Το πιο σημαντικό πράγμα που μου έμαθε η μάνα μου
- 5 ΝΟΕ 2016
Όταν ζητάς από τον οποιοδήποτε να σκεφτεί την πιο χαρακτηριστική ατάκα-συμβουλή της μητέρας του, είναι 245% σίγουρο ότι θα πει κάτι σχετικό με ζακέτα, μπουφάν και κρύο.
Μόλις ξεπεράσουμε αυτό το αστείο όμως και πάμε λίγο στα πιο σοβαρά, όλοι μας θα διαπιστώσουμε, πως ακόμα και ασυναίσθητα, χωρίς δηλαδή να μας έχει μεταφερθεί σαν ευθεία συμβουλή και προτροπή, η μητέρα μας έχει καταφέρει να μας μάθει πολλά πράγματα και φυσικά έχει παίξει σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα μας και αυτού που είμαστε σήμερα.
Εκτός απ’ το να μην βγαίνουμε έξω με τα μπλουζάκια μας και βρεγμένο μαλλί και να κλείνουμε το ψυγείο γρήγορα, οι μανάδες μας έχουν κατορθώσει να μας δώσουν γνώσεις κι εφόδια τα οποία μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους, έστω κι αν σπάνια τις ευχαριστούμε γι΄αυτό.
Οι δημοσιογράφοι του Oneman περιγράφουν τα πιο σημαντικά πράγματα που έχουν μάθει απ’ τις μητέρες τους.
“Γιε μου, μην πας στα καράβια” για τον Γιώργο Μυλωνά
Δεν φτάσαμε ποτέ στο επίπεδο γραφικότητας σαν μάνα με γιο να κάνουμε τον παρακάτω διάλογο:
-Γιε μου πού πας;
-Μάνα θα πάω στα καράβια.
Για να μην φτάσουμε, όμως, σε αυτό το σημείο η μητέρα μου είχε προνοήσει να με συμβουλέψει με κάθε τρόπο ίσως ακόμα και από τη στιγμή που γεννήθηκα πως δεν έπρεπε με τίποτα να γίνω ναυτικός, όπως ο πατέρας μου. Δεν μου βγήκε ποτέ κάποια τάση να μπαρκάρω και δεν ξέρω αν θα μου έβγαινε στην προσπάθεια μου να μιμηθώ το αντρικό μου πρότυπο (βλ. πατέρα), ωστόσο η μητέρα μου ήθελε να είναι σίγουρη ότι δεν θα έχω στην πορεία της ζωής μου ουδεμία σχέση με τη θάλασσα. Τα κατάφερε τόσο καλά που ούτε μπάνιο δεν έμαθα.
Τι εστί χαρά, για τον Αντώνη Τζαβάρα
Η μαμά μου δεν είναι ο τύπος που δίνει συμβουλές. Είναι ένα κοριτσάκι που σε λίγο θα κλείσει τα 62 και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της κοριτσίστικης ζωής της μεγαλώνοντας με συγκλονιστική αγάπη τέσσερα παιδιά. Το πιο σημαντικό πράγμα που μας έμαθε σ’ αυτήν την πορεία – χωρίς να το ξέρει, μάλλον – είναι να ανακαλύπτουμε τη χαρά όπως την ανακαλύπτει εκείνη όλα αυτά τα χρόνια που σκίζεται για μας. Στις λεπτομέρειες. Στα διαλείμματα. Μέσα στα συρτάρια, κάτω απ’ τα χαλιά, πάνω απ’ το τηγάνι που τσιτσιρίζει. Παντού υπάρχει λίγη χαρά. Ακόμα και στο τέλος της πιο δύσκολης μέρας. Η μαμά μου είναι καλή στο να την αναδεικνύει. Εγώ προσπαθώ φιλότιμα να της μοιάσω. Όταν δεν τα καταφέρνω, βολεύομαι με κάτι άλλο που έμαθα από εκείνη: όλα γίνονται καλύτερα μετά από μια γενναία μερίδα λουκουμάδες με μέλι.
“Πρόσεχε μην σου ρίξουν κάτι στο ποτό…”, για τον Στέφανο Τριαντάφυλλο
Η μητέρα μου, που παλιότερα άκουγε στο όνομα “μαμά” και πλέον αποκαλείται “μάνα”, έχει πει μερικές από τις μεγαλύτερες συμπαντικές αλήθειες. Όπως το γεγονός ότι είμαι ο πιο όμορφος του κόσμου. Και ο καλύτερος. Αν και μεταξύ μας τώρα που μεγάλωσα κατάλαβα ότι ίσως και να μην είμαι ο καλύτερος σε όλα. Η αριστερή σέντρα μου χρειάζεται δουλειά, το παραδέχομαι. Από εκεί και πέρα, όμως, έχει ξεστομίσει μερικές από τις πιο άστοχες ατάκες της ιστορίας: όπως το ότι “φάε το φαγητό σου, τα παιδιά στην Αφρική πεινάνε”, πρόταση που με στοίχειωσε με αποτέλεσμα να μην έχω αφήσει ποτέ στη ζωή μου πιάτο που να μην έχουν αδειάσει, φυλλάδιο ντελίβερι να μην πέσει κάτω και δίαιτα αδοκίμαστη (και ατρακάριστη). Νομίζω, όμως, ότι η καλύτερη-χειρότερη συμβουλή που έδινε πάντα είναι το “κοίτα να μην σου ρίξουν κάτι στο ποτό”. Λες και για κάποιο μυστήριο λόγο κάποιος είχε σχέδιο να μαστουρώσει τον χοντρό με τα μούσια. Μάνα, δεν ξέρω τι γινόταν στη δική σου εποχή, αλλά τώρα κανείς δεν θα χαράμιζε τα ναρκωτικά του, πετώντας σε ποτά αγνώστων. Η καλύτερη-καλύτερη συμβουλή που μου έχει δώσει δεν είναι λόγια. Πίσω από τα χιλιάδες “ρίξε κάτι πάνω σου” και “μην βγεις έξω με βρεγμένο κεφάλι” μου έδωσε συμβουλές με τον καλύτερο τρόπο που δίνονται οι συμβουλές: με παραδείγματα. Όπως το ενδιαφέρον, η ανιδιοτέλεια και η σωστή συμπεριφορά στους ανθρώπους που βρίσκονται στη ζωή μας.
“Να είσαι αξιοπρεπής σε ό,τι κάνεις”, για τον Χρήστο Δεμέτη
Η μάνα μου, η Διονυσία στη δουλειά της, η Σούλα στο σπίτι μας, αποτελεί εξαίρεση στον δημόσιο τομέα. Όχι, δεν το γράφω αυτό επειδή με γέννησε, το γράφω επειδή όντως είναι. Και κάθε φορά που της μιλάω για τις παθογένειες του δημοσίου, εκείνη σπεύδει να υπερασπιστεί τις εργατοώρες της και το εργασιακό της περιβάλλον, παρότι εδώ και χρόνια δουλεύει για δύο και για τρεις. Η εμμονική της αυταπάρνηση ίσως και να ευθύνεται για μέρος των δικών μου ψυχαναγκασμών. Ωστόσο, η συμβουλή της που έχει βγει μέσα από ατέρμονους καυγάδες, αυτή η πρέζα “αξιοπρέπειας” σε οτιδήποτε κάνεις μέσα στη μέρα σου, σε όλες τις προσωπικές σου επιλογές, είναι κάτι που της χρωστώ.
Το να μην μετανοιώνεις για όσα έκανες, το να μπορείς να κοιμηθείς με συνείδηση καθαρή το βράδυ, το να μην ντρέπεσαι να κοιτάξεις τον άλλο μέσα στα μάτια. Δεν ξέρω πώς αλλιώς μπορώ να το περιγράψω, ξέρω πως οι τίμιοι με τον Σταυρό στο χέρι δεν πάνε μπροστά, αλλά μάλλον με σώζει το ότι ποτέ μου δεν ταυτίστηκα με καμία θρησκεία. Και ας μην αρέσει αυτό πάρα πολύ στην “κυρά Σούλα” μας, και ας γκρινιάζει για κάθε “βλασφημία”.
Με έμαθε, μας έμαθε εκεί στο “δεμετέικο”, ή έστω μας έδειξε τον τρόπο του να είσαι πρώτα εντάξει με τον εαυτό σου και ύστερα με τους γύρω σου. Δεν ξέρω αν το κάνω καλά. Τουλάχιστον το προσπαθώ. Και αυτή την προσπάθεια της την χρωστάω ολοκληρωτικά.
Να είμαι μέγας μαλαγάνας, ο Πάνος Κοκκίνης
Είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα. Προφανώς και δεν αποτελεί το πιο κολακευτικό μητρικό ‘κληροδότημα’ που ομολογεί ένας γιος, ειδικά δημόσια, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Βλέποντας την κυρά Φιλιώ -επίσης μοναχοπαίδι όπως εγώ- να μανουβράρει επιδέξια ότι εμπόδιο της έφερνε η ζωή με ένα δεξιοτεχνικό συνδυασμό πονηριάς, μαλαγανιάς και ‘ο σκοπός αγιάζει τα μέσα’ λογικής, έμαθα και εγώ να φέρομαι αντίστοιχα. Αυτό που με δίδαξε είναι πως είναι ηλίθιο να εκνευρίζεσαι με τους ηλίθιους ή να είσαι μονολιθικός ‘πάρε το πανό και πάμε στη διαδήλωση’ στις απόψεις σου. Σημασία έχει να πετυχαίνεις το στόχο σου. Γιατί να βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο όταν μπορείς να πείσεις κάποιον άλλο να το βαρέσει μέχρι που η τρύπα να είναι αρκετά μεγάλη ώστε να χωράς να περάσεις από μέσα;
Ακολουθώντας το εγχειρίδιο της μάνας, για τον Πάνο Σεϊτανίδη
Από το «μαμά μου» μέχρι το «μάνα», μερικές δεκαετίες και μερικές δεκάδες ατάκες δρόμος. Και τι ατάκες! Ειπώθηκαν πολλές και μεγαλώνοντας νομίζω πως συμφωνούμε όλοι, φαίνεται πως οι μαμ(ν)άδες μας παρακολουθούσαν όλες το ίδιο σεμινάριο «Καθημερινών Συμβουλών Στα Παιδιά Μας». Απαριθμώ μερικές, σηκώστε χέρι αν κάτι σας θυμίζουν:
«Φάε την τελευταία μπουκιά, είναι η δύναμη σου» – Τόσες τελευταίες μπουκιές, νιώθω πια superman
«Φάε όλο το φαί σου να ψηλώσεις» – Στα 37 το προσπαθώ ακόμα, δεν ψήλωσα ιδιαίτερα
«Κρυώνεις και δεν το καταλαβαίνεις» – Ρε φίλε, το λέω και εγώ πια στην κόρη μου
«Πρόσεχε μη σου ρίξουν κάτι στο ποτό σου» – Κι όμως κύριε Τριαντάφυλλε, το έχω δει να συμβαίνει αν και για χαβαλέ, όχι εμπόριο.
Συμπέρασμα, οι εκατομμύρια μικρές συμβουλές είχαν λιγοστό νόημα αλλά περίσσια αγάπη. Αυτό που έκανε τη διαφορά, στη μάνα, στους γονείς, στην οικογένεια, ήταν η καθημερινότητα, πέρα από τα λόγια. Όσα εισέπραττες και σε διαμόρφωναν ως άνθρωπο. Για όσα «εισέπραξα» λοιπόν, σε ευχαριστώ.
“Να είσαι δοτικός στις σχέσεις σου”, είχε πει κάποτε η μάνα του Δημήτρη Κουπριτζιώτη
Θυμάμαι με είχε πιάσει μια μέρα και μου είχε πει “έλα να μιλήσουμε”. Όχι πατρονίστικα, άλλωστε μητέρα ήταν, ούτε αυστηρά και διδακτικά. Περισσότερο στοργή είχε ο τρόπος που με είχε προσεγγίσει. Ήταν η στιγμή που είχε νιώσει ότι έπρεπε να μου πει μερικά πράγματα για τις σχέσεις. Όχι μόνο για τις σχέσεις με τις γυναίκες, αλλά για τις σχέσεις με τους ανθρώπους. Πως να τους κρίνεις, πως να κρατάς κοντά σου αυτούς που χρειάζεσαι, πως να χειρίζεσαι τις κρίσεις που περνάνε όλες οι σχέσεις. Τα θεωρούσα λίγο ανούσια τότε όλα αυτά, δεν τα πολύ καταλάβαινα μέχρι που μου είπε “Να είσαι δοτικός με τους ανθρώπους που αγαπάς. Να δίνεις και να μην περιμένεις να πάρεις. Κάποια στιγμή θα σου επιστραφούν όλα”. Και εκείνη την ώρα συνειδητοποίησα ότι μου το έλεγε σα να μου μεταλαμπάδευε όλη την την στάση ζωής που είχε η ίδια. Σα να μου παρέδιδε ένα κομμάτι από το δικό της Άγιο Δισκοπότηρο. Γιατί πάντα, σε ότι κι αν έκανε αυτό είχε σαν πυξίδα. Όπως ακριβώς της είχε μάθει και η μητέρα της. Η κουβέντα τότε δεν με είχε αγγίξει πολύ, αλλά από τότε με έχει σημαδέψει άπειρες φορές και έχει έρθει σαν flashback στο μυαλό μου. Όπως με σημάδεψε και η τελευταία φράση εκείνης της κουβέντας “Να σέβεσαι τις γυναίκες που επιλέγεις να έχεις δίπλα σου. Άλλωστε είναι επιλογή σου”.
“Να είμαι ευγενική”, η Έρρικα Ρούσσου
Η μαμά μου δεν είναι σίγουρα η πιο κλασική μαμά του κόσμου. Κυρίως γιατί πέρα από κάποιες κλασικές εξάρσεις του ‘σε έχω πάρει 200 τηλέφωνα και δεν μπορώ να σε βρω, ανησύχησα’ (σημειωτέον, όλα αυτά τα τηλέφωνα μαζί διαρκούν το πολύ ένα πεντάλεπτο) δεν συμπεριφέρθηκε και δεν συμπεριφέρεται ποτέ ως μαμά. Με έκανε και στα 19, λογικό. Η μαμά μου λοιπόν, ανέκαθεν ήταν και είναι η φίλη που θα μιλήσω, θα ακούσω, θα τα ακούσω, θα εμπιστευτώ, δεν θα ντραπώ ποτέ να πω το οτιδήποτε. Ως εκ τούτου, οι συμβουλές που έχω αποθηκευμένες από αυτήν είναι εξαιρετικά πολλές και οι περισσότερες, εκνευριστικά καλές. Το ‘να είμαι ευγενική’ ωστόσο, είναι η μόνη που φροντίζω να μην ξεχνώ ποτέ. Όσα νεύρα και αν έχουμε εγώ ή ο συνομιλητής μου, όση κακή διάθεση.
Δεν ξέρω αν γι αυτό ευθύνεται αποκλειστικά η μητέρα μου, ωστόσο σήμερα είμαι στην ευχάριστη θέση να γράψω ότι οι τρόποι σε έναν άνθρωπο είναι ένα από τα μεγαλύτερα και τα πιο υποτιμημένα αγαθά του και στη δυσάρεστη να παραδεχτώ ότι δεν τους έχουμε τόσο και τόσοι όσοι πιστεύουμε.
Να μην στεναχωριέμαι για βλακείες, ο Κωνσταντίνος Αμπατζής
Πώς το λέμε κάθε φορά που βλέπoυμε έναν δικό μας άνθρωπο να περνάει μια πραγματικά δύσκολη στιγμή στη ζωή του; “Αυτά είναι τα αληθινά προβλήματα και κοίτα με τι βλακείες κάθομαι και στεναχωριέμαι εγώ“. Ε, κάτι τέτοιο μου έλεγε πάντα -και μου λέει ακόμα- η μητέρα μου, όποτε με βλέπει να είμαι αγχωμένος ή στεναχωρημένος με κάτι που ίσως και να μην είναι και τόσο σπουδαίο τελικά. Ή ακόμα και όταν δεν μου το έλεγε, το να τη βλέπω τόσα χρόνια να προσπερνάει με χαμόγελο τις μικρές αναποδιές, εκτιμώντας την μεγαλύτερη εικόνα, ήταν για μένα ένα σπουδαίο μάθημα. Κι ας συνεχίζω που και που να στεναχωριέμαι με βλακείες. Στο τέλος της ημέρας, το αναγνωρίζω και συνεχίζω κι εγώ με χαμόγελο.
“Να μη φοβάμαι”, ο Ηλίας Αναστασιάδης
Όλες οι μάνες είναι καθησυχαστικές. Γι’ αυτό γεννήθηκαν, γι’ αυτό έγιναν μάνες φαντάζομαι. Ο τρόπος που κατάφερε η δική μου να αποκρούσει περίπου διακόσιους διαφορετικούς φόβους που έσκαγαν τακτικότατα στο κεφάλι μου από τα 5 που αναρωτήθηκα πρώτη φορά φωναχτά ‘τι στο καλό γίνεται όταν πεθαίνουμε’. Η μάνα μου, κοντούλα, διακριτική και μαζεμένη, υπήρξε ανέκαθεν ένας τεράστιος κυματοθραύστης φόβου. Και ο καλύτερος μη πτυχιούχος γιατρός της γειτονιάς. Ζαλιζόμουν και ένιωθα ότι θα πέσω σε κάθε δεύτερο βήμα; Με καθησύχαζε με μισό βλέμμα. Είχα άγχος για τις πανελλήνιες (δεν είχα, αλλά λέμε τώρα); Με καθησύχαζε με μισή κουβέντα. Τα χρειάστηκα όταν αρρώστησε σοβαρά και τρέχαμε στα νοσοκομεία; Με καθησύχαζε με ένα μιξ τρόπων, λες και είχα το δικαίωμα να είμαι πιο φοβισμένος από αυτήν. Ένα τείχος 150 εκατοστών. Χωρίς λεκτικό τσαμπουκά και ψευτομαγκιές, αλλά με ουσία. Δηλαδή χωρίς να σου επιτρέπει να φοβηθείς για τίποτα.
Τα λεφτά είναι δανεικά, για τον Θέμη Καίσαρη
Δεν υπάρχει κάτι πιο σημαντικό. Είναι όλα σημαντικά, γιατί είναι όλα δικά της. Απ’ την υπευθυνότητα μέχρι την ευγένεια, απ’ τη χαρά στο σεβασμό. Η μάνα τα καθόρισε όλα. Κάτι πρέπει να διαλέξω κι αυτό θα είναι η σχέση με τα χρήματα. Ποια χρήματα; Έχεις; Καλώς. Δεν έχεις; Πάλι καλώς. Η μάνα μ’ έμαθε να τα ξοδεύω χωρίς τύψεις όταν τα έχω και να μην τ’ αφήνω ποτέ να με αγχώνουν για κανένα λόγο. Αν τα χάλασες για κάτι που σ ‘άρεσε, καλώς τα χάλασες. Αν δεν τα έχεις να τα χαλάσεις για κάτι που σ’ αρέσει, δεν πειράζει, βρες κάτι άλλο. Μόνο μην αγχώνεσαι, λεφτά είναι. Και ξοδεύονται καλύτερα με παρέα ή ακόμα καλύτερα όχι για σένα, αλλά για τους άλλους. Τα σάβανα δεν έχουν τσέπες.