The New Normal: Πώς έζησα το πιο παράξενο βράδυ στην ιστορία των μπαρ
Στο πρώτο βράδυ που άνοιξαν τα μπαρ, στο πρώτο πρωινό που το hangover επέστρεψε στη μνήμη του σώματος, επισκεφθήκαμε το πιο μικρό (μεγάλο μέσα από τις ιστορίες του) μπαρ του Πειραιά.
- 26 ΜΑΙ 2020
Τα μπαρ είναι προορισμοί συναντήσεων, σκηνικά ανάπτυξης ιστοριών. Πριν από τέσσερις δεκαετίες, το μουσικό σήμα της τηλεοπτικής σειράς ‘Cheers’ σου υπενθύμιζε πως “sometimes you wanna go where everybody knows your name, and they’re always glad you came”. Και ύστερα ήρθε ο κορονοϊός. Και ύστερα τα μπαρ άνοιξαν ξανά. Επισκέφθηκα ένα μικρό, ξακουστό μπαρ του Πειραιά στο πρώτο βράδυ της επαναλειτουργίας του. Τελικά συναντήθηκαν άνθρωποι εκεί ή επικράτησε η μοναξιά της αποστασιοποίησης; Πώς ήταν το πρώτο βράδυ ενός μπαρ, μετά το lockdown;
Πριν ξεκινήσω για τη νυχτερινή μου εξόρμηση στα μπαρ του Πειραιά, πριν επισκεφθώ τους Αισθηματίες, μια βροχή με διαστάσεις τυφώνα με κρατούσε πεισματικά πίσω. Την ίδια στιγμή, ο απόηχος από το ‘Be True To Your Bar’ των Magnetic Fields ήταν η σειρήνα που έσπρωχνε έξω. Την ίδια στιγμή, το κινητό μου τηλέφωνο είχε ήδη αποκτήσει πυρετό από τις ειδοποιήσεις άρθρων στα Google News που προειδοποιούσαν πως “το νέο κύμα του κορονοϊού μπορεί να ξεσπάσει σαν πυρκαγιά, αν δεν τηρηθούν τα μέτρα αποστασιοποίηση”. Μήπως θα ήταν πιο ασφαλές να μην βγούμε καθόλου; Η σκέψη αυτή πήρε τη φωνή του Χρήστου Λούλη και καταχωνιάστηκε σε μια γωνιά του μυαλού μου.
Καθώς έσβηνα τα προαναφερθέντα τρομοκρατικά άρθρα, σκεφτόμουν την κωμικοτραγική αντίφαση του τελευταίου μήνα: Τα μέτρα αυτοπεριορισμού χαλάρωσαν, θεωρήθηκε ασφαλής όχι μόνο η επιστροφή εκατοντάδων χιλιάδων από εμάς σε μια εργασιακή καθημερινότητα, αλλά και η επιστροφή των τουριστικών ταξιδιών με μικρά, αλλά αποφασιστικά βήματα. Από την άλλη, η ιατρική θέση παραμένει σαφής: Κάθε χαλάρωση των μέτρων αυτό-περιορισμού εγκυμονεί κινδύνους για ένα νέο ξέσπασμα του ιού. Άρα έχουμε επιστρέψει σε μια καθημερινότητα που μπορεί να ανατραπεί ανά πάσα στιγμή. Μέσα σε αυτή την αντίφαση και με την εποχή της καραντίνας να έχει αφήσει χαρακιές στον ψυχικό κόσμο των περισσοτέρων από εμάς, η νυχτερινή ζωή ξεκίνησε ξανά.
Το νέο Βερολίνο και ο ‘παλιός’ (;) Πειραιάς
Αν η Αθήνα είναι ‘το νέο Βερολίνο’, όπως έχει κατά καιρούς γραφτεί σε εφημερίδες και περιοδικά lifestyle, τότε λυπάμαι, αλλά για τον Πειραιά δεν μπορώ να βρώ κάποια αντίστοιχη αστραφτερή παρομοίωση. Ο Πειραιάς ζει μέσα στη δική του ρετρό κινηματογραφική ταινία εδώ και πολλές δεκαετίες, είναι μια πόλη που μένει πεισματικά ίδια και απαράλλαχτη, με ότι κι αν σημαίνει αυτό για την καθημερινότητα της. Στο Πασαλιμάνι, η ‘πασαρέλα’ με τις καφετέριες έχει ανοίξει ξανά, με τα τραπεζοκαθίσματα να έχουν αυξηθεί σημαντικά. Η βροχή έχει αποθαρρύνει αρκετούς, όμως το μεγαλύτερο μαγαζί της πλατείας Κανάρη σφύζει από κόσμο, γνωρίζει δόξες στα γεμάτα πολύχρωμα φώτα τραπέζια του.
Στα περισσότερα μπαρ, το τραπέζι των 3-4 ατόμων να κέρδισε ως μέσο αποστασιοποίησης έναντι του ποτού ‘στα όρθια’ στην μπάρα. “Μπαρ με τραπέζια και κρατήσεις θέσεων”: Αυτή θα είναι η νέα νόρμα της νυχτερινής διασκέδασης σε ένα πολύ παράξενο καλοκαίρι.
To μπαρ που δεν έφυγε ποτέ
Η νυχτερινή διασκέδαση στον Πειραιά δεν έχει αποφύγει την τυποποίηση: Αυτό που κάποτε ήταν η εναλλακτική πρόταση στην βαβούρα της Αθήνας, σήμερα μοιάζει περισσότερο με ένα μεσήλικα μακρινό ξάδελφο της πρωτεύουσας. Το Πασαλιμάνι και η Μαρίνα Ζέας αφορούν περισσότερο μαθητές και πρωτοετείς φοιτητές του Πανεπιστημίου Πειραιά. Οι Αισθηματίες είναι ένα μπαρ που εμφανίστηκε στην οδό Μπουμπουλίνας, στο κέντρο της πόλης, για να μας θυμίσει ξανά την έννοια του μπαρ, ως ναού ανθρώπινων συναντήσεων. Εδώ θα πιεις το ποτό σου και περιμένοντας το αγόρι/κορίτσι με το οποίο έχεις δώσει ραντεβού, θα δεις να παρελαύνουν φίλοι, γνωστοί, άνθρωποι που θέλεις να γνωρίσεις, άνθρωποι που ίσως γνωρίσεις και δεν τους ξεχάσεις ποτέ. Η επιστροφή των Αισθηματιών μετά την καραντίνα, δεν απογοήτευσε.
Καθώς παρατηρώ τις αφίσες – τοιχογραφίες του μαγαζιού που λάμπουν μέσα σε ένα κόκκινο ημίφως ενώ ακούγονται δυνατά επιτυχίες του Δημήτρη Μητροπάνου και της Βίκυς Μοσχολιού, σκέφτομαι πως το βράδυ της 25ης Μαΐου, ο κόσμος επιστρέφει σε κάτι που μοιάζει γνώριμο, κάτι που δεν μπορεί να εξηγήσει, αλλά θυμίζει κάτι από το παρελθόν των μπαρ. Η μπάρα του μαγαζιού είναι άδεια από κόσμο, ο οποίος έχει γεμίσει τα εξωτερικά τραπέζια, μορφές που κάθονται κυρίως απέναντι και σπανιότερα δίπλα-δίπλα, αψηφώντας την βροχή και το κρύο. Ζευγάρια φιλιούνται και αγκαλιάζονται, άλλοτε με διακριτικό τρόμο μήπως γίνει αντιληπτή αυτή η ‘παραβίαση’ του social distancing, άλλοτε με αστείρευτα χαμόγελα, σαν να καταρρίπτουν νόμους της ποτοαπαγόρευσης.
“Γιατί να είμαστε κι οι δυο αισθηματίες;” απορεί ο Στέλιος Καζαντζίδης, ενώ μια παρέα τριών φίλων μπαίνει στο εσωτερικό του μπαρ, παραγγέλνει, μπερδεύεται για λίγο και βγαίνει προς το εξωτερικό μέρος ξανά. Είναι μια βραδιά που το παράλογο συμβαδίζει με την κανονική ζωή. Όμως υπάρχει αλκοόλ και παρέες ανθρώπων μαζεμένες ξανά στον αγαπημένο τους ναό, έτοιμες να αποκρυπτογραφήσουν αυτή τη νέα, παράξενη καθημερινότητα.Επιστρέφουμε σε αυτό που γνωρίζουμε καλύτερα: Την επαφή με τις παρέες μας. Χωρίς στρίμωγμα, με αναπνοές και χαμόγελα. Και με το αντισηπτικό να φιγουράρει δίπλα σε ουίσκι και βότκες σαν μυστικό συστατικό για πετυχημένα κοκτέιλ .
Το ίδιο βράδυ, η προσέλευση του κόσμου στο Rockfellas, στο Okio, στο Barrett στην ΑΘήνα ήταν εξίσου μεγάλη. Τα μπαρ επιστρέφουν και αυτοί που ανέκαθεν τιμούσαν το αγαπημένο τους μπαρ, το βράδυ της Δευτέρας φρόντισαν να είναι εκεί, με μια διακριτική αμηχανία ως προς την μετάλλαξη της μπάρας σε κάτι που θυμίζει περισσότερο βραδινή καφετέρια. Η αντίφαση της πρώτης βραδιάς στα μπαρ ήταν εμφανής παντού: Μια σειρά από ανθρώπινες ιστορίες που συνήθως ορίζονται από την επαφή, προσπάθησαν να υπάρξουν ξανά, από απόσταση.