Θα είναι σαν να φεύγεις για διακοπές, χωρίς να φεύγεις για διακοπές
Περάσαμε μια μέρα στο λιμάνι του Πειραιά, προσπαθώντας να μπούμε στα παπούτσια των ανθρώπων που στέκονται στις ουρές των πλοίων και αναχωρούν για τα νησιά.
- 12 ΑΥΓ 2020
Το ομολογώ: με δυσκολεύουν ΠΟΛΥ τα λιμάνια. Δεν είναι ο φυσικός μου χώρος. Αεροδρόμια; Ναι, κάπως καλύτερα. Αλλά λιμάνια όχι. Κυρίως επειδή τα συνδέω με το ελληνικό καλοκαίρι και σε περίπτωση που δεν το γνωρίζετε εγώ και το ελληνικό καλοκαίρι δεν διατηρούμε και τις καλύτερες σχέσεις. Είναι σούπερ κεφάτο, σούπερ φωτεινό, πάρα πολύ ζεστό και φοράει ανοιχτόχρωμα ρούχα. Εγώ δεν κάνω τικ στο κουτάκι ”ναι” σε καμιά από τις παραπάνω επιλογές.
Όχι, δεν είμαι γκοθάς ή κάτι τέτοιο, δεν την βγάζω σε νεκροταφεία, αλλά ξεκινώντας από την ζέστη και επενδύοντας και παραόξω, δεν με χαρακτηρίζεις ως τον κλασσικό άνθρωπο του καλοκαιριού. Το λιμάνι λοιπόν, το οποιοδήποτε λιμάνι, αλλά πόσο μάλλον το λιμάνι του Πειραιά, μέσα στην καρδιά του Αυγούστου κιόλας δεν είναι το φυσικό μου habitat.
Αισθάνομαι άβολα, δεν ξέρω που να τοποθετηθώ και που να σταθώ. Σε αντίθεση ασφαλώς με τους αναρίθμητους εξοδούχους του Αυγούστου που ΚΑΙ να τοποθετηθούν στο λιμάνι ξέρουν ΚΑΙ που να σταθούν ξέρουν. Δεν έχουν τέτοια θέματα. Τον Αύγουστο, το λιμάνι του Πειραιά γιομίζει με τους λεγόμενους ‘αυτόματους’ των διακοπών. Τους ανθρώπους εκείνους δηλαδής που περιμένουν πως και πως την άδειά τους για να μπουκώσουν το λιμάνι, έτοιμοι από τον Μάη, μην σας πω και από τον Φλεβάρη, να επιβιβαστούν σε κάποιο φερι-μποτ, σε κάποιο καταμαράν, σε κάποιο δελφίνι με προορισμό ΟΠΟΥ ΕΧΕΙ ΝΗΣΙ.
Τους θαυμάζω λίγο, δεν θα πω ψέματα. Θαυμάζω κάπως τους ανθρώπους εκείνους που έχουν μια απόλυτη γνώση ενός χώρου. Πώς να κινηθούν δηλαδή σε αυτόν, από πού να μπουν, πώς να τον χρησιμοποιήσουν. Εγώ ας πούμε, την τελευταία φορά που πήγα στο λιμάνι του Πειραιά για να πάω κάπου, πρέπει να ήμουν ακόμα στην φάση των πανεπιστημιακών μου σπουδών, άρα κάτι λιγότερο από μια εικοσαετία πριν. Ήθελα όμως να το ξαναζήσω λίγο ρε παιδί μου, κι ας μην πήγαινα πουθενά. Ήθελα να μπω λίγο στα παπούτσα εκείνων των ανθρώπων που στέκονται στις ουρές των πλοίων και περνάνε εκείνοι οι μισοσφάλιαροι δημοσιογράφοι των καναλιών και παίζει ο διάλογος:
– Εσείς που πάτε;
– Πάρο, στην Πάρο πάμε.
– Θα κάτσετε μέρες;
– Ε, δέκα μέρες, τόση άδεια έχουμε
– Και μετά Αθήνα;
– Όχι βέβαια! Μετά Αντίπαρο, μετά Νάξο και λίγο Ελαφόνησο πριν επιστρέψουμε.
Διότι ο σωστός ο αδειούχος του Αυγούστου δεν πάει σε ΕΝΑΝ προορισμό. Κάνει μια μίνι τουρνέ, σαν την Νατάσσα Μποφίλιου. Ήθελα κι εγώ λοιπόν να κλέψω λίγη από αυτήν την αύρα, έστω και αν η δική μου τουρνέ είναι ας πούμε το Πειραιάς- Παγκράτι – Πατήσα. Έβαλα το λοιπόν τα καλύτερα καλοκαιρινά μου ρούχα, ή τέλος πάντων ό,τι είχα σε μαύρο γιατί δεν έχω και τίποτε άλλο στην ντουλάπα μου και σαν μια φιλότιμη προσπάθεια καλοκαιρινοποίησής μου φόρεσα και ένα καπέλο που για μένα είναι ΞΕΚΑΘΑΡΑ καλοκαιρινό, κάτι που άλλωστε γίνεται άμεσα αντιληπτό αν σκεφτεί κανείς ότι την τελευταία φορά που το φόρεσα, ανέβαινα σε πλοίο στο λιμάνι του Πειραιά, για να πάω σε νησί. Ήμουν 26 χρονώ, τώρα είμαι 44. Το λες και ένα σεβαστό διάστημα.
Το καπέλο μου πηγαίνει ακόμα, έστω και αν το νιώθω λίγο πιο στενό στο κεφάλι μου, κάτι που σημαίνει ότι ίσως πάντα ήταν λίγο στενό. Από την άλλη μπορεί να έχει μεγαλώσει το κρανίο μου. Δεν ξέρω, δεν είμαι επιστήμονας.
Αρχίζω και περιφέρομαι στο λιμάνι κατά τις έξι το απόγευμα, με τον βασικό όγκο των δρομολογίων να την έχει ήδη κάνει προς τα νησιά. Οι μόνοι που βρίσκονται στο λιμάνι τέτοια ώρα είναι οι οδηγοί ταξί, κάποιοι σκόρπιοι λιμενικοί και οι άστεγοι. Είχα ξεχάσει πόσους άστεγους έχει το λιμάνι του Πειραιά. Με τα ρούχα, τις σακούλες και τα πλαστικά τους μπουκάλια αραγμένα στα σιδερένια παγκάκια που έχουν πάρει φωτιά από τον ήλιο και τους ίδιους να περιφέρονται από μέρος σε μέρος, από άνθρωπο σε άνθρωπο μήπως και καταφέρουν να βγάλουν κανένα πενηντάλεπτο, ίσως και κάποιο σκόρπιο ευρώ για να βγει και αυτή η μέρα.
Οι οδηγοί ταξί συζητούν σε πηγαδάκια, περιμένοντας κάποια επιστροφή καραβιού και πηγαίνοντας αργά ή γρήγορα την κουβέντα στην κρίση στο Αιγαίο, στα εμβόλια, στα τσιπάκια και στις μεταγραφές του καλοκαιριού, όχι απαραίτητα με αυτήν την σειρά.
Βρίσκω γρήγορα καταφύγιο σε ένα περίπτερο που έχει κάτι εξαιρετικά άβολα καρεκλάκια λίγο πιο εκεί και κατεβάζω με λίγο αγχωμένες γουλιές μια μπύρα. Δεν ξέρω γιατί έχω άγχος, σε καράβι δεν θα ανέβω, δεν χρειάζεται να βιαστώ. Αποφασίζω όμως, ότι πρέπει έστω σε ένα επίπεδο να ζήσω λίγο την φασούλα του “μπαίνω στην ουρά, φεύγω για τα νησά” και πάω κι εγώ στην ουρά μιας μικρής μάζας κόσμου που περιμένει υπομονετικά να μπει σε ένα δελφίνι.
“Και τι θες να κάνω ρε Μαρία, αφού φεύγω τώρα σου λέω”, φωνάζει μια κυρία μπροστά μου στο κινητό της, με τον κύριο που την συνοδεύει να συμπληρώνει “κλείστο μωρέ, κλείστο να τελειώνουμε”. Το κλείνει. Όλοι (σχεδόν) φοράνε μάσκα, όλοι (σχεδόν) διατηρούν αποστάσεις, ενώ ένα μέλος του πληρώματος ανεβοκατεβαίνει την ουρά, ελέγχοντας εισιτήρια. Εγώ δεν έχω, οπότε όσο πλησιάζει προς το μέρος μου κάνω μερικά βήματα πιο πίσω, γιατί δεν είναι και η ώρα να γίνουμε ρόμπα απογεματιάτικο.
Βήμα με το βήμα, φτάνω στο τέλος της σειράς, εκεί που ένας κάπως υπερβολικά ιδρωμένος κύριος τρώει ένα σάντουιτς με μπουκιές τύπου “μια τώρα, μια μετά και έφυγε το σάντουιτς”. Τον χαζεύω για λίγο, θαυμάζοντας την λύσσα με την οποία επιτίθεται στο σνακ του, καθώς και κάποια όχι-τόσο-ήσυχα “μμμμχχχ” που βγαίνουν από μέσα του σε κάθε δαγκωνιά. Αναρωτιέμαι αν θεωρεί πως το σάντουιτς τον κοίταξε περίεργα, αλλά δεν τον ρωτάω.
“Κρατάτε τις αποστάσεις παρακαλώ”, ακούγεται μια βαριεστημένη φωνή από μπροστά και ένα ζευγάρι χασκογελάει και ανταλλάσει κάποια “μα πήγαινε λίγο πιο ‘κει ρε μωρό μου”, “όχι ΕΣΥ να πας πιο ‘κει” και πολύ το διασκεδάζει.
Ένας 50ρης με κίτρινο πουκάμισο κοντοστέκεται δίπλα μου και είναι πασιφανές ότι θέλει κουβέντα. Τον κοιτάω πίσω από τη μάσκα μου και του γνέφω. “Ζέστη ε;”, με ρωτάει διαλέγοντας ένα εκπληκτικό ice breaker. “Ε, όσο να πεις”, του απαντάω κι εγώ επιδεικνύοντας αντίστοιχη ευρηματικότητα. “Στην Αίγινα πάτε;”, συνεχίζει. “Όχι”, του λέω. “Ναι, ούτε κι εγώ” μου σερβίρει και μένω να τον κοιτάω για λίγο, περιμένοντας μια συνέχεια στην κουβέντα που τελικά δεν έρχεται.
Ούτε κι εγώ πάω πουθενά, μάλλον ούτε κι αυτός.
Και τότε τι καθόμαστε εδώ χάμω, σκέφτομαι από μέσα μου, πίνω την τελευταία γουλιά μπύρα και βάζω πλώρη για την πλησιέστερη έξοδο του λιμανιού. Στον δρόμο της επιστροφής τρώω και μια αραβική με γαλοπούλα και τυρί.
Όχι και η καλύτερη επιλογή που έκανα ποτέ.