LONGREADS

Το πρώτο βράδυ στο στρατό

Μαθήματα φιλοσοφίας, αποδυτηρίων, συμφωνική μουσική και λίγος Φοίβος Δεληβοριάς από την πρώτη νύχτα των συντακτών του ONEMAN στο στρατό.

Στον Παλάσκα είναι λάσκα, πως συνδέεται η συμφωνική μουσική με το κίνημα των στωικών φιλοσόφων, τι είναι χειρότερο μεταξύ δολοφονικών αερίων, μπόχας και δακρύων και λοιπές ιστορίες από τη πρώτη νύχτα της στρατιωτική θητείας.

Με το μάτι ορθάνοιχτο στο Παλάσκα ο Πάνος Κοκκίνης

Όταν είσαι μοναχοπαίδι, βουτυρόπαιδο, κρυφο-αγοροφοβικός και το πιο ομαδικό άθλημα στο οποίο έχεις επιδοθεί ποτέ είναι το πρωτάθλημα ταβλιού στο Πασαλιμάνι (σ.σ. που σημαίνει μηδέν εμπειρία από αποδυτήρια) τότε είναι πολιτισμική εμπειρία το να βρίσκεσαι σε ένα θάλαμο γεμάτο μαντράχαλους. Ειδικά αφού έχεις περάσει τις προηγούμενες 12 ώρες περιμένοντας στην μια ουρά μετά την άλλη για να παραλάβεις λουκάνικο, ασπιρίνινη, επίσημη στολή, τζινάκια αγγαρείας και ένα σπίντο που ούτε στα οχτώ σου δεν θα μπορούσες να χωρέσεις μέσα του.

Πάντως, κοιτάζωντας πίσω, είμαι ψιλο-περήφανος για εκείνη την πρώτη νύχτα. Ήμουν κύριος. Ούτε έκλαψα (όπως το παλικάρι στα αριστερά μου), ούτε αυνανίστηκα (όπως το παιδί στα δεξιά μου), ούτε φλόμωσα τον θάλαμο με δολοφονικά ‘αέρια’ (όπως ο τύπος στην κουκέτα από πάνω μου). Απλά δεν έκλεισα μάτι. Είχα τρομερή αγωνία για την εκπαίδευση στον Πόρο και τους υπόλοιπους 11 μήνες που απλώνονταν μπροστά μου. Σκεφτόμουν ότι η γκόμενα ήδη με κερατώνει και η μάνα μου θα είναι εντελώς άχρηστη στο να μου βρει βύσμα της προκοπής. Τελικά είχα δίκαιο μόνο στο ένα από τα δυο. Δεν θα σας πω σε ποιό, παρά μόνο ότι βγήκα από το στρατό με μούρη αφράτη από τον ύπνο και συν 40 κιλά από το πολύ φαγητό.

Ο Μεγάλος Ύπνος του Στέφανου Τριαντάφυλλου

Αν και είμαι αυτός, θα τολμήσω να πω ότι η πρώτη μου μέρα στον στρατό ίσως ήταν κι αυτή που κοιμήθηκα περισσότερο από κάθε άλλη. Τυπικός χοντρόπετσος δεν έχω το παραμικρό πρόβλημα  να κοιμάμαι ακόμη κι αν βαράνε κανόνια (λέμε τώρα) ή αν ροχαλίζουν 40 άτομα (όπως κι έγινε). Οπότε ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω μετά από την πιο κοπιαστική ημέρα στον στρατό, αυτή που αλλάζεις από ουρά σε ουρά και κάθεσαι και περιμένεις με τις ώρες για να παρουσιαστείς, να σε γράψουν στη διμοιρία, να φας, να περάσεις από εξετάσεις, να πάρεις ρούχα. Εντάξει εγώ το είχα πάρει και λίγο (εώς ΠΑΡΑ ΜΑ ΠΑΡΑ πολύ) στραβά και νόμιζα πως ήμουν ο “καινούργιος” στην πτέρυγα με τους θανατοποινίτες και είπα “όχι” ακόμη και σε ένα πιάτο μακαρόνια. Οπότε το κρεβάτι ήταν λυτρωτικό.Και θέλοντας να τηρήσω κατά γράμμα τη φράση “ο ύπνος μειώνει τη θητεία”, άδραξα την ευκαιρία. Δεν υπήρχε χώρος ή χρόνος για το “τι κάνω εγώ εδώ” κτλ Είχα περάσει μια ολόκληρη ημέρα περιμένοντας σε ουρές κάνοντας αυτές τις σκέψεις. Οπότε το βράδυ… μια που έπεσα, μια που κοιμήθηκα. Μπετό. Ούτε πλευρό δεν άλλαξα. Το μόνο που είπα είναι: “275 έμειναν”

Στο πίσω μέρος της δημιουργίας ο Χρήστος Χατζηιωάννου

Ήμουν κουλ. Έως πολύ κουλ εκείνη την πρώτη νύχτα στον Παλάσκα. Με τους περισσότερους από τους κολλητούς μου να είναι την ίδια περίοδο σε ξηρά και αεροπορία είχα φτιάξει στο μυαλό μου το χρυσό εγχειρίδιο του φαντάρου ώστε να την βγάλω καθαρή τους μήνες που θα ακολουθούσαν. Δύο πράγματα όμως με βασάνιζαν αφού καταφέραμε στις 9 το βράδυ να πάρουμε και ρούχα, να συζητήσουμε για το Speedo και να μας πρήξει ένας για το σκοινί της αυτοκτονίας. Το ένα που με βασάνιζε ήταν ένα παλικάρι που στεκόταν δίπλα μου από την πρώτη στιγμή στην ουρά για τα ρούχα μέχρι και τον θάλαμο που κοιμηθήκαμε. Με εμφανέστατα τα σημάδια μίας εγκεφαλικής βλάβης, το παιδί αυτό έβαλε τα κλάματα με το που ξάπλωσε στην κουκέτα, μου πρότεινε το χέρι και μου έλεγε ότι ήθελε την μαμά του. Δεν καταλάβαινε τίποτα, δεν ήξερε τι φοβόταν κι εγώ δεν καταλάβαινα ποιος διεστραμμένος νους τον ανάγκασε να υπηρετήσει έστω και για μία ημέρα.

Κατά τα άλλα με βασάνιζαν οι δικές μου σκέψεις. Ότι πλέον ήμουν άχρηστος. Για τον εαυτό μου, για την γκόμενά μου, για την οικογένειά μου, για την κοινωνία ολόκληρη (είχα μεγάλα κοινωνικά σχέδια να βάλω σε εφαρμογή). Ζούσα σε αυτό που πολύ εύγλωττα ο Φοίβος Δεληβοριάς αποκαλεί “Πίσω μέρος της δημιουργίας” σε αυτόν τον υπέροχο όσο και βωμολόχο ύμνο κατά της θητείας, οιασδήποτε στρατιωτικής δράσης και lately του φασισμού.

“Απόψε που σου γράφω μπαίνω στον μήνα τον ένατο

Στο θάλαμο το ημίφως μου σκεπάζει την ψυχή

Σε θέλω, σε σκέφτομαι κι απλώς ονειρεύομαι

Σε σένα να τελειώνει αυτός ο κάτω κόσμος.

Εγώ που δε βρίζω, που αυτοπεριορίζομαι

Που ψάχνω μες τη γλώσσα μιαν αρχαία πηγή

Δυο χρόνια απ’ το χρόνο μου αφήνω τον κόσμο μου

Και ζω στο πίσω μέρος της δημιουργίας”

Με τη συμφωνική ορχήστρα της Σπάρτης ο Μάνος Μίχαλος

Όλα φάνηκαν από την αρχή: στο στρατόπεδο της Σπάρτης, υπάρχουν δύο λόχοι, αυτός που είναι πρόσφατα ανακαινισμένος με τα σέα του και τα μέα και ο άλλος, που λογικά έμενε ο Λεωνίδας με τους 300 του. Και όπως ξέρει όλο το σύμπαν, αν κάτι εξαρτάται μόνο από την τύχη, δεν έχω καμία πιθανότητα να το γευτώ; Δεν το πιστεύεις; Ωραία. Πάρε κι αυτό: “ο λόχος του Λεωνίδα” είχε δύο θαλάμους, έναν όπου τελικά πήραν καμιά 15αρια άτομα το πολύ κι έναν όπου κοιμήθηκαν πάνω από 60. Ναι, ρε μην είσαι μαλάκας, στο δεύτερο με έβαλαν.

Σε αυτόν, που το πρώτο βράδυ, μας καλοσώρισαν κάτι πάλιουρες κατσαρίδες κάτω από το παράθυρο και στη συνέχεια (αφού μας σπάσανε τα νεύρα και τα γεννητικά όργανα όλοι αυτοί οι ανθυπολοχαγοί που νομίζουν ότι είναι ο Πάτον) στήθηκε μια πολύ ωραία συναυλία.

Με μένα, να μην θέλω να κοιμηθώ, να μην θέλω να πετάξω έστω 9 μήνες (γιατί πολλοί περισσότεροι, πριν από μένα, πήγαιναν στρατό για περισσότερο και έχουν κάθε δίκιο σε ό,τι κι αν πουν) από τη ζωή μου, να σκέφτομαι χωρίς να περνάει τίποτα όμως από το μυαλό μου (κενό εντελώς) και ενώ είχα πέσει στις 00.30, έπρεπε να ξυπνήσω στις 03.00, να μπω στο πούλμαν, να γυρίσω στην Αθήνα και να πάω στο 401 να τσεκάρουν το χιαστό μου (που δεν ήταν εκεί έτσι κι αλλιώς) για να με βαφτίσουν γιωτά, που στο στρατό είναι χειρότερο (τόσο γελοία είναι η φάση, που απαγορεύεται να πάσχεις από κάτι) και από το να πεις σε κάποιον αξιωματικό “άντε και γαμ$σου”.

Α, ναι: ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΑΥΛΙΑ έλεγα (σόρι, πάντα χάνομαι όταν γράφω για στρατό): Από τις 00.30 λοιπόν, μέχρι τις 03.00 δεν κοιμήθηκα ούτε δευτερόλεπτο. Δεξιά, αριστερά, πίσω, μπρος, στο βάθος του θαλάμου, από παντού, με ηχώ, τσιριχτό, πνιχτό, βαθύ, άγριο, σαν κλάμα, σαν κραυγή, ακουγόταν ροχαλητό. Ήταν όλα τα είδη ροχαλητού στην απόλυτη ενορχρήστρωση. Το περίεργο; Από την επόμενη νύχτα και μετά, δεν έγινε ποτέ ξανά αυτό. Ροχάλιζαν λίγο, αυτοί που φαντάζομαι ροχάλιζαν πάντα και στο σπίτι τους.

Λογικά, εκείνη την πρώτη νύχτα είχε παρουσιαστεί και ο Μέρφι στη Σπάρτη. Μην με βάλετε να εξηγήσω ποιος είναι ο Μέρφι και ο νόμος του. Πρέπει να πω την ιστορία της ζωής μου…

“Γεωργέα, Γεωργέα, τα φωτάκια Καλαμάτας είν’ ωραία” ο Ηλίας Αναστασιάδης

Πέρασα το τελευταίο μου βράδυ ως πολίτης βλέποντας το Sweeney Todd στο σινεμά (ΓΙΑΤΙ;). Ξαπλώνοντας στο πάνω κρεβάτι της κουκέτας μου στην Καλαμάτα για τον πρώτο ύπνο (ναι, άσε, πολύ ύπνος, ίσα με 26′ καθαρά), σκέφτηκα ό,τι ακριβώς και στο διάλειμμα της ταινίας. Σκέφτηκα, “Τ-Ι Σ-Κ-Α-Τ-Α Κ-Α-Ν-Ω Ε-Δ-Ω Π-Ε-Ρ-Α;”.

Την απόγνωση και το αντιμιλιταρικό μανιφέστο που είχα συντάξει στο κινητό για να μην το ξεχάσω έκαναν ακόμη χειρότερη τα φώτα της Καλαμάτας που έβλεπα από το παράθυρο του θαλάμου. Σκεφτόμουν ότι κάποιος φαν του Τιμ Μπάρτον θα βλέπει τώρα στο σινεμά το Sweeney Todd και θα περιμένει ευγενικά μέχρι το διάλειμμα για να γλεντήσει τον κολλητό που διάλεξε την ταινία. Τον ζήλευα. Άπειρα. Σκεφτόμουν να στείλω το ίδιο κλαψερό sms σε 10 διαφορετικούς παραλήπτες, μπας και πιάσω την κουβέντα με κανέναν. Το έστειλα, μου απάντησαν 5-6, αλλά δεν είχα κουράγιο να συνεχίσω. Είχα κολλήσει στα φωτάκια, έξω.

Ευτυχώς που ο Ζήσης, αυτό το χοντρό και ροδαλό αγόρι από την Ξάνθη έκανε ακριβώς ό,τι μας υποσχέθηκε-απείλησε νωρίτερα, όταν παίρναμε τις παραλλαγές και έσπασε κάπως η μαυρίλα της πρώτης βραδιάς. Ναι, βρώμισε και λίγο, αλλά τι τα θες; Στρατός.

Ο Στέλιος Αρτεμάκης έμαθε πολλά το πρώτο βράδυ στο στρατό

Η στωικότητα, φίλε μου, είναι η μεγαλύτερη αρετή. Να δέχεσαι και να υπομένεις. Μεγάλο πράγμα. Ουσιαστικά πηγαίνεις κόντρα στους φυσικούς νόμους. Πονάς, πεινάς, αισθάνεσαι καταβεβλημένος, είσαι κουρασμένος, υπάρχει ένας πανικός που δεν αντιλαμβάνεσαι, οι άνθρωποι γύρω σου ουρλιάζουν, φοβάσαι ότι μπορεί να σου συμβεί κάτι κακό αλλά εσύ εκεί.

“Αν τελικά οι νόμοι της δημοκρατίας δε καταλυθούν, το Εθνικό Σύστημα Υγείας λειτουργήσει έστω και στοιχειωδώς τίποτα δεν πρόκειται να μου συμβεί,” σκέφτεσαι, αποστασιοποιείσαι από τις φυσικές σου αισθήσεις και παραμένεις ατάραχος.

Αξιοποιείς τα πέντε λεπτά που “έπεσαν από τον ουρανό” γιατί ο λοχίας -θεοί, είναι άνθρωπος τελικά- πήγε τουαλέτα και ξεκουράζεσαι. Περπατάς, τρέχεις, σέρνεσαι στο χώμα, μπαίνεις στη γραμμή, αλλά δεν είσαι εκεί. Το σώμα σου μόνο. Το σώμα σου είναι σε αρμονία με τα τεκταινόμενα. Η ψυχή σου ζει στη δική της παραδείσια πραγματικότητα.

Αυτό το μάθημα, φίλε μου, γράφτηκε στον εγκέφαλο μου το πρώτο βράδυ στο στρατό.