Στη σκοπιά. Σε πλαγιά στο Διδυμότειχο. Στα σκηνάκια
- 23 ΑΥΓ 2012
Αν η θητεία στον στρατό είναι μια συνεχόμενη για μήνες textbook περίπτωση Homme Alone θέματος, όπου ουσιαστικά είσαι μόνος, αλλά πρακτικά είσαι με έναν ολόκληρο λόχο, η σκοπιά είναι πολλά αυτόνομα 2ωρα, όπου ουσιαστικά είσαι πάλι μόνος και πρακτικά ΤΟΣΟ μόνος που μπορείς να ακούσεις και να καταλάβεις όλα σου τα ζωτικά όργανα να λειτουργούν. Είσαι θεομόναχος.
Είσαι εσύ, ο εαυτός σου και συνήθως (αντίθετα στον κανονισμό) ένα iPod ή ένα MP3 Player για να ακούς μουσική ή αθλητικά και να περνά η ώρα. Απλά, υπάρχουν σκοπιές και σκοπιές.
Υπάρχουν σκοπιές που βλέπουν στο μετρό “Εθνική Άμυνα” (been there), σκοπιές στην πύλη στρατοπέδων που απλά ανοιγοκλείνεις για να μπαίνουν αξιωματικοί (there, too), τυπικές σκοπιές με φυλάκιο σαν αυτές που βλέπεις σε καμιά σειρά με φαντάρους που απλά συμπεραίνεις ότι δεν υπάρχει πιο βασανιστικός τρόπος για να περάσει η ώρα σου.
Να δώσω μια στα γρήγορα το σκηνικό. (Κύριοι του Ε.Σ. -ναι εσείς που δεν φαντάζεστε ότι κάποιος φαντάρος θα απολυθεί μια μέρα και θα γράψει την εμπειρία του για το πώς ΔΕΝ τον ξεχωρίζατε και πολύ από τα πρόβατα που διέσχιζαν τα πρωινά εκείνη την πλαγιά στο Διδυμότειχο-, δεν θα αποκαλύψω τοποθεσίες και “κρατικά”, “στρατηγικά” μυστικά. Μην ανησυχείτε).
Έχουμε και λέμε. Πλαγιά, καταπράσινη, λίγο μακριά από τον λόχο, σχοινάκια, ήτοι σκηνές στημένες σε ένα πρόσφορο για κατασκήνωση κομμάτι της πλαγιάς, τυχερός αν ξυπνούσες μόνο με 2 δάχτυλα νερό στη σκηνή, όχι και τόσο αν μαζί με το νερό έμπαιναν και ζωύφια, βολές τα πρωινά, σκοπιά καθημερινά πρωί-απόγευμα-νύχτα, μια ωραία ατμόσφαιρα. Δεν θα ξεφύγω μιλώντας για την εμπειρία ενός άντρα στο στρατό, το έκανε (ικανο)ποιητικά ο Τριαντάφυλλος, αλλά ακόμη κι η ιδέα της θητείας σου φαίνεται ρουτίνα όταν φορέσεις τα χακί και την ανάλογη ψυχολογία.
Είχα κάνει σκοπιές, είχα περάσει την πρώτη μαύρη περίοδο του φανταρικού, μόλις ξεπερνούσα την πρώτη μου τραγική εβδομάδα στο Διδυμότειχο (7 μέρες, 7 κιλά κάτω) και έμπαινα και στο κλίμα της “κατασκήνωσης”. Μέχρι το πρώτο βράδυ. Μέχρι το πρώτο νυχτερινό νούμερο. Εκεί τα είδα όλα χωρίς να βλέπω ΑΠΟΛΥΤΩΣ τίποτα.
Το νούμερό μου ήταν 2-4 το πρωί, το λεγόμενο γερμανικό. Το αμέσως προηγούμενο πρωί είχα κάνει την πρώτη μου σκοπιά στο ίδιο ύψωμα, μόνος προφανώς, την ώρα που η φύση έστελνε ένα από τα πιο ειδεχθή, απαράδεκτα, εξωγήινα έντομα που γέννησε ποτέ να μου κάνει συντροφιά.
Ένα κατάμαυρο έντομο σε σχήμα ποντικιού με φτερά μύγας που όμως δεν μπορούσαν να το σηκώσουν γιατί ήταν βαρύ και με ένα ζευγάρι πόδια να συντροφεύει τα άχρηστα φτερά. Ακόμη κι αυτή η τρομοκρατημένη περιγραφή ωχριά μπροστά σε αυτή τη διασταύρωση αρουραίου με μύγα και ακρίδα. Νόμιζα πως αυτό θα ήταν όλο μου το πρόβλημα. Αυτό να ήταν όλο μου το πρόβλημα.
Εντάξει, δεν θα μάθαινα εκεί τη ματαιότητα ενός σκοπέτου -είχε προλάβει το Κέντρο- αλλά θέλω να καταλάβεις ότι τα προβλήματα ήταν πολλά και το ένα πιο δυσεπίλυτο από το άλλο.
Με αύξουσα πορεία προβληματικότητας, είχα: α) το φόβο του αηδιαστικού εντόμου να περπατάει πάνω μου χωρίς να το καταλάβω, β) το φόβο μην μου την πέσει κάποιος τρελός στο μαύρο σκοτάδι για να μου πάρει οτιδήποτε θα ‘θελε ένας τρελός να μου πάρει στις 3 τα ξημερώματα σε μια πλαγιά στο Διδυμότειχο και γ) το φόβο του σκοταδιού. Όχι, εσύ Μαγκάιβερ που σκέφτεσαι να με εκθέσεις στα σχόλια, το πρώτο βράδυ κανείς δεν φρόντισε να μας δώσει φακό κι εγώ υπέθεσα ότι το σημείο που φυλάμε φωτίζεται.
Το μόνο πράγμα που μπορούσε να φωτίσει ήταν το κινητό μου, αλλά σε εμβέλεια 15-20 εκατοστών. Ίσα-ίσα να βλέπω την ώρα που περνάει βα-σα-νι-στι-κά αργά. Δεν έχω περισσότερο θέμα με το σκοτάδι απ’ όσο ο μέσος άνθρωπος.
Έβαλα ένα τραγούδι και έγινα αυτόματα το πιο εκτεθειμένο θηλαστικό στον πλανήτη Γη. Πολύ έξυπνο να αποκλείσω και την ακοή μετά την έτσι κι αλλιώς καμένη όρασή μου. Έκλεισα τη μουσική και κοίταξα το ρολόι. 2.08. Κάπου κρυμμένο το εφιαλτικό έντομο γέλαγε μαζί μου. Τι να κάνω; Να σταθώ ακίνητος ή να περπατάω; Τι ήταν πιο απελευθερωτικό σαν σκέψη; Τίποτα. Σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες (φωτισμένες) σκοπιές της χώρας, εδώ οι βαθιές συζητήσεις με τον εαυτό σου δεν ήταν καθόλου χρήσιμες. Θα τα σκεφτόσουν όλα στο πρωινό νούμερο. Το σημαντικό εδώ ήταν να βγάλω τη νύχτα. Ρε μήπως να άναβα καμιά φωτιά;
Δεν ξέρω να ανάβω φωτιές.
Άρχισα να σκέφτομαι το “κακό” σαν κάτι καλό που μπορεί να μου συμβεί. Αυτή η σκέψη με χαλάρωσε. Πες ότι μου την πέφτει κάποιος. Αυτό ήταν, θα πάρω απαλλαγή απ’ αυτές τις κατάμαυρες σκοπιές στο πουθενά. Ξανακοιτάζω το κινητό. 2.23. Κάτι γίνεται. Ποντάρω στην έφοδο. Θα έρθει κάποιος (με φακό) για αναγνώριση και θα του πάρω τον φακό. Ή έστω θα τον κρατήσω κάνα τεταρτάκι να χαζολογήσουμε.
Στις 2.34 μια δέσμη φωτός άρχιζε να σκίζει το στρώμα του σκότους που ‘χε κάτσει σαν παχνί τριγύρω μου. Ήταν η έφοδος. Ένας μικρός Θεός από την Ορεστιάδα που στις 3 λέξεις του, οι 2 ήταν “έλιωσα”. Στον ύπνο, στον μπάφο, στην τηλεόραση, στα χορτάρια. Γενικά έλιωνε. Μάταια προσπάθησα να τον κρατήσω λίγο παραπάνω. Ήθελε να λιώσει. Με ενημέρωσε ότι δεν θα βγει για έφοδο στις 3.30 γιατί θέλει να κοιμηθεί και γιατί όλοι κοιμούνται μες στις πλημμυρισμένες τους σκηνές και κανείς δεν παίζει να σηκωθεί να τσεκάρει τους σκοπούς.
Τότε ήταν που μίλησε μέσα μου το ένστικτο της επιβίωσης. Το άκουσα να κραυγάζει μες στην τόση ησυχία. Ήταν 2.49 όταν άρχισα να κατηφορίζω ξανά προς τα φώτα της κατασκήνωσης και τον πολιτισμό. Έκατσα στο μεγάλο τραπέζι που ήταν στημένο στη μέση με όλες τις σκηνές γύρω του και περνούσε σαν ταινία από τα μάτια μου η ματαιότητα και των 51 λεπτών που πέρασα στο σκότος. Σύρθηκα μέχρι την καρότσα ενός Steyr, σκαρφάλωσα, έβαλα ξυπνητήρι στις 3.52 για να είμαι στη θέση μου για την αλλαγή και έκλεισα τα μάτια. Έτσι κι αλλιώς, και στη σκοπιά τίποτα δεν έβλεπα.
Το ξυπνητήρι χτύπησε γλυκά, το μάτι άνοιξε διάπλατα και ξαναπήρα το δρόμο για το σκοτάδι, ξέροντας ότι η τωρινή επίσκεψη δεν θα διαρκέσει πάνω από 3 λεπτά. Δεν κατάλαβα πότε πέρασε μια ώρα μέσα στην καρότσα. Είδες πώς πετάει ο χρόνος όταν περνάς καλά; Μεγάλη αδικία.
Η μεγαλύτερη βέβαια ήταν ότι ο σκοπός που θα με άλλαζε άργησε να ξυπνήσει και έφτασε με 29 λεπτά καθυστέρηση. Και με φακό στο χέρι. Κι όμως, ακόμη και προς δική μου έκπληξη, δεν μ’ έπνιξε το δίκιο. Είχε προλάβει το σκοτάδι.