Eurokinissi
ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Στην ουρά ενός καταστήματος εποχικών ειδών δεν αισθάνεσαι Χριστούγεννα

Πήγαμε σε ένα από τα καταστήματα που άνοιξαν την περασμένη εβδομάδα και είδαμε πώς το lockdown αφήνει τα σημάδια του στις μεγάλες ουρές αναμονής.

Λίγες μέρες πριν από την επέτειο του Πολυτεχνείου, κατεβαίνοντας με το ασανσέρ για να πάω στο σούπερ μάρκετ, αντίκρισα στην είσοδο του σπιτιού ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα όλα του. Χρυσοκόκκινες μπάλες, πολύχρωμα λαμπιόνια, μια φάτνη (με έναν ακέφαλο βοσκό) και λίγο βαμβάκι στις άκρες των πλαστικών φύλλων – ίσως το πιο κοντινό σε χιόνι για φέτος. Παραξενεύτηκα λίγο, όπως και με τις φωτογραφίες των φίλων μου με τα δέντρα τους ήδη από τα μέσα Νοεμβρίου.

«Να μωρέ, να πάρουμε λίγη χαρά τώρα που είμαστε κλεισμένοι» μου έλεγαν και ακολουθούσε σε κάθε συνομιλία το ερώτημα: «εσείς δεν θα στολίσετε;».

Μέχρι την Δευτέρα που μας πέρασε, με το άνοιγμα των καταστημάτων με εποχικά είδη, είχα πάρει την απόφαση να μην στολίσω για φέτος. Λίγο το ότι ήρθε Δεκέμβρης και δεν πήρα χαμπάρι πως πέρασε ο καιρός, λίγο η πρώτη φορά που δεν θα κάνω γιορτές με την οικογένειά μου. Λίγο το ότι, αν έκανα καμιά online παραγγελία, πιθανότατα θα έφτανε μερικές μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Ρόλο έπαιξε πως και στη γειτονιά, δεν είχαμε μαγαζί με εποχικά είδη, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα.

Την ώρα που έβγαινα από την εξώπορτα και η διαχειρίστρια με ρωτούσε τι άλλο να στολίσει στην φορτωμένη με λαμπιόνια, ταράνδους, και γιρλάντες είσοδο, φέρνοντάς με σε αμήχανη θέση, την ρώτησα μήπως ξέρει κάποιο μαγαζί εδώ κοντά που να έχει χριστουγεννιάτικα είδη. Έλαμψε από χαρά. Μου έγραψε σε ένα χαρτάκι την οδό και ύστερα με ρώτησε τι θέλω να αγοράσω. «Ίσα ίσα κάτι φωτάκια, να σπάσει λίγο η μουντίλα στο σπίτι» της απάντησα και τότε άλλαξα γνώμη για το στόλισμα.

Μόλις τελείωσα τη δουλειά, κοντά στις έξι, πήγα στη διεύθυνση που με έστειλε. Περίμενα πως θα έχει ουρά. Άλλωστε δεν ήμουν ο μόνος που θα εκμεταλλευόταν αυτό το ούτε-καν-μερικό άνοιγμα της αγοράς. Εξοπλίστηκα με υπομονή και μπαταρία στο κινητό, για να περάσει η ώρα.

Στρίβοντας στην οδό που είναι το μαγαζί, βλέπω ήδη μια ουρά να ξεκινάει ακριβώς στη γωνία. Από περιέργεια, προχωράω μέχρι την είσοδο του καταστήματος, το οποίο βρίσκεται στην άλλη γωνία του τετραγώνου, και περνάω ξυστά από την ουρά. Το πεζοδρόμιο είναι στενό. Δεν μπορώ να υπολογίσω πόσα μέτρα είναι, αλλά είναι πολύ μεγάλη. Οι αποστάσεις σχεδόν ανύπαρκτες. Στο μαγαζί υπάρχει επιγραφή που διευκρινίζει πως μόνο τέσσερα άτομα μπορούν να μπουν.

Ακριβώς δίπλα στο μαγαζί, βρίσκεται ένα σούπερ μάρκετ. Ρωτάω κάποιες κυρίες που βρίσκονται έξω από αυτό, αν όλη η ουρά είναι όντως για το μαγαζί με τα χριστουγεννιάτικα. Τις ευχαρίστησα και μόλις απομακρύνθηκα λίγο, άκουσα τα χαχανητά τους και να λένε πίσω από την πλάτη μου «Άντε πάνε και εσύ στο τέλος της ουράς να δεις τη γλύκα».

Έστριψα στη γωνία και στάθηκα στην ουρά. Και περίμενα. Πότε κινούμασταν γρήγορα, πότε κινούμασταν αργά. Δεν έβλεπα το ρολόι, ήμουν αποχαυνωμένος στο κινητό. «Τι στο διάολο μοιράζουν και σχηματίζουν ουρές;» αναρωτιόντουσαν οι παρέες που μας προσπερνούσαν και γελούσαν.

Στην ουρά στήθηκαν πολλές οικογένειες. Τα παιδιά βαριόντουσαν. Οι γονείς τους προσπαθούσαν να τα διασκεδάσουν όσο γινόταν, αλλά φαίνονταν και αυτοί εξαντλημένοι από την αναμονή. Κεφάλια ξεμυτούσαν από την ουρά, ίσα για να δουν και να ξαναδούν το πόσο μακριά απέχουν από την είσοδο. Κάποιοι άλλοι, περίμεναν με έναν φίλο τους.

Όσο παρατηρούσα τι συμβαίνει γύρω μου, ξαφνικά όλοι σώπασαν από την ένταση που υπήρχε στην είσοδο. Ένας ψηλός άντρας με στεντόρεια φωνή διατάζει μια κυρία να βγει έξω και να στηθεί στην ουρά, «όπως κάνει όλος ο κόσμος». Η κυρία κρατάει μπαστούνι, έχει πρόβλημα με το πόδι της, δεν μπορεί να σταθεί στην ουρά. Εκείνος επιμένει. «Στην ουρά! Στην ουρά!» φωνάζει και δείχνει με το χέρι του το τέρμα.

Όσοι είναι μπροστά, προσπαθούν να τον ηρεμήσουν. «Γιορτές είναι, δεν είναι ανάγκη να μαλώνουμε για το παραμικρό. Θα μπει, θα αγοράσει και θα τελειώσει» ακούστηκε από μια κυρία.
«Δεν θα σταματήσω να φωνάζω, αν δεν βγεις από ‘κει μέσα. Στην ουρά τώρα!» ουρλιάζει εκείνος στην κυρία με το μπαστούνι που, όσο άκουγε τη φωνή του να δυναμώνει, έκλαιγε. «Σταμάτα την κλάψα!»

Τότε, βγαίνει η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού και του φωνάζει να συνετιστεί και να δείξει συμπόνια στην κυρία. «Μα είναι δυνατόν; Θα εξυπηρετηθείτε και εσείς, δεν κοστίζει τίποτα να είμαστε άνθρωποι» του λέει.

«Δεν κοστίζει ε; Από τις έξι το πρωί είμαι στη δουλειά και ακόμα δεν έχω επιστρέψει στο σπίτι να φάω. Η αναμονή κοστίζει το φαγητό μου. Τα παιδιά μου περιμένουν το δέντρο. Αν μου παίρνει ο καθένας τη σειρά με το μακρύ και με το κοντό του, εγώ πότε θα εξυπηρετηθώ;» και σωπαίνει για λίγο. Κοιτάει το κοινό και φωνάζει «Αξιοκρατία και Δικαιοσύνη! Βγάλτε την έξω τώρα!».

Η κυρία δεν αντέχει την πίεση και βγαίνει έξω κλαίγοντας. Ένας από τους μπροστινούς τής παραχωρεί εκ νέου τη σειρά του, αλλά ο ψηλός το βλέπει και είναι έτοιμος για δεύτερο γύρο. Ο κόσμος αρχίζει να δυσανασχετεί μαζί του, η ουρά είναι στάσιμη κοντά στο δεκαπεντάλεπτο.

«Σου δίνω και τη σειρά μου. Δεν έχω πρόβλημα. Αρκεί να σταματήσεις να ουρλιάζεις!». «Εγώ δεν θέλω τη σειρά σας! Αξιοκρατία και Δικαιοσύνη θέλω, αλλά πού να τη βρω!». «Όχι, θα την πάρεις! Καθυστερείς όλο τον κόσμο με τις φωνές σου! Παρ’ την και τελείωνε ή σήκω και φύγε!».

Δε βγάζει κουβέντα. Παίρνει τη θέση που κέρδισε με τις φωνές του. Μόλις βγει κάποιος από το μαγαζί, εκείνος θα είναι ο επόμενος που θα μπει. Ακούγεται μόνο το κλάμα της κυρίας που έβγαλε έξω από το μαγαζί.  Η ουρά προχωράει πολύ αργά. Εκείνος βγαίνει από το μαγαζί. Κοντοστέκεται λίγο και αποφασίζει να περάσει απέναντι. Σα να ντρέπεται λίγο που θα διασταυρωθεί με τα βλέμματα της ουράς. Το βλέπεις στο γοργό του βήμα.

Εξυπηρετούνται οι μπροστινοί, άντε και οι μεσαίοι και όταν είμαι δεκαπέντε άτομα μακριά από την είσοδο, η ιδιοκτήτρια βγαίνει έξω και μας ζητάει συγγνώμη. Πήγε οκτώ και μισή. Έπρεπε να κλείσουν και εμείς να επιστρέψουμε στα σπίτια, για να προλάβουμε την απαγόρευση κυκλοφορίας.

Στην επιστροφή, σκεπτόμουν μονάχα αυτόν τον καβγά. Kαι όσες φορές έχω βρεθεί σε καβγά στο lockdown. Σε ταχυδρομεία, μεταφορικές, σούπερ μάρκετ, υπηρεσίες. Πότε για σημαντικούς, πότε για ασήμαντους λόγους. Μέσα σ’ αυτό το lockdown είδα πολλά που δεν χωράνε σε ένα κείμενο και απόρησα, ανησύχησα, σιχάθηκα και φοβήθηκα. Ποτέ όμως δεν είδα την ανθρωπιά να κοστίζει όσο μία θέση στην ουρά. Πού και να μην ήταν Χριστούγεννα δηλαδή…