ORIGINALS

Το βιβλίο που μου άλλαξε τη ζωή

Οι δημοσιογράφοι του Oneman δεν ψηφίζουν το αγαπημένο τους βιβλίο αλλά εκείνο που τους επηρέασε περισσότερο σε κάποια φάση της ζωής τους.

Υπάρχουν βιβλία που σου κάνουν την ιδανική παρέα στο αεροπλάνο, την παραλία και το τρένο. Σε διασκεδάζουν, σου κρατάνε το ενδιαφέρον αμείωτο και καταλήγεις να τα διαβάσεις μέσα σε μερικές ημέρες ή και ώρες (όταν οι σελίδες το επιτρέπουν).

Αυτά τα βιβλία, τα κατατάσσουμε στην κατηγορία: τα αγαπημένα μας βιβλία. Σίγουρα έχεις κι εσύ τα δικά σου, όπως έχουμε κι εμείς τα δικά μας.

Υπάρχουν όμως και κάποια βιβλία, που κατάφεραν κάτι πολύ σημαντικότερο, πολύ σπουδαιότερο και πιο σπάνιο απ’ το να μας ψυχαγωγήσουν. Είναι τα βιβλία που μας άλλαξαν τη ζωή, που μας επηρέασαν σαν ανθρώπους. Είναι οι λέξεις που διαβάσαμε και μας παρηγόρησαν σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής μας, μας έκαναν καλύτερους ανθρώπους, μας διαμόρφωσαν και μας έκαναν να σκεφτούμε.

Οι δημοσιογράφοι του Oneman παρουσιάζουν τα δικά τους, τέτοια βιβλία.

Σάββατο Βράδυ στην Άκρη της Πόλης, για τον Ηλία Αναστασιάδη

Στο νήμα χάνει κάποιο βιβλίο του Σεντάρις, στο νήμα χάνει το Εν Ψυχρώ του Τρούμαν Καπότε, στο νήμα και τα Εκατό Χρόνια Μοναξιάς του Μαρκέζ. Δεν ξέρω αν μου άλλαξε τη ζωή (το πιθανότερο είναι πως δεν), αλλά αυτό το βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου με γυρίζει όσα χρόνια πίσω χρειάζεται για να μπορώ να στηρίξω τη φιλόδοξη δήλωση ότι επηρέασε τον τρόπο που σκέφτομαι. Υπάρχει πάντα αυτό το παράθυρο στη Νέα Υόρκη και στους ταλαιπωρημένους πλην ζωηρούς, κυνικούς πλην ρομαντικούς ήρωες που η Σώτη ξέρει να χτίζει μαγικά, δηλαδή άμεσα στις ιστορίες της. Ήταν ωραίο να περπατάς στους δρόμους της Νέας Υόρκης διαβάζοντας το Σάββατο Βράδυ στην Άκρη της Πόλης, κι ας έλιωνες από τη ζέστη σε ένα σαλόνι της Αθήνας. Ήταν ωραίο το ροκ εν ρολ που άκουγες παντού, ήταν αρκετά μοιραίο το ‘μοιραίο lifestyle’. Και οι ήρωες του βιβλίου γεμάτοι αδυναμίες. Επιτηδευμένες ως ένα σημείο, αλλά ποιος δεν επιτηδεύει τις αδυναμίες του μέχρι να τις κάνει τα πράγματα για τα οποία τον ξέρουν (αν όχι ‘τον θαυμάζουν’) οι άλλοι. Νιώθω τυχερός γιατί διάβασα βιβλία της Τριανταφύλλου στην ιδανική ηλικία για κάτι τέτοιο. Στην ιδανική ηλικία και στην τέλεια κοινωνική ανωριμότητα. Είμαι σίγουρος ότι στα 32 μου, δεν θα με συνέπαιρνε τόσο η Φτωχή Μάργκο ή το Άλμπατρος ή το βιβλίο που διαλέγω εδώ. Στο μυαλό μου, το Σάββατο Βράδυ είναι όσο απαραίτητο για έναν 20άρη φοιτητή που κάπου, κάπως, κάποτε θέλει να το ζήσει, όσο το να βάζεις Ζουζούνια στην 4χρονη κόρη σου. Το τελευταίο δεν είναι δικό μου, είναι κλεμμένο από μια συνέντευξη του Παντελή Ροδοστόγλου, της κολώνας των Διάφανων Κρίνων, που όταν ρωτήθηκε με τι μουσική μεγαλώνει το παιδί του, χώρεσε στην απάντηση τα Ζουζούνια ως το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Η παραπομπή στον Ροδοστόγλου είναι ένας πολύ εντάξει τρόπος να κλείσει αυτή η απάντηση. Είναι ό,τι μας έμεινε να πιστεύουμε για το ροκ, κοιμάται και ξυπνάει αγκαλιά με ένα βιβλίο και άνετα δίνεις τη μορφή του σε κάποιον ήρωα της Σώτης. Είτε αυτός κινείται στην άκρη της πόλης είτε στα υπόγεια.

Ο δολοφόνος μέσα μου, για τον Πάνο Κοκκίνη

Sacramento County Sheriff's Office via AP

 

Ναι, μιλάμε για το ίδιο που έγινε ταινία με τον Casey Affleck και την Jessica Alba. Ένα από τα πολλά μυθιστορήματα του ημίθεου του pulp, Jim Thomspon, που είχαν την ίδια τύχη (Getaway, The Grifters). Πρώτα έπεσε στα χέρια μου, δεν θυμάμαι πως, το βιβλίο (εννοείται στα αγγλικά). Μετά άρχισα να μαθαίνω παραπάνω πράγματα για τον καταραμένο δημιουργό του. Όπως για τη φορά που κλείστηκε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου επί 15 μέρες προκειμένου να τελειώσει ένα βιβλίο και να πληρώσει τα χρέη του. Κάτι που κατάφερε, με μόνη ‘τοσοδούλικη’ επιπλοκή την κίρρωση ήπατος που έπαθε λόγω των γαλονιών bourbon που κατανάλωσε. Και μετά, στην προ Amazon εποχή, βρέθηκα να ψάχνω μανιωδώς σε ένα βιβλιοπωλείο στο Λονδίνο μπας και βρω κάτι άλλο που να έχει γράψει. Ήμουν κανονικά εθισμένος σε αυτόν. Στους χαρακτήρες του που, στο μυαλό μου, ξεμπρόστιαζαν την αληθινή, βρώμικη, ανήθικη φύση του ανθρώπου. Στα κιτάπια μου είναι καλύτερος από τον Bukowski. Ίσως επειδή τον θεωρώ, χωρίς να είναι, δική μου, καταδική μου, ανακάλυψη.

“Η αδικία που πληγώνει” του Δημήτρη Καραγιάννη για τον Γιώργο Μυλωνά

 

Όλα ξεκίνησαν όταν μία καλή φίλη μου έστειλε στο facebook αυτό το video:

 

Έτσι, ήρθα σε επαφή με τον Δημήτρη Καραγιάννη ψυχίατρο-ψυχοθεραπευτή. Μετά από μια εκπομπή 103 λεπτών την οποία είδα πιο καθηλωμένος και από τελικό Μουντιάλ, συνειδητοποίησα πως υπάρχει εκεί έξω ένας άνθρωπος που ήξερε για τα ζητήματα που αντιμετωπίζω στη ζωή μου, χωρίς να με γνωρίζει. Αναγνώριζε την μοναδικότητά μου, κάνοντάς με, όμως, να καταλάβω ότι δεν διαφέρω τόσο πολύ από τους άλλους. Φυσική απόρροια των όσων άκουσα στην εκπομπή, η οποία στην ουσία αποτελούσε την παρουσίαση του βιβλίου του, ήταν να αγοράσω το “Η αδικία που πληγώνει”. Δεν πρόκειται για ένα ακόμη βιβλίο αυτοβοήθειας. Δεν σου λέει τι να κάνεις. Είναι “ζωντανό”, αλλά δεν σου δίνει συμβουλές, ούτε σε πατρονάρει. Σε ακούει, σε καταλαβαίνει και σε κάνει να καταλάβεις τι θέλεις εσύ να κάνεις. Σε βοηθάει να σου αλλάξεις τη ζωή. Προσωπικά νιώθω ότι μέσα από τις περίπου 300 σελίδες του, έκανα εντατικές ψυχοθεραπείες ενός τουλάχιστον έτους. Και σίγουρα μετά από τόσες επιπλέον “ψυχοθεραπείες” δεν θα μπορούσα να μαι πλέον ίδιος. Αν ήταν στο χέρι μου, θα το χάριζα σε όποιο άνθρωπο συναντούσα στο δρόμο. Αντ’ αυτού ΠΑΡΑΚΑΛΩ όποιον μπορεί να αφιερώσει 103 λεπτά από τη ζωή του για να δει αυτό το video. Αν το δει και δεν τον αλλάξει σαν άνθρωπο, σημαίνει ότι τα έχει όλα λυμένα στη ζωή του, οπότε το βιβλίο του είναι περιττό. Για όλους τους άλλους, είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητο.

Ο Σιντάρτα του Έρμαν Έσσε (που κάποιοι υποστηρίζουν ότι διαβάζεται Χέρμαν Χέσσε)

Η Μεταμόρφωση του Κάφκα, η Πτώση του Καμί, το Ultimatum του Πεσσόα, ο Τοίχος του Σαρτρ, χάνουν λόγω αισιοδοξίας ενώ τη Μόμο του Έντε την απέφυγα γιατί έχω σκοπό να γράψω στο εγγύς μέλλον γι αυτήν την τρομερή πιτσιρίκα και την φανταστική σύλληψη του δημιουργού της να παρουσιάσει στους μικρούς (και όχι μόνο) αναγνώστες του τη σχέση του χρήματος με το χρόνο και τούμπαλιν. Όταν διάβασα τον Σιντάρτα διένυα μία από τις πιο δύσκολες, περίεργες και μάλλον καταθλιπτικές (αν και δεν μπορώ τη λέξη) περιόδους της ζωής μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη φάτσα μου όταν ξεκίνησα το πρώτο κεφάλαιο και την αντίστοιχη όψη της, λίγες σελίδες πριν τελειώσω το βιβλίο. Το ξεκίνησα μεσημέρι και λίγο πριν τα μεσάνυχτα, το είχα τελειώσει. Με θυμάμαι χαρακτηριστικά να κοιτάω το ταβάνι χαζογελώντας σαν να είχα δοκιμάσει εκείνη την καραμέλα που με τρόμαζαν οι γονείς μου μικρή να μην πάρω ποτέ από αγνώστους (παρεμπιπτόντως, δεν βρέθηκε ποτέ κανείς να μου προσφέρει από το πουθενά μία καραμέλα). Ο Σιντάρτα είναι ένα ινδικό παραμύθι αλλά ταυτόχρονα είναι και ένας από τους καλύτερους λόγους να βουτήξεις μέσα σου και να δροσιστείς. Να δεις τον εαυτό σου όχι σκληρά και απότομα αλλά γλυκά και χαρούμενα. Όσο εκείνος ο μικρός Θεός περιπλανιέται αναζητώντας το νόημα της δικής του ζωής και σκορπά αισιοδοξία. Όχι για τον κόσμο γενικά, αλλά για τον εαυτό του, για τον εαυτό των αναγνωστών του και εν προκειμένω, για μένα.

Ω! Μήπως όλη η οδύνη δεν ήταν χρόνος, όλος ο αυτοβασανισμός και ο φόβος μπρος στο Εγώ δεν ήταν χρόνος, και καθετί δύσκολο και εχθρικό που υπήρχε πάνω στη γη, δεν γινόταν μακρινό και ακίνδυνο όταν νικούσε κανείς το χρόνο, όταν μπορούσε να μην τον σκέφτεται;

Το “Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς” του Χρόνη Μίσσιου, για τον Χρήστο Δεμέτη

 

Άκου Ανθρωπάκο. Τομ Σόγιερ. Ιούλιος Βερν. Πηνελόπη Δέλτα. Το 1984. Ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος. Τα ποιήματα του Ντίλαν Τόμας. Ο Κέρουακ και ο ατελείωτος δρόμος του. Το Νούμερο 31328. Ο Λειβαδίτης και τα άπαντα του. Δεν ήξερα ποιο να διαλέξω. Ποιο να αφήσω έξω. Γιατί στην τελική, είσαι όσα έχεις διαβάσει, είσαι ένα σύνολο από ψηφίδες των σελίδων της βιβλιοθήκης σου. Συνεχίζεις να διαβάζεις, να ρουφάς εμπειρίες γιατί φοβάσαι πως θα έρθει η μέρα που θα πεις, “ως εδώ ήταν” και δεν πήγε όπως το περίμενα. Εκείνη η ώρα που θα κοιτάξεις πίσω και θα σκεφτείς το πνεύμα σου, το μέσα σου. Πόσο ανήσυχο το διατήρησες, πόσο ζωντανό, πόσο κοντά σε όσα είχες ονειρευτεί. Φοβάσαι μην πεις στον εαυτό σου, πως τον σκότωσες νωρίς. “Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς”. Σαν να αφήνεσαι σε μια καθημερινή διάψευση, σε έναν καθημερινό συμβιβασμό. Στο κλείσιμο πίσω από τις γρίλιες, στη αυτοκαταστροφική βολή του καναπέ. 

“Νομίζω πως αυτό που ονομάζουμε ζωή μετριέται μονάχα με τα συναισθήματα που νιώθουμε σαν άνθρωποι, τις συγκινήσεις, τις πίκρες, τις χαρές, τις μικρές ευτυχίες, τις μικρές δυστυχίες, την επιβεβαίωση, τελικά, της ανθρώπινης ουσίας μας. Πόσες φορές στη ζωή σου ένιωσες έντονα συναισθήματα και συγκινήσεις, γιατρέ;”. Ο αριστερός φιλοξενούμενος ενός δεξιού γιατρού. Οι πολιτικές αποστάσεις χάνονται, η αλήθεια είναι μία. “Κοίτα, ψάξε λίγο, ο δρόμος σου είναι ο δρόμος που μετατρέπει τον άνθρωπο σε αντικείμενο με βιολογικές ανάγκες… Μη με λυπάσαι, σε παρακαλώ, εγώ θα είμαι πάντα με τις μειοψηφίες, έκθετος πάντα, ποτέ ένθετος”. Ο δρόμος της αναζήτησης, αυτή είναι η αλήθεια. Ο δρόμος που αποτυπώνεται με μια γραφή που καίει, αυθόρμητη, βιωματική, ζωντανή. Ο Χρόνης Μίσσιος δεν έτυχε της αναγνώρισης που θα του άξιζε εν ζωή. “Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να αλλάξω το σύστημα, άρχισα να αγωνίζομαι να μην με αλλάξει αυτό. Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη. Να μπορείς να αποφύγεις τη βαρβαρότητα αυτής της εποχής. Να μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος με τρυφερότητα. Με το δικό σου βλέμμα”. Πες μου κάτι; Αν οι παραπάνω λέξεις δεν είναι διαχρονικές, για το αύριο και το τί θα έρθει μετά το αύριο, τότε τί είναι; “Η ζωή είναι ένα δώρο που μας δίνεται μία φορά. Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν ξημερώνει λένε “άντε να τελειώσει κι αυτή η κωλομέρα”. Και δεν καταλαβαίνουν ότι κάνουν άλλο ένα βήμα προς το θάνατο”. Είναι ο ακτιβισμός του τώρα. Οι σελίδες της αυτοκριτικής. “Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς”. Ο Μίσσιος γράφει καταγγέλλοντας τόσο τα βασανιστήρια και τους βασανιστές του όσο και τους κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και τον δογματισμό τους. Έτσι ήταν και τότε, έτσι είναι και τώρα. “Έπρεπε να περάσω πολλά και να διαβάσω πολλά για να καταλάβω πόσο μοναχικός και πόσο μοναδικός είναι ο δρόμος του επαναστάτη”. 1985. Το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Οι πρώτες ρωγμές στην ελπίδα του σοσιαλισμού. Σαν να ζεις ιδεολογικά στο 2016. Σαν να ζεις τις σημερινές φρούδες ελπίδες. Η αποδοχή της αλήθειας, πονάει και πολλές φορές σε εξωθεί στο περιθώριο. Όμως ο Μίσσιος το αγαπούσε το περιθώριο. Τους απόκληρους της ζωής. Όσους περισσότερους γνωρίζεις, τόσο καλύτερα γνωρίζεις τον εαυτό σου. Αρκεί να μπορείς να το παραδεχτείς, να το δεις στο καθρέφτη. Να δεις την αταξία σου μέσα στην τάξη. Μέχρι το τέλος.

Η “κάθοδος των τεσσάρων” του Νικ Χόρνμπι, ο Κωνσταντίνος Αμπατζής 

Δεν είναι ούτε κατά διάνοια το καλύτερο βιβλίο που έχω διαβάσει στη ζωή μου, δεν φτάνει καν κοντά στα κορυφαία. Αλλά δεν έχει σημασία. Το θέμα δεν μας ζήτησε να ψηφίσουμε το καλύτερο βιβλίο που έχουμε διαβάσει ποτέ, αλλά αυτό που μας άλλαξε τη ζωή. Και η κάθοδος των τεσσάρων, την περίοδο που το διάβασα, με επηρέασε πολύ. Έχοντας ήδη διαβάσει το High Fidelity, το οποίο είναι και μια απ΄τις αγαπημένες μου ταινίες, αποφάσισα να εμπιστευτώ το γράψιμο του Χόρνμπι σε μια περίοδο που είχα τις μαύρες μου, χωρίς να έχω τον παραμικρό λόγο για να μην είμαι χαρούμενος. Το διάβασα σε διακοπές, το καλοκαίρι του 2006, όντας φοιτητής, χαλαρός, χωρίς το παραμικρό πρόβλημα στον κόσμο, χωρίς καν να με απασχολούν γκομενικά θέματα. Κι όμως, αντί να αισθάνομαι χαρούμενος και κυρίως, ήρεμος, είχα ένα ανεξήγητο υπαρξιακό άγχος, απ’ αυτά που με πιάνουν κατά καιρούς. Η κάθοδος των τεσσάρων ήταν αυτό που χρειαζόμουν, την περίοδο που το χρειαζόμουν. Ένα βιβλίο για 4 τύπους που συναντιούνται σε μια ταράτσα, όπου έχουν πάει για να αυτοκτονήσουν. Ένα βιβλίο που με έκανε να καταλάβω ότι δεν έχω κανένα σοβαρό λόγο να στεναχωριέμαι, με έκανε πιο αισιόδοξο και όταν το τελείωσα αισθάνθηκα λίγο πιο ήρεμος. Ναι, η ταινία που βγήκε πριν μερικά χρόνια ήταν βλακεία, αλλά μικρή σημασία έχει. Η ιστορία του Χόρνμπι με είχε γιατρέψει αρκετά χρόνια πριν. 

Η “Βολική Αναισθησία” του Στέφανου Τριαντάφυλλου (παραλίγο να κερδίσει ο “Καιρός του Βουλγαροκτόνου”

 

Για κάποιο λόγο που τότε μου φαινόταν περίεργος -τώρα όχι και τόσο- ο πατέρας μου με έβαζε να διαβάζω βιβλία το καλοκαίρι. Με το ζόρι περισσότερο, αφού εγώ ήθελα να παίζω μπάσκετ στην μπασκέτα με φανταστικούς αντιπάλους, ή να παίζω Summer Olympics στον Amstrad 512 του αδερφού μου. ΟΚ, Strip Poker προσπαθούσα να παίξω (τι κάναμε για να δούμε γυμνό στην προ-ίντερνετ εποχή ε;), αλλά δεν τα κατάφερνα και πολύ καλά. Λογικό αφού δεν ήξερα πόκερ. Στην αρχή το είχα πάει καλά μέσω του Μαρκ Τουειν. Οι περιπέτειες του Χάκελμπερι Φιν πολύ μου είχαν αρέσει. Και ο Τομ ο Σόγιερ. Και ακολούθως μικρός Πρίγκιπας. Μετά όμως αρχίσαμε τα σκληρά. Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου. Και Πηνελόπη Δέλτα. Κατήφεια. Και εντάξει με τον Τρελαντώνη κάτι πήγαινε και ερχόταν, αλλά ήρθε “Ο Καιρός του Βουλγαροκτόνου” να με αποτελειώσει. Η αδερφή μου που είχε περάσει κι εκείνή τα ίδια βασανιστήρια να με κοροϊδεύει. Και ο Μπίλι ο Βουλγαροκτόνος να με κοιτάει αγριεμένος στο εξώφυλλο. Το οποίο εξώφυλλο δεν ήταν το χειρότερο. Τουλάχιστον δεν ήταν χειρότερο από τις πολλές εκατοντάδες σελίδων που κρυβόντουσαν από κάτω και έκαναν το θέαμα ακόμη πιο αποκρουστικό. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια και πολλά “κσσσσκκσσσσσσκσσσσσσσσσ” σε μόντεμ για να αγαπήσω ξανά τα βιβλία, τα οποτελούν συνώνυμο των καλοκαιρινών διακοπών. Και το τάβλι το ίδιο, αλλά ας μιλήσουμε για αυτό κάποια άλλη φορά. Κοιτώντας πίσω θα ξεχώριζα δύο βιβλία. Το ένα είναι η “Άγνοια” του Κούντερα για πολλούς και διάφορους λόγους -για αυτούς κι αν πρέπει να μιλήσουμε κάποια άλλη φορά- το “Τοστ Ζαμπόν” του Μπουκόφσκι που με άφησε με ανοιχτό το στόμα στο πως πρέπει να χτυπάει κάποιος τα γράμματα σε μια γραφομηχανή (ή έναν υπολογιστή) και περισσότερο από όλα το “Βολική Αναισθησία” του Κωστάκη Ανάν. Ο Κωστάκης Ανάν (και ο Κωστάκης ο “ντρίλης”) μου άλλαξαν τη ζωή. Έκτοτε διάβασα όλα του τα βιβλία. Έψαξα να βρω ποιος είναι. Προσπάθησα να βρω κάτι πιο αστείο από τον ίδιο. Αλλά του κάκου. Η “Βολική Αναισθησία” και ο Ανάν μου άλλαξαν τον τρόπο που διαβάζω, τον τρόπο που γράφω, τον τρόπο που γελάω. Ξεκάθαρα. 

“Καθένας” του Φίλιπ Ροθ, για τον Μάνο Μίχαλο

Δεν ξέρω αν μου άλλαξε τη ζωή ή τον τρόπο με τον οποίο την αντιμετωπίζω. Δύσκολο, γιατί ένα βιβλίο δεν μπορεί εύκολα να το κάνει, χρειάζεσαι συνδυασμό από βιβλία, να διαβάσεις κάθε πλευρά φιλοσοφικής αναζήτησης, να ψάξεις και να ψαχτείς. Όμως, το “Καθένας” του Φίλιπ Ροθ ακουμπάει ένα ζήτημα που δεν ακουμπάω εύκολα, τη θνητότητα, το φόβο του θανάτου, τη φθορά των ανθρώπων καθώς ο καιρός περνά. Με πένα που καθώς ξεκινούν τα βιβλία του θεωρείς ότι πηγαίνει αργά, σταθερά με βαρύ τέμπο, αλλά που καθώς πηγαίνει προς το βάθος, αρχίζεις και αντιλαμβάνεσαι ότι ο Ροθ δεν κρατάει πένα, αλλά ένα νυστέρι με το οποίο ανοίγει κάθε πτυχή του μυαλού σου, προσπαθώντας να σου περάσει τις πιο απλές και ξεκάθαρες απόψεις, για τα πιο σύνθετα και για τον άνθρωπο σχεδόν άλυτα ζητήματα. Όπως λέει και ο τίτλος του βιβλίου “Καθένας” επηρεάζεται από τον Ροθ. Αρκεί να τον δοκιμάσει έστω μια φορά.

“Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι” του Μίλαν Κούντερα, για τον Γρηγόρη Μπάτη

 

Δεν θυμάμαι άλλο βιβλίο και άλλες λέξεις να μου δημιουργούν τόσο έντονες και ζωντανές εικόνες, χρώματα και αρώματα, όσο τα “Εκατό χρόνια μοναξιάς”. Κι αν κάποιο μπορεί να το πλησιάσει, αυτό είναι πάλι του Μάρκες (Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας).  Ωστόσο, εδώ δεν γράφουμε για το βιβλίο που μας ταξίδεψε περισσότερο, αλλά γι’ αυτό που μας επηρέασε. Sorry, παρασύρθηκα. Στο θέμα μας τώρα. Αν κάθε βιβλίο είναι και μια ιστορία, αυτός που μου έχει “διηγηθεί” τις περισσότερες είναι ο Μίλαν Κούντερα. Η πρώτη του, ήταν ωραία, περίεργη, διδακτική και ακολούθησαν πολλές ακόμα. Όπου πρώτη βάλτε την “Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι”. Δεν θα κάνω spoiler, ούτε θα μπω σε λεπτομέρειες, γιατί είμαι απ’ αυτούς (τους περίεργους) που δεν διαβάζουν κριτικές βιβλίων, ούτε βλέπουν trailer ταινιών. Στο μόνο που θα σταθώ είναι στο μήνυμα που σ’ αφήνει στο βιβλίο και το οποίο θα βρεις από την πρώτη σελίδα. Τελικά πόσο βάρος έχει κάθε απόφαση στη ζωή μας, που ως γνωστό μια την έχουμε και δεν την ξαναζούμε; 

“Ζήσε Ελεύθερα” του τεμπέλη Τομ Χότζκινσον, για τη Μαριέτα Χριστοπούλου

Υπάρχει ένα βιβλίο που με βοήθησε να αλλάξω τη ζωή μου προς το καλύτερο. Από τη μέρα που το ξεκίνησα μέχρι τη μέρα που το ολοκλήρωσα, είχα πάρει απόφαση να παραιτηθώ από μια δουλειά που δε με γέμιζε πια, να αλλάξω ένα σπίτι που είχε να διηγηθεί απαίσιες ιστορίες, μια πόλη που με είχε κουράσει και μια ζωή που δε μ’ άρεσε ενώ φαινομενικά τα είχε όλα. Θα ήθελα πάρα πολύ να ήταν κάποιο “σοβαρό” βιβλίο ώστε να πουλάω και λίγο μούρη αλλά μπα. Είναι το ανάλαφρο “Ζήσε Ελεύθερα” που έχει γράψει ο καθόλου διάσημος αλλά πολύ ενδιαφέρων τύπος Τομ Χότζκινσον.

Έχοντας ο ίδιος κάνει τη τεμπελιά τρόπο ζωής (η ιστορία του είναι φανταστική – ψάξτη), στις σελίδες του “Ζήσε Ελεύθερα” απενοχοποιεί το “δεν κάνω τίποτα” και αναλύει το πως ο καταναλωτισμός μας αιχμαλωτίζει σε μια καθημερινότητα καθόλου ευχάριστη. Σε πολλές σελίδες έβρισκα τον εαυτό μου να λέει “ναι ρε φίλε, ναι, το’ χα σκεφτεί και εγώ. Πόσο ωραία που δεν είμαι η μόνη τρελή σε αυτό τον κόσμο”.  Είναι καλογραμμένο, ευκολοδιάβαστο, χιουμοριστικό και περιλαμβάνει μερικές εξαιρετικά ενδιαφέρουσες προτάσεις για τη διάπλαση ενός καλύτερου σώματος και πνεύματος. Το αγαπώ και το προτείνω ανεπιφύλακτα σε όσους νομίζουν ότι βρίσκονται σε αδιέξοδο.  

“Ποιος πήρε το τυρί μου;” του Spencer Johnson για τη Δώρα Τσαμπάζη

Σαφώς και δεν πρόκειται για ένα βιβλίο τεράστιας λογοτεχνικής αξίας ή βιβλίο πολιτιστική κληρονομιά για τις επόμενες γενιές. Αντίθετα είναι από αυτά τα μικρά βιβλιαράκια που κυκλοφορούν στα βιβλιοπωλεία στα ράφια με τα υπόλοιπα βιβλία που δίνουν κίνητρα στον κόσμο να πάρει επιτέλους τη ζωή στα χέρια του. Ευτυχώς το βιβλίο αυτό δεν έφτασε στα χέρια μου στην προσπάθεια μου να βρω ένα κίνητρο να πάω παρακάτω, αλλά μετά από την προτροπή μιας καθηγήτριάς μου στο προπτυχιακό μάθημα της Διοίκησης Ανθρωπίνων Πόρων, για να με βοηθήσει σε μια εργασία που ήθελα να κάνω. Τελικά το μαγικό αυτό βιβλιαράκι εκτός από το να μου εξασφαλίσει μεγάλο βαθμό στο μάθημα, υπήρξε πάντα οδηγός μου στη ζωή, ή προσπαθούσα να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο, καθώς έμαθα ότι δεν πρέπει να περιμένω τίποτα από κανέναν σε θέματα δουλειάς, καριέρας και χρημάτων. Ό,τι έρχεται σε αυτή τη ζωή, έρχεται μόνο με σκληρή δουλειά, προσπάθεια, αγώνα και συνεχή διαίσθηση των αλλαγών που πρόκειται να έρθουν, για αλλαγή και των δικών μου πλάνων. Κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να με κρατήσει στη δουλειά αν σταματήσω να την κάνω καλά, κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να μου δώσει αύξηση αν δεν την  αξίζω. Αν παρασιτώ εις βάρος άλλων, κάποια στιγμή αυτό θα σταματήσει και θα βρεθώ με πολύ λιγότερα από όσα ξεκίνησα. Με άλλα λόγια, κανείς δεν πρόκειται να μου χαρίσει το τυρί μου. Το τυρί μου είναι εκεί έξω και πρέπει να το κυνηγώ συνέχεια να το βρω.

Τα Χάρι Πότερ ο Θοδωρής Δημητρόπουλος

 

Δεν είναι καν τα young adult που έχω διαβάσει περισσότερο (αυτό είναι το His Dark Material του Φίλιπ Πούλμαν για το οποίο σύντομα θα μιλήσουμε εκτενέστερα) αλλά είναι, πώς να το πω, είναι μια κοινή για όλους cultural στιγμή που αλλάζει τα πάντα γύρω της. Ο Χάρι Πότερ είναι ένα από αυτά τα Σέρλοκ-βεληνεκούς pop culture μνημεία που θα είναι εδώ για πολύ καιρό αφού εμείς δε θα είμαστε πια, και ήταν κάπως συγκλονιστικό να το ζεις καθώς συνέβαινε, πριν μπορέσεις να συνειδητοποιήσεις το πόσο τεράστιας σημασίας θα γινόταν εν τέλει. Τα πρώτα 4 βιβλία τα είχα διαβάσει σε ένα ΣΚ και τα υπόλοιπα 3 τα περίμενα in real time καθώς κυκλοφορούσαν με όλο και μεγαλύτερα διαστήματα ανάμεσά τους, φτάνοντας ας πούμε το τελευταίο να το αγοράζω στις 2 τη νύχτα Παρασκευή από το αεροδρόμιο τη στιγμή της ταυτόχρονης παγκόσμιας κυκλοφορίας του. Στο ενδιάμεσο, από ενθουσιώδης πρωτοετής φοιτητής έγινα αμελής φοιτητής με δύο δουλειές και μετά έγινα college dropout και μετά έγινα επαγγελματίας και σε όλα αυτά τα διαστήματα ανάμεσα στα βιβλία ήταν αυτή η αφήγηση και αυτοί οι χαρακτήρες που συνέχιζαν σε όλα αυτά τα χρόνια να μου είναι παρέα και να με σχηματίζουν. (Εννοείται φυσικά πως θα πάω να δω την 8η ιστορία στο θέατρο στο Λονδίνο.) Το ίδιο έκαναν σε εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο, μια ιστορία ηθικής και καλοσύνης και ανεκτικότητας και θάρρους που αναμφίβολα έπαιξε τεράστιο ρόλο στο να ωριμάσουν νέες γενιές καλύτερων ανθρώπων.