφή της αίθουσας υπήρχε ένα τραπέζι που από την μία πλευρά είχε μία καρέκλα, στην οποία λίγη ώρα αργότερα θα καθόταν η υπάλληλος του δήμου που θα τελούσε το μυστήριο και απέναντι της δύο άλλες καρέκλες στις οποίες θα καθόταν, με πλάτη σε εμάς, το ζευγάρι. Αριστερά από το συγκεκριμένο τραπέζι, βρισκόταν ένα γραφείο στο οποίο θα καθόταν μία δεύτερη υπάλληλος του δήμου, η οποία θα κρατούσε τα έγγραφα στα οποία θα υπέγραφαν στη συνέχεια το ζευγάρι και οι μάρτυρες. Δύο λεπτά πριν τη μία, οι κυρίες του δήμου μπήκαν στην αίθουσα και οι υπόλοιποι καθίσαμε στις θέσεις μας.

Η υπάλληλος του δήμου που έκανε την τελετή ήταν κάτι ανάμεσα σε μαέστρο και στην Άνγκελα Μέρκελ. Τόσο εμφανισιακά όσο και στη συμπεριφορά της. Έδινε οδηγίες από το πότε θα σηκώνονταν και πότε θα χειροκροτούσαν οι καλεσμένοι, μέχρι το σε ποιο μάγουλο θα φιλούσε ο Αντώνης τη Γεν πριν ξεκινήσει η τελετή. Μέσα στο πρόγραμμα της είχε εντάξει και κάποια προκάτ αστεία, που παρόλο που όλοι γνωρίζαμε ότι τα είχε επαναλάβει άλλες 1.426 φορές, σαν ηθοποιός του ‘Σεσουάρ για Δολοφόνους’ τη ένατη σεζόν που ανέβαινε η παράσταση στην Αθήνα, όλοι γελούσαμε. Ως κουμπάρος, οι μοναδικές αρμοδιότητες που είχα κατά τη διάρκεια της τελετής ήταν ν’ αφήσω πάνω στο τραπέζι τις βέρες που θα αντάλλαζαν οι νιόπαντροι, όταν θα με καλούσε η ‘Μέρκελ’, αλλά και να υπογράψω ως ένας από τους δύο μάρτυρες του γάμου. Όταν η τελετή έφτασε στο τέλος της, η ‘μαέστρος’ μας έδωσε εντολή να πάμε στο διπλανό δωμάτιο όπου θα γινόταν η δεξίωση. Ο Γολγοθάς μου τώρα ξεκινούσε.

Ο λόγος

Γνωρίζοντας πως ήταν θέμα χρόνου να χρειαστεί να βγάλω από την δεξιά μου κωλότσεπη το χαρτί με το λόγο για να τον διαβάσω, ήπια δύο ποτήρια σαμπάνια μέσα σε ένα τέταρτο. Μέχρι εκείνη τη μέρα, δύο ποτήρια σαμπάνια δεν είχα πιει συνολικά στη ζωή μου. Πριν προλάβω να πάρω το τρίτο ποτήρι, για να μειώσω το τρέμουλο που είχε ήδη αρχίσει να με κυριεύει, ο γαμπρός μου είπε πως είχε έρθει η ώρα να βγάλουμε τους λόγους μας. Ευτυχώς, θα μιλούσε εκείνος πρώτος. Με το αριστερό του χέρι κράτησε ένα άδειο ποτήρι και με το δεξί το χτύπησε ελαφρώς 2-3 φορές μ’ ένα πιρούνι, ώστε να τον ακούσει ο κόσμος και να συγκεντρώσει πάνω του την προσοχή. Η αυτόματη σκέψη μου ήταν, πως αν έπρεπε να κάνω εγώ κάτι αντίστοιχο, δύο θα ήταν τα τινά: ο ήχος που θα έβγαζε το ποτήρι θα ήταν τόσο ανεπαίσθητος που κανείς δεν θα έστρεφε το βλέμμα του προς τη μεριά μου ή θα έσπαγα το ποτήρι. Ο Αντώνης άρχισε να μιλάει και λίγο πριν ολοκληρώσει το λόγο του είπε την εξής ατάκα:

και τώρα θα μιλήσει ο κουμπάρος μου. Γεγονός που από τη μία με ενθουσιάζει κι από την άλλη με κάνει να τρομάζω

Είχα εκτυπώσει το λόγο, του οποίου η γραμματοσειρά ήταν δεκαοχτάρα και με τεράστιο διάστιχο μεταξύ των γραμμών, γιατί σε καταστάσεις έντονου στρες το I.Q. και η όρασή μου μειώνονται τουλάχιστον 50%. Προς έκπληξη μου, από τις πρώτες ατάκες το κοινό άρχισε ν’ ανταποκρίνεται, γελώντας μόνο εκεί που έπρεπε να γελάσει, δείχνοντας πως καταλάβαινε τα αγγλικά μου. Έτσι, το τρέμουλο στα χέρια κράτησε μέχρι τη μέση του λόγου μου, για ν’ αντικατασταθεί από κάτι πελώριες σταγόνες ιδρώτα, που δεν δικαιολογούσε η θερμοκρασία της αίθουσας, και άρχισαν να σκάνε στο υπόλοιπο μισό του λόγου πάνω στο χαρτί. Όταν ολοκλήρωσα το λόγο, ήπια άλλα τρία ποτήρια σαμπάνια ώστε να μπορέσω να ηρεμήσω και να απολαύσω το υπόλοιπο μέρος της δεξίωσης.

Μέχρι η ώρα να πάει 17:00, στο χώρο της δεξίωσης το ελληνικό μπλοκ αναμείχθηκε με τα υπόλοιπα, ανταλλάσσοντας κουβέντες οι οποίες έβριθαν από στερεότυπα για τη χώρα καταγωγής του κάθε καλεσμένου. ”Ναι, ναι έχουμε φανταστικές παραλίες και ήλιο, αλλά εσείς έχετε πρόνοια”, ”Πολύ ωραία τα fish & chips μας, αλλά θα προτιμούσα ένα souvlaki”…Στις 17:01 οι άνθρωποι του δήμου μας είχαν βγάλει όλους ανεξαιρέτως, διακριτικά, από την αίθουσα και άρχισαν να μας μοιράζουν τάπερ με τα κομμάτια της γαμήλιας τούρτας που είχαν περισσέψει. Όταν χαιρέτησα τους γονείς του Αντώνη και της Γεν δίνοντάς του για μια ακόμη φορά συγχαρητήρια, μου είπαν πως καλό θα ήταν να βγάλω από ένα λόγο στις δεξιώσεις στη Μεσσηνία και στο Μπρουνέι.

To be continued…