Το πρώτο μου κινητό
- 16 ΑΥΓ 2012
Άσε για λίγο κάτω το υπερσύγχρονο smartphone σου. Και προσπάθησε να θυμηθείς ποια ήταν η πρώτη φορά που πάτησες ένα κουμπί με ένα πράσινο τηλεφωνάκι πάνω. Πότε έκανες το πρώτο σου τηλέφωνο από κινητό, πότε έστειλες το πρώτο μήνυμα.
Εμείς μπήκαμε στη διαδικασία να τα θυμηθούμε όλα αυτά και καθένας γράφει την δική του μικρή ιστορία για το πρώτο του κινητό. Γράψε μας και την δική σου στα σχόλια από κάτω.
Με SGH-600 κυκλοφορούσε ο Στέφανος Τριαντάφυλλος
Απέκτησα το πρώτο μου κινητό στα 17 1/2 “επειδή είχα γράψει καλά στις Πανελλήνιες”, ένα Samsung κοψμοτέχνημα το οποίο είχε και πορτάκι που άνοιγε. Στα μάτια μου αυτό ήταν το μόνο που χρειαζόταν να έχει ένα κινητό. Θυμάμαι είχε και φωνητική κλήση (η οποία δούλευε μόνο αν υπήρχαν Κ.Σ, 0 βαθμοί κελσίου, 0 atm κι ήταν ανάδρομος ο Ερμής), αλλά οι δημιουργοί του δεν είχαν προβλέψει να “κρατιέται” το μήνυμα όταν σε παίρνουν τηλέφωνο. Αν δηλαδή δεν είχες προλάβει να γράψεις και κάποιος σε καλούσε έπρεπε να ξεκινήσεις και πάλι από την αρχή.
Είχα καλές αναμνήσεις από αυτό το κινητό: τον πρώτο λογαριασμό (27.000 δραχμές που παραλίγο να οδηγήσει το κινητό σε ελεύθερη πτώση από τον τρίτο), τη μασημένη κεραία από τον Igor (λυκόσκυλο πήρε το όνομα του εκ του Κουντέλιν), τη μηνυματομανία της εποχής και το ότι είχε καταλήξει το τηλέφωνο της Νικολούλη: κάθε φορά που κάποιος γονιός έψαχνε κάποιον φίλο μου έπαιρνε εμένα λες και ήμουν λυκειάρχης.
“Το 5110 και το Α2, δύο κωδικοί τι να σου λέω τώρα” μονολογεί ο Μάνος Μίχαλος
Κάθε μέρα, κάθε απόγευμα (εκτός από την προετοιμασία, όπου ίσχυε το πρωί-απόγευμα) το δρομολόγιο Γλυφάδα-Πειραιάς για προπόνηση, μπορεί να σου προκαλέσει μεγάλες ζημιές. Ακόμη και να σου κόψει το μπάσκετ είναι ικανό. Ευτυχώς, γύρω στο 1998 η κυκλοφορία του Nokia 5110, ο στόχος του ρεκόρ στο φιδάκι και τα απανωτά μηνύματα δεξιά και αριστέρα (μέχρι το λογαριασμό των 872 SMS σε ένα μήνα, που μου έκοψε τα πόδια – ο πατέρας μου) με έβγαλε από τη δύσκολη και άβολη θέση του λεωφορείου Α2 (παρότι με τον Άρη, βγάζαμε το “φτυάρι” και πέρναγε κάποια ώρα).
Ναι, ξέρω, το 6110 είχε τότε όλο το χειροκρότημα και ναι το ζήλευα λίγο, αλλά το 5110 έχει περάσει μαζί μου προπονήσεις, αγώνες, πρωταθλήματα και μια αποφοίτηση Λυκείου. Ζήσαμε πολλά μαζί. Θυμάμαι, το κοιτούσα σαν ερωτευμένος. Ελπίζω να μην ακούει τώρα το HTC μου και έχουμε ζήλιες…
Την πλήρωσε καλά την λυπητερή ο Νίκος Παπαϊωάννου
Ηταν αρχές καλοκαιριού του 1995, όταν, μέσω του Ελεύθρου Τύπου, όπου είχα πιάσει δουλειά ένα χρόνο νωρίτερα, ήρθε στα χέρια μου το πρώτο κινητό μου τηλέφωνο. Ενα ολοκαίνουργιο, του κουτιού δηλαδή, Ericsson GH 337. Βεβαίως υπήρχε ένα σοβαρό πρόβλημα. Δεν είχα σύνδεση για κινητό. Πήγα στο Ράδιο Κορασίδη, στην πλατεία Εσπερίδων στη Γλυφάδα, όπου ο Αντώνης Γλύκας, όχι απλά με βοήθησε για τη σύνδεση, αλλά φρόντισε να πάρω κι εύκολο αριθμό από την Panafon. Να, τον θυμάμαι ακόμα μέχρι σήμερα, 14 χρόνια από την κατάργησή του. Ηταν το 094 738080.
Εχοντας σύνδεση και το πιο compact κινητό της αγοράς, ένιωσα φυσικά άτρωτος κι έτη φωτός μπροστά, σε τεχνολογικό επίπεδο. To κινητό έγινε προέκταση του δεξιού χεριού. Μέσα σε δύο- τρεις μέρες μπήκα στο καταναλωτικό τριπάκι της κινητής τηλεφωνίας. Πρώτα ήρθε η δερμάτινη θήκη, με τη διάφανη πλαστική πρόσοψη και το κλιπάκι ζώνης στην «πλάτη» του κινητού. Μετά ήταν η σειράς της αγοράς μπαταρίας- μπαλαντέρ επειδή τελείωνε η πρώτη μέχρι το μεσημέρι και πάντοτε ξεχνούσα τον φορτιστή- γκουμούτσα στο γραφείο ή στο σπίτι. Αρνιόμουν ν’ απαντήσω στο σταθερό και χρησιμοποιούσα μόνο το κινητό. Δεν μου είχε πει κανείς τότε, πως η κινητή τηλεφωνία ήταν ακριβό σπορ. Το κατάλαβα όταν ήρθε ο πρώτος λογαριασμός. Δεν θυμάμαι το ποσό, αλλά το ότι ισοδυναμούσε με δυο μισθούς μου. Εκείνο το καλοκαίρι, λοιπόν, εξ’ αιτίας του πρώτο μου κινητού τηλεφώνου, δεν πήγα διακοπές, για να ξεπληρώσω την λυπητερή της Panafon!
“Last night the T10s saved my life” παραδέχεται ο Θοδωρής Δημητρόπουλος
Μέχρι να κάνω το άλμα στα smartphones πριν 2 χρόνια, είχα πάντοτε Ericsson, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο μου ‘κινητό με κουμπάκια’. Το πρώτο ήταν εκείνη η μπλε τετράγωνη τουλούμπα, το T10s, το οποίο ήταν για την ακρίβεια οικογενειακό κινητό: Η ιδέα πως ένας έφηβος μαθητής θα είχε ολόδικό του κινητό ήταν ακόμη κάτι το ακραίο για πολλούς. Η γονείς μου πήραν το πρώτο κινητό που μπήκε στο σπίτι με αφορμή μια συναυλία που ήθελα να πάω το καλοκαίρι του 1999. Αν θυμάμαι καλά ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαινα σε live χωρίς κάποιον μεγαλύτερο, μόνο εγώ κι οι φίλοι μου, για να δούμε τους Garbage. (Εκείνες οι υπέροχες εποχές που το Rockwave έφερνε relevant μπάντες.) Φυσικά εγώ κορόιδευα. “Τι να το κάνω το κινητό” τους ανέβαζα, είστε υποχόνδριοι τους κατέβαζα. Είχαμε συνεννοηθεί πως μετά το τέλος της συναυλίας θα μας έβρισκε ο πατέρας μου έξω από τον Άγιο Κοσμά για να μας μοιράσει στα σπίτια μας. Πώς θα μας έβρισκε; Πού; Πότε; Τι ώρα; Ειλικρινά δε θυμάμαι πώς στα κομμάτια γίνονταν αυτές οι αόριστες συνεννοήσεις πριν τα κινητά. Όπως και να έχει, εγώ πλέον είχα μαζί μου αυτή τη μπλε μπιζουτιέρα με τη μικρή, πρόστυχη κεραία να ξεπροβάλλει από την πάνω δεξιά γωνία.
Μου βάραινε την τσέπη, δεν το ήθελα καθόλου (αυτοί που μιλούσαν δημόσια στο κινητό τότε ήταν οι “ψωνάρες”) αλλά τουλάχιστον δε θα άκουγα μουρμούρες. Φεύγοντας από τη συναυλία, κι έχοντας χαθεί με τους φίλους μου στη διάρκεια των χοροπηδητών, κατευθυνόμουν προς την παραλιακή περνώντας από το πάρκινγκ του Privilege. Ήταν η νύχτα των επεισοδίων.
Έφευγαν ξύλα, έπεφταν πυροβολισμοί, άνθρωπος πήγε στο νοσοκομείο, κι εγώ μέσα στην παραζάλη του Shirley Manson effect να περπατάω σα χαζεμένος μες στον όχλο. Ούτε που μου είχε περάσει από το μυαλό να βγάλω το κινητό και να ψάξω τον πατέρα μου – δεν είχα ακόμα συνηθίσει την ύπαρξή του και τη χρησιμότητά του. Καθώς πέρναγα δίπλα από κάτι καρδόνια, έχοντας χάσει πλέον α) την παρέα μου και β) πλήρως την αίσθηση του χρόνου, το άκουσα να κουδουνάει στο παντελόνι μου. Το έβγαλα από την τσέπη, κοίταξα γρήγορα επί της παραλιακής μήπως δω το αυτοκίνητό μας, έφερα το μπλε τενεκεδάκι στο ύψος του βλέμματός μου, άνοιξα προσεκτικά το πορτάκι, και πάτησα “YES”.
10 χέρια να είχε ο Ηλίας Αναστασιάδης να χορτάσει το 5110
Το πρώτο κινητό με το οποίο καταπιάστηκα ήταν μια ασύλληπτη, κοίλη μπακατέλα που παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του κ. Χατζηιωάννου κι εμού δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε. Δεν πειράζει, δεν ήταν αληθινά δικό μου, απλά θα το πετούσε ο πατέρας μου και τελικά μου το έδωσε μέχρι που χάλασε. Το πρώτο αληθινό ήταν ένα μαύρο 5110, το κινητό που συνέδεσα με την μοναδική (να τα λέμε αυτά) χρονιά που πήγα φροντιστήριο. Γνωστός ψυχωτικός τύπος, έπαιζα την κεραία του με τα δάχτυλά μου, παρακαλώντας (βασικά κάνοντας ένα είδος mobile βουντού) να μην με φωνάξει ο καθηγητής των Αρχαίων στον πίνακα.
Θυμάμαι σαν τώρα τις αριθμητικές πράξεις που έκανα με το κομπιουτεράκι του (τι μοντερνιά Θεέ) για να υπολογίσω την απόδοση των πρώτων παρολί που συμπλήρωνα στη ζωή μου. Ναι, μέσα στο φροντιστήριο. Παρασκευή βράδυ, φουλ διάβασμα για το απαιτητικό ΣΚ, ο φανταστικός κ. Σαρακατσάνος να κλίνει το ανώμαλο “οίδα” κι εγώ να πληκτρολογώ στο 5110 το 3,25 της Ομπερχάουζεν. Όμπερ φάση ή αλλιώς η αβάσταχτη μοναξιά ενός 17χρονου σε μια εποχή που κινητό είχαν μόνο οι γονείς μου κι 1-2 φίλοι μου που ήταν στην αίθουσα μαζί μου.
Ούτε ράβδους χρυσού να είχε στην τσάντα ο Χρήστος Χατζηιωάννου
Τα κάλαντα είχαν αποφέρει καλή είσπραξη, το ίδιο και τα φακελάκια στα γενέθλια. Το εκθαμβωτικό τότε T10s θα γινόταν δικό μου ένα απόγευμα μετά το σχολείο. Ο φίλος μου ο Γιώργος θα με πήγαινε “σε ένα μαγαζί που έχει καλά κινητά” στην Καλλιθέα. Λες και ξερωγω στη Γλυφάδα δεν είχαμε τέτοιο. Αλλά τον εμπιστεύτηκα τυφλά. Πήραμε το Α2, κατεβήκαμε στάση Σκρα και περπατήσαμε μέχρι Δαβάκη.
Το μπλε κινητό ήταν πλέον δικό μου. Ήταν η πιο ακριβή αγορά που είχα κάνει μέχρι τότε στη ζωή μου και ως τέτοια την αντιμετώπισα. Θυμάμαι ακόμα ότι στην διαδρομή με το λεωφορείο προς Βούλα, κρατούσα ηλιθιωδώς την σακούλα σχεδόν κάτω από την μπλούζα μου, μην και μου το κλέψει κανείς. Ένας ζητιάνος μπήκε και λούστηκα στον ιδρώτα. Ομολογώ πως ζήλευα που δεν είχα 5110 ή 6110 όπως οι υπόλοιποι στο σχολείο. Αλλά είχαμε φτάσει ήδη στο σημείο που το φιδάκι ήταν ξεπερασμένο. Και δεν ήθελα να είμαι από αυτούς. Τους ξεπερασμένους.