Το πιο δύσκολο βράδυ της ζωής μου
- 9 ΙΑΝ 2014
Έρχονται κάτι βράδια σε αυτή τη ζωή που παρακαλάς ο ήλιος να μην είχε δύσει ποτέ. Είτε γιατί έχασες κάποιον αγαπημένο είτε γιατί το δικό σου θολωμένο μυαλό σε οδήγησε σε σκοτεινά μονοπάτια. Ο Θέμης σκέφτηκε να γράψουμε όλοι για το πιο δύσκολο βράδυ της ζωής μας. Δεχτήκαμε με χαρά. Μέχρι να αρχίσουμε να σκάβουμε μέσα μας για εκείνο το βράδυ που έμελλε να το θυμόμαστε για πάντα. Τόσο διαφορετικό για τον καθένα αλλά κατά κάποιο περίεργο τρόπο και τόσο ίδιο.
Το πιο δύσκολο βράδυ του Μάνου Χωριανόπουλου
Είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που σήκωνα το τηλέφωνο στη μητέρα μου ή στα αδέρφια μου, χωρίς ανησυχία. Ο πατέρας μου συμπλήρωνε 16 χρόνια μάχης με διάφορες παθήσεις και ασθένειες από έμφραγμα και αρρυθμίες, μέχρι πρόβλημα στην αορτή και σπασμένο ισχύο. Και φυσικά το πάρκινσον, που το πάλεψε μέχρι τέλους και που ακόμα και όταν ξέχασε ποιος ήταν και ποιοι ήμασταν, η καρδιά αρνιόταν να υποταχθεί. Κάθε τηλεφώνημα λοιπόν, ήταν πηγή ανησυχίας για μένα, πριν καν το σηκώσω και όταν άκουγα κάτι απλό και συνηθισμένο, χαιρόμουν. Κάθε φορά.
Ήταν 18 Μαρτίου 2012. Ήμουν στη δουλειά βράδυ και θα κάναμε στο NEWS 247 Live τις εσωκομματικές εκλογές στο ΠΑΣΟΚ. Στο Sport24 τα παιδιά ήταν σε αναβρασμό. Ντέρμπι ΠΑΟ-Ολυμπιακού βλέπετε.
Το τηλέφωνο χτύπησε. «Πάμε για εξετάσεις στο ΚΑΤ, που εφημερεύει, γιατί δεν είναι πολύ καλά». Ήμουν ψύχραιμος. Αναίσθητος θα έλεγε κάποιος, αλλά με εμπειρία 16 ετών στα νοσοκομεία, είπα «θα έρθω σε μια ώρα», αντί να πω έρχομαι αμέσως. Το «εξετάσεις» μπορεί και να μη σημαίνει τίποτα και δεν πίστευα ότι η μάχη, θα τελείωνε εκείνο το βράδυ.
Ο Μάνος Μίχαλος έφτασε στο γραφείο, λόγω του ντέρμπι, που δεν επρόκειτο να τελειώσει ποτέ. Του είπα τι συνέβαινε.
«Φύγε τώρα. Εξετάσεις ή μη, φύγε τώρα και άσε τα Live. Σε αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να καθυστερείς. Ξέρω τι σου λέω».
Έφυγα. Έφτασα στο ΚΑΤ και η εικόνα ήταν γνώριμη. Η μητέρα μου, ο μεγαλύτερος αδερφός μου και η νύφη μου, να περιμένουν, αρκετά ήρεμοι. Μια ακόμα νύχτα σε κάποιο νοσοκομείο. «Έχει πέσει η πίεση. Γίνονται εξετάσεις και θα δούμε. Μάλλον θα διανυκτερεύσουμε»
Η ώρα περνούσε και δεν είχαμε νεότερα. Στο ΚΑΤ, άρχισαν να καταφθάνουν τραυματίες από το ΟΑΚΑ. Το ματς είχε διακοπεί, λόγω επεισοδίων. «Θα περιμένουμε για ώρες. Θα πας σπίτι να μου φέρεις μερικά ρούχα», μου ζήτησε η μητέρα μου, που θα διανυκτέρευε εκεί.
Έφτασα στο σπίτι 20 λεπτά αργότερα και άρχισα να ψάχνω για ρούχα. Λίγο πριν ξεκινήσω ξανά για το νοσοκομείο, η θεία μου που μένει δίπλα, χτύπησε την πόρτα. «Άσε τα ρούχα, Μάνο. Ξεκουράστηκε ο πατέρας σου. Πάμε στο νοσοκομείο». Θα πω ψέματα, αν ισχυριστώ ότι τα τελευταία χρόνια δεν είχα σκεφθεί ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο. Αλλά όταν χάνεις τον άνθρωπό σου, οι λογικές σκέψεις πάνε περίπατο.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ενώ οδηγούσα και συμφωνούσα σιωπηρά με τη θεία μου που μου έλεγε ότι «ησύχασε», αναρωτιόμουν πώς σκατά θα εξηγήσω τι συνέβη, στον άλλο μου αδερφό, που περίμενε στο σπίτι και που έχει διαφορετικό τρόπο αντίληψης και διαφορετικούς ρυθμούς, αλλά την ίδια αγάπη στον πατέρα μου.
Και τότε, επιταχύνοντας χωρίς λόγο στην Αττική Οδό, (δεν μπορούσα πια να προλάβω τίποτα) θυμήθηκα κάτι, που έγινε πριν περίπου 25 χρόνια. Ο πατέρας μου είχε μάντρα με υλικά οικοδομών και εγώ τριγύριζα παίζοντας. Τράβηξα μια πλάκα και έπεσε πάνω μου, εγκλωβίζοντας με. Για έναν 5χρονο, ακόμα και η ελαφρόπετρα, μοιάζει με τοίχο. Ήμουν από κάτω, κλαψουρίζοντας, όταν ο πατέρας μου με «απεγκλώβισε» σκασμένος στα γέλια.
«Αν πέσεις εσύ ποτέ, θα σε βγάλω εγώ, αλλά δεν θα γελάω» του είχα πει μουτρωμένος. Μερικές υποσχέσεις δεν μπορείς να τις κρατήσεις. Ξέρω ότι δεν θα το καταλάβαινε έτσι και αλλιώς, αλλά τη στιγμή που πέθανε εκείνη τη νύχτα της 18ης Μαρτίου, δεν ήμουν δίπλα του.
To πιο δύσκολο βράδυ του Στέλιου Αρτεμάκη
To πιο δύσκολο βράδυ της ζωής μου το έχω περιγράψει εδώ (μαζί με μπόλικο πριν και μπόλικο μετά). Αυτά είναι όσα θυμάμαι από τα γεγονότα που οδήγησαν στο δεύτερο. Τον Ιανουάριο του 2009 δουλεύω στην 24 Media που μόλις έχει μετακομίσει στο κέντρο και ο πατέρας μου παθαίνει έμφραγμα. Το έμαθα την επόμενη μέρα το πρωί. Με πήρε η μάνα μου: “Παιδί μου, είσαι στη δουλειά; Μπορείς να περάσεις από το ΝΙΜΤΣ γιατί ο μπαμπάς σου δεν είναι καλά;”
Η κακομοίρα, βλέπεις, με είχε πάρει τηλέφωνο το προηγούμενο βράδυ γύρω στις 11, είδα την κλήση, ήμουν στη δουλειά και δεν της απάντησα σκεπτόμενος ότι “έλα μωρέ, για να δει αν έχω φάει θα με παίρνει.” Και αντί να μου πει “άσε ότι κάνεις και έλα εδώ αμέσως μαλακισμένο…” μου είπε αυτό. Οι σκέψεις που σε πιάνουν στο “ένα μηδέν” είναι “θεέ μου να μην έχει τίποτα σοβαρό, θα το ‘χω τύψεις μια ζωή.” Και “πω ρε φίλε, τι θα πέρασε η γυναίκα μόνη της βραδιάτικα και μου μιλάει ακόμα.”
Το δύο μηδέν έρχεται με τη διάγνωση: “Οριακά, κλείστε χειρουργείο χθες, βρέστε αίμα!” “Γαμώ φίλε, και ακόμα δεν έχουμε κάνει ζέσταμα,” σκέφτομαι. Οι επόμενες μέρες κυλάνε στην ίδια λογική, εξετάσεις, διαγνώσεις, τραμπουκοεκτιμήσεις από τους γιατρούς (τότε δεν ήξερα ότι το κάνουν επί τούτου). Και τηλέφωνα. Πολλά τηλέφωνα από συγγενείς (που πίστεψε με δε βοηθάνε σε τίποτα), αιγαιοπελαγίτικο μοιρολόι από το σόι της μάνας, ορεινή αποκορωνιώτικη σκληράδα από το σόι του πατέρα.
Η ημέρα του χειρουργείου είναι η ημέρα της σιωπής. Κανείς δε λέει τίποτα. Κανείς. Ούτε ευχές, ούτε ανάλαφρες κουβέντες. Ο καθένας στον κόσμο του με τις σκέψεις του. Και περιμένει να τελειώσει. Όλο αυτό για οχτώ ώρες. Και τότε ξεκινάει το πιο δύσκολο βράδυ. Η πρώτη βάρδια είναι δική μου. Δεν υπάρχει περίπτωση μετά τη μαλακία που έκανα. Αλλά έλα που έχω και τη δουλειά. Ουσιαστικά μόνος στο site, χωρίς να υπάρχει κάποιος να καλύψει, δε γίνεται κάτι άλλο, το κείμενο θα γραφτεί στο νοσοκομείο, θα ανέβει και θα προωθηθεί από εκεί.
Και κάπως έτσι είναι το πιο δύσκολο βράδυ: Γράφεις κείμενο αλλά το μυαλό σου δεν είναι στο κείμενο. Σταματάς κοιτάς αν ο άνθρωπος σου είναι καλά και συνεχίζεις. Γράφεις την επόμενη παράγραφο και σκέφτεσαι “μαλάκα τι γίνεται, που είμαι;” Αλλά συνεχίζεις. Σταματάς περιποιείσαι τον άνθρωπό σου και συνεχίζεις. Ψάχνεις μια φωτό. Και ανεβάζεις το κείμενο (δόξα το θεώ στα ιδιωτικά νοσοκομεία το ίντερνετ πάει μπάλα). Και ξανά. Και περνάς τα θέματα της επόμενης μέρας. Και ξανά. Μέχρι να έρθει το πρωί.
Το πιο δύσκολο βράδυ του Μάνου Μίχαλου
Τις τελευταίες ημέρες, είναι αλήθεια ότι τον σκεφτόμαι αρκετά. Πολύ περισσότερο σε σύγκριση με όλο τον τελευταίο χρόνο, όπου πρώτα η εγκυμοσύνη και εννοείται η έλευση του μικρού Παναγιώ-Τάκη, με έκανε να “ξεχνάω” τον μεγάλο, αυτόν που δεν προβλέπεται να επιστρέψει. Ίσως (το ότι τον σκέφτομαι περισσότερο) να οφείλεται στις 3/1, ημερομηνία που διάλεξε για να φύγει και να ξεκινάω κάθε χρονιά με παγωμένη διάθεση. Ίσως, να οφείλεται στο ότι ο μικρός του μοιάζει, απλά όλοι κοιτάνε τα μάτια του μπέμπη και βλέπουν τη μητέρα του, αλλά εγώ κοιτάζω το πηγούνι του και βλέπω (πάλι) τον πατέρα μου. Όμως, όταν ήρθε το email με θέμα “το πιο δύσκολο βράδυ της ζωής σου”, κατάλαβα ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν συμβαίνει. Έπρεπε να είμαι απλώς σε εγρήγορση, για να ανταπεξέλθω στο κείμενο. Οπότε, όλες αυτές οι σκηνές που μου έρχονται από το τελευταίο βράδυ, αυτές τις μέρες, θα μου είναι χρήσιμες.
Μάλιστα, παρότι προσπάθησα πολύ να βρω ένα άλλο βράδυ για να γράψω, ώστε να μην κουράσει πια το θέμα (μου), αφού τα είπαμε πριν καιρό, δεν τα κατάφερα. Και έχω βρεθεί σε δύσκολες βραδιές, όπως χωρισμού που ήθελα να πέσω από το μπαλκόνι, να χάνω ένα μέλος της παρέας έτσι ξαφνικά σε μια στραβοτιμονιά πάνω σε ράγες τραμ, να μαθαίνω για πρώτη φορά ότι “ο πατέρας σου έχει καρκίνο”, να μπαίνω στρατό και να νιώθω (ως τεράστια κότα που είμαι) λες και μπήκα φυλακή και θα με εκτελέσουν. Όμως, κανένα από τα παραπάνω βράδια, δεν ήταν αρκετό και σωστό για το θέμα.
Αν χωρίσεις, μπορείς να βρεις άλλη και να φτιάξεις τη ζωή σου (εγώ ξαναβρήκα την ίδια και την έφτιαξα).
Αν χάσεις ένα φίλο σου, ακούγεται σκληρό και κυνικό, αλλά έχεις άλλους και η πουτάνα η ζωή σε κάνει να ξεχνάς αυτούς που έφυγαν.
Αν μάθεις ότι ο πατέρας σου “έχει καρκίνο”, μπορείς να κρατηθείς από το “ζει ακόμη”.
Αν μπαίνεις στρατό και είσαι κότα, βγαίνεις μόλις τελειώσει η θητεία. Και είσαι πάλι κότα.
Το τελευταίο βράδυ με τον πατέρα σου, όμως, δεν μπορείς να το αλλάξεις. Και το χειρότερο είναι ότι δεν μπορείς να το ξεχάσεις και αραία και πού ή συχνά και πού, το ζεις ξανά και ξανά. Λες και γίνεται τώρα, που μιλάμε. Βλέπεις τον άνθρωπο που είχες για ήρωα (και ποτέ δεν το αλλάζεις αυτό) να δίνει τις τελευταίες μάχες-ανάσες, πριν πέσει. Κάνεις σκέψεις ότι αύριο, όλα θα είναι διαφορετικά, θα πρέπει να είσαι κοντά στη μητέρα σου και το κυριότερο να προχωρήσεις μόνος σου. Τα “μπαμπά βοήθεια”, κομμένα. Αλλά αν έχεις περάσει 8 χρόνια περιμένοντας το τελευταίο βράδυ (τόσο κράτησε η ασθένεια), είναι αλήθεια ότι ανακουφίζεσαι λιγάκι. Τόσο εγωιστές είμαστε. Ζώα.
Εκείνο το τελευταίο βράδυ, 3 Ιανουαρίου 2010, το περίμενα, το έβλεπα κάθε μέρα και σκεφτόμουν πώς θα είναι. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, με ένοιαζε το κάθε βράδυ μαζί του, γιατί μπορεί να ήταν το τελευταίο και όταν το μεσημέρι εκείνης της ημέρας, τον είδα διαφορετικά από κάθε άλλη, είπα στον αδερφό μου “σήμερα φεύγει”. “Πού το ξέρεις;”. “Το ξέρω”. Ήμουν σίγουρος, ήξερα τον Τάκη, ήξερα ότι ακόμη και αυτοί που δεν κουράζονται, κάποια στιγμή λένε “γεια σας, βαρέθηκα, πάω αλλού, γιατί εδώ δεν έχει πλάκα πλέον”.
Θυμάμαι ότι στις 20.00 περίπου, ήρθε γιατρός για να τσεκάρει εκτάκτως την κατάσταση του και μας είπε “δεν θα τη βγάλει, δύσκολα”. Ο αδερφός μου (ήμασταν σπίτι) μίλησε με το νοσοκομείο για να έρθει ασθενοφόρο. Το ασθενοφόρο είχε ξεκινήσει, αλλά δεν είχα δώσει σημασία. Ούτε καν ρούχα δεν έβαζα. Δεν υπήρχε περίπτωση να πάμε. Ο πατέρας μου, προτιμούσε να πέσει στο κενό, από το να μπει σε νοσοκομεί. Ακόμη και τότε, που δεν είχε συναίσθηση, ήξερα ότι θα μας έλεγε “δεν πάω πουθενά”. Αυτό είπα και εγώ σε μητέρα και αδερφό. “Δεν πάμε πουθενά, θα κάτσουμε σπίτι. Άκυρωσε το ασθενοφόρο”. Μα. Δεν έχει μα.
Δεν ήξερα μέχρι τότε, τι σήμαιναν οι τελευταίες στιγμές ενός ανθρώπου, αλλά έμαθα. Ο άνθρωπος έρχεται με φωνές, χειροκροτήματα, ενθουσιασμό και κλάμματα χαράς, αλλά πρέπει και θέλει να φεύγει σε ησυχία και με ηρεμία. Μόνος του, απλά με τους δικούς του ανθρώπους δίπλα. Όταν στις 21:43 ο Τάκης αποφάσισε να τον αφήσουμε στην ησυχία του, ήταν ξεκάθαρο ότι στο νοσοκομείο δεν θα πέρναγε καλά. Και πώς μπορείς σε έναν άνθρωπο που έμαθε να ζει καλά, να περνάει καλά, να γελάει καλά, να του δώσεις εντελώς αντίθετες τελευταίες στιγμές; Όταν εκείνος, μάλιστα, πάντα ήθελε να σου δίνει το καλύτερο;
Δεν θέλω να πω άλλες λεπτομέρειες, ήδη είπα πάλι πολλά. Καταντάει γραφικό, αλλά ας όψεται η υποχρέωση εδώ στο ΟΝΕΜΑΝ να μην κρυβόμαστε πίσω από τα λόγια και τα γραπτά μας. Το πιο δύσκολο βράδυ της ζωής μου, ήταν αυτό που ο Τάκης έφυγε και κατάλαβα τα πρώτα 20 δευτερόλεπτα (τόσο κρατάει το σοκ) ότι δεν θα έρθει ποτέ πίσω. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, η ζωή δεν φταίει σε τίποτα, κακώς την είπα πουτάνα πιο πάνω. Ο θανάτος ο πούστης φταίει.
Το πιο δύσκολο βράδυ του Θέμη Καίσαρη
“Δεν θα πω την ιστορία όπως συνέβη. Θα την πω όπως τη θυμάμαι.”
Μ’αυτά τα λόγια ξεκινούσαν οι “Μεγάλες προσδοκίες”, μ’αυτά ξεκινάμε κι εμείς. Όχι γιατί η ιστορία δεν είναι αληθινή. Απλώς γιατί αυτή είναι η δική μου οπτική. Οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι προφανώς και έχουν διαφορετικές μνήμες από εκείνη την ημέρα.
Παρασκευή, 28 Ιουνίου 2002. Δύο μέρες πριν τον τελικό του Μουντιάλ ανάμεσα σε Γερμανία και Βραζιλία. Δουλεύω στον ΔΟΛ, στην Πανεπιστημίου. Τα ακουστικά στ’αυτιά, το winamp στο shuffle. Παίζει τυχαία το τραγούδι της Γλυκερίας απ’τον “Δεκαπενταύγουστο” του Γιάνναρη. Κολλάω και το ακούω στο repeat, έξι-επτά φορές συνεχόμενα, μπορεί και παραπάνω.
Δεν θυμάμαι τι ώρα ήταν. Λογικά μετά τη μία, πριν τις 3-4. Χτυπάει το κινητό, η μάνα μου. Κλαίει. “Το κορίτσι μας, έπεσε απ’το μπαλκόνι, το ασθενοφόρο δεν έχει έρθει ακόμα.” Το κορίτσι μας είναι η αδερφή μου, τρία χρόνια μικρότερη από μένα. Το μπαλκόνι είναι στο δεύτερο όροφο.
Βγήκα στην Πανεπιστημίου. Πήγα να πάρω το μετρό απ’τον σταθμό Πανεπιστήμιο, αλλά ήταν κλειστός. Κάποιος είχε αυτοκτονήσει, άκουσα να λένε, αλλά ποτέ δεν το διασταύρωσα. Τρέξιμο μέχρι το Σύνταγμα. Όρθιος δίπλα στην πόρτα του βαγονιού, λες και έτσι θα πάει πιο γρήγορα, να περιμένω να φτάσει στη Δάφνη να πάρω το αμάξι. Τα βλέμματα των επιβατών πάνω μου, με την απορία για το τι έχω.
Μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα για την Άνω Βούλα. Δεν είχα καμία άλλη επικοινωνία με τη μάνα μου εκτός απ’το πρώτο τηλεφώνημα. Και σ’αυτό, χωρίς φυσικά να φταίει, δεν μου είχε δώσει τη βασική πληροφορία: Δεν ήξερα αν η αδερφή μου ζούσε ή όχι. Έφτασα μέχρι την πλατεία του Αλέξανδρου Παναγούλη, εκεί που είναι τώρα ο σταθμός του Αγίου Δημητρίου.
Δεν άντεχα άλλο να οδηγώ χωρίς να ξέρω και πήρα τηλέφωνο. “-Την πήρε ασθενοφόρο, πάμε στο Σωτηρία στη Μεσογείων, μην πας σπίτι, έλα εκεί. -Ζει; -Ναι, αλλά είναι άσχημα, χτύπησε στο τσιμέντο με το κεφάλι.” Αναστροφή και κλάματα.
Πηγμένος στην κίνηση της Μεσογείων, έχω φτάσει κοντά στο Σωτηρία. Ακούω σειρήνες ασθενοφόρου και βρίζω. “Αυτό μου έλειπε τώρα, να περιμένω να περάσει ασθενοφόρο”. Έρχεται από Κατεχάκη. Περνάει από μπροστά μου κι από πίσω βλέπω ο βλάκας κολλημένο το αμάξι της μάνας μου. Μπήκα τρίτος πίσω τους και περάσαμε μαζί την πύλη του νοσοκομείου. Ταυτόχρονη άφιξη.
Πρόλαβα να παρκάρω και να είμαι εκεί την ώρα που θα έβγαινε το φορείο απ’το ασθενοφόρο. Πήρα τη μάνα μου αγκαλιά και περιμέναμε. Δεν ήμουν προετοιμασμένος γι’αυτό που θα έβλεπα, αλλά δεν το ήξερα, δεν είχα προλάβει να το σκεφτώ. Θρυμματισμένο σαγόνι, στόμα με 5-6 δόντια να λείπουν. Σοκ.
Οι επόμενες ώρες πέρασαν με την αναμονή των εξετάσεων. Ακτίνες, αξονική τομογραφία, οτιδήποτε υπάρχει. “Κάναμε αυτό, τώρα πάμε να κάνουμε το άλλο, περιμένετε”. Ίδιες φράσεις, πολλά replay. Κι εμείς που περιμέναμε είχαμε ήδη γίνει πολλοί. Ο πατέρας μου, το τότε αγόρι της αδερφής μου, φίλες και φίλοι της, πολλοί οικογενειακοί φίλοι. Καφέδες, τσιγάρα, οι ίδιες συζητήσεις, και ξανά απ’την αρχή, κάτω στο προαύλιο.
“Η τέντα του πρώτου ορόφου, που ήταν ανοιχτή. Η τέντα που έκοψε τη φόρα, που έκανε την πτώση να μην είναι κάθετη. Η τέντα.”
Κάπου ενδιάμεσα στην αναμονή τόσων ωρών, πήρα τηλέφωνο τους κολλητούς μου. “Έγινε αυτό, μέχρι στιγμής δεν έχουμε ακούσει κάτι άσχημο, τα πράγματα πάνε καλά, θα σας πάρω και αργότερα, μην έρθετε, δεν υπάρχει λόγος.” Το πίστευα. Αφού επέζησε απ’την πτώση, μετά θα ήταν μια χαρά.
Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν οι γιατροί, πρέπει να πλησίαζαν μεσάνυχτα. Όλα ήταν οκ. Κίνδυνος κανένας. Πριν προλάβουν να τελειώσουν οι αγκαλιές ανακούφισης, πήγαμε στο επόμενο θέμα: “Τώρα χρειάζεται εγχείριση για το σαγόνι και όλα αυτά, να φτιάξουμε τα κόκαλα, να βάλει καινούργια δόντια, κτλ. Έχει πολύ καλό τμήμα γι’αυτό η Ευρωκλινική στην Αλεξάνδρας.”
Εκεί πετάχτηκε η μάνα μου, με την πιο wtf ερώτηση: “Αν τα δόντια της υπάρχουν και δεν έχουν σπάσει, μπορεί να βάλει ξανά τα ίδια;” Οι γιατροί απάντησαν πως μπορεί, αλλά το θέμα ήταν τι εννοούσε η μάνα μου. Well, ενόσω περίμενε το ασθενοφόρο, η μάδερ είχε μαζέψει τα δόντια απ’το στόμα και το τσιμέντο και τα είχε βάλει σ’ένα πεζούλι στην πιλοτή.
Αμέσως τηλέφωνο στους πιο κοντινούς στο σπίτι, δηλαδή στους κολλητούς μου. Ήταν ήδη στο δρόμο κι έρχονταν, ανέβαιναν για περιφερειακό. “-Δεν σου είπα να μην έρθετε; Γυρίστε πίσω, πρέπει να μας φέρετε κάτι απ’το σπίτι. -ΟΚ, γυρνάω τώρα, τι να φέρουμε; -Στο πεζούλι δίπλα στην είσοδο έχει αφήσει η μάνα μου τα δόντια της αδερφής μου, μαζέψτε τα όλα κι ελάτε.” Παύση. “-Τι είπες να μαζέψουμε;”
Γύρισαν. Έψαχναν μάταια να τα βρουν εκεί που τους είχα πει. Τους άκουσε η γειτόνισσα απ’το διπλανό μας διαμέρισμα και κατέβηκε. Όταν το ασθενοφόρο έφυγε, είδε τα δόντια εκεί μαζεμένα και για κάποιο λόγο τα κράτησε. Τους τα έδωσε μέσα σ’ένα μικρό μπουκαλάκι, με λίγο νερό που είχε θολώσει απ’το αίμα.
Με αυτό το μπουκαλάκι νερό στο χέρι έφτασαν στο Σωτηρία. Ήμασταν πια έτοιμοι. Ένα κομβόι αυτοκινήτων κατέβηκε τη Μεσογείων, με το ασθενοφόρο να ηγείται της πομπής. Με μέγιστη ταχύτητα τα 40 χιλιόμετρα, γιατί δεν ήταν ώρα για κραδασμούς σε ευαίσθητα σημεία. Κηδεία, αλλά όχι.
Μπήκε αμέσως στο χειρουργείο και εμείς μείναμε πάλι στο προαύλιο. Καφέδες, τσιγάρα, συζητήσεις. Ήμασταν πια πάρα πολλοί. Σαν ξαφνικό κάλεσμα, σαν reunion. Οι οικογενειακοί φίλοι και τα παιδιά τους, που έρχονταν στα παιδικά πάρτι όταν ήμασταν μικροί, ο νονός της που είναι αναισθησιολόγος και ήρθε να κάνει ο,τι μπορεί, οι φίλοι της αδερφής μου, οι δικοί μου. Πλέον είχαμε τη διάθεση και την άνεση να μιλήσουμε για οτιδήποτε. Πως πάει η δουλειά, τα νέα σου, πως βλέπεις τον τελικό την Κυριακή.
Μιλούσα και κάπνιζα, κάπνιζα και μιλούσα. Εκείνη τη μέρα, απ’το πρωί που έφυγα για τη δουλειά, αγόρασα 6 ή 7 πακέτα τσιγάρα. Πολλά τα έδωσα σ’όποιον ζητούσε, κάποια τα πετούσα αμέσως γιατί κάπου έπρεπε να πάω, κάποια τα ξεχνούσα σε κάποιο πεζούλι κι αμέσως άνοιγα το επόμενο πακέτο. Τα περισσότερα τα κάπνισα. Σταμάτησα μόνο για να φάω ένα σάντουϊτς, κι αυτό μισό.
Ξημέρωσε, κάποιοι είχαν αποχωρήσει, κάποιοι είχαν μείνει. Το χειρουργείο τελείωσε, όλα καλά. Μπήκα κάποια στιγμή να τη δω, ζαλισμένη ακόμα απ’τη νάρκωση. Με το πρόσωπο παραμορφωμένο απ’το πρήξιμο, αλλά ένα θέαμα σαφώς καλύτερο από εκείνο του φορείου. Δεν θυμάμαι τι της είπα, ούτε κι εκείνη φυσικά. Ήταν πια πρωί.
Κάθε Σάββατο είχα την αγγαρεία να πρέπει να πάω στη δουλειά το μεσημέρι, να κάνω κάτι που κρατούσε μάξιμουμ 15 λεπτά. Συνεννοήθηκα με τη μάδερ, που θα έμενε στο νοσοκομείο κι επέστρεψα στη δουλειά. Η αλήθεια είναι πως ήθελα να μείνω μόνος μου.
Τα βρήκα όλα όπως τα είχα αφήσει την προηγούμενη μέρα, με τη μόνη διαφορά πως πλέον ήμουν μόνος μου στον όροφο. Το winamp ήταν σταματημένο στο ίδιο τραγούδι που άκουγα όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Πάτησα το play, ξανά και ξανά.
Έκατσα στο γραφείο σχεδόν δύο ώρες, μπορεί και περισσότερο, και έκλαψα. Αφού κάπνισα όσα τσιγάρα είχαν μαζί μου, αφού τα μάτια στέρεψαν, πήρα το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Στο τσιμέντο της πιλοτής υπήρχε το σημάδι της πρόσκρουσης, με τα αίματα. Έπεσα για ύπνο.
Μερικές εβδομάδες αργότερα, κάτσαμε με την αδερφή μου και είδαμε παρέα τον “Δεκαπενταύγουστο”, που δεν τον είχε δει. Το μότο της ταινίας, αυτό που γράφει στο εξώφυλλο, λέει πως “εκεί έξω, ένα θαύμα υπάρχει για όλους”. Σχεδόν δώδεκα χρόνια μετά, τα δόντια της είναι αυτά που έφεραν οι φίλοι μου σ’ένα μπουκάλι νερό. Surreal, unreal, but real.
Το πιο δύσκολο βράδυ του Στέφανου Τριαντάφυλλου
Υπάρχουν οι δύσκολες νύχτες που δεν θέλεις να ξημερώσει. Υπάρχουν κι οι πιο δύσκολες, αυτές που ακολουθούν συνήθως εξίσου δύσκολες ημέρες. Αυτές που παρακαλάς να σε πάρει ο ύπνος, για να σταματήσεις να σκέφτεσαι. Η νύχτα της 25ης Μαΐου του 2003 ήταν μια από αυτές. Το σώμα, αν και πονούσε σε όλους τους μυς που είναι δυνατόν να πονέσουν, είχε παραδοθεί προ πολλού, την ώρα που το μυαλό έψαχνε το δικό του καταφύγιο, λες κι αν κοιμόμουν ό,τι είχε συμβεί, θα έσβηνε.
Είχαν προηγηθεί ένα γλιστερό οδόστρωμα, δύο μπλοκαρισμένοι τροχοί, ένα διαλυμένο αυτοκίνητο και καπνός. Πολύ καπνός. Λένε ότι πριν από τέτοια περιστατικά, βλέπεις τη ζωή να περνά μπροστά από τα μάτια σου. Εγώ να πω την αλήθεια τις στιγμές που κατάλαβα ότι το να πατάς φρένο πάνω στην κακοφτιαγμένη και γλιστερή από βροχή στροφή, είναι μια πάρα πολύ κακή ιδέα, δεν σκεφτόμουν τίποτα. Παρά μόνο αυτό ακριβώς. “Πολύ κακή ιδέα”.
Το μόνο που θυμάμαι είναι να αρπάζω το τιμόνι με όλη μου τη δύναμη. Όχι για να κρατηθώ, αλλά για να επαναφέρω το αυτοκίνητο στη λωρίδα που θα έπρεπε να ήταν. Και μετά καπνός. Ούτε που είδα με τι χτυπήσαμε (ήταν ένα μεγάλο τροχόσπιτο camper – ευτυχώς). Ούτε που κατάλαβα πώς είχε βρεθεί δίπλα μου η Ρομίνα από το πίσω κάθισμα. Ούτε που φανταζόμουν πως ο Πάνος, πίσω από τη θέση του συνοδηγού, μπορεί να είχε χτυπήσει στο πρόσωπο. Από που βγαίνει τόσο καπνός;
Βγήκα από αυτό που κάποτε ήταν αυτοκίνητο για να διαπιστώσω ότι τα πόδια μου δεν μπορούσαν να με κρατήσουν. Το να χτυπάς μετωπικά με ένα αυτοκίνητο, προκαλεί μεγαλύτερες δυνάμεις από αυτές που προσπαθούσες να υπολογίσεις στη φυσική. Το κεφάλι μου είχε χτυπήσει στον αερόσακο, που στην προκειμένη περίπτωση έμοιαζε το ίδιο σκληρός με τσιμέντο, ενώ όλο το σώμα είχε γεμίσει από μελανιές από τη ζώνη. Ευτυχώς, όλοι ήταν καλά. Μόνο ο Πάνος κέρδισε κάποια ράμματα στο πλησιέστερο νοσοκομείο, τα οποία πρόσθεσε στη συλλογή που είχε ξεκινήσει από μικρός όταν έριχνε κουτουλιές σε γωνίες τραπεζιών.
Νοσοκομείο, εξετάσεις, τηλεφωνήματα σε γονείς, ανάκριση από την τροχαία. Δεν έτρεχα. Αλήθεια. Και μετά επιστροφή με τον Γιώργο και την αδερφή μου. Το αυτοκίνητο μου -είπαμε- παλιοσίδερα. Εκείνο το βράδυ οπότε ήταν δύσκολο. Προσπαθούσα να καταλάβω αν ήμουν άτυχος που συνέβη αυτό σε μένα, ή αν ήμουν τυχερός, που δεν συνέβη κάτι πολύ χειρότερο. Αν είχα βγει σε άλλη στροφή και πέφταμε από τον γκρεμό; Αν στο απέναντι ρεύμα ήταν άλλο ένα μικρό αυτοκίνητο σαν το δικό μου; Αν πάθαινε κανείς κάτι;
Το μόνο που βρήκα το κουράγιο να κάνω είναι να πιάσω το κινητό και να πληκτρολογήσω κάποιες σκέψεις στους άλλους εννιά, που επιστρέφαμε μαζί από το τριήμερο στην Κόστα. Τι έγραψα; Κάτι για την έννοια της “τύχης” και “ατυχίας”. Το πόσο σχετικά είναι τα πράγματα στη ζωή μας, σαν ένα τσακ στο φρένο δηλαδή, το κράτησα για τον εαυτό μου. Εξάλλου αν δεν γεμίσουν και τα δικά σου μάτια με καπνούς, δεν θα με καταλάβεις.
To πιο δύσκολο βράδυ του Πάνου Κοκκίνη
Κάποτε ο Στέλιος Αρτεμάκης έγραψε ότι με ξέρει καλύτερα από πολλούς από τους φίλους του, έχοντας διαβάσει τα πράγματα που κατά καιρούς έχω γράψει στη στήλη Homme Alone. Όπως π.χ. για την ξεφτίλα που έπαθα, γυμνός πάνω στο χειρουργικό τραπέζι, τον πρώτο μου αυνανισμό για απόλαυση και τον πρώτο κατά παραγγελία (στο δωματιάκι του κέντρου εξωσωματικής γονιμοποίησης), την πρώτη μου φορά σε οίκο ανοχής ή την τελευταία μου εργένικη νύχτα όταν γεννήθηκε η κόρη μου.
Σόρι Στέλιο, αλλά κάνεις μεγάλο λάθος. Γιατί με τα πραγματικά δύσκολα δεν αντέχεις να κάνεις πλάκα. Όσα χρόνια και αν περάσουν. Και δεν μιλάω για στρατό, γκόμενες, απολύσεις, μετωπικές ή ακόμη και θανάτους, όπως π.χ. αυτόν του πατέρα μου που ξεπέρασα στο φτερό (επιδεικνύοντας μάλιστα την τρομακτική αναισθησία να αφήσω πρόσφατα μια φίλη της μάνας μου να παέι να τον ξεθάψει επειδή εκείνη την ημέρα είχα δουλειά).
Η δική μου νύχτα του διαβόλου, κομπλέ με λυγμούς και εφιάλτες τύπου Lovecraft, ήρθε την τρίτη φορά που φύγαμε με την -οχτώ μηνών- γυναίκα μου από το γραφείο του ειδικού στον οποίο μας είχε στείλει ο γυναικολόγος της για να κάνουμε διαδοχικά την εξέταση β’, γ’ και δ’ επιπέδου (σ.σ. δεν ξέρω αν λέγεται έτσι, πάντως εμείς πηγαίναμε, ξαναπηγαίναμε, σκάγαμε 600άρια και μετά κλαίγαμε). Τότε δηλαδή που ένας καλοντυμένος και πολύ τεχνοκράτης γιατρός, σαν να έχει βγει από το GQ ένα πράγμα, μας ανακοίνωσε ότι το αγέννητο παίζει να έχει σοβαρό πρόβλημα. Αναγκάζοντάς μας να κάνουμε αργοπορημένα αμνιοπαρακέντηση και ‘χαρίζοντάς’ μας 10 μέρες στην κόλαση. Οι μοναδικές μέρες στη ζωή μου που δεν μου έκανε καρδιά να βάλω μπουκιά στο στόμα μου, να δω μια ταινία ή να αισθανθώ ηλίθια άγχη σχετικά με τη δουλειά. Οι μοναδικές μέρες που αισθάνθηκα πραγματικά και αυθεντικά πόνο.
Το πιο δύσκολο βράδυ του Ηλία Αναστασιάδη
Το μόνο πράγμα που ήθελα να κάνω την Κυριακή 10 Φλεβάρη του 2008 ήταν να κλέψω το τηλεκοντρόλ που έπεσε στα χέρια του Adam Sandler στο ‘Click’ και να κάνω ένα μικρό forward 24 ωρών. Η τελευταία μου μέρα πριν παρουσιαστώ στην Καλαμάτα κατέληξε -απολύτως λογικά- στο χειρότερο βράδυ της ζωής μου και στη σχετική ανακούφιση της επόμενης μέρας, της πρώτης στο στρατό. Τα ‘χουμε ξαναπεί. Ό,τι κι αν ακούσεις για το στρατό πριν τον ζήσεις εσύ ο ίδιος φτιάχνουν έναν μύθο, χτίζουν μια εικόνα, αλλά δεν έχουν ΚΑΜΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ όταν φτάνει η δική σου στιγμή να το ζήσεις.
Είχαμε συμφωνήσει με τον Μιχάλη (ο πιο αδερφός κολλητός από τους αδερφούς κολλητούς) και τον πατέρα μου να ξεκινήσουμε κατά τις 8 το πρωί της Δευτέρας απ’ την Ηλιούπολη για να ‘μαστε μέχρι τις 12 στην Καλαμάτα. Δεν με ένοιαζε τι θα κάνω το τελευταίο βράδυ ως πολίτης, θα πλήρωνα να μην υπήρχε. Για κάποιο λόγο, κανόνισα να πάω σινεμά με τους κολλητούς μου. Θα βλέπαμε το Sweeney Todd. Δεν έχω ιδέα τι σκεφτόμουν, δεν έχω ιδέα γιατί κανόνισα κάτι τέτοιο.
Προσπάθησα να χαθώ στην ταινία (το τραγουδιστό σενάριο δεν βοηθούσε και πολύ), αλλά μετά το 10λεπτο η θεϊκή ψυχαναγκαστική σκέψη ‘μέχρι το διάλειμμα περνάς καλά, μετά το διάλειμμα είσαι με το ενάμιση πόδι φαντάρος’ ήταν πολύ εντάξει. Μέχρι το διάλειμμα. Μετά, απλά μετάφραζα από μέσα μου σε όλες τις γνωστές γλώσσες ένα “ΤΙ ΣΚΑΤΑ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ ΠΕΡΑ;”. Με παρηγορούσε βέβαια το ότι παντού τα ίδια (σκατά) θα έκανα. Θα σκεφτόμουν το απόλυτο άγνωστο, το πότε θα ξαναδώ τους φίλους μου, το πότε θα ξαναπάω σινεμά και το πώς θα την παλέψω τώρα που με χώρισε η Κατερίνα.
Η ταινία τελείωσε, τα παιδιά με γύρισαν στο σπίτι και κάπου εκεί ξεκίνησε το θρίλερ. Χάζεψα Αθλητική Κυριακή. Τέλειωσε η Αθλητική Κυριακή. Ξάπλωσα και έκλεισα τα μάτια. Σε είκοσι λεπτά ξανάνοιγα την τηλεόραση. Η ΕΤ1 είχε ένα αρχαϊκό γαλλικό νουάρ και αμέσως σκέφτηκα πόσο τέλεια θα ήταν η ζωή χωρίς στρατό και με υποχρεωτική θέαση ενός γαλλικού νουάρ τη μέρα. Έκλεισα την τηλεόραση στις 3.
Δεν έχω κάνει φυλακή μέχρι τώρα, αλλά αυτό που ένιωθα ήταν ότι μετράω τις τελευταίες ώρες πριν με μπουζουριάσουν.
Έκανα τους πολλαπλασιασμούς και πέρα από τις ώρες, είχα πλέον και τα λεπτά στο μυαλό μου. Κοιμήθηκα 15 λεπτά. Σηκώθηκα. Κοιμήθηκα άλλα 10. Σηκώθηκα. Κατέβηκα στο ψυγείο να φάω κάτι. Έφαγα. Ξανάπεσα. Κοιμήθηκα 25 λεπτά αυτή τη φορά. Σηκώθηκα. Ζήλευα τους πάντες που κοιμούνταν ξένοιαστοι την ίδια στιγμή.
“Θα προτιμούσα να έχω τριπλή εξαγωγή φρονιμίτη το πρωί”. “Θα προτιμούσα να έδινα αύριο το τελευταίο μάθημα για το πτυχίο και να κοβόμουν”. “Θα προτιμούσα να με ξαναχώριζε απ’ την αρχή η Κατερίνα”. Τα προτιμούσα όλα. Εκτός από αυτό. Ξάπλωσα. Με πήρε ο ύπνος και ξύπνησα στις 7.10. Το ξυπνητήρι ήταν για τις 7.30. “Δε γαμιέται, ας κοιμηθώ άλλα 20 λεπτά, εδώ που φτάσαμε”. Ισχύει ότι ο ύπνος σε φέρνει σε μια γλυκιά κατάσταση αναισθησίας, τουλάχιστον το δευτερόλεπτο που ξυπνάς. Είχα δει και όνειρο ότι μου είχαν κάνει τις ενέσεις της πρώτης μέρας και ότι μιλούσα στο τηλέφωνο με τους φίλους μου.
Στις 8 όντως ξεκινήσαμε. Στο κρεβάτι μου είχα αφήσει 4 μπλούζες μούσκεμα απ’ τον ιδρώτα. Δεν ξανάδα ποτέ το Sweeney Todd.
Το πιο δύσκολο βράδυ του Χρήστου Χατζηιωάννου
Το θέμα από μόνο του σε ωθεί να σκεφτείς την απώλεια. Αλλά επειδή το πιο δύσκολο βράδυ της ζωής κάποιων φίλων μου, για εμένα ήταν ένα ξερό τηλεφώνημα το επόμενο πρωί, δεν θα μιλήσω για αυτό και το πώς άλλαξε την όλη σκέψη μου για τον θάνατο. Δεν θέλω και να το πολυσκέφτομαι να σου πω την αλήθεια. Γι αυτό θα σου πω για μία ημέρα που ξεκίνησε με επίσκεψη στο μουσείο του Old Trafford. 31 Μαίου 2006. Το προηγούμενο βράδυ είχα δει με τον φίλο μου τον Bryan την Εθνική Αγγλίας να παίζει φιλικό με την Ουγγαρία του Σάντορ Τόργκελε. Το πρωί ήταν υπέροχο μέχρι το τηλέφωνο που πήρα τη μάνα μου να της πω χρόνια πολλά για τα γενέθλιά της.
Το σήκωσε αρκετά περιέργως η θεία μου. Μου έδωσε με τα πολλά τη μάνα μου η οποία ψέλλισε ένα “ευχαριστώ πολύ, μη χρεώνεσαι” και μου το έκλεισαν βιαστικά. Ότι κάτι συνέβαινε ήταν ολοφάνερο. Τηλέφωνο στον πατέρα. Δεν το σήκωσε. Τηλέφωνο στην αδερφή μου. “Όχι Χρηστάκο, τι να συμβαίνει;”. Χριστοπαναγίες. Λύγισε. Μου είπε. Η μητέρα μου είχε μπει για χειρουργείο εγκεφάλου. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες από σεβασμό σε εκείνη.
Εκείνο το βράδυ που γύρισα στο σπίτι μου στο Λονδίνο και περίμενα ξάγρυπνος την πρωινή πτήση για Αθήνα, δεν ξέρω αν ήταν το πιο δύσκολο της ζωής μου αλλά ήταν σίγουρα ένα από τα δυσκολότερα. Λίγους μήνες πριν που είχε πεθάνει ο φίλος που προανέφερα είχα μάθει να είμαι ψυχρός με τον θάνατο. Να μην με φοβίζει.
Αυτό που με διέλυσε όμως εκείνο το βράδυ ήταν η άγνοια. Η βεβαιότητα ότι δεν μου λένε την αλήθεια. Το ψέμα που μου έλεγαν τόσες μέρες. Η ιδέα ότι στο 11ωρο χειρουργείο η μάνα μου μπορεί να είχε πεθάνει την ώρα που εγώ έκανα βόλτες στο Μιλάνο και το Μάντσεστερ. Η σκέψη ότι δεν θα της είχα πει αντίο επειδή η ίδια δεν ήθελε να μου το πουν για να μην διακόψω τις σπουδές μου.
Με σκότωνε η σιγουριά ότι η κατάσταση ήταν πολύ πιο σοβαρή απ’ ό,τι την περιέγραφαν. Και κανείς να μην παραδέχεται τίποτα. Να ξέρεις ότι έχεις μία ομάδα ανθρώπων που σου λένε το ίδιο παραμύθι και εσύ να ρωτάς και ξαναρωτάς για να μάθεις την αλήθεια. Το βράδυ δεν πήρα κανέναν ξανά τηλέφωνο. Θα αντιμετώπιζα την κατάσταση το πρωί.
Διαβάζοντας τα κείμενα του Μάνου και του Μάνου πιο πάνω, έχοντας ζήσει από κοντά την απώλεια αγαπημένων, έχοντας χάσει αγαπημένους, δεν τολμώ να συγκρίνω καμία εμπειρία με την ίδια την απώλεια. Στην τελική εγώ έχω τη μάνα μου ακόμα στη ζωή μου για να της γράφω κείμενα, να αποθεώνω την ελληνίδα μάνα μέσα από εκείνη και να της σπάω τα νεύρα σαν κλασικός γιος. Κι όσο κι αν πιστεύω ακράδαντα ότι αυτά τα βράδια είναι εφόδιο ρεαλισμού για τη ζωή που έπεται, ξέρω ότι μπορεί να σε τσακίσουν ανεπανόρθωτα.
Το μυαλό τα κάνει δύσκολα τα βράδια. Αυτό που έμαθε να ζει “μαζί” και δεν αντέχει ούτε καν τη σκέψη ενός “χωρίς”.