Πώς είναι να είσαι ο μικρός αδερφός
8 συντάκτες περιγράφουν την σχέση με τον μεγαλύτερό τους αδερφό. Καλή ή κακή.
- 5 ΜΑΡ 2013
Γι’ άλλους ένας δεύτερος πατέρας. Για άλλους απλά εκείνος που μοίραζε τις σφαλιάρες στο σπίτι. Για όλους όμως ο μεγαλύτερος αδερφός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή τους. Οκτώ “μικροί αδερφοί” γράφουν…
Μικρός αδερφός ο Στέφανος Τριαντάφυλλος
Δεν βάζουμε εμείς ταμπέλες, αυτοί είναι μεγάλοι. Και δεν είναι τυχαίο ότι τα “μεγάλα αδέρφια” παρουσιάζουν τα ίδια συμπτώματα, ή ότι στην παρέα μας από τη Γλυφάδα ήμασταν όλοι (μα όλοι) τα μικρότερα αδέρφια στην οικογένεια μας. Θα αποδεχτώ την “κατηγορία” ότι οι μικροί είναι οι καλομαθημένοι της υπόθεσης, αλλά να τονιστεί ότι οι μεγαλύτεροι είναι οι κακομαθημένοι. Κι αυτό είναι χειρότερο. Ξέρεις… το πρώτο παιδί, να του κάνουμε όλα τα χατίρια κτλ, ενώ εμείς μεγαλώσαμε με αυτόματο πιλότο.
Είμαι το τρίτο και μικρότερο παιδί. Έχω έναν αδερφό 6 χρόνια μεγαλύτερο και μια αδερφή που με περνάει 5 χρόνια. Τι σημαίνει αυτό; Ότι όταν εγώ πήγα δημοτικό ο αδερφός μου πήγε γυμνάσιο. Όταν εγώ πήγα γυμνάσιο, αυτός μπήκε στο πανεπιστήμιο. Όταν εγώ μπήκα στο πανεπιστήμιο αυτός είχε φύγει ήδη από το σπίτι. Κοινά σημεία; Όσα έχει ο Νταρθ Βέιντερ με το μικρό μου πόνι, αν αναλογισθεί κανείς την ικανότητα του να αλλοιώσει κάθε μορφή ανταγωνισμού ή κοινής λογικής, όπως τότε που είχε καταφέρει να αποκτήσει την κυριότητα του δωματίου μου, το οποίο στη συνέχεια μου το νοίκιαζε (ότι να’ ναι δηλαδή, από μικρός φαινόταν ότι θα γίνει δικηγόρος).
Άλλο ενδεικτικό παράδειγμα; Όταν παίζαμε μπάσκετ (σαν να παίζει ο ΛεΜπρόν Τζέιμς με τον Σκροπολίθα) μου απαγόρευε κάθε εκμετάλλευση πλεονεκτήματος: δεν μπορούσα να σουτάρω αμαρκάριστος, να παίξω πλάτη, ή να τον σπρώξω. Θα ήταν τσατσιά, επιθετικό φάουλ, ή βήματα. Ακόμη απορώ γιατί του έδινα σημασία.
Ναι, αυτός είναι ο αδερφός μου. Αυτός που σήκωνε τη μάνα μου στις 12.30 το βράδυ να του “φτιάξει κάτι να φάει”. Αυτός που ακόμη και τώρα που κοντεύει τα 40 μου ρίχνει αγκωνιές την ώρα που βγάζουμε φωτογραφίες, εξελίσσοντας αυτό το πάρα-πολύ-αστείο (όχι) συνήθειο που βλέπετε παρακάτω.
Έτσι ήταν τα παιδικά μου χρόνια, γεμάτα από κλειστές πόρτες, από δοκιμασίες (να πω όλους τους παίκτες της αφίσας του Άρη για να μπω στο δωμάτιο), άνισες μάχες-σώμα-με-σώμα, “στημένα” πρωταθλήματα NBA Live και “μην ενοχλείς την αδερφή σου όταν διαβάζει”. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι μια 16χρονη έφηβη στα μάτια ενός 11χρονου αποτελεί ένα άγνωστο νέο είδος ζωής, ένα απαθές εξωγήινο πράγμα που ακούει συνέχεια “Ξύλινα Σπαθιά” (ότι χειρότερο δηλαδή).
Το πολύ θετικό του πράγματος είναι ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να παλέψεις για τα εσκαμμένα, για εξόδους, ωράρια κτλ. Οι μεγαλύτεροι έχουν δώσει αυτή τη μάχη κι εσύ απολαμβάνεις την συνθήκη που υπογράφτηκε μετά τις εχθροπραξίες. Με ευνοϊκότερους όρους μάλιστα, αφού είπαμε ότι μεγαλώνεις στον “αυτόματο πιλότο”. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι τα μεγάλα αδέρφια σου δίνουν τη δυνατότητα να ρίχνεις κλεφτές ματιές στο μέλλον, σε “αυτά που θα ακολουθήσουν”. Και δεν είναι κακό να έχεις ένα δείγμα γραφής, χωρίς να βαδίζεις στο άγνωστο. Η φάση είναι σαν αυτές τις επιχειρήσεις των κομάντο. Κανείς δεν θέλει να μπει πρώτος στον σκοτεινό υπόνομο. Άστους οπότε να πάρουν την κρυάδα και έρχεσαι εσύ από πίσω “κύριος”.
Μικρός αδερφός ο Σταύρος Καραϊνδρος
Μέχρι το λύκειο δεν καταλάβαινα ότι είχα αδέρφια. Περισσότερο αισθανόμουν ότι είχα τέσσερις γονείς. Βλέπετε, όταν απέχεις 9 χρόνια από τον ένα και 11 από τον άλλον -δηλαδή όταν εσύ πήγαινες δευτέρα λυκείου ο μεγάλος σου αδερφός παντρευόταν και όταν πήγαινες τρίτη λυκείου αποκτούσες το πρώτο σου ανιψάκι- ουσιαστικά μεγαλώνεις σαν μοναχοπαίδι (ας όψεται η νύχτα χωρίς προφυλακτικό…). Δεν έχεις κοινές παρέες και κοινά ενδιαφέροντα και ουσιαστικά αρχίζεις να “δένεσαι” μετά τα 20 όταν η ηλικιακή απόσταση μικραίνει.
Υπάρχουν και τα θετικά. Είσαι το στερνοπούλι, σε αγαπάνε όλοι, είσαι το καλομαθημένο -μέχρι ενός σημείου- παιδί της οικογενείας και ακούς σχεδόν καθημερινά “μη μοιάσεις στον μεγάλο, στον μεσαίο να μοιάζεις. Στις 12 του λέγαμε να γυρίσει σπίτι, στις 11 επέστρεφε!” Αντίθετα με τον μεγάλο που κάπου μπέρδευε το προ και μετά μεσημβρίας…
Δεν χρειάζεται να αγοράσεις τσοντοπεριοδικά, τα έχεις έτοιμα από τα αδέρφια σου. Δεν χρειάζεται να κερδίσεις την εμπιστοσύνη των γονιών σου σε θέματα εξόδου, είσαι ο μικρότερος και αυτή έρχεται μόνη της (είπαμε, είσαι το στερνοπούλι). Δεν χρειάζεται να πας με τη μητέρα σου ή τον πατέρα σου να πάρεις βαθμούς ή να δικαιολογήσεις απουσίες. Η παρουσία του αδερφού σου φτάνει (του μεσαίου, γιατί ο μεγάλος δεν είχε την καλύτερη φήμη στο σχολείο…). Δεν χρειάζεται να αγοράζεις πάντα τσιγάρα, μπορείς να τρακάρεις τον αδερφό σου (με αντάλλαγμα κάποια χάρη). Πολύ απλά, οι γονείς σου πέρασαν τη βασική εκπαίδευση με τα δύο πρώτα παιδιά και με σένα είναι πιο χαλαροί. Πάει μόνο του το πράμα.
Υπάρχει και το… μεταπτυχιακό. Παίρνεις τις γνώσεις για γάμους, γέννες και βαφτίσια και τα σώζεις στο σκληρό δίσκο. Οταν περνούν τα χρόνια, ανοίγεις το φάκελο και χρησιμοποιείς τα στοιχεία. Και κάπου εκεί στη γωνία, τα δύο σου αδέρφια σε βλέπουν και γελάνε… Και σου υπενθυμίζουν: εκεί που ήσουν ήμουνα και εδώ που είμαι θα έρθεις..
Μικρός αδερφός ο Ηλίας Αναστασιάδης
Στα χαρτιά, ο αδερφός μου είναι δύο χρόνια μεγαλύτερος. Στην πραγματικότητα, είναι δύο έτη φωτός μακριά. Δεν έχουμε άλλα αδέρφια. Από τα 5 μου που μπορούσα πια να καταλάβω ότι μπορώ να παίρνω ό,τι θέλω από τα ράφια του σουπερμάρκετ, να το τρώω και να επιστρέφω το σακουλάκι στη μαμά για να το πληρώσουμε στο ταμείο, μια άεναη αδικία-μοιρολατρεία βαραίνει τον αδερφό μου. Αυτός δεν έπαιρνε, αυτός μόνο ζητούσε κι αν είχαμε, έπαιρνε. Αν δεν είχαμε, έπαιρνε κάτι άλλο που δεν είναι κομψό να μεταφέρω. Εγώ έπαιρνα είτε είχαμε είτε δεν είχαμε. Ειδικά το δεύτερο.
Ο Σωκράτης (ναι, από τα 5 επίσης κατάλαβα ότι με κερδίζει πανηγυρικά στο όνομα) ήταν πάντα εκεί να προλειάνει το έδαφος για μένα. Στο δημοτικό, ήξερε ήδη τις πιο καβατζωτικές βρύσες για να μην περιμένω πολλή ώρα μετά την μπάλα, στο γυμνάσιο, ήξερε ήδη όλα τα λαμόγια και τους πρωτεργάτες του bullying και δεν με πείραξε ποτέ κανείς. Στο λύκειο, δεν τον πέτυχα, είχε προτιμήσει την τεχνική σχολή. Και κάπου εδώ στήθηκε ολόκληρο το ενδο-οικογενειακό μας απαρτχάιντ. Στο ότι εγώ είμαι καλός στα γράμματα κι αυτός όχι.
Ότι ο αδερφός μου σήμερα έχει μια γαμάτη δουλειά, έναν φοβερό (αντικειμενικά :p) γιο 15 μηνών και ένα δεύτερο μωρό στην αναμονή δεν είναι απλά μια ωραία ιστορία-εξέλιξη. Είναι μια νίκη με 150 πόντους διαφορά, αν αναλογιστείς όλη την αρτηριοσκλήρωση που έφαγε στο κεφάλι από τα αμόρφωτα σόγια που αγαπούσαν περισσότερο εμένα, ΑΠΛΑ ΕΠΕΙΔΗ ΗΜΟΥΝ ΚΑΛΟΣ ΜΑΘΗΤΗΣ, επειδή δεν κάπνιζα από τα 12, επειδή θα πήγαινα στο Πανεπιστήμιο, επειδή ήμουν πιο ψηλός.
Ως μικρός (και μη παιδευμένος) αδερφός, απολάμβανα στο έπακρο αυτήν την προτίμηση, γουργούριζα σαν γάτα και τριβόμουν στα πόδια αυτών που με ξεχώριζαν από τον αδερφό μου. Όσοι με ξέρουν πια, ξέρουν και τι γνώμη έχω συγκεκριμένα για τις γάτες.
Κάπου στα 15, το χάσμα με τον μεγάλο αδερφό μού έμοιαζε αγεφύρωτο. Αλλά ακόμα και τότε έλεγα, “σιγά, όταν πάω 30, θα ‘μαστε σαν συνομίληκοι”. Πλέον, φτάνω τα 30, είμαστε σα συνομίληκοι (αν και ποτέ δεν είχαμε και δεν θα έχουμε κοινές παρέες), αλλά οι όροι της εύνοιας είναι καθαρά υπέρ του. Και ΤΟΣΟ δίκαια. Εκτός από την φοβερή, δική του οικογένεια, ξελασπώνει και την πρώτη του οικογένεια, αυτή που μάλλον άθελά της ξεκίνησε το απαρτχάιντ που λέγαμε. Κι όλα αυτά, τα κάνει παραμένοντας πιο cool κι απ’ την Kim Deal, κι απ’ τον Jeff Bridges κι απ’ όποιον θες.
Α ρε Μίχαλε, τι μας κάνεις με τις ιδέες σου…
Μικρός αδερφός ο Γιάννης Φιλέρης
Ο “μικρός μου αδερφός” όπως έλεγε ο αδερφός μου. Ή ακόμη χειρότερα, όταν τώρα κοντά στα 50, η μάνα με συστήνει ακόμη “αυτός είναι ο μικρός”. Διότι υπάρχει και ο …μεγάλος. Ο οποίος τα έκανε όλα πρώτος. Από τα παιχνίδια, τα λίγα που είχαμε, μέχρι τα μαθήματα στο σχολείο, την πρώτη φορά στο γήπεδο, το πρώτο τσιγάρο, την πρώτη γκόμενα.
Και εκτός των άλλων έμπαινε και ως παράδειγμα. Επειδή αυτός ήταν, ας πούμε, “καλό παιδί” και δεχόταν να του σκίζουν τα φύλλα από το τετράδιο στην πρώτη δημοτικού, έπρεπε να το υπομείνω κι εγώ, πέντε χρόνια αργότερα; “Να το γράψεις εσύ” όπως είπα οργισμένο νιάτο 6 ετών, στη μαμά.
Δεν θα πω βέβαια ότι του γινόμουν “τσιμπούρι” και τον ανάγκαζα να με παίρνει μαζί του να παίξουμε μπάλα. Αυτός 17 χρονών, εγώ 12, με έβαζαν αναγκαστικά να παίξω τερματοφύλακας ωσπου μια μέρα στην προσπάθεια να αποκρούσω μια βολίδα, με τη βρεγμένη μπάλα, έσπασα το χέρι μου!
Για το βασανιστήριο να με ξυπνάει με το μαρτύριο της σταγόνας δε λέω τίποτε.Μου έχουν μείνει παιδικά τραύματα (λυγμ). Ίσως γι αυτό κι εγώ πήγαινα αργότερα, του έριχνα μια τσιμπιά και εξαφανιζόμουν. Μετά μπήκε στο Πανεπιστήμιο, από μεγαλύτερος αδερφός, έγινε ο “μόσχος ο σιτευτός”.
Όταν το σπίτι μύριζε ψητό, ήξερα ότι είχε γυρίσει από Θεσσαλονίκη. Τις άλλες μέρες, ο “μικρός” έτρωγε κάτι πρόχειρο.
Το να’ χεις, όμως, μεγάλο αδερφό είναι και πλεονέκτημα. Στο δημοτικό έλεγε δυο λόγια με όσους τσακωνόμουν, κάτι χρόνια αργότερα ήταν και δάσκαλος σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης. Οι καυγάδες, γίνονται σιγά-σιγά κουβέντες κι από ένα μεγαλύτερο έχεις πάντα κάτι να μάθεις
Τα χρόνια περνάνε, αλλά ξέρεις πάντα ότι αυτός είναι ο πρώτος άνθρωπος που θα απευθυνθείς όταν έχεις πρόβλημα, μικρό ή μεγάλο. Στην δική του αγκαλιά, άλλωστε, με έσφιξε 18χρόνια πριν όταν πέθανε ο πατέρας μας…
Μικρός αδερφός ο Στέλιος Αρτεμάκης
Αυτά που θα διαβάζεις συνέβαιναν τουλάχιστον μέχρι τα 16 που αρχίσαμε να δείχνουμε σημάδια ωρίμανσης και θάψαμε το τσεκούρι του πολέμου. Όπου τσεκούρι οποιοδήποτε σκληρό αντικείμενο μεταξύ ενός ποτηριού και μίας καρέκλας. Οπου θάψαμε το αφήσαμε απλώς στη θέση του για να μη το βρει η μάνα μας και μας διώξει από το σπίτι (το ξύλο πλέον δεν ήταν επιλογή).
Σαν αδέρφια κάναμε πολλά πράγματα μαζί. Παίζαμε μπάσκετ για παράδειγμα. Δηλαδή, στη αρχή ένα “μονό” οι δύο μας όπου θα έχανα (βλέπεις ακόμα και σήμερα η διαφορά ύψους δεν λέει να πέσει κάτω από τους 17 πόντους) και ένα “διπλό” στη συνέχεια. Πάλι οι δυο μας.
Πηγαίναμε για μπάνιο στα κατάπολα της Αμοργού. Και γυρνούσαμε τρέχοντας ποιος θα βγει πρώτος μέχρι το σπίτι. Που ήταν τουλάχιστον δύο χιλιόμετρα μακριά. Που τα τελευταία 300 μέτρα ήταν μια ελεεινά απότομη ανηφόρα. Τελευταίο σπίτι στο χωριό ήταν βλέπεις.
Και κάναμε και ποδήλατο μαζί. Δηλαδή αυτός στο αγωνιστικό Peugeot και εγώ σε ένα BMX να τον κυνηγάω γιατί θα μου είχε ρίξει μια σφαλιάρα. Ή ανάποδα.
Και παίζαμε ξύλο. Πολύ ξύλο. Έτρωγα το περισσότερο. Σε ποσοστό πάνω από 85%. Αλλά δεν είχε σημασία. Και αυτό το φτωχό 15% που έδινα πίσω ήταν αρκετό.
Βλέπεις στη σχέση μας υπήρχε πάντα μια ανταγωνιστική πλευρά.
Βλέπεις εκείνος έφταιγε, που ήταν ζηλιάρης.
Μικρός αδερφός ο Μάνος Χωριανόπουλος
Αν θες ένα παράδειγμα του «παιδιού του έρωτα» ή του «παιδιού κατά λάθος», είμαι το παράδειγμά σου.
Όταν γεννήθηκα ο ένας μου αδερφός ήταν 14 και ο μεγαλύτερος αδερφός μου 19 και στην υπηρεσία της μαμάς πατρίδας.
Ο μεγάλος μου αδερφός, είχε μάλιστα ζητήσει άδεια για να δει τη μητέρα μας που γεννούσε (εμένα) για να εισπράξει αρχικά τη χλεύη των αξιωματικών, που θεωρούσαν είτε ότι θέλει να λουφάρει, είτε ότι είχε αφήσει έγκυο κάποια κοπέλα και ντρεπόταν να το πει.
Η τεράστια διαφορά ηλικίας, σήμαινε αφενός ότι όλα τα παιχνίδια, τα γλυκά και η προσοχή ήταν δικά μου, αφετέρου ότι ο μεγάλος μου αδερφός ήταν σαν μπαμπάς μου και ο μπαμπάς μου σαν παππούς μου. Πελάτες του πατέρα μου ζητούσαν στο τηλέφωνο τον «παππού» μου και καταλαβαινόμασταν.
Οπότε δεν έχω ιστορίες από καυγάδες ή ανταγωνισμούς να θυμάμαι, ούτε είχα όνομα να «υπερασπίσω» ή να «καθαρίσω» στο σχολείο, το οποίο δεν ξέρω αν είχε χτιστεί όταν μεγάλος αδερφός μου ήταν μικρός.
Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι η χαρά μου όταν ο αδερφός μου και η γυναίκα του με έπαιρναν μαζί τους βόλτα, καθώς και ότι μεγαλώνοντας, ανησυχούσα περισσότερο μήπως κάνω κάτι και το μάθει ο αδερφός μου, παρά μήπως το μάθουν οι γονείς μου.
Και ο φόβος αυτός με προστάτεψε αρκετά από το να γίνω μέγιστο τσογλάνι, καθώς ως ο μικρότερος από τα αδέρφια μου, όλα τα ξαδέρφια μου και σε κάποιες περιπτώσεις και από τα ανίψια μου, μεγάλωνα σαν το «χρυσό παιδί», με κλήρωση για το ποιος θα με βαφτίσει, αδυναμία να φάω ξαναζεσταμένο φαγητό, δώρα σταλμένα από συγγενείς στο εξωτερικό κλπ κλπ.
Μικρός αδερφός ο Παναγιώτης Γκαραγκάνης
Ως ο μικρότερος αδερφός και κατ’ επέκταση το μικρότερο ηλικιακά μέλος ολόκληρης της οικογένειας, ήμουν κι εγώ δεύτερος σε όλα. Κι εγώ έπαιξα με τα παιχνίδια του αδερφού (όχι πάρα πολύ είναι η αλήθεια). Κι εγώ φόρεσα τα ρούχα του αδερφού… Αυτή είναι η νοοτροπία όλων των Ελλήνων γονέων κι εγώ δεν αποτέλεσα εξαίρεση. Κι εγώ είδα κάποιες επιθυμίες μου ως πιτσιρικάς να περιορίζονται, καθώς τα “θέλω” του πρώτου παιδιού αποτελούν πάντα προτεραιότητα στην ιεραρχία για μία μητέρα και έναν πατέρα, αλλά ποτέ δεν ενοχλήθηκα. Καταλάβαινα πως θα έρθει κάποια στιγμή και η σειρά μου. Βέβαια, δεν κατάλαβα ποτέ γιατί ντε και καλά έπρεπε να μου αρέσει ό,τι και στον κατά 39 μήνες μεγαλύτερο αδερφό μου. Από την ομάδα (εκείνος πράσινος, εγώ βαμμένος κόκκινος), μέχρι τη μουσική, και ούτω καθεξής.
Χάι-λάιτ της παιδικής μου ηλικίας ήταν αναμφίβολα το τέλος κάθε σχολικής χρονιάς. Την επόμενη ημέρα επιβιβαζόμουν στο τρένο για το χωριό προκειμένου να περάσω το καλοκαίρι με τη γιαγιά και τον παππού. Επέστρεφα μία ημέρα πριν ανοίξουν τα σχολεία! Ίσως, δεν… αντεχόμουν εύκολα, αλλά καταλαβαίνω ιδιαίτερα τη μητέρα μου, καθώς ο πατέρας μου εργαζόταν και δεν ήταν συνέχεια στο σπίτι. Ήθελε κι αυτή ένα διάστημα να ξεκουραστεί. Δεν είναι και το πιο απλό πράγμα στον κόσμο για μία μάνα να μεγαλώνει δύο αγόρια. Πάντως, δεν έχω κανένα παράπονο. Στο χωριό, είχα δύο ανθρώπους που με υπεραγαπούσαν. Κυρίως ο παππούς, δεν μου χάλαγε χατίρι και η απώλειά του πριν από μία δεκαετία μου στοίχισε. Το να είσαι το μικρότερο μέλος της οικογένειας έχει και τα καλά του.
Μέχρι να ενηλικιωθείς, δεν έχεις τόσες ευθύνες να σε βαραίνουν. Έχεις δικούς σου ανθρώπους να σε συμβουλεύουν γιατί έχουν ζήσει πρώτοι κάποιες καταστάσεις. Βαδίζοντας πια στα 30, μπορώ να πω με σιγουριά πως κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει τη δική του προσωπικότητα και να χτίζει το δικό του χαρακτήρα. Στο τέλος της ημέρας, όμως, αυτό που έχει σημασία είναι να έχεις ανθρώπους δίπλα σου που σε αγαπούν και σε στηρίζουν. Και η οικογένεια θα είναι πάντα στο πλάι σου. Όχι μόνο στις καλές στιγμές. Πιο πολύ στις δύσκολες, εκεί που σε εγκαταλείπουν οι περισσότεροι. Και για να μην ξεφύγω από το θέμα: μικρός, βλέποντας τον μεγαλύτερο αδερφό μου, ήθελα κι εγώ να μεγαλώσω. Πλέον, δεν είναι λίγες οι φορές που αναπολώ εκείνα τα χρόνια. Περνάει που περνάει γρήγορα ο χρόνος, πρέπει να απολαμβάνουμε τις χαρές της κάθε ηλικίας.
Μικρός αδερφός ο Μάνος Μίχαλος
Υπάρχουν δύο άνθρωποι, για τους οποίους θα χρειαζόμουν και θα έγραφα ολόκληρο βιβλίο, για να τους περιγράψω στην ολότητά τους. Ο ένας γράφει ανάμεσά μας, ο άλλος είναι ο (μεγάλος) αδερφός μου. Ο οποίος μέχρι να φτάσω τα 20+ δεν ήταν σίγουρος: α) αν πήγαμε στο ίδιο σχολείο – παρότι για μια ολόκληρη χρονιά, περπατούσαμε μαζί προς τα εκεί κάθε πρωί β) πόσο χρονών ήμουν – με έχει πάρει τηλέφωνο για να με ρωτήσει γ) δεν με χαιρετούσε αν με έβλεπε στο ίδιο cafe – υπήρξαν κάποια χρόνια που δεν είχαμε πραγματικά τίποτα να πούμε.
Και πέρα από όλα αυτά, με είχε πετάξει έξω από το δωμάτιο, οπότε διάβαζα είτε στο σαλόνι, είτε στην κουζίνα, ενώ είχε αποκλειστικότητα το τηλέφωνο. Αρκεί να αναφέρω, ότι στα πρώτα χρόνια του call waiting, με έπαιρναν φίλοι τηλέφωνο και τους έλεγε (πραγματικά τα όσα ακολουθούν) ότι είμαι στον κήπο, ενώ μέναμε σε πολυκατοικία. Ότι έχω πάει να ψηφίσω, ενώ δεν ήμουν 18 ετών. Ότι έχω πάει βόλτα το σκύλο. Τι δεν καταλαβαίνεις; ΠΡΟΦΑΝΩΣ και δεν είχαμε σκύλο. Όπως είπα, θέλω ένα βιβλίο για να περιγράψω τι εστί Νίκος Μίχαλος, εντός κι εκτός σπιτιού, εντός κι εκτός γηπέδου, οπότε αν βρεθεί έστω και ένας ενδιαφερόμενος αναγνώστης, το βλέπουμε.
Η σχέση μας, πάντως, όσο περνούσαν τα χρόνια, γινόταν πιο ανθρώπινη και έκανε τους δικούς της κύκλους. Υπάρχουν φωτογραφίες, να είμαστε ακόμη παιδιά αρκετά αγαπημένα θα έλεγα (σε σημείο που πιστεύω ότι ξέρει η μάνα μου photoshop), τόσο που όταν ο πατέρας μου πήγαινε να τις βρέξει στον Νίκο, έτρεχα εγώ και έλεγα “όχι, μην τον χτυπήσεις, χτύπα εμένα – πόσο βλάκας μπορεί να ήμουν;”. Στη συνέχεια πέρασαμε τη φάση “ποιος είσαι εσύ;”, πιο μετά αρχίσαμε να λέμε για γκόμενες (ενώ εγώ έμπαινα σε όλα τα μαγαζιά της Αθήνας λέγοντας τη φράση “Είμαι ο αδερφός του Νίκου του Μίχαλου”), ενώ πιο μετά μιλήσαμε για δουλειές, βρεθήκαμε, επικοινωνήσαμε.
Σε όλα αυτά, οι γονείς μας κράτησαν μια αρκετά καλή ισορροπία (αν και η μάνα μου νιώθω ότι έχει με τον αδερφό μου μια σχέση πραγματικής έντασης σε όλα, τα καλά και τα άσχημα – λογικό, όμως, της έχει βγάλει την ψυχή), με τον πατέρα μας πάντα να θυμάμαι να λέει “ο αδερφός σου είναι ο πιο σημαντικός της οικογένειας, που θα έχεις στην πορεία, εκτός από αυτή που θα φτιάξεις εσύ”. Προφανώς, γιατί ήξερε πρώτα εκείνος και μετά εμείς, ότι στο τέλος (αν όλα πάνε φυσιολογικά στη ζωή και το θάνατο) ο αδερφός είναι αυτός που σου μένει από την πρώτη οικογένειά σου, οπότε μας επέβαλε να τα έχουμε πάντα καλά ό,τι και αν γινόταν.
Πριν δυο μέρες βέβαια, πλακωθήκαμε σε 10” δευτερόλεπτα. Τόσα χρειαζόμαστε πια. Απλά, θέλουμε τα μισά για να τα ξαναβρούμε. Οπότε, Τάκη, όλα καλά πάνε. Το ‘χουμε.