Πρώτη φορά στο καζίνο
- 31 ΔΕΚ 2012
-Επώνυμο;
-Τριαντάφυλλος
-Το επίθετο;
-Ναι
-Α! Όνομα;
Στέφανος
-Ημερομηνία γέννησης;
-21/1/1982
-Α, 21/1 είναι σήμερα. Έχετε γενέθλια.
-Ναι.
-Χρόνια σας πολλά!
-Ευχαριστώ (χωρίς θαυμαστικό)
-Α και γίνατε σήμερα 23.
-Ναι.
Ε ναι, λοιπόν, είμαι αυτός που πήγε για πρώτη φορά στο καζίνο την ημέρα που έγινε 23 ετών. Μόνος του.
Από εκείνη την ημέρα έχω πάει αρκετές φορές* στο καζίνο. Μόνος μου, με τον άρρωστο Ηλία που κάνουμε δίδυμο στη ρουλέτα (22 for the win), ακόμη και με 10μελή παρέα.
*Αρκετές = α) πολλές αν δεν ξέρεις τι σημαίνει κέντα β) λίγες αν γνωρίζεις για την “Κλεοπάτρα” στα φρουτάκια που πληρώνει δ) ελάχιστες αν ξέρεις τους κρουπιέρηδες με το μικρό σου όνομα γ) μια φορά για πλάκα, αν είσαι η μαμά μου (γεια σου μαμά, ναι θα ρίξω κάτι πάνω μου)
Θυμάμαι χαρακτηριστικά την πρώτη φορά που πήγα να παίξω. Ήταν η ημέρα που διαπιστωσα ότι τα καζίνο του Λας Βέγκας έχουν τόσο σχέση με τα ελληνικά καζίνο, όσο έχει ο ΛεΜπρόν Τζέιμς με τον Αχιλλέα Μαματζιόλα. Περίμενα να αντικρύσω γυναίκες με τουαλέτες και άνδρες με κουστούμια και πούρα. Τελικά συνάντησα έναν τύπο με κοντομάνικο (μέσα από το τζιν) “Ντουροστίκ” και κάτι κινέζες. Κρίμα γιατί είχα πάει γαμπρός. Με το κουστούμι μου και τη γραβάτα μου. Έτσι για να το νιώσω λίγο.
Τελικά ένιωσα ένα χέρι στον κώλο, γιατί την πρώτη φορά πήγα άκλαφτος. Έχασα περίπου 300 ευρώ στο μπλακ-τζακ. Ήξερα καλά τους κανόνες, αλλά ήμουν άπειρος στα του “καζίνο”. Στο ότι πρέπει για παράδειγμα να φεύγεις όταν στραβώνει το πράγμα και η μάνα βγάζει 21 σαν να ‘ναι πασατέμπος. Ήταν κάτι που έμαθα. Με το σκληρό τρόπο, αλλά το έμαθα. Μόνος μου.
Πρώτα πήγα πάνω απο τα τραπέζια για να διαλέξω αυτό με τη λιγότερη φασαρία. Παρατήρησα λίγο τη διαδικασία και όταν άδειασε η θέση στρογγυλοκάθισα. Παραγγείλα και ποτό. Ναι αμέ. Βότκα-σπράι. Δεν θυμάμαι το πρώτο φύλλο, αλλά θυμάμαι ότι στην αρχή κέρδιζα. Και μετά ήρθε η κατρακύλα. Μα δεν γίνεται, αφού πριν κέρδιζα. Αφού είναι εύκολο. Μάταιος κοπος. Ήθελα να σταματήσω, αλλά σε αυτό το άτιμο το παιχνίδι ο χρόνος είναι συμμαχος του καζίνο και όχι δικός σου.
Τη δεύτερη φορά ξαναπήγα για την εκδίκηση μου. Γιατί όπως λέει και ο ποιητής: “Όταν παίζεις μακροπρόθεσμα και δεν αλλάζεις τα πονταρίσματα, το καζίνο σε κερδίζει. Εκτός αν όταν έρθει αυτό το τέλειο φύλλο, ποντάρεις. Και ποντάρεις πολλά. Τότε σηκώνεις όλο το καζίνο”. Όπου ποιητής ο Danny Ocean της γνωστής συμμορίας των 11 και των 12.
Αυτό είχα στο μυαλό μου. Και πήγα. Προετοιμασμένος αυτή τη φορά. Γιατί -το ξέρουν καλά όλοι αυτό- όταν τιλτάρεις, μόνο εσύ ο ίδιος μπορείς να κλείσεις τον διακόπτη. Ούτε η μάνα σου, ούτε η αδερφη σου, ούτε η γκόμενα σου, ούτε η μητέρα Τερέζα. Κι αυτο είναι το πρώτο πράγμα που πρέπει να έχεις στο μυαλό σου, αν φυσικά πιστέψουμε την ίδια “βίβλο” που θέλει τον κωδικό pin της κάρτας σου να είναι το τελευταίο.
Γιατί ξέρεις κάτι; Εν μέσω του γενικού χαβελέ εσύ θα διαλέξεις αν θα “ανοίξεις” τα 10άρια. Εσύ το πότε θα σηκωθείς από τη ρουλέτα. Γιατί το “πολλά” στη χασούρα ή στο κέρδος, είναι υποκειμενικο. Και η απάντηση είναι διαφορετική στον καθένα μας. Και κακά τα ψέμματα θα βρεθείς πρωταγωνιστής και στις δύο περιπτώσεις. Να μετράς τις μαύρες και να μετράς τα 50άρικα που πέταξαν από την τσέπη σου. Και σαν αιμοβόρικο ροντβάιλερ το χέρι σου ακούει μόνο σε ένα “στοπ”. Αυτό από τη δική σου φωνή.
Και -πιστεψε με- οι ιστορίες σου όσο καλές και να είναι δεν ενδιαφέρουν τον άλλον. Αν πεις για “χθες που έχασες τα πόδια σου” το πολύ πολύ να εισπράξεις ένα μεγαλοπρεπές “καλά να πάθεις”. Αν πάλι αφηγηθείς για τη “μεγάλη μπάζα” που έκανες με τα γειτονικα, θα προκαλέσεις βαρεμάρα ή το γνωστό “τι δώρο θα μου πάρεις”. Γενικά είναι άλλο να το ζεις και άλλο να το λες. Είτε χρειάζεται να υπομείνεις τη βασανιστική διαδρομή της επιστροφής ψάχνοντας ψιλά για τα διόδια, είτε γυρνάς με χαραγμένο στο πρόσωπο του το αφελές χαμόγελο της επιτυχίας.
Εξάλλου το καζινο δεν κάνει διακρίσεις. Είσαι ο Stefanos T. Και είτε φοράς κουστούμι, είτε μπλούζα “Ντουροστίκ” (αληθινό παράδειγμα, καμία έμμεση διαφήμιση) έχεις τις ίδιες πιθανότητες να κερδίσεις με τον διπλανό σου. Ακόμη κι αν εκείνη τη στιγμή που ο κρουπιέρης σε κοιτάει στα μάτια ρωτώντας για άλλη μια κάρτα,ή το κλάσμα του δευτερολέπτου που η μπιλια χοροπηδάει πάνω σε δύο νούμερα, νομίζεις ότι είσαι μόνος σου στο χώρο. Περίπου όπως νιώθεις κάθε φορά που πας στα μπουζούκια και νομίζεις ότι αυτο το τραγούδι γράφτηκε για σένα. Κάτι τέτοιο.
Και τελικά εκεί που έχω καταλήξει είναι οτι οποιαδήποτε κι αν είναι η σύνθεση, τελικά πας μοναχά με την πάρτη σου. Μόνος σου δίνεις την κάρτα και μπαίνεις. Μόνος σου κάνεις μάρκες. Μόνος σου πας στο ATΜ “για να ρεφάρεις με τον π%@# που τραβάει 6 από το 15. Μόνος σου όταν (αν) πας να εξαργυρώσεις στο γκισέ. Η παρέα είναι καλή για να πανηγυρίσεις στη ρουλέτα, ή για να μιλάς κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Άντε και για να φας κανένα βρώμικο πριν επιστρέψεις σπίτι. (Ευτυχώς ο Ηλίας δεν διαβάζει oneman).