ΠΗΓΑ ΕΙΔΑ

Στην Κόνιτσα έδωσαν ραντεβού οι μουσικές των Βαλκανίων

Τρεις μέρες στα βουνά της Ηπείρου με μουσικούς από όλες τις γωνιές των Βαλκανίων, που μας θύμισαν πως τελικά αυτά που μας ενώνουν είναι πολλά περισσότερα από όσα μας χωρίζουν.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ

Όταν βρέχει και δεν μπορούν να πάνε στη δουλειά, ο μπαμπάς μου και οι οικοδόμοι φίλοι του μαζεύονται στο καφενείο που αποτελεί στέκι τους -και έχω την τύχη να βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το σπίτι μου- και πιάνουν το τραγούδι. Σχεδόν πάντα είναι πολυφωνικά που είτε έχουν γράψει την ιστορία τους στην αλβανική παραδοσιακή μουσική ή που τα σκαρφίζονται οι ίδιοι εκείνη τη στιγμή.

Κάποιος κάνει την αρχή και οι υπόλοιποι κρατάνε το ίσο. Εγώ απολαμβάνω από το μπαλκόνι μου και αν κρίνω από το γεγονός πως δεν έχει ποτέ παραπονεθεί κανείς, τότε μάλλον το ίδιο απολαμβάνει τα τραγούδια τους και η γειτονιά.

Τα πολυφωνικά αποτελούν τη ραχοκοκαλιά, όχι μόνο της αλβανικής αλλά και της ελληνικής μουσικής, ενώ τα συναντάμε και σε πολλές από τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες, γεγονός που θα πρέπει να λειτουργεί σαν υπενθύμιση πως σαν λαοί μας ενώνουν περισσότερα από όσα μας χωρίζουν. Αυτές τις κοινές ρίζες στις μουσικές κουλτούρες των Νοτίων Βαλκανίων γιόρτασε για δεύτερη χρονιά στην Κόνιτσα το φεστιβάλ «Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά» που διοργανώνει η Στέγη Ιδρύματος Ωνάση και ο βραβευμένος με Grammy παραγωγός Christopher King.

Την περασμένη χρονιά, η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και ο Christopher King εγκαινίασαν ένα φεστιβάλ που απέσπασε διεθνή αναγνώριση, καθώς επαναπροσδιόρισε τη λαϊκή μουσική της Ελλάδας και των νότιων Βαλκανίων ως μια διαρκώς εξελισσόμενη, δυναμική διαδικασία. Φέτος, συνέχισαν αυτή την εξερεύνηση, εμβαθύνοντας στις ρίζες και στα παρακλάδια αυτής της μουσικής σε όλη την Ελλάδα και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.

Το τριήμερο «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά ’24: Οι μουσικές κουλτούρες των νότιων Βαλκανίων» εστίασε και προσπάθησε να φωτίσει τον αδιαφιλονίκητο ρόλο που είχαν –και εξακολουθούν να έχουν– οι κοινότητες των Ρομά και οι καλλιτέχνες τους στη δημιουργία αυτής της μουσικής.

Το ραντεβού δόθηκε στο Σπίτι της Χάμκως.

Το ραντεβού δινόταν κάθε απόγευμα εκεί γύρω στις 8 στο Σπίτι της Χάμκως -της μητέρας του Αλή Πασά των Ιωαννίνων-, όπου ο Christopher King με το χαρακτηριστικό γρέζι στη φωνή μας καλωσόριζε, λίγο πριν βάλει στο γραμμόφωνο κάποιον από τους σπάνιους δίσκους που έχει στη συλλογή του και αρχίσει να μας μυεί στη μαγεία της μουσικής των Βαλκανίων.

Ο ίδιος είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στο News247 πως, «Όλα άρχισαν όταν πήγα στην Κωνσταντινούπολη σε ένα από τα ταξίδια μου και βρήκα έναν σωρό από ηπειρώτικα δισκάκια 78 στροφών που ήταν στο ίδιο σημείο με δίσκους παραδοσιακής αλβανικής μουσικής από τις νότιες περιοχές της χώρας. Ανάμεσα σε αυτά τα δισκάκια ήταν και ένα βινύλιο του Κίτσου Χαρισιάδη,  που είναι ο “νονός” της ηπειρωτικής παραδοσιακής μουσικής, ο “νονός” του κλαρίνου. Αγόρασα αυτά τα άλμπουμ και τα πήρα πίσω στις ΗΠΑ. Με το που άρχισα να τα ακούω, με υπνώτισαν, με “άρπαξαν” κατ’ ευθείαν. Με γοήτευσε αυτή η μουσική με έναν τρόπο πνευματικό, προκαλώντας μου ταυτόχρονα και χαρά και λύπη.

Με έκανε να θέλω να μάθω περισσότερα για αυτό το είδος, να καταλάβω γιατί έγραψαν αυτά τα κομμάτια με αυτόν τον τρόπο. Ήθελα να αποκτήσω όσο το δυνατόν περισσότερους δίσκους παραδοσιακής ηπειρωτικής μουσικής. Προσπαθούσα να μάθω την ιστορία και να καταλάβω την κουλτούρα πίσω από αυτό το ιδίωμα. Απέκτησα μια εμμονή με αυτή τη μουσική εξαιτίας της επίδρασης της πάνω μου».

Η αγάπη του για την κουλτούρα των Βαλκανίων και τις μουσικές τους ήταν εμφανής από τον τρόπο που κρατούσε κάθε πολύτιμο δίσκο του, αλλά και που παρουσίαζε τα συγκροτήματα και τους καλλιτέχνες που είχε καλέσει στην Κόνιτσα, το σπίτι του όπως την αποκαλεί, αφού είναι πια ο μόνιμος τόπος κατοικίας του.

Οι Grupi Lab από τη Λιαπουριά της νότιας Αλβανίας.

Τη μουσική έναρξη έκαναν οι Grupi Lab, ένα ισοπολυφωνικό σχήμα από τη Λιαπουριά της νότιας Αλβανίας, οι οποίοι φορώντας τις παραδοσιακές τους φορεσιές με τα χαρακτηριστικά plis στο κεφάλι, τραγούδησαν για τον τόπο τους, αλλά και για την ανάγκη των Αλβανών να γίνουν αποδεκτοί από τους Ευρωπαίους γείτονές τους. Άλλωστε, το πρώτο τραγούδι που ακούστηκε στα βουνά της Κόνιτσας εκείνο το βράδυ, ήταν ένα που παρακαλούσε την Ευρώπη να ανοίξει επιτέλους την αγκαλιά της προς αυτή τη γωνιά της ηπείρου που παραμένει ακόμα άγνωστη γα πολλούς.

Οι Grupi Lab κατάφεραν να κάνουν το κοινό να τους κοιτά και να τους ακούει με πλήρη αφοσίωση, τι κι αν είχαν μια από τις πιο δωρικές εμφανίσεις του τριημέρου. Μάλιστα, ένα ξανθό κοριτσάκι εκεί γύρω στα 4 έμεινε να τους κοιτά για ώρα, πηγαίνοντας όσο πιο κοντά τους μπορούσε και δεν έφευγε αν δεν τους έλεγε «μπράβο» από κοντά.

Σειρά είχε ο Ηλίας Κακαρούκας με το σχήμα του από το Αγρίνιο, που αποτελούταν από τρεις Ρομά μουσικούς και συνοδευόταν από το  μέλη του Συλλόγου Πανηγυριστών «Ο Άη Σύμιος». Εδώ τα πράγματα έπαψαν να είναι δωρικά και θύμιζαν πιο πολύ καλοκαιρινά γλέντια και πανηγύρια. Η βραδιά έκλεισε με την εμβληματική αλβανική ταινία “Gjeneral Gramafoni” να παίζει σε έναν από τους τοίχους του παλιού αρχοντικού.

Ο Ηλίας Κακαρούκας ξεσήκωσαν όσους βρέθηκαν στο Σπίτι της Χάμκως.

Η δεύτερη μέρα ξεκίνησε με τις Κροάτισσες Fige να μας μαθαίνουν τραγούδια της πατρίδας τους κάτω από έναν πλάτανο στην πλατεία της Κόνιτσας. Οι πέντε νεαρές γυναίκες από το Ζαντάρ της Κροατίας ανέβηκαν «στη σκηνή» του φεστιβάλ για να μας μυήσουν στις παραδόσεις και τους μύθους της Δαλματίας, λίγο πριν δώσουν τη σκυτάλη στους Nova Prespa Band με τον Πάνο Σκουτέρη και τον Aurel Qirjo, ένα συγκρότημα χάλκινων πνευστών από την περιοχή των Πρεσπών στη Βόρεια Μακεδονία, που μαζί με μουσικούς από την Ήπειρο, έστησαν το δεύτερο μεγάλο γλέντι του τριημέρου.

Για άλλη μια φορά όσοι είχαν ανέβει την ανηφόρα που οδηγούσε στον χώρο του φεστιβάλ, έγιναν ένα και χόρεψαν σε ρυθμούς τόσο βαλκανικούς και γνώριμους, που από όποια χώρα κι αν καταγόσουν μπορούσες να τους χορέψεις, σαν να μεγάλωσες με αυτούς. Και η δεύτερη βραδιά έκλεισε με σινεμά και συγκεκριμένα την προβολή της ταινίας «Ενθύμιον | Μια ωδή στην Ήπειρο» του Νίκου Ζιώγα, μια ταινία για το πέρασμα του χρόνου, τις αλλαγές στην παράδοση και την παρουσία της μουσικής σε ένα χωριό της Θεσπρωτίας.

Οι Fige από το Ζαντάρ της Κροατίας μας μαθαίνουν τραγούδια της πατρίδας τους.
Οι Nova Prespa Band με τον Πάνο Σκουτέρη και τον Aurel Qirjo, έστησαν το δεύτερο μεγάλο γλέντι του τριημέρου.

Η τρίτη βραδιά μας απέδειξε πως η παράδοση δεν απευθύνεται, αλλά ούτε και υπηρετείται μόνο από μεσήλικες άνδρες με παραδοσιακές φορεσιές, αλλά μπορεί να μπορεί να είναι εξίσου ενδιαφέρουσα και γοητευτική και στα χέρια μια 31χρονης μουσικού, που δε φοβάται να πειραματιστεί μαζί της. Η Alkyone, με καταγωγή από την Έδεσσα ανέβηκε στη σκηνή θυμίζοντας νεράιδα και τραγούδησε ακόμα πιο νεραϊδένια όχι μόνο τα δικά της τραγούδια, αλλά και κάποια χιλιοτραγουδισμένα που στα χέρια της πήραν νέα πνοή.

Κι αν αυτό το τριήμερο ξεκίνησε δωρικά, έμελλε να κλείσει διονυσιακά.

Φρόντισε για αυτό ο Samir Kurtov και το κουαρτέτο του. Οι Ρομά βιρτουόζοι στον ζουρνά από τη νοτιοδυτική Βουλγαρία έκαναν κάτι που έπρεπε να είσαι εκεί για να μπορέσεις να αντιληφθείς το μεγαλείο του. Κάποιοι το παρομοίασαν με ρέιβ και άλλοι με acid jazz. Εγώ θα πω απλώς πως μας έδειξαν ότι η μουσική δεν έχει στεγανά. Ντυμένοι με λευκά πουκάμισα και μαύρα παντελόνια, έπαιζαν για ώρα χωρίς να κουράζονται κι εμείς σαν μαγεμένοι μαζευόμασταν γύρω τους σαν να μην μπορούμε να πιστέψουμε ότι έχουμε γίνει μάρτυρες μιας στιγμής μοναδικής.

Η Alkyone μάς θυμίζει πως η παράδοση δεν απευθύνεται, αλλά ούτε και υπηρετείται μόνο από μεσήλικες άνδρες με παραδοσιακές φορεσιές.
Διονυσιακές στιγμές στα βουνά της Κόνιτσας.

Οι ζουρνάδες και το ηλεκτρισμένο νταούλι του Oleg Mitrev ήχησαν στα βουνά της Ηπείρου και ελπίζω να έφτασαν σε όλες τις γωνιές αυτής της ταλαιπωρημένης χερσονήσου, που ίσως πρέπει επιτέλους να καταλάβει πως αυτά που την ενώνουν είναι πολύ περισσότερα από αυτά που τη χωρίζουν.