«Σπουδάζουμε σε κατ’ ευφημισμόν ανώτερες σχολές»: Το ελληνικό θέατρο εν βρασμώ
Άνθρωποι του χώρου μιλούν για την έκρυθμη, οριακή κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, με αφορμή την ηθική και πρακτική απαξίωσή τους μέσω της εφαρμογής του αμφιλεγόμενου νέου Προεδρικού Διατάγματος, που εσχάτως τροποποιήθηκε.
- 1 ΦΕΒ 2023
Άνθρωποι του χώρου μιλούν για την έκρυθμη, οριακή κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, με αφορμή την ηθική και πρακτική απαξίωσή τους μέσω της εφαρμογής του αμφιλεγόμενου νέου Προεδρικού Διατάγματος, που εσχάτως τροποποιήθηκε.
Η εκπνοή του 2022 βρήκε τους ηθοποιούς και σύσσωμο τον καλλιτεχνικό κόσμο μουδιασμένο, αγανακτισμένο, οργισμένο χάρη στο Προεδρικό Διάταγμα 85/22, που υποβιβάζει τις τριετείς καλλιτεχνικές σπουδές τους (όλων ανεξαιρέτως, απόφοιτων των κρατικών και των ιδιωτικών ανώτερων δραματικών σχολών και Σχολών χορού, μουσικής και κινηματογράφου) στο επίπεδο της κατηγορίας του απολυτηρίου Λυκείου, κατατάσσοντάς τους δηλαδή στη δευτεροβάθμια βαθμίδα εκπαίδευσης.
Οι πρώτες ημέρες του νέου έτους τούς βρήκε να διαμαρτύρονται μέσα από ογκώδεις κινητοποιήσεις, να πραγματοποιούν τη μία άκαρπη συνάντηση μετά την άλλη με τα αρμόδια υπουργεία (Πολιτισμού και Αθλητισμού, Εσωτερικών, Παιδείας και Θρησκευμάτων) και την πρόεδρο της Δημοκρατίας και από σήμερα, να κλιμακώνουν τις διαμαρτυρίες τους με ένα διήμερο πανελλαδικών απεργιών (Τετάρτη 1 & Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου), διεκδικώντας την απόσυρση του αμφιλεγόμενου διατάγματος.
Την ίδια στιγμή, οι περισσότερες δραματικές σχολές της χώρας τελούν υπό κατάληψη, με εκείνη του Εθνικού Θεάτρου μάλιστα να έχει ορίσει ως καταληκτική ημερομηνία την 8η Φεβρουαρίου, μετά το πέρας της οποίας, αν δεν έχει υπάρξει αλλαγή πλεύσης από την κυβέρνηση, οι καθηγητές θα παραιτηθούν και η σχολή θα κλείσει για πρώτη φορά στη μακρόχρονη ιστορία της – μιλάμε για την παλαιότερη δραματική σχολή της χώρας.
Μέσα σε όλο αυτό το έκρυθμο κλίμα που έχει διαμορφωθεί απευθυνθήκαμε στον Άρη Λάσκο, ηθοποιό και σκηνοθέτη που εκτελεί χρέη γενικού γραμματέα στο ΣΕΗ (Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών) και στον Νίκο Χατζόπουλο, ηθοποιό, σκηνοθέτη και καθηγητή υποκριτικής στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, για να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει εδώ και ενάμιση μήνα.
Τι είναι αυτό το αμφιλεγόμενο, νέο Προεδρικό Διάταγμα και τι σημαίνει πρακτικά για τους ηθοποιούς, τι ίσχυε μέχρι πρότινος με τα διπλώματά τους, πώς οδηγηθήκαμε στην απόφαση της διδακτικής ομάδας της Δραματικής Σχολής του Εθνικού, πώς σχολιάζουν τη ρύθμιση την οποία κατέθεσε η κυβέρνηση στη Βουλή, πώς μπορεί αυτή να επηρεάσει το θέμα των συλλογικών συμβάσεων που εκκρεμεί, και εν τέλει, τι μέλλει γενέσθαι στην περίπτωση που δεν υπάρξει θετική επίλυση του ζητήματος που έχει ανακύψει.
«Είμαστε αντιμέτωποι με μία γενικότερη εργασιακή μας αποδυνάμωση»
«Το Προεδρικό Διάταγμα είναι ένας νόμος του κράτους, που προκύπτει από γνωμοδότηση και εισήγηση υπουργών -δεν περνάει από κοινοβουλευτική διαδικασία ή διαβούλευση- και υπογράφεται από την πρόεδρο της Δημοκρατίας. Εν προκειμένω, το Προεδρικό Διάταγμα 85/22, που εκδόθηκε στις 17 Δεκεμβρίου και έχει γνωμοδοτηθεί από τα υπουργεία Παιδείας και Θρησκευμάτων και Εσωτερικών -χωρίς καν να ζητηθεί η γνωμοδότηση του Υπουργείου Πολιτισμού που είναι και αρμόδιο για τις καλλιτεχνικές σπουδές-, ρυθμίζει το προσοντολόγιο, τους όρους αμοιβής και πρόσληψης των εργαζόμενων στον δημόσιο τομέα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους, οι καλλιτέχνες συλλήβδην κατατάσσονται στην κατηγορία εργαζομένων ΔΕ, δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς δεν προσμετρώνται οι σπουδές που έχουν κάνει στις ανώτερες σχολές υποκριτικής, χορού, κινηματογράφου. Εφόσον αυτές δε συνυπολογίζονται, μιλάμε για σπουδές σε κατ’ ευφημισμόν ανώτερες σχολές», εξηγεί ο Άρης Λάσκος.
Πράγματι, όπως ο ίδιος επισημαίνει, το συγκεκριμένο ΠΔ αφορά στις θέσεις στο δημόσιο. «Συγκεκριμένα μεικτές θέσεις, που μπορεί να είναι είτε καλλιτεχνικές, για παράδειγμα οι καθηγητές στα δημοτικά ωδεία, που ενώ εκτελούν καλλιτεχνικό έργο προσλαμβάνονται ως διοικητικοί υπάλληλοι τυπικά, είτε διοικητικές σε έναν πολιτιστικό οργανισμό, για παράδειγμα ένας ηθοποιός που καλείται λόγω της γνώσης και της εμπειρίας του να τρέξει την επίβλεψη και την εκτέλεση ενός προγράμματος.
Δεν περιλαμβάνει την αμιγή σχέση των καλλιτεχνών με τις δημόσιες θεατρικές σκηνές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν υπάρξει παράδοξα όπως αυτό με το ΔΗΠΕΘΕ Βόλου που για λόγους διοικητικούς και γραφειοκρατίας δεν κάνει οντισιόν και προσλαμβάνει ηθοποιούς για τις παραστάσεις του μέσω διαδικασιών ΑΣΕΠ».
Το γεγονός βέβαια ότι το εν λόγω ΠΔ αφορά τη σχέση των καλλιτεχνών με το δημόσιο, δε σημαίνει ότι δε διαμορφώνει ένα γενικότερο απαξιωτικό πλαίσιο. «Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι θα αμειβόμαστε σαν απόφοιτοι Λυκείου, σαν ανειδίκευτοι εργάτες, ότι δε θα έχουμε το δικαίωμα στη μετέπειτα καλλιτεχνική και εκπαιδευτική μας εξέλιξη, ότι ακόμα και εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού δε θα αναγνωρίζουν τις σπουδές μας, ότι και η σχέση μας με την ελεύθερη αγορά του θεάτρου δε θα επηρεαστεί. Είμαστε αντιμέτωποι με μία γενικότερη εργασιακή μας αποδυνάμωση».
Τι ίσχυε όμως μέχρι σήμερα για τις δραματικές σχολές της χώρας, δημόσιες και ιδιωτικές; Ο σύλλογος διδασκόντων της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου απαντά μέσα από μία σύντομη ιστορική αναδρομή: «Το 1981 οι καλλιτεχνικές σχολές πέρασαν από την αρμοδιότητα του υπουργείου Παιδείας σε αυτήν του υπουργείου Πολιτισμού. Με βάση το Νόμο 1158 –που συνεχίζει να ισχύει μέχρι σήμερα– οι δραματικές σχολές, δημόσιες και ιδιωτικές, ανήκουν στην ανώτερη βαθμίδα εκπαίδευσης.
Εποπτεύονται από το υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο είναι και ο κρατικός φορέας που απονέμει τους τίτλους σπουδών μετά από εισαγωγικές, κατατακτήριες και απολυτήριες εξετάσεις των σπουδαστών ενώπιον ειδικών επιτροπών του υπουργείου.
Από το 1981 μέχρι το 2003, το υπουργείο Παιδείας μέσω ειδικών οργανισμών, ισοτίμησε τα διπλώματα των καλλιτεχνικών σχολών με πτυχία ΤΕΙ.
Μετά το 2003, με την κατάργηση της ανώτερης εκπαίδευσης, το υπουργείο Παιδείας σταμάτησε την ισοτίμηση των διπλωμάτων, αφήνοντας στον αέρα τις δραματικές σχολές, καθώς οι 3ετείς (τουλάχιστον) σπουδές που παρέχουν ουσιαστικά δεν αντιστοιχούν σε τίποτα, συνεχίζουν όμως να ονομάζονται επισήμως “ανώτερες”».
Στο διάστημα της 20ετίας που μεσολάβησε από το 2003 μέχρι σήμερα, αρμόδιοι επαγγελματικοί φορείς των καλλιτεχνών προσπάθησαν να ευαισθητοποιήσουν την Πολιτεία απέναντι σε αυτό το παράλογο, παλεύοντας για την αναγνώριση των πτυχίων τους αλλά και για την ίδρυση Ανώτατης Ακαδημίας Παραστατικών Τεχνών.
«Έχει συσσωρευτεί η αίσθηση της αδικίας και της απαξίωσης εδώ και πάρα πολλά χρόνια, δεν είναι μόνο οι ηθοποιοί που θίγονται είναι όλα τα επαγγέλματα που εξαρτώνται από το ΥΠΠΟ. Κάθε φορά που προσπαθούμε να ευαισθητοποιήσουμε τους ιθύνοντες είναι σαν να τρώμε πόρτα, για να το πω πολύ λαϊκά», επισημαίνει ο Νίκος Χατζόπουλος.
«Είτε δεν καταλαβαίνουν τι ακριβώς τους ζητάμε και κυριολεκτώ, είτε παραδέχονται ότι δεν μπορούν να συνεργαστούν γόνιμα με τα άλλα υπουργεία, είτε μας απαξιώνουν, είτε η όποια συζήτηση έχουμε κάνει πετιέται στα σκουπίδια λόγω της αλλαγής κυβέρνησης και των αλλεπάλληλων αλλαγών υπουργών Πολιτισμού. Έχουμε συναντήσει επίσης μέσα στα χρόνια και μία ισχυρή αντίδραση από μερίδα των ακαδημαϊκών. Η οποιαδήποτε σύσταση ανώτατης εκπαίδευσης των παραστατικών τεχνών προϋποθέτει και κάποιες ανακατανομές στον χάρτη και αυτό φαίνεται ότι κάποιους τους ενοχλεί. Έχω γίνει μάρτυρας στο παρελθόν αυτής της ενόχλησης», καταλήγει.
Τι ζητούν λοιπόν οι καλλιτέχνες, δεδομένου ότι ακόμα και αν αποσυρθεί όντως το διάταγμα, εκείνοι θα παραμείνουν στη συνθήκη των αδιαβάθμιστων πτυχίων τους όπως αυτή υπάρχει από το 2003; «Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή πρακτική και σύμφωνα με αποφάσεις του ΣΤΕ, τα επαγγελματικά μας δικαιώματα, οι όροι πρόσληψης και αμοιβής δε θα έπρεπε να υποβαθμιστούν, αλλά αντιθέτως να αναβαθμιστούν με σύνθετο τρόπο. Τι εννοούμε;
Να μπούμε όλοι στην κατηγορία ΤΕ, τεχνολογικής εκπαίδευσης, στην οποία υπάγονται οι παλιοί απόφοιτοι των τριετούς φοίτησης ΤΕΙ και κάποιων άλλων επαγγελματικών σχολών που υπάρχουν ακόμα στην Ελλάδα, με έναν σύνθετο τρόπο που να είναι η προσμέτρηση της προϋπηρεσίας ή προσμέτρηση άλλων πτυχίων που έχουμε από ΑΕΙ, ΤΕΙ ή πανεπιστήμια του εξωτερικού. Αυτό είναι το εξειδικευμένο αίτημά μας που απαντάει στο εξειδικευμένο πρόβλημα που έφερε το ΠΔ», εξηγεί ο Άρης Λάσκος.
«Η συμπαράσταση πρέπει να είναι έμπρακτη στους σπουδαστές»
Όπως προαναφέραμε, η έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος 85/22 οδήγησε το νέο αίμα ηθοποιών που αυτή τη στιγμή σπουδάζει στις ανώτερες δραματικές σχολές της χώρας, κρατικές και ιδιωτικές, αλλά και όλους τους σπουδαστές σε σχολές τεχνών, όπως αυτών της Κρατικής Σχολής Ορχηστρικής Τέχνης, όχι μόνο σε κινητοποιήσεις, αλλά και σε καταλήψεις ως ένα ακόμα μέσο διαμαρτυρίας και πίεσης. Μεταξύ αυτών και η κατάληψη της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, που ξεκίνησε στις 9 Ιανουαρίου.
«Αφενός, η κατάληψη δεν είναι κάτι ευχάριστο, δεν είναι μία κανονικότητα αλλά μία επώδυνη κατάσταση για την εκπαιδευτική διαδικασία, αφετέρου είναι ο μοναδικός, ηχηρός τρόπος που έχουν οι σπουδαστές μας για να δηλώσουν την εναντίωσή τους στο τι πρόκειται να συμβεί.
Τα παιδιά αυτά είναι το μέλλον μας και έχουν κάθε δίκιο και κάθε δικαίωμα να ζητούν δικαίωση για τις σπουδές τους. Δεν μπορούσαμε λοιπόν να μην τους συμπαρασταθούμε όχι στα λόγια, αλλά με πράξεις. Σύσσωμο το διδακτικό σώμα της σχολής (σσ. αποτελείται από 41 διδάσκοντες) κρίναμε ότι η συμπαράστασή μας έπρεπε να είναι έμπρακτη. Αποφασίσαμε λοιπόν στις 24 Ιανουαρίου να ανακοινώσουμε ότι θα οδηγηθούμε σε παραίτηση αν μέχρι την 8η Φεβρουαρίου δεν έχει δοθεί επίσημα λύση στο πρόβλημα», σημειώνει ο Νίκος Χατζόπουλος.
Όπως ο ίδιος διευκρινίζει, η συγκεκριμένη ημερομηνία ορίστηκε «γιατί αφορά το χρονικό όριο πέραν του οποίο μπορεί να χαθεί το έτος, λόγω ορίου παύσης μη διεξαγωγής των μαθημάτων και ως εκ τούτου ορίων απουσιών».
Με την κατάληψη να συνεχίζεται, μιας και οι σπουδαστές δεν έχουν κάτι επίσημο στα χέρια τους για να επιστρέψουν στην εκπαιδευτική τους κανονικότητα («αν σταματήσουν την κατάληψη, θα πρέπει να παραδεχτούν την ήττα τους», υπογραμμίζει ο Νίκος Χατζόπουλος), η παλαιότερη ανώτερη δραματική σχολή της Ελλάδας απειλείται με λουκέτο για πρώτη φορά στη μακρόχρονη ιστορία της.
«Η κυβέρνηση μάς πετάει προεκλογικό τυράκι»
Λίγες ημέρες μετά την ανακοίνωση της παραίτησης των διδασκόντων της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και ανήμερα, της συνέντευξης Τύπου του ΣΕΗ ως προς την ενημέρωση του κλάδου αλλά και των ΜΜΕ για την τρέχουσα κατάσταση, ήρθε στις 28 Ιανουαρίου η ανάρτηση στα social media του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, που έκανε λόγο μεταξύ άλλων για «λύση της παρεξήγησης» μέσω της δρομολόγησης «νομοθετικής ρύθμισης» («που εξαιρεί ρητά τις προσλήψεις καλλιτεχνών στο δημόσιο από το Προεδρικό Διάταγμα ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία ότι στις προθέσεις μας είναι η στήριξη και αναβάθμιση και όχι η υποβάθμιση του κλάδου»), ενώ δεσμεύτηκε για «δημόσιες πανεπιστημιακού επιπέδου σπουδές παραστατικών τεχνών ως το 2025».
Η στάση των ηθοποιών ωστόσο παρέμεινε ακλόνητη. «Είμαστε σίγουροι ότι η ανάρτηση έγινε με μόνο στόχο να κάμψει τη διαφαινόμενη ήδη μεγάλη συμμετοχή μας στην απεργία. Δεν υποχωρούμε, μέχρι τουλάχιστον να δούμε συγκεκριμένες προτάσεις», ανέφερε λίγο αργότερα μεταξύ άλλων το ΣΕΗ στην επίσημη απάντησή του στην ανακοίνωση του πρωθυπουργού.
«Πρώτα από όλα, το γεγονός ότι η αντίδραση του πρωθυπουργού την οποία και αναμέναμε τόσο καιρό έγινε μέσω των social media έχει για εμάς κι αυτό την -κακή- σημασία του. Δεν έγινε με έναν επίσημο τρόπο δηλαδή», υπογραμμίζει ο Άρης Λάσκος.
«Δευτερευόντως, επιμένει ότι το συγκεκριμένο ΠΔ δεν αλλάζει κάτι για τους καλλιτέχνες και ότι κακώς φωνάζουμε και κάνει λόγο ουσιαστικά για παρεξήγηση. Αν πρόκειται λοιπόν για παρεξήγηση για ποιο λόγο ανακοινώνει ότι θα προβεί σε νομοθετική ρύθμιση αντί να αποσύρει το διάταγμα;».
Ένα ακόμα σημείο που πρέπει να σταθούμε είναι ότι η πολύ ουσιαστική κουβέντα που εκκρεμεί πάρα πολλά χρόνια και δεν είναι άλλη από την ίδρυση του Πανεπιστημίου Παραστατικών Τεχνών. Στην Ελλάδα, δεν έχουμε ακαδημαϊκές πρακτικές ανωτάτου επιπέδου για το θέατρο, τον χορό και τον κινηματογράφου. Έχουμε θεατρολογικές σπουδές, που σημαίνει ανάλυσης και ερμηνείας του θεάτρου και έχουμε μία μισή προσπάθεια που έχει γίνει στο Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ στη Θεσσαλονίκη.
Δεν έχουμε λοιπόν δημόσιο πανεπιστήμιο υποκριτικής, όπως έχουν για παράδειγμα οι εικαστικοί με την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και άρα δεν έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε μεταπτυχιακά και να εξελισσόμαστε ακαδημαϊκά στον τομέα μας, όποιος το επιθυμεί.
Το εξοργιστικό είναι ότι ο πρωθυπουργός ναι μεν δεσμεύτηκε για την ίδρυσή του μέσω σύστασης επιτροπών που θα φτιαχτούν για να διαβουλευτούν, στο κλείσιμο της ανάρτησής του όμως γίνεται σαφές ότι αυτό θα γίνει πραγματικότητα μόνο και εφόσον η Νέα Δημοκρατία βγει ξανά κυβέρνηση. Σαν να πετάει δηλαδή σε έναν ολόκληρο κλάδο ένα προεκλογικό τυράκι ενόψει εκλογών.
Η ιστορική μνήμη όμως στην Ελλάδα δε μας πείθει. Η σύσταση επιτροπών διαβουλεύσεων δε μας πείθει, υπό την έννοια της μετάθεσης ευθυνών χωρίς χρονικό ορίζοντα και τα λοιπά γνωστά. Είναι ακριβώς αυτό το κλισέ που όλοι γνωρίζουμε και μάλιστα ακούσαμε και σε πρόσφατη συνάντησή μας στο υπουργείο Παιδείας διά στόματος του κύριου Άγγελου Συρίγου (σ.σ. υφυπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων): “Στην Ελλάδα αν έχεις ένα πρόβλημα φτιάξε μία επιτροπή να στο λύσει”».
«Η μόνη λέξη που αξίζει στη ρύθμιση αυτή είναι εμπαιγμός»
Και πράγματι, οι επιτροπές συστάθηκαν. Την Τρίτη 31 Ιανουαρίου, η κυβέρνηση έφερε στη Βουλή την τροπολογία που είχε εξαγγείλει με την ανάρτησή του ο πρωθυπουργός και παράλληλα τα υπουργεία Πολιτισμού και Αθλητισμού και Παιδείας και Θρησκευμάτων ανακοίνωσαν τη σύνθεση των τριών Ομάδων Εργασίας για την εκπόνηση αναλυτικών προτάσεων προς τον σκοπό ανάληψης κοινής νομοθετικής πρωτοβουλίας των συναρμόδιων Υπουργείων για τη δημιουργία δημόσιας πανεπιστημιακού επιπέδου σχολής στις παραστατικές τέχνες (η Ομάδα Εργασίας Μουσικής θα έχει ως έργο και την εκπόνηση αναλυτικών προτάσεων για τη διαμόρφωση εθνικού πλαισίου Ωδειακής Εκπαίδευσης), με την 31η Μαρτίου του 2023 να ορίζεται ως η ημερομηνία ολοκλήρωσης του έργου τους.
Τι περιλαμβάνει η συγκεκριμένη τροπολογία; Δύο ρυθμίσεις, όπως διαβάζουμε στο δελτίο Τύπου του υπουργείο Πολιτισμού:
«Σύμφωνα με την πρώτη ρύθμιση, επεκτείνεται και στους ΟΤΑ, υφιστάμενη διάταξη που αφορούσε σε εποπτευόμενους φορείς, ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ του Δημοσίου, σύμφωνα με την οποία οι αποδοχές των καλλιτεχνών καθορίζονται με κοινή υπουργική απόφαση των συναρμόδιων υπουργών. Η ως άνω ρύθμιση κατέστη αναγκαία, προκειμένου να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι και στους ΟΤΑ, οι αποδοχές των καλλιτεχνών, καθορίζονται με ειδικό τρόπο, ως αναγνώριση της ιδιαίτερης φύσης της εργασίας τους.
Σύμφωνα με τη δεύτερη ρύθμιση, εξαιρούνται ρητά από τo πεδίο εφαρμογής του ΠΔ 85/2022, η απασχόληση καλλιτεχνών για την παροχή αμιγώς καλλιτεχνικού έργου σε φορείς του δημοσίου τομέα. Με τη ρύθμιση αυτή αποτυπώνεται και νομοθετικά αυτό το οποίο είχε εξ αρχής διασαφηνιστεί από την Κυβέρνηση, ότι δηλαδή η απασχόληση με οποιαδήποτε σχέση εργασίας καλλιτεχνών εξαιρείται από το ΠΔ 85/2022, εφόσον αφορά σε παροχή αμιγώς καλλιτεχνικού έργου.
Επιπλέον, εξαιρείται και ως προς τις προσλήψεις εκπαιδευτικών καλλιτεχνικών κλάδων σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, όπου ισχύει και εφαρμόζεται διακριτό προσοντολόγιο. Η ρύθμιση επιβεβαιώνει επίσης ότι η εφαρμογή του ΠΔ δεν συνεπάγεται την οποιαδήποτε μετατροπή υφιστάμενων θέσεων καλλιτεχνών βαθμίδας Τεχνολογικής Εκπαίδευσης σε θέσεις βαθμίδας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης».
Η απάντηση της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θεάματος Ακροάματος (ΠΟΘΑ) ήταν άμεση και δεικτική: «Οι κάθε είδους αμοιβές των καλλιτεχνών σε ΟΤΑ και ΝΠΙΔ καθορίζονται με κοινές υπουργικές αποφάσεις των υπουργών Οικονομικών, Πολιτισμού και Εσωτερικών και του κατά περίπτωση άλλου συναρμόδιου Υπουργού.
Αυτό σημαίνει ότι πλέον οι αμοιβές των καλλιτεχνών στον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα και στα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου δεν θα καθορίζονται από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, αλλά από την εκάστοτε κυβέρνηση. Πρόκειται για μία ευθεία επίθεση στα εργασιακά μας δικαιώματα, ενώ ανοίγει ταυτόχρονα την πόρτα ώστε να εφαρμοστεί αυτό το μοντέλο και σε άλλους τομείς” καταλήγει η ανακοίνωση της ΠΟΘΑ.
Η τροπολογία δεν καταργεί το ΠΔ και οι απόφοιτοι των καλλιτεχνικών σχολών δραματικών, ωδείων, κινηματογραφικών και χορού οδηγούνται στην κατάταξη Δ.Ε. Επομένως τα πτυχία των καλλιτεχνικών σχολών εξακολουθούν να θεωρούνται ισότιμα με απολυτήρια Λυκείου και οι απόφοιτοι υποβαθμίζονται πλέον οριστικά. Ακόμα και όσοι σήμερα κατατάσσονται μισθολογικά στην κατηγορία Τ.Ε. κινδυνεύουν να υποβαθμιστούν.
Η μόνη λέξη που αξίζει στη ρύθμιση αυτή είναι “εμπαιγμός”. Αν μετά από 45 μέρες η κυβέρνηση πιστεύει ότι θα της επιτρέψουμε να μας στερήσει και τα ελάχιστα που μας έχουν απομείνει, είναι γελασμένη. Η τροπολογία αυτή μας δίνει και μία σαφή εικόνα τι ακριβώς εννοεί ο κ. Μητσοτάκης ότι θα σχεδιάσει μέχρι το 2025 για την πλήρη ανασυγκρότηση του κλάδου μας».
Εν κατακλείδι
Νίκη του καλλιτεχνικού κόσμου; Ένα βήμα πίσω για την κυβέρνηση; Θετική εξέλιξη; Τι από όλα αυτά είναι τελικά η κατάθεση της τροπολογίας του Προεδρικού Διατάγματος 85/2022; Απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε τίποτα από τα παραπάνω, καθώς τόσο το ΣΕΗ, όσο και ο ΠΟΘΑ γνωστοποίησαν ότι προχωρούν «ακόμα πιο δυναμικά» στη 48ωρη απεργία.
Ουσιαστικά, η εν λόγω τροπολογία μπορεί να εξαιρεί τους καλλιτέχνες από προσλήψεις στους ΟΤΑ και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα στην κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, με εξαίρεση ωστόσο τους μουσικούς, δεν ορίζεται η επιστροφή όλων των υπόλοιπων καλλιτεχνών του θεάτρου, του χορού και του κινηματογράφου στην κατηγορία Τεχνολογικής Εκπαίδευσης. Επίσης, ορίζει ότι το μισθολόγιό τους θα αποφασιστεί με ΚΥΑ των υπουργείων Πολιτισμού και Οικονομικών, κάτι που ουσιαστικά φοβούνται ότι μπορεί να οδηγήσει στην κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων.
Κι αν τα κρατικά θέατρα κατάφεραν να υπογράψουν το 2021 την πολυπόθητη συλλογική σύμβαση εργασίας με το ΣΕΗ, εκείνη με τις σκηνές του ελεύθερου θεάτρου ακόμα εκκρεμούν. Οι συζητήσεις του σωματείου με τις δύο ενώσεις, την ΕΝΘΕΠΑ (Ένωση Θεατρικών Παραγωγών) και τη νεοσυσταθείσα ΠΕΘ (Πανελλήνια Ένωση Θεάτρου), στις οποίες έχουν συσπειρωθεί οι παραγωγοί των ελεύθερων σκηνών, προγραμματίζονται να ξεκινήσουν μέσα στις επόμενες ημέρες εν μέσω του χάους που έχει προκληθεί.
«Αλήθεια, πώς θα διαπραγματευτεί το ΣΕΗ μία καλή συλλογική σύμβαση, όταν έχουμε μία κρατική βούλα ότι είμαστε ανειδίκευτοι εργάτες;», διερωτάται προβληματισμένος.
Από την πλευρά του, ο ΠΕΘ βεβαιώνει ότι δε θα διαπραγματευτεί με ανειδίκευτους εργάτες αλλά με απόφοιτους ανώτερων δραματικών σχολών. «Δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Δεν πρόκειται να τους αντιμετωπίσουμε ως απόφοιτους Λυκείου», λέει ο Γιώργος Λυκιαρδόπουλος, αντιπρόεδρος του ΠΕΘ, θεατρικός παραγωγός/ιδρυτής της εταιρείας Λυκόφως σε τηλεφωνική μας επικοινωνία.
Επιστρέφοντας τη συζήτηση στα του διατάγματος, ο Άρης Λάσκος τονίζει ότι οι ηθοποιοί παραμένουν στον αέρα. «Και θα παραμείνουμε μάλλον δυστυχώς για πολύ ακόμα, αν ισχύουν τα σενάρια περί εκλογών μέσα στους επόμενους δύο με τρεις μήνες. Τα χρονικά περιθώρια στενεύουν για να υπάρξει λύση της “παρεξήγησης”».
Τι μέλλει γενέσθαι από εδώ και πέρα, μετά το τέλος της 48ωρης απεργιακής κινητοποίησης; Αναμένονται οι επίσημες τοποθετήσεις των καλλιτεχνικών σωματείων και των συντονιστών των σπουδαστικών καταλήψεων. Το σίγουρο πάντως είναι ότι οι άνθρωποι του θεάτρου -και του καλλιτεχνικού κόσμου εν γένει- είναι αποφασισμένοι -παρά την τόσο δυσμενή συγκυρία που έχει ήδη διαμορφωθεί για τον κλάδο μετά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και μετέπειτα, εκείνα της πανδημίας- να μην υποκύψουν αν δεν εισακουστούν τα αιτήματά τους. Αν δε διασφαλιστούν τα ακαδημαϊκά, επαγγελματικά και μισθολογικά τους δικαιώματα.