Το κάτι παραπάνω από απλό τρίποντο του Nemanja Nedović
- 25 ΝΟΕ 2021
Πολλές φορές προσπαθούσα κάπως πεπιεσμένα να δω ένα ματς, να νιώσω λίγη από την αδρεναλίνη που ένιωθα ως έφηβος βλέποντας πιο φανατισμένα ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι. Οικτρή αποτυχία. Συνήθως γύρω στο 20λεπτο γύρναγα στο κινητό μου και απλά παρίστανα ότι στεναχωριέμαι σε κάθε φάση που έχανε η ομάδα που υποστήριζα. Σαν σώγαμπρος με χρωματιστό γιακά που πανηγυρίζει για την «γκολάρα» που μπήκε ενώ δεν έχει ιδέα ποιος παίζει με ποιον.
Το έψαχνα μέσα μου και προφανώς οι λόγοι ήταν πολλοί. Ο ρομαντισμός που περικλείει την αγάπη σου για μία ομάδα χάνεται όσο μεγαλώνεις και ωριμάζεις. Όσο πιο πολύ τα σκέφτεσαι, τόσο πιο πολύ σου γκρεμίζεται. Το ελληνικό πρωτάθλημα από την άλλη δεν είναι και για πολλές συναισθηματικές απολαύσεις. Τέλος, είμαι Παναθηναϊκός. Γιατί να κάτσω να δω τον Παναθηναϊκό; Τι ακριβώς θα κερδίσω;
Μία σχεδόν δεκαετία ασύλληπτης μετριότητας που δεν σου δίνει τίποτα για να σε κρατήσει. Ξεκίνησε από το ποδόσφαιρο και σιγά-σιγά ακολούθησε και το μπάσκετ. Τα κύπελλα και οι επιτυχίες έχουν προφανώς γίνει είδος προς εξαφάνιση. Η ομάδα δεν καταστράφηκε ούτε οριστικά, ώστε να νιώσεις το δράμα του υποβιβασμού και την ελπίδα της επανόδου που ένιωσε ένας ΑΕΚτζής, για παράδειγμα, στο πρωτάθλημα που πήρε πριν 3 χρόνια. Το όποιο ενδιαφέρον, με διάφορες μικρές εκλάμψεις, σταδιακά άρχισε να μηδενίζει. Ίσα βάρκα-ίσα νερά. Πάμε και βλέπουμε.
Ειδικά, τα τελευταία δύο χρόνια που ήρθε και η μερική κατάρρευση στο μπάσκετ, τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα από ποτέ. Ο μπασκετικός Παναθηναϊκός ακολουθούσε και εδώ αυτό που συνέβη στο ποδόσφαιρο. Δεν μπορούσε να μας προσφέρει συγκινήσεις (είτε με θετικό είτε όμως και με αρνητικό πρόσημο). Καμιά εντός έδρας νίκη με τις μέτριες ομάδες της Euroleague και προχωράμε.
Κάπου εκεί, κυριολεκτικά στη μέση του πουθενά, ήρθε ένα μίζερο απόγευμα Δευτέρας να τα ανατρέψει όλα. Μία ομάδα που παρέπαιε στην Euroleague ερχόταν να παίξει πρώτη φορά μετά από 2 χρόνια στο γεμάτο ΣΕΦ κόντρα σε έναν από τους καλύτερους Ολυμπιακούς που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Και, ΟΚ, λέμε ότι τα ντέρμπι είναι ντέρμπι και όλα αυτά τα κλισέ αλλά μεταξύ μας είμαστε, όταν ανοίγαμε το ραδιόφωνο προσευχόμασταν να μην έχει ξεφύγει τελείως η διαφορά. Δεν είχε.
Όταν έφτασα στο σπίτι άνοιξα την τηλεόραση στην ΕΡΤ-3 (μόνο για την Κυριακή στο Χωριό τα κάνεις αυτά) ακριβώς τη στιγμή που έμπαιναν οι ομάδες για το β’ ημίχρονο. Στην τρίτη περίοδο έδειχναν όλα να τελειώνουν, στην τέταρτη βιώσαμε αυτό που ήταν αδιανόητο.
Και αν ήταν μία φορά απίστευτο στο πρώτο τρίποντο επιστροφής του Παπαπέτρου, έγινε πολλές φορές περισσότερο στο αντίστοιχο του Nedović από τα 9,5 μέτρα και με το χέρι του Fall μπροστά του. Το υπόλοιπο ματς δεν μπορούσες παρά να το παρακολουθήσεις όρθιος με τα χέρια στο κεφάλι και νιώθοντας ότι ο Κασελάκης είναι ο πιο αγαπημένος σου άνθρωπος στον κόσμο εκείνη τη στιγμή. Στο τέλος η νίκη. Μετά από χρόνια ολόκληρα πήρες αυτές τις τεράστιες δόσεις αδρεναλίνης και δεν ξέρω και εγώ ποιας άλλης ουσίας χοροπηδάει μέσα στο αίμα σου εκείνη τη στιγμή.
Σκέφτηκα πολύ και δεν κατάφερα να βρω ούτε μία αντίστοιχη εκδοχή της καθημερινότητας ενός σύγχρονου ανθρώπου η οποία θα του προσφέρει τέτοιου εναλλαγή συναισθημάτων. Που θα τη βιώνει με τα χέρια στο κεφάλι μην πιστεύοντας ότι ζει αυτό που ζει και από το οποίο τελικά δεν θα έχει κανένα απολύτως προσωπικό όφελος. Δεν βρήκα απολύτως καμία.