Πώς είναι να πέφτεις θύμα ληστείας
- 19 ΙΑΝ 2018
Την υπόγεια διάβαση πεζών, η οποία βρίσκεται μπροστά από το 166 της Συγγρού, στο ύψος της Καλλιθέας, την έχω διασχίσει εκατοντάδες φορές. Μόνος, με παρέα, μεθυσμένος, με πολλά λεφτά στις τσέπες, άφραγκος, στις δώδεκα το μεσημέρι, στις τρεις το πρωί.
Την Πέμπτη, 11 Γενάρη ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκα σοβαρά να μην περάσω στο απέναντι ρεύμα της Συγγρού από τη συγκεκριμένη διάβαση, αλλά να περπατήσω δέκα λεπτά μέχρι τα πρώτα φανάρια που θα συναντούσα στο Κουκάκι. Μία μέρα νωρίτερα είχα πέσει θύμα ληστείας στο συγκεκριμένο σημείο.
Tο απόγευμα της Τετάρτης, λίγα λεπτά πριν τις πέντε, άρχισα να κατεβαίνω το κεκλιμένο επίπεδο, το οποίο οδηγεί στη συγκεκριμένη διάβαση. Προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή προς την πλευρά μου, περπατούσαν δύο νεαροί μεταξύ 25 και 30. Ένας αδύνατος γύρω στο 1.70 και ένας σωματώδης γύρω στο 1.80. Ένα μέτρο πριν φτάσουμε στο ίδιο ύψος του κεκλιμένου επιπέδου, ο αδύνατος νεαρός ο οποίος ήταν πιο κοντά μου, προέταξε προκλητικά τον αριστερό του αγκώνα προς το μέρος μου μόνο και μόνο για να τον ακουμπήσω. Η υπόθεση μύριζε τσαμπουκά κι εγώ (για αδιευκρίνιστο λόγο) τσίμπησα.
Αν και μπορούσα να τραβηχτώ, επέλεξα να συνεχίσω στην ευθεία μου με αποτέλεσμα ν’ ακουμπήσω ελαφρά τον προτεταμένο του αγκώνα. Πριν κάνω δύο ακόμα βήματα μού ζήτησε το λόγο. Γύρισα πίσω. Τον πλησίασα. Και άρχισε η εξής στιχομυθία:
–Φιλαράκο, γιατί με χτύπησες;
–Δεν σε χτύπησα.
–Με χτύπησες και μου έβρισες και τη μάνα.
–Δεν σε χτύπησα ούτε σε έβρισα.
Παρά το παράλογο της υπόθεσης, δεν πονηρεύτηκα και συνέχισα να πιστεύω πως ο τύπος ήθελε απλώς να τσαμπουκαλευτεί. Μετά από κάμποσες ατάκες όπως οι παραπάνω, τις οποίες μάταια προσπαθούσα ν’ αντικρούσω λογικά, ο νεαρός με τον οποίο διαπληκτιζόμουν με ρωτάει ”τι είναι αυτό που φουσκώνει στην τσέπη σου;” και κάνει να μου ανοίξει την τσέπη του μπουφάν. Οι εικασίες μου για υποτιθέμενο ψευτοτσαμπουκά πήγαν περίπατο.
Αυτό που φούσκωνε ήταν το κινητό, το οποίο είχα αγοράσει την προηγούμενη μέρα και δεν ήμουν διατεθειμένος να χαρίσω έτσι εύκολα. Προστάτευσα με το δεξί μου χέρι την τσέπη και προσπάθησα ν’ ανέβω ξανά στον παράδρομο της Συγγρού, αφού όση ώρα εξελισσόταν το συμβάν βρισκόμασταν στη μέση του κεκλιμένου επιπέδου και δυστυχώς δεν μπορούσε να μας δει κάποιος από το δρόμο. Η επιλογή να τρέξω προς την υπόγεια διάβαση διαγράφηκε αυτόματα, αφού αν με προλάβαιναν εκεί θα είχα άσχημα ξεμπερδέματα, ενώ ήμουν αρκετά θολωμένος για να σκεφτώ πως μπορούσα να τρέξω προς τις σκάλες.
Πριν προλάβω να φέρω ιδιαίτερη αντίσταση, ο πιο ογκώδης νεαρός, ο οποίος μέχρι τότε απλώς παρακολουθούσε τον διάλογο, έβγαλε στιλέτο. Στη θέα του, άρχισα να φωνάζω κάτι ανάμεσα σε”βοήθεια” και ”ληστεία”, ενώ προσπαθούσα να ξεφύγω. Αυτοί κοντοστάθηκαν, γιατί εκείνη τη στιγμή από τις απέναντι από εμάς σκάλες, οι οποίες οδηγούν προς τη διάβαση, περνούσε κόσμος.
Αφού είδαν πως δεν αντιδρούσε κανείς, ο τύπος που με είχε προκαλέσει άρχισε να φωνάζει
κωλόπαιδο μάς χτύπησες και τώρα μάς βρίζεις και την μάνα
Τα έχασα. Συνειδητοποίησα ότι ο άνθρωπος που είχα απέναντι μου ήταν επιστήμονας και σταμάτησα να φωνάζω, αφού δεν είχε πλέον κανένα νόημα. Το μόνο που είχα καταφέρει ήταν να τους σπρώξω μέχρι την αρχή του κεκλιμένου επιπέδου, εκεί που υπάρχουν οι σιδερένιες μπάρες, όπου και εγκλωβίστηκα.
Σ’ αυτό το σημείο ο αδύνατος προσπαθούσε να μου βγάλει το κινητό από την τσέπη, την ώρα που ο άλλος με γρονθοκοπούσε στο πρόσωπο. Μετά από 4-5 γροθιές συνειδητοποίησα πως όσο δεν έδινα το κινητό, απλώς θα συνέχιζα να τρώω ξύλο. Αφέθηκα, μου πήραν το κινητό και έστριψαν τρέχοντας σε μία κάθετη της Συγγρού προς Καλλιθέα.
Ευτυχώς, πέρα από το χαμένο κινητό, τις μώλωπες και το πρήξιμο στο αριστερό μάτι, οι εξετάσεις που μου έκαναν στο νοσοκομείο μετά το συμβάν, δεν έδειξαν κάτι περισσότερο. Παρ’ όλα αυτά, τις επόμενες ώρες τα όσα είχαν συμβεί στην υπόγεια διάβαση της Συγγρού διαδέχτηκαν μια σειρά τραγελαφικών γεγονότων.
Η φραγή (;) του κινητού
Το πρώτο πράγμα που έκανα αφότου συνήλθα ήταν να τηλεφωνήσω στην Cosmote από το κινητό ενός συναδέλφου για να κάνω φραγή εισερχόμενων και εξερχόμενων κλήσεων. Μόλις η υπάλληλος από την εξυπηρέτηση με ενημέρωσε ότι η φραγή ενεργοποιήθηκε και πως για τη συγκεκριμένη υπηρεσία θα χρεωνόμουν 3.5 ευρώ, θεώρησα πως οι ληστές δεν μπορούσαν να με βλάψουν με κάποιο άλλο τρόπο. Θεώρησα.
Όταν γύρισα στο σπίτι και μην έχοντας πλέον τηλέφωνο, μπήκα στο Facebook για να ενημερώσω τους κοντινούς μου ανθρώπους για το τι συνέβη. Ένας από τους ληστές είχε μπει από το κινητό στο προφίλ μου, είχε ταγκάρει πενήντα φίλους μου και με ένα ποστάρισμα έβριζε αισχρά τις γυναίκες και τις μητέρες τους.
Σάστισα. Μέχρι να καταλάβω τι έπρεπε να κάνω, είχε γυρίσει ο συγκάτοικός μου στο σπίτι και μου έδωσε το κινητό του προκειμένου να τηλεφωνήσω ξανά στην Cosmote. Τηλεφώνησα πάλι και με ενημέρωσαν πως έπρεπε να αναφέρω το περιστατικό στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς μου και από εκεί θα έπαιρνα ένα χαρτί, το οποίο θα έδινα σε κάποιο κατάστημα της Cosmote προκειμένου να κλειδωθεί η συσκευή μου.
Η δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος
‘Φερμάρω’ σημαίνει αποσπώ από κάποιον πράγματα αξίας με την απειλή κάποιου είδους όπλου. Στα ’90s το συγκεκριμένο ρήμα ήταν ευρέως διαδεδομένο και χρησιμοποιούνταν από τους έφηβους για να περιγράψουν περιστατικά όπως το παραπάνω. Στον συγκεκριμένο όρο δεν περιλαμβανόταν και η παραβίαση των social media του θύματος, αφού social media τότε δεν υπήρχαν. Για ένα τυπικό φερμάρισμα, τότε, θα μιλούσα μόνο με την αστυνομία. Τώρα, έπρεπε να απευθυνθώ και στη δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος.
Τηλεφώνησα στη συγκεκριμένη υπηρεσία και το ρεζουμέ του διαλόγου μου με τον υπάλληλο που σήκωσε το τηλέφωνο ήταν το εξής: Έπρεπε να γκουγκλάρω κάτι του τύπου ‘πώς να εντοπίσω το κινητό μου’, να κατεβάσω τη σχετική εφαρμογή, να την χρησιμοποιήσω για να εντοπίσει το κινητό μου, να εκτυπώσω τον χάρτη με το σημείο όπου βρισκόταν το κινητό, να τον πάω σ’ ένα αστυνομικό τμήμα και στη συνέχεια ν’ αναλάβει δράση η αστυνομία.
Στην ψυχολογική κατάσταση όπου βρισκόμουν το καλύτερο που κατάφερα να κάνω ήταν να βρω πως την τελευταία φορά που είχε χρησιμοποιηθεί το κινητό, βρισκόταν κάπου στον Πειραιά. Παραιτήθηκα από τη διαδικασία αναζήτησης και την επόμενη μέρα πήγα στο αστυνομικό τμήμα.
Η αστυνομία
Κατέθεσα σ’ έναν αστυνομικό, γύρω στα 30, όλα όσα είχαν συμβεί προκειμένου να πάρω το χαρτί που χρειαζόμουν, ώστε να κλειδωθεί μια για πάντα το κινητό. Λίγο πριν φύγω από το τμήμα, ένας μεγαλύτερος σε ηλικία και ανώτερος σε αξίωμα, από αυτόν που μιλούσα μέχρι εκείνη τη στιγμή, αστυνομικός διάβασε την κατάθεση μου και μεταξύ άλλων με ρώτησε πώς ήξερα ότι οι δύο άνθρωποι που μου επιτέθηκαν ήταν Έλληνες.
Στην απάντησή μου πως ”εξωτερικά δεν είχαν κάποιο χαρακτηριστικό που δεν παρέπεμπε σε Έλληνες και μιλούσαν εξίσου καλά με εμένα ελληνικά” ζήτησε από τον υφιστάμενο του ν’ αλλάξει το συγκεκριμένο σημείο της κατάθεσης, το οποίο από ”δύο Έλληνες” έγινε ”δύο άτομα τα οποία μιλούσαν πολύ καλά ελληνικά”. Στη συνέχεια, μου έκλεισε ένα ραντεβού στο αστυνομικό τμήμα της πλατείας Αμερικής, προκειμένου να δω φωτογραφίες με πιθανούς υπόπτους. Ένα ραντεβού που κατέληξε σε φαρσοκωμωδία.
Το πρωί της επομένης πήγα σ’ ένα κατάστημα της Cosmote προκειμένου να κλειδωθεί το κινητό. Εκεί ενημερώθηκα πως ακόμα κι αν το κλειδώναμε, οι ληστές είχαν τη δυνατότητα να κατεβάσουν νέο λογισμικό και να το χρησιμοποιήσουν ξανά. Στην ερώτησή μου αν υπήρχε πιθανότητα να εντοπιστεί με κάποιο άλλο τρόπο το κινητό, η υπάλληλος μου απάντησε
μόνο στην περίπτωση που το έφερναν οι ληστές στο κατάστημα
Μάλιστα.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας έφτασα στο αστυνομικό τμήμα της πλατείας Αμερικής, όπου διαδραματίστηκε το τελευταίο και πιο τραγελαφικό επεισόδιο από αυτά που σχετίζονταν με την ληστεία.
Εκεί, αφού επανέλαβα σε συντομία την κατάθεσή μου σχετικά με τους -κατ’ εμέ- Έλληνες ληστές, ο αστυνομικός που είχε αναλάβει την υπόθεσή μού ζήτησε να καθίσω μπροστά από έναν η/υ όπου θα έβλεπα φωτογραφίες ανθρώπων, οι οποίοι είχαν διαπράξει αδικήματα παρόμοια με αυτό που είχε διαπραχθεί εναντίον μου.
Με το πού είδα τις πρώτες φωτογραφίες άρχισα να ιδρώνω. Δεν ήξερα πώς θα διαχειριζόμουν ψυχολογικά την πιθανότητα να ερχόμουν αντιμέτωπος έστω με τις φωτογραφίες των ανθρώπων που με είχαν χτυπήσει και ληστέψει.
Παρ’ όλα αυτά, συνέχισα να σκρολάρω. Πολύ γρήγορα συνειδητοποίησα πως η συγκεκριμένη διαδικασία ήταν μάταιη, αφού η πλειοψηφία των ανθρώπων που έβλεπα ήταν έγχρωμοι, αλλά και άτομα με χαρακτηριστικά που δεν είχαν καμία σχέση με αυτά των ανθρώπων που είχα περιγράψει πως με είχαν ληστέψει. Λίγο πριν φτάσω στην 754η, την τελευταία δηλαδή, φωτογραφία υπόπτου που θα έβλεπα εκείνο το απόγευμα, έπεσα πάνω σε αυτή:
(Ο Νίκος Ρωμανός λίγο μετά τη σύλληψή του στον Βελβεντό Κοζάνης, το 2014)
Με βάση το χιούμορ μου, η υπόθεση δεν είχε πλέον πλάκα. Παρ’ όλα αυτά, όταν σηκώθηκα για να φύγω και ρώτησα τον αστυνόμο ο οποίος με εξυπηρετούσε αν υπήρχε κάτι άλλο που μπορούσα να κάνω, εκείνος μου απάντησε: ”σε περίπτωση που τους συναντήσεις στο δρόμο, να πάρεις τηλέφωνο το 100”.
Σήμερα, δέκα περίπου μέρες μετά το συμβάν, συνειδητοποιώ πως οι δράστες δεν μου έκλεψαν το κινητό, αλλά ένα κομμάτι από την ηρεμία μου, αφού κάθε φορά που πλησιάζω τη συγκεκριμένη διάβαση ιδρώνουν οι παλάμες και αυξάνονται οι παλμοί της καρδιάς μου.