Όταν κούμπωσα τη Βίκυ Χατζηβασιλείου στη Συγγρού
Πακέτο...
- 13 ΙΟΥΛ 2019
Ήταν Μάρτιος της φετινής χρονιάς, όταν ξεκίνησα μαζί με τη συνάδελφο Μαρίνα, να πάμε στη δημοσιογραφική προβολή του ντοκιμαντέρ του Χριστόφορου Παπακαλιάτη ‘Ένας Κόσμος‘, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Περπατάγαμε λοιπόν αμέριμνες στη Συγγρού γύρω στις 9 το βράδυ, όταν η πόρτα ενός λουστραρισμένου, όμορφου αμαξιού άνοιξε διάπλατα μπροστά μας.
Μία καλοντυμένη γυναίκα βγήκε φουριόζα από μέσα από το αμάξι, κλείνει την πόρτα πίσω της και κοντοστέκεται. Ήταν πλάτη και λίγο πιο μικροκαμωμένη από την εντύπωση που σου δίνει στην τηλεόραση, έτσι δεν καταλάβαμε αμέσως ποια ήταν. Φορούσε ένα κομψό άσπρο φόρεμα με μια φαρδιά, δερμάτινη ζώνη που αγκάλιαζε τη μέση, και δερμάτινο κολάν. Γυρίζει προς το μέρος μας και απευθύνεται σε εμένα.
«Σας παρακαλώ, θα μπορούσατε να με κουμπώσετε»;
Ξαναγυρίζει την πλάτη της και τραβάει με το χέρι της τα μαλλιά της στα πλάγια. Το φερμουάρ του φορέματός της ήταν από εκείνα τα μικροσκοπικά φερμουάρ, που χάνονται μέσα στο χοντρό, καλό ύφασμα και είναι δύσκολο να τα ανεβάσεις εντελώς χωρίς τη βοήθεια κάποιου άλλου προσώπου.
Δέχτηκα με χαρά και ανέβασα προσεκτικά το φερμουάρ ως απάνω. Με ευχαρίστησε θερμά. Συνεχίσαμε τον δρόμο μας προς τη Στέγη, με τη Μαρίνα να μου χασκογελά και εμένα να αναρωτιέμαι αν και η Βίκυ Χατζηβασιλείου ερχόταν στην προβολή.
Πράγματι, η Βίκυ ήρθε στην προβολή, αλλά δεν χαιρετηθήκαμε και κάναμε σαν να μη συνέβη τίποτα. Το μόνο που μου έμεινε για να θυμάμαι τα δευτερόλεπτα της σύντομης περιπέτειάς μας στη Συγγρού είναι αυτή η φωτογραφία από το NDP Agency, που την απαθανάτισε στην είσοδο της Στέγης.
Μπόνους ιστορία:
Όταν προσπάθησα να κουμπωθώ στην Ομόνοια
Έχω μια ακόμα ιστορία κουμπώματος, αλλά αυτή τη φορά αφορά εμένα και δεν είχε τόσο καλή έκβαση. Ήταν τέλη Ιουλίου του 2012 και ήμουν 22 χρονών. Θα πήγαινα με τις φίλες μου Σαμοθράκη και είχαμε κλείσει το βραδινό τρένο για Θεσσαλονίκη, από Θεσσαλονίκη είχαμε κλείσει το πρώτο πρωινό για Αλεξανδρούπολη και από εκεί καράβι για Σαμοθράκη. Ξεκίνησα από το σπίτι μου φορτωμένη με το μπάκπακ στην πλάτη, μια σχολικη φορεμένη από μπροστά, τη σκηνή στο ένα χέρι και δεν ξέρω τι άλλο στο άλλο. Έπρεπε λοιπόν να πάω από Ομόνοια στον Σταθμό Λαρίσης. Το σπίτι μου είναι δέκα λεπτά με τα πόδια ως την Ομόνοια, τα οποία εγώ τα έκανα τρέχοντας, γιατί ξεκίνησα κλασικά αργοπορημένη. Φτάνω στην Ομόνοια φουλ ιδρωμένη, λαχανιασμένη και αγχωμένη, και σε μέσα σε όλα αυτά να μου χει ξεκουμπωθεί το σουτιέν, το οποίο όσες με διαβάζουν αυτή τη στιγμή και το έχουν πάθει, καταλαβαίνουν πόσο άβολο είναι.
Περιμένοντας λοιπόν τον συρμό με θολωμένη κρίση εξ αιτίας της ζέστης και του άγχους και -υπενθυμίζω- αρματωμένη σε βαθμό που δεν είχα ελεύθερα χέρια ούτε μπορούσα να αφήσω τα πράγματα κάτω, γιατί άντε να τα ξαναφόρτωνα μετά, πλησιάζω μια κοπέλα και της λέω:
«Μήπως μπορείς να μου κουμπώσεις το σουτιέν»;
Η κοπέλα γούρλωσε τα μάτια και μου είπε ταυτόχρονα τρομαγμένη και κοιτώντας με σα παρακατιανή “Όχι, συγγνώμη”. Και έφυγε τρέχοντας.