ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Συγγνώμη, αλλά εγώ μόλις έκλεισα τα 20

Μια ματιά στο timeline ενός συντάκτη που γεννήθηκε το 1998. Κερασμένη από τον ίδιο, για τα γενέθλιά του.

Μεγάλωσα και ωρίμασα (#not) με τη στάμπα του millennial. Τη λέξη αυτή (το millennial ντε), την άκουσα για πρώτη φορά στα 12. Κατά τη διάρκεια μιας γιορτινής οικογενειακής μάζωξης, ένας από τους πολλούς θείους που ξεφυτρώνουν από το πουθενά σαν τα μανιτάρια, μου έθεσε έναν ανούσιο για την ηλικία μου και τη φάση που περνούσα -κάθε σωστός millennial περνάει τις φάσεις του- προβληματισμό.

“Δημητράκη ανήκεις και εσύ στη γενιά των millennials;” Κλασικά, απάντησα χωρίς να προσπαθήσω καν να καταλάβω την ερώτηση: “Τι κινέζικα μου τσαμπουνάς ρε θείε, πες μου τώρα πότε αρχίζει το ντέρμπι”; “Είσαι ο ορισμός του millennial”, ήταν η πληρωμένη του απάντηση. Είχε δίκιο. Αυτό ακριβώς ήμουν. Ένας millennial όπως όλοι οι άλλοι της γενιάς του. Ένα παιδί μονίμως στον κόσμο του. Ένα παιδί που κυριολεκτικά αλλού πατούσε και αλλού βρισκόταν. Όπως πάντα, υπερβάλλω.

Τα πόδια και το μυαλό μου πατούσαν στη γη. Απλώς τις περισσότερες φορές δεν τα χρησιμοποιούσα. Συνήθως, τα έβαζα σε λειτουργία πτήσης ακόμη και για εβδομάδες ολόκληρες. Την Πρωτοχρονιά του 2003, ο Άι Βασίλης μου έφερε ένα ασημί Nintendo με μπλαζέ μαύρα κουμπάκια. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς, επέστρεφα καθημερινά στο σπίτι με τα πόδια. Με τι άλλο θα επέστρεφα 5 χρονών παιδί, με αυτοκίνητο ή με μηχανή;


Από τη βιασύνη μου να διασχίσω τον δρόμο, δεν πρόσεξα το αυτοκίνητο που πλησίαζε με μεγάλη ταχύτητα προς το μέρος μου. Το ΙΧ κοκάλωσε χιλιοστά από τα πόδια μου. Το επόμενο δευτερόλεπτο, έπιανα γεμάτος ταραχή τα πόδια, τα χέρια, τη μύτη, τα αυτιά και τα μαλλιά μου. Κόντρα στις απαισιόδοξες εικασίες μου, ζούσα και ανέπνεα κανονικότατα. Έβαλα την ουρά στα σκέλια και επέστρεψα κατηφής στο σπίτι. Το πρωί της επόμενης μέρας, ήρθα αντιμέτωπος με δύο θλιβερές διαπιστώσεις, η μία πιο σοκαριστική από την άλλη.

Δεν έχω φτάσει ποτέ τόσο κοντά στον θάνατο όσο εκείνη τη μέρα. Επίσης, δεν έχω παίξει ποτέ τόσες πολλές ώρες Super Mario σε κατάσταση αμόκ. Βασικά, δεν γίνεται να πέσεις με τα μούτρα σε ένα video game όταν λίγα λεπτά πριν η ζωή σου κρέμεται από μία κλωστή. Για την ακρίβεια, η ζωή μου κρεμόταν από τέσσερις ρόδες που (ευτυχώς) πρόλαβαν να φρενάρουν. Ακόμα και το καλύτερο ηλεκτρονικό παιχνίδι του κόσμου να ήταν, δεν έχω καμία μα καμία δικαιολογία. 15 χρόνια μετά, το σοκ έχει ξεθυμάνει αλλά η παρανοϊκή διαχείριση της τραυματικής μου εμπειρίας εξακολουθεί να με στοιχειώνει και να με ακολουθεί σαν κακός δαίμονας.

Τα χρόνια κύλησαν, τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν(;) και μυαλό δεν έβαλα. Θεωρούσα ότι η σύντομη διασταύρωσή μου με τον θάνατο θα λειτουργούσε λυτρωτικά. Πίστευα ότι θα με σήκωνε με τη βία, με το έτσι θέλω από το βούρκο της ραθυμίας, ότι επιτέλους θα ξεκολλούσα από τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού. Σε πείσμα των προσδοκιών μου, η τηλεόραση είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στην διασκέδαση μου. Millennials αυτού του κόσμου ταυτιστείτε άφοβα.

Στα 14, με αφορμή τα γενέθλια ενός εκ των κολλητών μου, μαζευτήκαμε στο σπίτι του. Θα μπορούσαμε να βγούμε έξω για να τα γιορτάσουμε; Προφανώς. Θα μπορούσαμε να πάμε σε κάποιο fast food ή σε κάποια μπυραρία; Σίγουρα. Θα μπορούσαμε να μην παραδοθούμε άνευ όρων στις φιλόξενες διαθέσεις των καναπέδων του; Με κάθε βεβαιότητα, ναι.


Τι φαντάζεσαι ότι προτιμήσαμε να κάνουμε πάνω στο άνθος της εφηβείας μας, πάνω στην ακμή της; Προτιμήσαμε να κλειστούμε στο δωμάτιό του, συντροφιά με μία κονσόλα PlayStation, 6 ελαφρώς μεταχειρισμένους μοχλούς και μία τηλεόραση τελευταίας τεχνολογίας. Γιορτάσαμε ένα πολύ ξεχωριστό γεγονός, τα γενέθλιά του, σε έναν αποπνικτικό χώρο 2 x 2. Νομίζω ότι εκείνος ο υπέροχος άνθρωπος που επινόησε τη λέξη ‘μίζερος’, αυτό ακριβώς είχε στο μυαλό του. Μερικούς επιστήθιους φίλους να βρίζονται, να φωνάζουν και να διαπληκτίζονται παρακάμπτοντας δεσμούς και όρκους αιώνιας φιλίας.

Ξεκινήσαμε να παίζουμε ένα τουρνουά FIFA για προθέρμανση, για να ζεσταθούν οι μηχανές. Το πρώτο αναγνωριστικό τουρνουά έφερε το πιο άτεγκτο δεύτερο, το πιο άτεγκτο δεύτερο το πιο αιμοβόρο τρίτο, ώσπου αναπόφευκτα χάσαμε το μέτρημα. Τα χέρια μας πάθαιναν αλλεπάλληλες κράμπες, τα μάτια μας πονούσαν από την αϋπνία και την κούραση και οι αισθήσεις μας βρίσκονταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης.

Κρατιόμασταν στα πόδια μας από θαύμα, από καθαρή τύχη. Παραδόξως, δεν εγκαταλείψαμε τη μάχη αλλά συνεχίσαμε σε ακόμη πιο εντατικούς ρυθμούς μέχρι να αναδειχθεί ο ένας και μοναδικός νικητής. Αυτός ο -φαινομενικά- αδιάφορος τίτλος είχε εξελιχθεί σε θρυλική κοκκορομαχία. Κανείς δεν ήθελε να χάσει και όλοι ήθελαν να κερδίσουν. Ο τελευταίος και καθοριστικός έβδομος γύρος έληξε ισόπαλος. Στο τέλος, όλοι χάσαμε. Ο μόνος που βγήκε κερδισμένος από αυτή τη συγκλονιστική μάχη σώμα με σώμα ήταν ο εγωισμός μας. Είχαμε μόλις ξοδέψει μία υπέροχη νύχτα και ένα υπέροχο πρωινό για χάρη ενός παιδικού καπρίτσιου. Αποκλειστικά και μόνο, για να ανακυκλώσουμε τις ανασφάλειές μας.


Όταν έκλεισα τα 18, έκανα μία απόλυτα περιεκτική και ουσιαστική συζήτηση με τον πατέρα μου. Αν και δεν είναι ίδιον καμίας φυσιολογικής ελληνικής οικογένειας (βγάζω σπυράκια με κάθετι που μνημονεύεται ως φυσιολογικό), αποφύγαμε τους μελοδραματισμούς, τις συγκινητικές εξάρσεις και τις βλαβερές εξομολογήσεις. Ανατρέξαμε ανάμνηση με ανάμνηση στα σχολικά μας χρόνια, στις μνήμες και στις εικόνες που έχουμε πάρει μαζί μας.

Κάναμε το ‘breakout’ μας σε δύο εντελώς διαφορετικές εποχές. Εκείνος πρόλαβε τη μεθυστική χαρά των 90’s, τη θεσμοθετημένη σχολική ενδυμασία και τα ετεροχρονισμένα σχολικά φλερτ. Εγώ, οι συνομίληκοι, οι φίλοι και οι φίλες μου δεν διανοούμαστε μία τόσο passé και αθώα παιδική ζωή. Το δικό μας ξεπέταγμα βέβαια ήταν πιο οδυνηρό, πιο απότομο, πιο βίαιο. Ξεχάσαμε πόσο ειλικρινά όμορφο είναι να μεγαλώνει κανείς στην ώρα του και να μην βιάζεται να προσπεράσει την ηλικία του. Μοιραία, χαθήκαμε σε μία γελοία, σε μία οικτρή, σε μία απογοητευτική μετάφραση.

Πλέον, η γενιά μου, οι τελευταίοι των millennials όπως μας αποκαλούν, χαίρεται, ονειρεύεται, ξεσπά, κλαίει και θυμώνει μπροστά από μία στυγνή και αδίστακτη μηχανή. Δεν έχει παλμό, δεν έχει σφυγμό, είναι κλινικά νεκρή. Δεν είμαι καλύτερος. Έχω χαρίσει τις λύπες, τις χαρές, τους πανηγυρισμούς, τα δάκρυα, τη ζωή μου σε ένα άψυχο timeline. Όχι μόνο εγώ ή εσύ. Λίγο, πολύ όλοι μας.

Τα 20α μου γενέθλια δεν θέλω να με βρουν πάνω από ένα κινητό περιμένοντας διεκπεραιωτικά και αποστειρωμένα μηνύματα. Έχω καλύτερα σχέδια. Θα τα γιορτάσω με τους φίλους μου, τη δεύτερη οικογένειά μου.

Υ.Γ. Αντώνη, Κωνσταντίνε, Θοδωρή, Ιωσηφίνα, Κώστα, Ναστάζια αύριο το πρωί θα αργήσω να έρθω στο γραφείο. Τουλάχιστον, είμαι καλά. Καλύτερα από ποτέ.

Exit mobile version