Το Euro της Εθνικής θα μου φαίνεται για πάντα αδιανόητο
Πέρασαν κιόλας 16 χρόνια και εκείνο το βράδυ του 'Σήκωσέ το, το Τιμημένο' μου φαίνεται πιο παράξενο από ποτέ.
- 3 ΙΟΥΛ 2020
Και ξαφνικά,η ‘μικρή ομάδα’ του Otto Rehhagel, γίνεται ‘πειρατικό’ που φτάνει στην κορυφή της Ευρώπης. Είμαστε σίγουροι πως αυτό το πράγμα όντως συνέβη και δεν το ονειρευτήκαμε;
To μεγάλο φωτεινό καλοκαίρι του 2004
Θυμάμαι έντονα εκείνο το απόγευμα Σαββάτου που η Εθνική Ελλάδας άνοιγε το τουρνουά του Euro 2004, αγωνιζόμενη κόντρα στην Πορτογαλία. Στο φινάλε του δεύτερου εξαμήνου της σχολής, εκείνη η ‘αποφοίτηση’ είχε εορταστεί με τον κλασικό τρόπο που προτιμούν όλοι οι φοιτητές: Μια πρώτη βουτιά σε παραλία των νοτίων προαστίων και επιστροφή σπίτι για ντους και προετοιμασία για βραδινά ποτά. “Θα δούμε την Εθνική; Αν στο ημίχρονο είμαστε 3-0 πίσω, το κλείνουμε” ήταν το deal με τον πατέρα μου και τον αδελφό μου. Στο 51′ ο Μπασινάς έκανε το 2-0, με τον Καραγκούνη να έχει ανοίξει το σκορ στο 7′. Ο Κριστιάνο Ρονάλντο μείωνε σε 2-1 και ήμασταν όλοι στα πατώματα. Η Εθνική του Otto Rehhagel ήταν με το ένα πόδι στην επόμενη φάση. Αρκούσε μόνο ένα ‘Χ’ με την Ισπανία για να σφραγιστεί ο δρόμος της πρόκρισης.
Στον αγώνα με την Ισπανία – που ήταν ανάμεσα στα φαβορί για το τρόπαιο- η ομάδα έχανε 1-0 στο ημίχρονο με γκολ του Morientes, ύστερα από ένα επιθετικό βομβαρδισμό της ομάδας του Iñaki Sáez. Κι όμως, η Ελλάδα όχι μόνο άντεξε, αλλά στο δεύτερο ημίχρονο, με τους Ντέμη Νικολαΐδη και Βασίλη Τσιάρτα να περνάνε στο βασικό σχήμα, η πίεση προς τους Ισπανούς εντάθηκε, και ήρθε το τελικό 1-1 από τον Άγγελο Χαριστέα. Το Πειρατικό είχε ήδη σκορπίσει τρόμο στις θάλασσες της Λουζιτανίας.
Rewind
Αλήθεια, θυμάστε τι λεγόταν για την Εθνική Ελλάδος πριν αυτή αναχωρήσει για τα γήπεδα της Πορτογαλίας; Για τις ανάγκες αυτού του κειμένου, επιχείρησα να βρω όλα τα κείμενα και τα videos αθλητικών σχολιαστών που προέβλεπαν πως η ομάδα δεν θα είχε καμία τύχη στο Euro, πως ο ρεαλιστικός της στόχος θα ήταν το να μην είχε την τύχη της ομάδας του Αλκέτα Παναγούλια, ακριβώς 10 χρόνια πριν, στο Μουντιάλ των ΗΠΑ. Πως ένα γκολ, μια ισοπαλία, θα ισοδυναμούσε με μεγάλη επιτυχία. Όλως τυχαίως, σχεδόν όλα τα αρνητικά δημοσιεύματα από την προ ‘Σήκωσε το, το Τιμημένο’ περίοδο της Εθνικής Ελλάδας, έχουν περάσει στον κάδο ανακύκλωσης του ελληνικού Ίντερνετ.
Οι στοιχηματικές αποδόσεις εκείνης της εποχής έφερναν φαβορί την Γαλλία για την κατάκτηση του τροπαίου, ενώ η Ελλάδα ήταν τέταρτη από το τέλος, μαζί με την Βουλγαρία και την Κροατία (πιθανότητες 80/1). O Otto Rehhagel είχε δεχτεί ακόμα και κριτική για τον αποκλεισμό παικτών όπως ο Άκης Ζήκος και ο Ιεροκλής Στολτίδης από την αποστολή της Εθνικής, επιμένοντας σε παίκτες που βρίσκονταν στη δύση της ποδοσφαιρικής τους καριέρας, όπως ο Βασίλης Τσιάρτας. Ακόμα και μια διαφαινόμενη μουρμούρα υπήρχε ανάμεσα σε οπαδικές εφημερίδες του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού, για το γεγονός ότι οι επιλογές του Γερμανού προπονητή για τη σύνθεση της ομάδας, έτειναν περισσότερο προς το ‘πράσινο’.
Το πρώτο προειδοποιητικό χτύπημα
Ξαφνικά, παίζαμε στα προημιτελικά κόντρα στην Γαλλία, το φαβορί για το τρόπαιο της διοργάνωσης, μια ομάδα που είχε Zinedine Zidane, Claude Makelele, David Trezeguet, Thierry Henry ως βασικούς. Τα πιο βαριά ονόματα της ποδοσφαιρικής Ευρώπης πατούσαν στο ‘Jose Alvalade’ έτοιμα να κατατροπώσουν την ελληνική ομάδα, μόνο με τα βλέμματά τους. Η Εθνική του Otto Rehhagel επανέλαβε την συνταγή των προηγούμενων αγώνων, με μαζική άμυνα, με σκληρό παιχνίδι από τους μεσοαμυντικούς, με πλάγια μπακ που έβγαιναν ‘βολίδα’ στην αντεπίθεση και πέτυχε το τελικό 0-1, που είχε αρχίσει πια να ζαλίζει την Ευρώπη.
Το σατανικό σχέδιο του Otto Rehhagel όμως, είχε ήδη μπει σε εφαρμογή δύο χρόνια πριν. Ο αγώνας της Ελλάδας κόντρα στην Αγγλία επί βρετανικού εδάφους, για τα προκριματικά του Μουντιάλ 2002, ήταν μια φωτογραφία από το μέλλον, όμως εμείς οι άπιστοι δεν είχαμε δει. Το τελικό 2-2 κόντρα σε μια Αγγλία πολλές κλάσεις πιο ποιοτική ποδοσφαιρικά, με τον David Beckham στην τελευταία του ποδοσφαιρική ακμή, ήταν ένας ονειρεμένος αγώνας, ένας θρίαμβος του ποδοσφαίρου που θυσίαζε μεν το θέαμα, αλλά κατακτούσε το αποτέλεσμα.
‘Σήκωσε το, το Γαμ!μένο’
‘ΣΤΟΝ ΕΒΔΟΜΟ ΟΥΡΑΝΟ ΟΛΟΙ ΑΔΕΛΦΙΑ” μας ένωνε και μας δονούσε του Χελάκη η φωνή, καθώς η Εθνική περνούσε με το αγαπημένο της 1-0 και την Τσεχία στα ημιτελικά και την Πορτογαλία στον τελικό, εκεί όπου κανείς πια δεν αμφέβαλε ότι η Ελλάδα θα κατακτούσε το τρόπαιο. Ακολούθησαν φιέστες στην Ομόνοια, στο Καλλιμάρμαρο, η διαπεραστική φωνή της Δέσποινας Βανδή(!) να φωνάζει “Ελλας Ολέ Ολέ, δεν σταματώ να τραγουδώ ποτέ”, τα μειδιάματα του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Γιώργου Παπανδρέου στις τελετές βράβευσης της Εθνικής Ελλάδας, δεκάδες ρετροσπεκτίβες δόξας και τιμής, αποκαθήλωση και μένος κόντρα στην Εθνική για τα μέτρια αποτελέσματα της στο Confederations Cup, δόξα και πανηγύρια για την σπουδαία – μετά Rehhagel – εποχή Fernando Santos, όταν τολμήσαμε να παίξουμε ακόμα και δημιουργικό ποδόσφαιρο.
Πιστεύω ακόμα πως εκείνο το μαγικό καλοκαίρι της Εθνικής Ελλάδας στην Πορτογαλία ήταν κόντρα στην ποδοσφαιρική λογική. Μια ομάδα με παίκτες από ένα πρωτάθλημα μετριότατης υπόληψης και δυναμικής αγωνίστηκε κόντρα στους καλύτερους της Ευρώπης και ίσως του κόσμου. Κι όμως εμείς κάναμε τον Cristiano Ronaldo να κλαίει, εμείς στερήσαμε έναν τίτλο από τον Zinedine Zidane, εμείς πετάξαμε στα τάρταρα μια σπουδαία Εθνική Ισπανίας, εμείς πήραμε μια ‘επαγγελματική νίκη’ κόντρα σε μια πολύ δυνατή Ρωσία.
Η Ελλάδα του Euro 2004 ήταν και παραμένει ο θρίαμβος της σιωπηλής – χωρίς φανφάρες- και μεθοδικής δουλειάς ενός ‘μαέστρου’, του Otto Rehhagel, κόντρα στην ανίατη αρρώστια της εθνικής μιζέριας, της συνειδητοποίησης πως είμαστε ‘λίγοι’ για να πετύχουμε κάτι μεγάλο. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες που ακολούθησαν, ήταν μια ακόμα πανηγυρική επιβεβαίωση πώς η ‘Ελλαδίτσα’ μπορεί να πετυχαίνει δαιδαλώδη, μακρόπνοα έργα που την κάνουν να δείχνει και να είναι ‘Ελλάδα’, πως η μιζέρια δεν μας αξίζει και ενίοτε μπορούμε να την αφήνουμε στην άκρη.
Στο πέρασμα των ετών, η Εθνική Ελλάδας βίωσε αποκλεισμούς και ντροπιαστικά αποτελέσματα, έχοντα πάρει ακόμα και το ψευδώνυμο ‘Εθνική Μυκόνου’ λόγω παικτών και προπονητών που συμπεριφέρθηκαν ως κοινοί μισθοφόροι. Η Εθνική του 2004 υπάρχει ακόμα ως ομάδα βετεράνων που δίνει συχνά-πυκνά φιλικές αναμετρήσεις, για να μην ξεχνάμε αυτό το τρελό φως που μας ‘κούρσεψε’ τον κυνισμό. Σήμερα το project ‘Εθνική’ βρίσκεται στα χέρια ενός προπονητή που δείχνει ικανός για να πετύχει ένα ακόμα ‘θαύμα’, κόντρα στην μιζέρια που μοιάζει να μην έφυγε ποτέ. Ρε λες;