ORIGINALS

Ψάχναμε απελπισμένα αγάπη, όχι ρόλους

Μερικές σκέψεις για το δικαίωμα των ΛΟΑΤΚΙ+ στην τεκνοθεσία, μια μικρή ιστορία από ένα ορφανοτροφείο και η δύναμη της αγάπης που θα έπρεπε να είναι το απόλυτο κριτήριο στη δημιουργία οποιασδήποτε οικογένειας.

Γεια σας και χρόνια πολλά. Μια ακόμη χρονιά φτάνει στο τέλος της, μια χρονιά που όπως όλες οι προηγούμενες, είχε τα καλά της, είχε και τα στραβά της. Με την ευκαιρία της γιορτής των Χριστουγέννων, θα μου επιτρέψετε να ασχοληθώ με ένα θέμα που βρέθηκε στο επίκεντρο της επικαιρότητας για πολλούς μήνες. Αναφέρομαι στο νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια, που ψηφίστηκε τον περασμένο Φεβρουάριο, ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων από μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, βάζοντας όμως παράλληλα τις βάσεις για να καλυφθεί ένα τεράστιο νομικό – και όχι μόνο – κενό που υπήρχε σε ό,τι αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας στη χώρα μας.

Θα μου πείτε, τι σχέση έχουν τα Χριστούγεννα με όλα αυτά; Δε θα σας ταλαιπωρήσω με τα συνήθη «σεντόνια» μου, θέλω μόνο να μοιραστώ μαζί σας μερικές προσωπικές σκέψεις που με ακολουθούν εδώ και κάποιες δεκαετίες. Παίρνω λοιπόν αφορμή τα Χριστούγεννα, γιατί από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, κάθε φορά που πλησίαζαν αυτές οι τελευταίες μέρες του Δεκεμβρίου, η λέξη που κυριαρχούσε παντού, ήταν η «αγάπη», κυρίως αυτή που θα έπρεπε να δίνουν όλοι στα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Δώστε αγάπη σε αυτούς που την έχουν ανάγκη περισσότερο, ήταν – και παραμένει – το χαρακτηριστικό κάλεσμα των εορτών.

Αν κάτι με εντυπωσίασε στη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου, αλλά και τους μήνες που ακολούθησαν την ψήφισή του, ήταν η πεισματική άρνηση μιας μεγάλης μερίδας της ελληνικής κοινωνίας – μια άρνηση που εξελίχθηκε αρκετές φορές σε κανονικό παραλήρημα – να δεχτεί το δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών στην τεκνοθεσία. Εκκλησία, συγκεκριμένα κόμματα, αλλά και βουλευτές από όλους σχεδόν τους πολιτικούς χώρους, επικαλούμενοι «αρχές», «παράδοση», «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη» και λοιπές «δημοκρατικές δυνάμεις», μπήκαν μπροστάρηδες στην προσπάθεια αναχαίτισης μιας κατά τα λεγόμενά τους «κοινωνικής εκτροπής», φανατίζοντας ακόμα περισσότερο το ήδη φανατισμένο κοινό τους.

Δεν είμαι ούτε κοινωνιολόγος, ούτε νομικός, ούτε ψυχολόγος, ούτε τέλος πάντων διαθέτω τις εξειδικευμένες γνώσεις που απαιτούνται για να καταθέσω μια επιστημονικά τεκμηριωμένη άποψη πάνω στο θέμα. Αυτό όμως που θέλω να μοιραστώ μαζί σας, είναι κάτι διαφορετικό, κάτι που στηρίζεται 100% στο ένστικτο και προέρχεται από προσωπική, βιωματική εμπειρία. Πρόκειται για σκέψεις που έρχονται και ξανάρχονται στο μυαλό μου, κάθε φορά που διαβάζω ή ακούω κάποιο σχόλιο σχετικά με την «ακαταλληλότητα» των ομόφυλων ζευγαριών πρώτα να τεκνοθετήσουν και στη συνέχεια να μεγαλώσουν «σωστά» ένα παιδί. Να τονίσω εδώ, ότι στόχος μου δεν είναι να «πείσω», ο σκοπός μου είναι απλά να παραθέσω.

Δεξιά η μητέρα μου, αριστερά η φίλη της, Ελευθερία και στη μέση εγώ, στην πρώτη μου εκδρομή μετά την υιοθεσία (1970). Η αγάπη στο βλέμμα της μαμάς και η χαρά στο δικό μου, δεν κρύβονται...

Γεννήθηκα τον Απρίλιο του 1966, καρπός ενός «ατυχήματος». Ναυτικός ο βιολογικός πατέρας, άβγαλτη 19χρονη η βιολογική μητέρα, που πίστεψε σε όρκους και υποσχέσεις, όμως όταν έμεινε έγκυος, εκείνος μπαρκάρισε πάλι, εξαφανίστηκε για την ακρίβεια και εκείνη βρέθηκε ξαφνικά να απειλείται από το κοινωνικό στίγμα της εποχής που τότε ήταν αβάσταχτο. Αμέσως μετά τον τοκετό, με άφησε σε ένα ορφανοτροφείο και έφυγε για την Αυστραλία, για να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Οι αναμνήσεις από το «ίδρυμα» είναι ελάχιστες, όμως εκείνες οι λίγες που διατηρούνται, συνεχίζουν μέχρι σήμερα να είναι πολύ δυνατές. Το ίδιο το κτίριο, που για έναν απροσδιόριστο λόγο το θυμάμαι πάντα ως το «μπλε».

Ο κήπος του ιδρύματος, ήταν το αγαπημένο μου μέρος, σε κάθε ευκαιρία με έβρισκες εκεί να σουλατσάρω πέρα δώθε. Οι κυρίες που μας φρόντιζαν, «θαμπές σιλουέτες», δεν έμεινε αποτυπωμένο κανένα από τα πρόσωπά τους στη μνήμη μου. Αλλά τις θυμάμαι, ευσυνείδητες, τυπικές, εργατικές, κρατώντας πάντως αποστάσεις, γιατί μάλλον αυτή ήταν η πολιτική του ορφανοτροφείου, «μη δείχνετε προτιμήσεις, μην προσφέρετε επιλεκτικά συναισθήματα, διατηρείστε τις ισορροπίες». Ή κάπως έτσι. Αυτό όμως που σίγουρα δεν είναι καθόλου «θαμπό» ως ανάμνηση από εκεί, είναι τα άλλα παιδάκια με τα οποία ήμασταν μαζί, μερικά από τα πρόσωπά τους είναι ολοζώντανα μέσα μου, σαν τυπωμένες παλιές, αλλά όχι ξεθωριασμένες φωτογραφίες.

Μαζί με τα πρόσωπά τους, θυμάμαι το ίδιο έντονα και κάτι άλλο. Την αναζήτηση της αγάπης, πολλές φορές απεγνωσμένη και απελπισμένη, ζωγραφισμένη στα θλιμμένα μάτια τους κάθε φορά που προσπαθούσαν να κατανοήσουν την κατάστασή τους, κάθε φορά που το ένστικτό τους, τους έλεγε ότι κάτι πολύτιμο έλειπε από την «εξίσωση». Στα τέσσερα χρόνια που έμεινα εκεί, κάποια παιδάκια υιοθετήθηκαν από άτεκνα ζευγάρια και έφυγαν. Θυμάμαι, όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο, το εκάστοτε παιδάκι που έφευγε από το ίδρυμα, δεν είχε την ευκαιρία να μας αποχαιρετήσει. Ήταν και αυτό πολιτική του ορφανοτροφείου, μη δουν οι υπόλοιποι τον «τυχερό» και ζηλέψουν. Όμως όλοι μας καταλαβαίναμε ότι εκείνος που έφευγε, είχε βρει αυτό που τελικά ψάχναμε όλοι, την αγάπη.

Όσο δύσκολο και αν είναι να το μεταφέρω με λέξεις, εκεί ήταν συγκεντρωμένη όλη η ουσία. Αυτό που θέλαμε, αυτό που ονειρευόμασταν, αυτό που περισσότερο έλειπε από τον καθένα από μας, ήταν η αγάπη. Δεν το περιορίζαμε στο δίπτυχο του πατέρα και της μητέρας, αλλά το ορίζαμε στην ανθρώπινη υπόσταση, γιατί εκεί μας οδηγούσε το ένστικτο. Ο πόθος μας ήταν άνθρωποι που θα μας πρόσφεραν άδολη, ασύνορη, αδιαπραγμάτευτη αγάπη. Και νιώθαμε μέσα μας ότι το δικό μας αντάλλαγμα θα ήταν ακριβώς το ίδιο. Αγάπησέ μας και άφησέ μας να σε αγαπήσουμε κι εμείς. Έτσι κι αλλιώς, οι κυρίες που μας πρόσεχαν, απέφευγαν επιμελώς να αναφέρουν τις λέξεις πατέρας και μητέρα, προφανώς για να μη μας δημιουργήσουν επιπλέον τραύματα.

Η πρώτη μέρα μακριά από το ορφανοτροφείο, σε ζαχαροπλαστείο στην πλατεία του Αγίου Θωμά, στου Ζωγράφου (1970).

Κάποια στιγμή, την άνοιξη του 1970, ήρθε και η δική μου σειρά. Η σύζυγος ενός στρατιωτικού με συνάντησε τυχαία στον κήπο (είχε συνοδεύσει μια φίλη της που έψαχνε κάποιο παιδάκι για τεκνοθεσία) και πιάνοντας την κουβέντα μαζί μου, συγκινήθηκε όταν της εκμυστηρεύτηκα το πόσο φοβόμουν τα μυρμηγκάκια. Την επόμενη μέρα ήρθαν και οι δυο, με γνώρισε και ο κύριος και με ζήτησαν από το ορφανοτροφείο. Κάπως έτσι βρήκα την αγάπη που τόσο πολύ επιθυμούσα, την αγάπη για την οποία σας μίλησα πιο πάνω. Κι ας είχα 53 ολόκληρα χρόνια διαφορά με τον καινούργιο μου πατέρα, που φυσιολογικά θα έπρεπε να είναι παππούς μου (βιολογικά μέχρι και προπάππους), κι ας μας χώριζαν 40 χρόνια με τη μητέρα μου.

Εδώ όμως έρχεται το ερώτημα που έχω θέσει άπειρες φορές στον εαυτό μου, με την απάντηση να είναι πάντα η ίδια, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Αν δηλαδή αντί για το κλασικό ζευγάρι, με είχαν υιοθετήσει δυο άντρες σαν τον πατέρα μου ή δυο γυναίκες σαν τη μητέρα μου. Επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω αυτά τα δυο συγκεκριμένα παραδείγματα, αφού αυτά γνωρίζω περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τυχαίο. Αυτοί ήταν οι γονείς μου (πλέον δε ζει κανείς τους), για αυτούς τους δυο θα έβαζα και το χέρι μου στη φωτιά ότι η αγάπη που θα μου έδιναν στις δυο αυτές υποθετικές περιπτώσεις, θα ήταν ακριβώς η ίδια με αυτή που μου έδωσαν μαζί ως πατέρας και μητέρα. Και πιστέψτε με, καμία θεωρία, καμία έρευνα, κανείς και καμία δεν θα μπορούσαν να μου αλλάξουν αυτή την πεποίθηση.

Θα επιστρέψω στον τίτλο του κειμένου, γιατί αυτή ήταν η δική μας αλήθεια. Γιατί δεν μας ενδιέφεραν οι ρόλοι, αλλά μόνο να βρεθεί κάποιος άνθρωπος, κάποιοι άνθρωποι να μας αγαπήσουν. Άνθρωποι. Που να ξέρουν να δώσουν αγάπη. Που να θέλουν να δώσουν αγάπη. Που να αγκαλιάσουν ένα ορφανό παιδάκι και να του χαρίσουν ζεστασιά, στοργή, ασφάλεια, ευτυχία. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι δυο άντρες σαν τον δικό μου πατέρα δεν θα το έκαναν αυτό; Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν θα το πετύχαιναν; Και αντίστοιχα, δυο γυναίκες σαν τη μητέρα μου. Ποιος αλήθεια μπορεί να υποστηρίξει ότι ένα ζευγάρι γκέι, είτε ανδρών, είτε γυναικών, δεν μπορεί να νιώσει και να μεταδώσει, να προσφέρει αγάπη;

Και ποιος είναι εκείνος που θα συνδέσει τον σεξουαλικό προσανατολισμό του καθενός με την ικανότητά του να προσφέρει αγάπη σε ένα παιδί; Σε τελική ανάλυση, ποιος είναι εκείνος που θα αποφασίσει – και με ποια ακριβώς κριτήρια – για το αν οι γκέι, οι λεσβίες, οι τρανς, δεν είναι άνθρωποι ικανοί να γεμίσουν την καρδιά ενός μικρού παιδιού με αγάπη, να το αγκαλιάσουν – μεταφορικά και κυριολεκτικά – και να το κάνουν να νιώσει τη ζεστασιά μιας οικογένειας; Δεν υπάρχει σχετική έρευνα που να μη συμφωνεί στο ότι τα ορφανά παιδιά πρέπει να μεγαλώνουν μέσα σε ένα σπίτι και όχι μέσα σε ιδρύματα. Που αυτό φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μας ρίξει στην παγίδα του να θεωρήσουμε ότι ένα γκέι ζευγάρι είναι το λιγότερο «κακό» ανάμεσα στις δυο επιλογές, οπότε ας κάνουμε ένα βήμα πίσω και ας του δώσουμε μια ευκαιρία.

Με τον μπαμπά στην πρώτη επίσκεψή μου στο χωριό του, τον Μάραθο (καλοκαίρι 1970).

Όχι. Κανένα «μη χείρον βέλτιστον», αλλά κοινή αφετηρία για όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό, την ταυτότητα ή την ποικιλομορφία των χαρακτηριστικών του φύλου τους, χωρίς διακρίσεις και ρατσιστικές ετικέτες. Δεν μπορεί να υπάρχουν διαχωρισμοί και κατηγοριοποιήσεις τέτοιου είδους το 2024, αγώνες δεκαετιών δικαιώνουν μια και μοναδική προϋπόθεση ώστε κάποιος/κάποια/κάποιο να έχουν πρόσβαση στην τεκνοθεσία: την αφοσίωση στη φροντίδα ενός παιδιού, χωρίς «ναι μεν αλλά», χωρίς άλλα ζητούμενα πέρα από την αγάπη που είναι διατεθειμένος ο κάθε επίδοξος γονιός να δώσει στο θετό του παιδί.

Όλοι αυτοί που «ανατριχιάζουν» στη σκέψη ότι στο σπίτι ενός γκέι ζευγαριού θα βρεθεί ξαφνικά ένα ορφανό παιδί, ας κάνουν μια επίσκεψη σε ένα από αυτά τα «ιδρύματα» και ας αφουγκραστούν τη μοναξιά, τη μελαγχολία και τη θλίψη αθώων παιδικών ψυχών που κοιμούνται και ξυπνάνε με την ίδια σκέψη, την ανάγκη να νιώσουν αυτή την αγάπη, για την οποία σας μιλάω συνεχώς από την αρχή του κειμένου. Διαβάστε επιστημονικές έρευνες που έχουν γίνει στην Ευρώπη και την Αμερική, δεν θα βρείτε έστω μία που να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η τεκνοθεσία από γκέι ζευγάρια είναι επιζήμια για τα παιδιά.

Όλες αυτές οι δήθεν ανησυχίες των πολέμιων, ότι τάχα μου τα παιδιά των γκέι ζευγαριών θα επηρεαστούν σε μεγάλο βαθμό και μάλιστα «αρνητικά» στη δική τους σεξουαλική επιλογή ή ότι θα πέσουν με τα μούτρα στα ναρκωτικά ή ότι θα βιώσουν ενδοοικογενειακή βία ή ότι θα βυθιστούν στην κατάθλιψη, δεν στηρίζονται πουθενά αλλού, πέρα από την πεισματική άρνηση της κατανόησης και της αποδοχής της διαφορετικότητας. Και βέβαια, όλες αυτές οι ανησυχίες, μαζί με πολλές ακόμα, καταρρίπτονται στον απόλυτο βαθμό – και επιμένω σ’ αυτό – από την επιστημονική κοινότητα. Εκτός και αν στον 21ο αιώνα, προτιμάμε να ακολουθούμε τον σκοταδισμό ανθρώπων και φορέων που ουδεμία σχέση έχουν με το σήμερα, αλλά επιμένουν να «καθοδηγούν» τις μάζες, προσκολλημένοι σε μεσαιωνικά δόγματα και αντιλήψεις.

Όλα τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, πέρα και πάνω από οτιδήποτε άλλο, είναι άνθρωποι. Και με αυτό το απόλυτο χαρακτηριστικό πρέπει να αντιμετωπίζονται. Γιατί αυτό είναι το δίκαιο και το μόνο σωστό. Όλοι λοιπόν πρέπει να έχουν το δικαίωμα, είτε μόνοι, είτε ως ζευγάρι, να διεκδικήσουν την ευκαιρία στην τεκνοθεσία. Αρκεί να είναι αποφασισμένοι να αφοσιωθούν στο θετό τους παιδί. Η ανθρωπιά χαρακτηριζόταν πάντοτε από την ανεκτικότητα, την κατανόηση και τον σεβασμό της διαφορετικότητας, την αλληλεγγύη και τη συναισθηματική ισορροπία. Με όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, η εκδήλωση της αγάπης είναι δεδομένη. Και κανείς δεν δικαιούται να την εμποδίσει να εκφραστεί, από όποια μεριά και αν αυτή προέρχεται.

Με τη μαμά, στο χωριό του μπαμπά, τον Μάραθο (καλοκαίρι 1970).

Ακριβώς πριν πέντε χρόνια, είχα γράψει ένα άλλο κείμενο στο OneMan, όπου εξιστορούσα το πώς υιοθετήθηκα από τους γονείς μου, την ευγνωμοσύνη μου για την αγάπη που μου χάρισαν, τον φόβο που ένιωθα για καιρό μήπως το μετανιώσουν και καταλήξω ξανά στο «μπλε» και το πόσο σημαντική ήταν για μένα η παρουσία τους στη ζωή μου. Ήταν παράλληλα και ένα δικό μου «χρέος» απέναντι στα ορφανά παιδιά, να μπορέσω να μεταφέρω τα δικά τους συναισθήματα μέσα από όσα είχα βιώσει εγώ ο ίδιος, πρώτα στο ίδρυμα και κατόπιν μέσα στην καινούργια μου οικογένεια. Σήμερα, πέντε χρόνια μετά, «επέστρεψα» σε εκείνα τα τέσσερα χρόνια που πέρασα στο ορφανοτροφείο, όντας σίγουρος πλέον πως η ευτυχία δεν εξαρτάται από ταμπέλες, ταυτότητες και ρόλους.

Η αγάπη ήταν, είναι και θα παραμείνει το μοναδικό πραγματικό ζητούμενο σε ό,τι αφορά την τεκνοθεσία. Από τη μια, τα ορφανά παιδιά που αποζητούν την οικογενειακή θαλπωρή, αυτή που δεν έχουν γνωρίσει, αλλά το ένστικτό τους τα διαβεβαιώνει πως εκεί θα βρουν την ευτυχία. Από την άλλη, άνθρωποι που θέλουν να ανοίξουν την αγκαλιά τους και την καρδιά τους, για να χωρέσουν μέσα σε αυτές ένα πλάσμα που θα αλλάξει τη ζωή τους και θα της δώσει καινούργιο νόημα και προορισμό. Τι σημασία μπορεί να έχει ποιος είναι ο σεξουαλικός τους προσανατολισμός ή το φύλο τους, από τη στιγμή που είναι έτοιμοι να παραδοθούν άνευ όρων στη φροντίδα ενός παιδιού; Ποιο κενό, ποιο τραύμα θα δημιουργηθεί άραγε στην ψυχούλα ενός μικρού παιδιού, αν αντί να πει «μαμά και μπαμπά, σας αγαπώ», πει «μπαμπά και μπαμπά, σας αγαπώ», ή «μαμά και μαμά, σας αγαπώ»;

Και ποιος αλήθεια, είναι εκείνος που δικαιούται να βάλει το οποιοδήποτε εμπόδιο σε αυτό το θαύμα της τεκνοθεσίας, ξεχωρίζοντας τους ανθρώπους σε «ικανούς» και «ανίκανους» να νιώσουν τη μαγεία της αμφίδρομης αγάπης; Αν κάτι έμαθα στο «μπλε», αυτό ήταν πως όλα τα ορφανά εκεί, ψάχναμε απελπισμένα αγάπη και όχι ρόλους. Είναι προφανές ότι κάποιοι αδυνατούν να το κατανοήσουν αυτό, δεν μπορούν να συμβιβαστούν μαζί του. Όσοι λοιπόν είναι ανίκανοι να δεχτούν ότι η αγάπη είναι το πρώτο, το απόλυτο ζητούμενο, ας αφήσουν τουλάχιστον εκείνους που το νιώθουν, να το κάνουν πραγματικότητα. Επειδή όσοι το νιώθουν, είναι σίγουρο ότι θα πλημμυρίσουν με φως, αθώες, παιδικές καρδιές. Καλές γιορτές!