Πρώτη φορά στο Μέγαρο Μουσικής
Μια τραγελαφική ιστορία που περιλαμβάνει από Αρετή Κετιμέ μέχρι Αλέξη Κωστάλα.
- 17 ΦΕΒ 2017
Μέχρι τα δεκαοχτώ μου είχα επισκεφθεί το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών δεκάδες φορές. Καμία από αυτές δεν ήταν για να ακούσω κλασική μουσική ή να παρακολουθήσω όπερα. Στην ενήλικη ζωή μου το επισκέφθηκα πρώτη φορά την περασμένη εβδομάδα και λίγες ώρες αργότερα βρέθηκα να ακούω Βασίλη Καρρά. Στο ενδιάμεσο έμαθα σε μια αίθουσά του τις βάσεις των Σχολών για τις Πανελλήνιες του 2001, επισκέφθηκα χωρίς λόγο τη Λυρική Σκηνή και βρέθηκα με μια διπλή πρόσκληση για το ‘Λόεγκριν΄του Βάγκνερ στα χέρια.
Μερικούς μήνες πριν την έναρξη της χιλιετίας δημιουργήθηκε στο Μέγαρο μια αίθουσα με υπολογιστές που διέθεταν πρόσβαση στο ίντερνετ.
Εκείνη την εποχή στην Ελλάδα κατ’ οίκον πρόσβαση στο ίντερνετ πρέπει να είχαν μόνο οι πράκτορες της ΕΥΠ
Οποιοσδήποτε μπορούσε να μπει στο Μέγαρο και να χρησιμοποιήσει τους συγκεκριμένους υπολογιστές δωρεάν για σαρανταπέντε λεπτά.
Το γεγονός αυτό ήταν τόσο κοσμοϊστορικό που από τη στιγμή που οι μαθητές των σχολείων γύρω από τον Λυκαβηττό ανακαλύψαμε το συγκεκριμένο χώρο, το μόνο πράγμα που κάναμε ήταν ωριαίες κοπάνες από το σχολείο για να εντρυφήσουμε στα μυστικά του Yahoo. Μέχρι, λοιπόν, τον Σεπτέμβριο του 2001, που βγήκαν οι βάσεις των Πανελληνίων και τις οποίες προφανώς έμαθα χρησιμοποιώντας το εκεί ίντερνετ, μπαινόβγαινα στο Μέγαρο πιο συχνά από ότι λίγα χρόνια νωρίτερα στα μαγαζιά της Στουρνάρη για να αγοράσω αντιγραμμένα παιχνίδια. Αλλά με τα μουσικά δρώμενα του χώρου, καμία επαφή.
Τα χρόνια πέρασαν, πείσαμε τους γονείς μας να κάνουμε σύνδεση στο ίντερνετ για να κάνουμε εργασίες για τη σχολή, από το Μέγαρο πέρασαν από την Αρετή Κετιμέ μέχρι το Σάκη Ρουβά, αλλά εγώ ούτε απέξω. Η δεκαπενταετής απουσία μου από το συγκεκριμένο χώρο μου δημιούργησε ένα απωθημένο να τον επισκεφθώ ξανά, αλλά αυτή τη φορά για κάποιο μουσικό γεγονός.
Ένα απωθημένο που έμελλε να ξεπεραστεί χάρη σε μία διπλή πρόσκληση που μου έδωσε η Έρρικα για τον ‘Λόενγκριν’ του Βάγκνερ μιας και η ίδια δεν προλάβαινε να πάει τη μέρα της παράστασης. Ευτυχώς, μία ώρα πριν ξεκινήσει η παράσταση, πέρα από την πρόσκληση, η Έρρικα μου έδωσε και τις κατάλληλες οδηγίες για κάποιον που πηγαίνει για πρώτη φορά στη ζωή του να παρακολουθήσει όπερα:
-Έρρικα, επειδή είμαι λίγο άσχετος. Στο Μέγαρο θα πάω έτσι;
-Τι λες παιδί μου! Στη Λυρική ανεβαίνει το ‘Λόεγκριν’.
-Α καλά που μου το πες. Στην Ακαδημίας δεν είναι η Λυρική; Αυτό το ρώτησα μόνο και μόνο για να δείξω ότι μπορεί να μην ήξερα από Μέγαρο, αλλά με τη Λυρική είχα μια επαφή.
Σαρανταπέντε λεπτά πριν τις 18:30, ώρα έναρξης της παράστασης, μου λέει με μπλαζέ ύφος η αθεόφοβη: ”Γιώργο, έχεις και μια παράσταση να δεις”.
Στη Λυρική
Μισή ώρα αργότερα κατεβαίνω στο Μετρό του Πανεπιστημίου και πηγαίνω προς τη Λυρική. Κανείς απέξω.
Μπορεί να ‘ναι σαν τα ποδοσφαιρικά γήπεδα στην Αγγλία. Θα εμφανιστούν όλοι πέντε λεπτά πριν τη σέντρα
σκέφτομαι και μπαίνω στο κτίριο. Στα αριστερά μου υπάρχουν δύο ταμεία. Κατευθύνομαι προς τα εκεί και ζητάω την πρόσκληση που υπήρχε για το Oneman. ”Οι προσκλήσεις βρίσκονται στο Μέγαρο, αφού εκεί ανεβαίνει η παράσταση”, μου κάνει ευγενικά η κυρία στο αριστερό ταμείο. ”Αν δεν προλάβεις την έναρξη, θα μπεις στο πρώτο διάλειμμα”, συνεχίζει βλέποντάς με να ζορίζομαι.
Αρχίζω να τρέχω προς το Μετρό, κάνοντας κλήσεις, που δεν απαντήθηκαν ποτέ, προς την Έρρικα, σκεπτόμενος τρία πράγματα.
α) ‘Η όπερα δεν είναι όπως στο γήπεδο που μπαίνεις όποτε φτάσεις’;
β) ‘Πόσο διαρκεί το έργο για να έχει πάνω από ένα διάλειμμα’;;;
γ) ‘Γιατί δεν βγαίνει η Έρρικα στο τηλέφωνο’;;;;;;;;;
Στο Μέγαρο
Στις 18:30 είχα την πρόσκληση στα χέρια μου και κατευθυνόμουν προς την αίθουσα που θα έβλεπα το Λόενγκριν. Μπήκα στον πειρασμό να κάνω check-in στο Μέγαρο στο facebook, αλλά κρατήθηκα. Βρήκα τις θέσεις μου (βλ. διπλή πρόσκληση) σε μία από τις δέκα πρώτες σειρές και κάθισα στην αριστερή, αφήνοντας την τσάντα μου στη δεξιά. Ένιωσα πως αυτό που έκανα δεν ήταν πρέπον για ένα χώρο όπως το Μέγαρο και κατέβασα την τσάντα κάτω. Άρχισα να ψάχνω στο χώρο ανάμεσα στους θεατές, με μέσο όρο ηλικίας που αντιστοιχεί σε άνθρωπο που δικαιούται έστω μειωμένη σύνταξη, για celebrities τύπου Κωστάλα, αλλά τζίφος. Στις 18:37 τα φώτα έσβησαν. Ακούμπησα την τσάντα ξανά πάνω στην καρέκλα.
Στο μπροστινό μέρος της αίθουσας υπήρχε ένας χώρος σαν τάφρος. Εκεί, αντί για νερό και κροκόδειλους βρίσκονταν μια ορχήστρα από τους οποίους ξεχώριζε μόνο ο μαέστρος που δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν τον συμπεριλάβαμε στα 11 επαγγέλματα που δεν έχουμε ιδέα με τι ασχολούνται. Όσο έπαιζε η μουσική, αν και δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι ακριβώς άκουγα, ούτε μπορούσα να πω ότι ο ήχος με είχε συνεπάρει, συνειδητοποιούσα πως μπροστά μου εξελισσόταν κάτι μεγαλειώδες. ‘Παίξε παίξε μπορεί να καταλάβω κάτι’, σκέφτηκα και έβγαλα ένα σακουλάκι με πασατέμπους από την τσάντα. Είχαμε αρχίσει να πιάνουμε ρυθμό. Τόσο η ορχήστρα όσο κι εγώ με τους πασατέμπους.
Στο πρώτο τσίκι-τσίκι των πασατέμπων δεν αντέδρασε κανείς. Στο δεύτερο μία κυρία με μωβ ταγέρ και σκουλαρίκι που έφτανε μέχρι τη βάτα ξερόβηξε. Στο τρίτο τσίκι τσίκι σκέφτηκα αυτό:
Στο τέταρτο, μάλλον η κυρία με το ταγέρ διάβασε τη σκέψη μου και με αγριοκοίταξε. Σάμαλι δεν είχα μαζί μου, οπότε κατάλαβα πως τα λεπτά μέχρι το διάλειμμα θα ήταν δύσκολα. Εν τω μεταξύ, ένα λευκό πανί που παρέπεμπε σε κινηματογράφο και βρισκόταν πάνω από την τάφρο, έφυγε από τη θέση του και εμφανίστηκε μία σκηνή που είχε πάνω της τουλάχιστον τριάντα νοματαίους.
Η ιστορία του Λόενγκριν περιλαμβάνει στρατιώτες, βασιλείς, πριγκίπισσες, έρωτα, δικαστήρια και θανάτους και τρία σημεία με υπέρτιτλους δεξιά, αριστερά και πάνω από τη σκηνή προσπαθούσαν να με κάνουν να την παρακολουθήσω. Προσπάθησα. Ειλικρινά προσπάθησα. Χωρίς, όμως πασατέμπο ή έστω σάμαλι μου ήταν πολύ δύσκολο να παρακολουθήσω κάτι στο οποίο οι πρωταγωνιστές έλεγαν τόσο μακρόσυρτα τις προτάσεις τους, σε ρυθμό περίπου εξήντα ατάκες την ώρα, τη στιγμή που θα μπορούσαν να πουν τις ίδιες σε πέντε λεπτά. Προφανώς δεν έφταιγαν αυτοί για την έλλειψη ενδιαφέροντος από πλευράς μου, αφού έχω καταφέρει να με πάρει ο ύπνος την τελευταία φορά που είδα μιούζικαλ στο σινεμά.
Μετά από ένα τέταρτο είχα αρχίσει να χάνω την επαφή μου με την πλοκή αν και για να μου κρατήσω το ενδιαφέρον, άλλαζα κάθε 1-2 λεπτά το σημείο από το οποίο διάβαζα τους υπέρτιτλους.
Το παιχνίδι φάνηκε ότι είχε χαθεί ολοκληρωτικά από τη στιγμή που, συγγνώμη για το spoiler:
Στη σκηνή έκανε την εμφάνισή της μία βάρκα μ’ ένα κύκνο κι ένα βασιλόπουλο κι εγώ αντί να εντυπωσιαστώ, αντέδρασα σαν να έβλεπα τον Τσιάρτα να γεμίζει ένα ακόμη ποτήρι με νερό
Δεν έκανα δηλαδή τίποτα. Το μόνο άγχος μου πλέον ήταν πόση ώρα απέμενε για το διάλειμμα και αν θα παρατηρούσε κάποιος τη φυγή μου από το Μέγαρο κατά τη διάρκειά του.
Τα φώτα που άναψαν και σηματοδότησαν το πρώτο διάλειμμα της όπερας- αργότερα έμαθα ότι είχε άλλο ένα μιας και το έργο χωριζόταν σε τρία μέρη-, λειτούργησαν στη ψυχοσύνθεσή μου πιο λυτρωτικά από τον ήχο του κουδουνιού μετά το εφιαλτικό πρώτο δίωρο με Γλώσσα-Γλώσσα του ημερήσιου σχολικού προγράμματος στο δημοτικό. Βγήκα από την αίθουσα ανακουφισμένος και συνειδητοποιημένος πως κάθε άνθρωπος έχει όρια στην κουλτούρα του. Πήρα τηλέφωνο ένα φίλο μου και κανονίσαμε να βγούμε το βράδυ για μπίρα. Από τη στιγμή που γύρισα στο σπίτι μέχρι να ξαναβγώ, άκουσα ένα ποτ πουρί του Καρρά. Ο Βασίλης ήταν ο μόνος που μπορούσε να με κάνει να ξεπεράσω το σοκ της πρώτης φοράς στο Μέγαρο.