Ζώντας ως όμηρος την πρώτη αιματηρή λεωφορειοπειρατεία στην Ελλάδα
- 8 ΦΕΒ 2020
Η δεκαετία του ‘90 ήταν μια δεκαετία πολύ κρίσιμη για την Ελλάδα. Ήταν επίσης η δεκαετία που η ελληνική κοινωνία βίωνε για πρώτη φορά μπροστά της μια μεταστροφή. Μετά από μια περίοδο εντυπωσιακής αύξησης του βιοτικού επιπέδου που συνέβη την προηγούμενη δεκαετία, μετατρεπόταν από χώρα παραδοσιακά εξαγωγής μεταναστευτικών πληθυσμών, σε χώρα εισαγωγής τους. Συνέπεσε μάλιστα αυτή η περίοδος και με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την κρίση στα Βαλκάνια.
Η Ελλάδα, λοιπόν, υποδεχόταν έναν αρκετά μεγάλο πληθυσμό οικονομικών μεταναστών κυρίως από την Αλβανία. Η ελληνική κοινωνία βρισκόταν σε μια κατάσταση προσαρμογής. Έριχνε την πρώτη της ματιά προς μια νέα κατάσταση που άλλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις είχαν ήδη βιώσει. Τότε είναι που στήνονται οι βάσεις του αντιμεταναστευτικού λόγου και η αναπαραστατική σύνδεση του μετανάστη με τον εγκληματία αλλά και ο θεσμοποιημένος ρατσισμός του ελληνικού κράτους.
Την ίδια στιγμή, η ελληνική δημοσιογραφία βίωνε και αυτή μια περίοδο προσαρμογής. Τα ηνία της ενημέρωσης τα είχαν χάσει από καιρό οι εφημερίδες. Η ιδιωτική τηλεόραση είχε ήδη μια τρομακτική δύναμη, τέτοια που δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε κατ’ελάχιστο με την αντίστοιχη σημερινή της. Τα media εμπλέκονταν με κάθε δυνατό τρόπο στην πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική πτυχή της κοινωνίας. Πολλές φορές με τρόπο τοξικό.
Μέσα σε αυτό το κλίμα και αφού είχε προηγηθεί, λίγους μήνες πριν, το φιάσκο της Ελληνικής Αστυνομίας με τον Σορίν Ματέι, ανέβαινε ο Φλαμούρ Πίσλι στο λεωφορείο. Λίγο αφού αυτό ξεκίνησε ο Φλαμούρ έβγαλε τη χειροβομβίδα. Μέσα στις αποσκευές του υπήρχαν και δύο καλάζνικοφ. 20 ώρες αργότερα η λεωφορειοπειρατεία θα τελείωνε με έναν τραγικό απολογισμό.
Για αυτές τις πολύ δύσκολες ώρες μιλήσαμε με τη Νέλλη Καρατσώρη. Η ίδια ήταν τότε φοιτήτρια και έζησε από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή τη λεωφορειοπειρατεία ως όμηρος του απαγωγέα. Μου αφηγήθηκε με μια ‘διαφωτιστική’ ψυχραιμία όσα συνέβησαν εκείνες τις 20 ώρες.
Η αρχή της λεωοφορειοπειρατείας
“Ήταν Παρασκευή 28 Μαΐου και ακολουθούσε τριήμερο του Αγίου Πνεύματος. Καταλαβαίνετε πόσο χαλαρή ήταν, λοιπόν, η ατμόσφαιρα. Γενικότερα. Όχι μόνο μέσα στο ΚΤΕΛ. Εγώ θα έπαιρνα το λεωφορείο από το Σχολάρι, να κατέβω στη Θεσσαλονίκη να κάνω κάτι δουλειές και αργότερα είχα μάθημα ως φοιτήτρια που ήμουν εκείνη την περίοδο”.
Η διαδρομή ξεκίνησε από ένα χωριό που λέγεται Mεσημέρι, πήγαινε στο Σχολάρι. Το επόμενο χωριό ήταν η Καρδία. Χρονικά, ο απαγωγέας ανέβηκε 11 παρά 20 και μετά από 2-3 λεπτά ξεκίνησε η λεωφορειοπειρατεία. Εκείνος ανέβηκε σε μια στάση που συνήθως δεν έχει πολύ κόσμο και προχώρησε προς το κέντρο της Καρδίας. Εκεί βλέποντας ότι στην επόμενη στάση είχε πολύ κόσμο σηκώθηκε όρθιος.
Με δυνατή φωνή και φλέβες να προεξέχουν στο λαιμό του διέταξε έχοντας παρατεταμένο το όπλο του να αλλάξει κατεύθυνση το λεωφορείο και να επιστρέψει στο Κάτω Σχολάρι. Χωρίς καμία άλλη εξήγηση. Στις πρώτες αντιρρήσεις και λογικές απορίες έβγαλε και απασφαλίσε τη μια χειροβομβίδα, για να επιβάλλει τη θέληση του. Έτσι έγινε η αρχή , από την μια στιγμή στην άλλη γίναμε όμηροι χωρίς να καταλαβαίνουμε το γιατί”.
Η ιστορία που γέννησε την πειρατεία
O Φλαμούρ Πίσλι και ο αδερφός του, Έντι, είχαν έρθει στην Ελλάδα από πολύ μικρή ηλικία. Ζούσαν μέσω μερικής απασχόλησης σε τεχνικές εργασίες και φυσικά στις οικοδομές. Κάποια στιγμή τα δύο αδέρφια έγιναν πρωταγωνιστές ενός ερωτικού σκανδάλου. Ο Έντι έκανε παράλληλη σχέση με τη σύζυγο ενός από τους εργοδότες του. Για εκδίκηση έφτασε η πληροφορία στην αστυνομία ότι ο Πίσλι έκρυβε όπλα και συμμετείχε στο εμπόριο τους. Εντοπίστηκε, λοιπόν, ένα καλάζνικοφ στο σπίτι του. Ο Φλαμούρ δήλωσε ότι ήταν αθώος και ότι όλα αυτά έγιναν ως τρόπος εκδίκησης του πρώην εργοδότη του. Ο ίδιος κατήγγειλε μάλιστα και κακοποίηση στο Μεταγωγών.
“Αυτός ο άνθρωπος, ο απαγωγέας, ήρθε ως παιδί με τον αδερφό του. Όταν συνέβη η λεωφορειοπειρατεία, εκείνος ήταν πια 25 ετών. Ήθελε ένα κομμάτι ψωμί και εκείνη την περίοδο ήταν μια δημοφιλής πρακτική: Πέρναγαν τα σύνορα και τους έπαιρναν για διάφορες δουλειές. Πληρώνονταν κάποια χρήματα και έμεναν σε μικρά σπιτάκια και παραπήγματα. Σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Έπρεπε όμως κάπως να επιβιώσουν.
Αυτό που ακούστηκε είναι ότι ο αδερφός του, ο μικρότερος, ήταν αυτός που ήταν μέσα στα κόλπα. Ο ίδιος ταυτόχρονα έτυχε να μπλέξει με μια Ελληνίδα που έμεινε έγκυος, ενώ ο άντρας της δεν μπορούσε να κάνει παιδί. Τότε ήταν που ξεκίνησαν να κυνηγάνε τον αδερφό του. Αυτός όμως έφυγε και έτσι έπιασαν τον μετ’έπειτα απαγωγέα. Μπήκε στη φυλακή για παράνομη κατοχή όπλων μετά από καταγγελία στην αστυνομία. Την πλήρωσε δηλαδή για τον αδερφό του. Μέχρι εδώ ήταν και η αθωότητά του.
Στο μυαλό του, λοιπόν, είχε να αποδείξει την αθωότητά του. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που έγιναν όλα αυτά. Θεωρούσε ότι τον κατηγορούσαν άδικα, ότι φυλακίστηκε παρότι αθώος και ότι οι συμπατριώτες του τον θεωρούσαν χαζό, ότι του την έφεραν οι Έλληνες. Έτσι, θεώρησε ότι έπρεπε να κάνει κάτι μεγάλο, να βγει στην τηλεόραση. Μέσω αυτού θα αποκαθιστούσε κάπως τη φήμη του. Αυτό που ήθελε, λοιπόν, να κάνει ήταν να αποδείξει την αθωότητά του. Τίποτα άλλο. Ακόμα και τα χρήματα που ζήτησε αργότερα, προέκυψαν. Δεν ήταν μέρος του σχεδίου.
Να υπενθυμίσω εδώ ότι τον Σεπτέμβριο του ‘98 είχε προηγηθεί, λίγους μήνες πριν, η περίπτωση του Σορίν Ματέι. Αυτό στους εγκληματίες είχε κάνει πολύ καλή εντύπωση. Ήταν ούτως ή άλλως μια περίοδος που η δημοσιογραφία δεν ήταν αυτό που είναι σήμερα. Ήταν πανίσχυρη και είχε μια πολύ λανθασμένη αντίληψη για τον τρόπο που πρέπει να καλύπτονται τα γεγονότα. Αυτός ήθελε να τον καλύψουν τα κανάλια. Είχε αυτόν τον στόχο. Να τον μάθουν και στην πατρίδα του. Να νιώσει ότι ήταν κάποιος”.
Η πρώτη εμφάνιση της αστυνομίας
Παρότι αργότερα θα δημιουργηθεί ένα αδιανόητο κομβόι αυτοκινήτων αποτελούμενο από κατοίκους του χωριού, ασθενοφόρα, δημοσιογράφους και φυσικά την αστυνομία, για περίπου μια ώρα το λεωφορείο κινούνταν χωρίς κανείς να έχει καταλάβει τίποτα. Η αστυνομία ειδοποιήθηκε και κινητοποιήθηκε αρκετά αργότερα. Ήταν όμως φανερό ότι πιάστηκε τελείως απροετοίμαστη.
“Γυρνάμε στην πλατεία του χωριού, στο Σχολάρι. Ξέρετε το ΚΤΕΛ δεν είναι συχνό λεωφορείο. Είχε συγκεκριμένα δρομολόγια. Βλέποντας, λοιπόν, οι κάτοικοι της πλατείας ότι το λεωφορείο γύρισε άρχισαν να απορούν. Εκεί πρέπει να ειδοποιήθηκε για πρώτη φορά η αστυνομία. Γύρω στις 11:30.
Εμείς μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχαμε καμία επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι συμβαίνει. Από πού μου ήρθε αυτό. Περίμενα ότι, αφού γυρίσαμε στο Σχολάρι, θα ανοίξει η πόρτα, θα κατεβούμε και, εντάξει, όλα θα επιστρέψουν στο κανονικό. Φανταστείτε, σκεφτόμουν ότι θα πάρω το επόμενο λεωφορείο και θα πάω για τις δουλειές μου. Παρά την ένταση, νιώσαμε ότι, αφού γυρίσαμε στο Σχολάρι, ήμασταν ασφαλείς, ότι όλα θα πάνε καλά. Τελικά δεν ίσχυε.
Ειδοποιείται η αστυνομία αλλά μέχρι να κινητοποιηθεί λογικό είναι να περάσει κάποια ώρα. Εμείς στο μεταξύ φεύγουμε από το Σχολάρι. Ας έχουμε στο μυαλό μας ότι δεν μιλάμε για σταθερό στόχο. Κινούμασταν πια προς τη Θεσσαλονίκη μπαίνοντας από τη γέφυρα Βούλγαρη και διασχίζοντας την κεντρική λεωφόρο την Κωνσταντίνου Καραμανλή. Στον δρόμο μας υπάρχει η έδρα των ΕΚΑΜ. Ο χώρος είναι στενός και δίπλα υπάρχει ένα Λύκειο. Κάνουμε στάση εκεί αλλά δεν υπάρχει κανείς.
Ξαναβγαίνουμε στην κεντρική λεωφόρο και κινούμαστε πια προς την Κεντρική Αστυνομική Διεύθυνση, στην αρχή της Εγνατίας. Όλο αυτό χωρίς συνοδεία. Φτάνουμε εκεί όπου ειδοποιούμε τους φρουρούς. Η ειδοποίηση δεν έγινε στα κρυφά. Σταματάμε μπροστά στον φρουρό και του λέμε ‘πες στον Διοικητή να κατέβει’. Τότε είναι που κινητοποιείται όλος ο μηχανισμός.
Εκεί ήταν και η πρώτη φορά που άνοιξα το κινητό μου και έστειλα σε κάποιον δικό μου ένα γραπτό μήνυμα ότι είμαι καλά”.
Η παράλογη πορεία του λεωφορείου
Φαίνεται ότι ο Φλαμούρ Πίσλι είχε στο μυαλό του να βρει κάποια όπλα που θα αποδείκνυαν την αθωότητά του. Το μόνο πλάνο που είχε στο μυαλό του κινούνταν γύρω από αυτά τα όπλα. Βέβαια είχε πάντα στο μυαλό του και τα κανάλια. Από τη στιγμή που κινητοποιήθηκε η αστυνομία και μέχρι τις 18:00 που αποφάσισε να κινηθεί προς την Αλβανία, το λεωφορείο ακολουθούσε μια πορεία χωρίς καμία λογική. Σε αυτό το χάος καταλυτικό ρόλο έπαιξε και η εμπλοκή των δημοσιογράφων.
“Αν κάνετε το σκηνικό σε έναν χάρτη με τις στάσεις που έκανε, όλα αυτά δεν είχαν καμία λογική. Από την ώρα που έφυγε από το αστυνομικό τμήμα μέχρι την ώρα που βγήκε στον δρόμο για τα σύνορα στις 18:00. Όλο αυτό το πεντάωρο δεν υπήρχε, λοιπόν, καμία λογική. Η αστυνομία δεν ξέρει τι να κάνει. Απλά ακολουθεί το λεωφορείο. Οι δημοσιογράφοι έχουν ήδη βρει τα τηλέφωνά μας και έχει αρχίσει να γίνει χαμός στο λεωφορείο. Φανταστείτε 10 κινητά να μιλάνε σε 10 διαφορετικούς ανθρώπους.
Αρχίζουν οι δημοσιογράφοι από όπου μαθαίνουν κάτι να το μεταφέρουν μέσα στο λεωφορείο. Αυτός ζητούσε όπλα συγκεκριμένα που θα αποδείκνυαν την αθωότητά του. Εκείνοι αυτό δεν το καταλάβαιναν και γινόταν μια επικοινωνία χωρίς ειρμό. Οπότε σε μια φάση λένε ότι θα φέρουν καλάσνικοφ από την Ξάνθη. Έτσι, ως πληροφορία. Οπότε ο απαγωγέας -χωρίς να το σκεφτεί- διατάζει να πάμε προς την Ξάνθη. Μετά έρχεται άλλος δημοσιογράφος με άλλη πληροφορία ότι τελικά θα τα φέρουν από την Αθήνα. Δεν καταλάβαιναν τι ρωτούσαν και πού το ρωτούσαν. Μιλάμε για έναν τύπο με μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα.
Κάποια στιγμή καταλαβαίνει και ο ίδιος όλο αυτό το χάος, οπότε επιλέγει να πάμε στην Αλβανία. Ήθελε να πάει κάπου όπου θα ένιωθε ο ίδιος μια κάποια ασφάλεια. Όπως αυτή που νιώσαμε εμείς, όταν φτάσαμε για λίγο στο Σχολάρι θεωρώντας ότι όλα θα τελείωναν. Τώρα το τι θα γινόμασταν εμείς προφανώς και δεν τον ένοιαζε.
Σε όλη αυτή τη φάση που ζητάει όπλα, ζητάει ξαφνικά και 50 εκατομμύρια δραχμές. Τον στόχο της ελληνικής αστυνομίας εγώ ακόμα δεν τον έχω καταλάβει. Ό,τι και αν είπαμε, ό,τι και αν ειπώθηκε, έκαναν προσπάθεια να σταματήσουν το λεωφορείο. Την προσπάθεια αυτή όμως την έκαναν τελείως λανθασμένα και τελείως ανοργάνωτα. Τελείως πρόχειρα. Δεν ήταν καθόλου συντονισμένοι.
Μιλάμε για μια κατάσταση όπου υπήρχε ένα λεωφορείο που πήγαινε, θεωρητικά μπροστά η αστυνομία άνοιγε δρόμο, πίσω ήταν ένα κομβόι αυτοκινήτων. Ακολουθούσαν περιπολικά, δημοσιογράφοι, ασθενοφόρα και κάτοικοι από το Σχολάρι. Ένας χαμός. Σαν θέαμα πρέπει να ήταν τρομακτικό. Και δεν σκέφτηκε κανείς να κόψει το κομβόι. Γιατί ήταν επικίνδυνο για όλους. Όχι μόνο για εμάς”.
Η απόφαση να πάει το λεωφορείο στην Αλβανία
Ο απαγωγέας από ένα σημείο και μετά ζητούσε μαζί με τα καλάσνικοφ και 50 εκατομμύρια δραχμές. Στο μέσο της παράλογης πορείας του, το απόγευμα το λεωφορείο είχε βγει στο δρόμο προς τα σύνορα με την Αλβανία. Λίγο έξω από την Κοζάνη, βράδυ πια, το λεωφορείο σταματάει. Ανάμεσά του βρίσκεται πάρα πολύς κόσμος. Ο Πίσλι παίρνει τα χρήματα και μιλάει στις κάμερες. Κανείς δεν μπορεί να παρέμβει.
“Όταν φτάσαμε σε μια φάση έξω από την Κοζάνη, του έφεραν τα λεφτά. Εκεί είναι σκεφτείτε που το λεωφορείο κάνει αναστροφή και βρίσκει όλο αυτό το κομβόι μπροστά του. Κάποια στιγμή, λοιπόν, βρισκόμαστε κάπου που έχει φώτα και δημοσιογράφους. Μιλάει στις κάμερες, παίρνει και τα λεφτά. Αυτό είναι γύρω στις 10:30 το βράδυ. Τότε είναι που γίνεται τελείως ξεκάθαρο στο μυαλό του ότι θα πάει στην Αλβανία.
Ναι μεν είχαμε ήδη ξεκινήσει από τις 18:00 την πορεία προς τα σύνορα αλλά είχαμε και την ελπίδα ότι κάτι θα γίνει και θα τον σταματήσουν. Εκεί ήταν πολύ κομβικό σημείο. Το λεωφορείο ήταν σταματημένο. Ο απαγωγέας έκανε δηλώσεις στις κάμερες.
Κανείς δεν θα τολμούσε όμως να κάνει επιχείρηση σε τέτοιες συνθήκες. Κι ας ήταν ακινητοποιημένο το ΚΤΕΛ. Εγώ φοβόμουν σκεφτείτε μήπως του φύγει η χειροβομβίδα. Την κρατούσε από τις 11 το πρωί. Ένας ελεύθερος σκοπευτής, αν πήγαινε να τον σκοτώσει, γιατί το πεδίο ήταν πλήρως ελεύθερο, θα σκότωνε μαζί και κόσμο. Όχι μόνο εμάς εκεί μέσα”.
Οι συνθήκες μέσα στο λεωφορείο
“Νομίζω ότι ήταν λίγο φοβισμένος. Δηλαδή είχε πολύ άγχος. Ένα περίεργο συναίσθημα. Άγχος, φόβος. Ήθελε να πάρει τον έλεγχο της κατάστασης. Ήταν όμως και αποφασισμένος. Ήταν σε μια περίεργη κατάσταση. Φανταστείτε έναν άνθρωπο που έχει γίνει κατακόκκινος. Έναν άνθρωπο που φώναζε και όλες οι φλέβες ήταν πεταγμένες προς τα έξω. Σε μια κατάσταση φοβερής έντασης.
O Γιώργος (σ.σ. Κουλούρης) ήταν παιδί του χωριού. Ήταν πολύ κοινωνικό παιδί. Είχε γεννηθεί και είχε μεγαλώσει στο χωριό. Ήξερε τους πάντες. Σε αυτόν, λοιπόν, ο απαγωγέας είχε βρει έναν άνθρωπο για να μιλήσει μαζί του. Εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα από όσα έλεγε. Δεν τους ήξερα τους ανθρώπους που κατηγορούσε. Ο Γιώργος όμως τους ήξερε. Επομένως, αυτό που έκανε ο Γιώργος ήταν ότι προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει. Με τον Γιώργο λοιπόν δεν είχε σχέση. Απλά εκείνος προσπαθούσε να κρατήσει τις ισορροπίες.
Κρατήστε και κάτι ακόμα. Ο Γιώργος ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να τον απειλήσει. Πήγε το παιδί στην Πυροσβεστική να κάνει τα χαρτιά του να τον πάρουν πυροσβέστη. Ήταν νέος, ψηλός και γεροδεμένος. Είχε, λοιπόν, έναν φόβο, οπότε έπρεπε να τον έχει από κοντά. Σε μια τέτοια κατάσταση, κόβει το μάτι σου με ποιον μπορείς να συνεννοηθείς.
Μετά την αστυνομία, ο απαγωγέας άρχισε λίγο να μας μιλάει. Όχι ευγενικά βέβαια. Ήταν στο στιλ ‘σκάσε εσύ μη μιλάς’, ‘κλείσε το κινητό’, ‘τσακίσου έλα μπροστά’. Σε τέτοιο ύφος. Χωρίς πολλές-πολλές κουβέντες. Δεν μπορούσες να πείσεις έναν άνθρωπο που κρατάει μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα.
Αφού παίρνει λοιπόν τα λεφτά, κάποια στιγμή ζήτησε από τον οδηγό να ανοίξει την πίσω πόρτα και από εκεί πέταξε τη χειροβομβίδα. Αυτό που ήθελε ήταν μόνο να γυρίσει στην πατρίδα του. Δεν μπορώ να πω ότι ηρέμησε, παρότι φαινομενικά ήταν πιο ήρεμος.
Είχε πάντως συναίσθηση ότι είναι πολύ πιθανό να τον σκοτώσουν, ότι δεν είχε ζωή πια. Αυτό συνέβαινε από την αρχή. Κάποια στιγμή, όταν είχαμε πάει στο Σχολάρι, σταμάτησε το λεωφορείο ο παπάς του χωριού τότε. Προσπάθησε να τον πείσει “αγόρι μου, άφησε τους ανθρώπους”. Η απάντησή του ήταν ότι “όπως θα κλάψει εμένα η μάνα μου, έτσι να κλάψουν και άλλες μάνες”. Είχε συναίσθηση ότι θα γίνει μακελειό. Το είχε στο μυαλό ότι είναι πιθανό αυτή η ιστορία να μην καταλήξει σε καλό.
Σκεφτόταν ότι θα προκαλέσει αναστάτωση και αν τη γλυτώσει τη γλύτωσε. Θα έτρωγε και τα λεφτά. Αν δεν τα κατάφερνε όμως, θα σκοτωνόταν”.
Το πέρασμα από τα σύνορα
Το πέρασμα από τα σύνορα ήταν και πέρασμα σε ένα τελείως διαφορετικό σκηνικό. Ο εκνευρισμένος Φλαμούρ δίνει τη θέση του σε έναν πιο φοβισμένο άνθρωπο που απλά δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Ταυτόχρονα αλλάζει και η δικαιοδοσία. Η αλβανική αστυνομία παίρνει τον έλεγχο της κατάστασης. Η συνθήκη με το κομβόι και η ανεξέλεγκτη πορεία του ΚΤΕΛ φτάνουν σε ένα τέλος.
“Τα σύνορα δεν τα περάσαμε έτσι. Δεν ήταν και χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είχε τις μπάρες και τους φύλακες. Στα σύνορα, λοιπόν, σταματήσαμε για λίγο και υπήρξε μια ένταση. Εκείνος φώναζε ‘ανοίξτε την μπάρα αλλιώς τους σκοτώνω’.Υπήρχε και ανταλλαγή 3-4 πυροβολισμών με την Ελληνική Αστυνομία.
Μετά από κανένα εικοσάλεπτο δόθηκε η εντολή να ανοίξουν τις μπάρες. Εκεί η αλβανική αστυνομία φάνηκε ότι μας περίμενε κανονικότατα. Από τα σύνορα περάσαμε γύρω στη 1. Η επέμβαση έγινε στις 6. Από τη στιγμή που περάσαμε τα σύνορα είχε αλλάξει τελείως η συνθήκη. Το κομβόι είχε σταματήσει να μας ακολουθεί. Ενώ στην Ελλάδα γινόταν όλο αυτό που λέγαμε, με το που ήμασταν στο ενδιάμεσο των δύο μπαρών σκάει στο μπροστά σημείο του λεωφορείο ένα τεθωρακισμένο το οποίο είχε μέσα αστυνομικούς, οι οποίοι στόχευαν με laser. Αμέσως αφού μας έκλεισαν τον δρόμο, δόθηκε εντολή να τους ακολουθήσουμε. Επιτακτικά.
Τότε γυρνάει εκείνος και μας λέει ότι, αν τους δίναμε λεφτά, θα μας άφηναν ανενόχλητους να συνεχίσουμε την πορεία μας. Επειδή όμως είναι επικίνδυνα μη μας σκοτώσουν άλλοι, θα τους ακολουθήσουμε. Δηλαδή πλέον δεν είχαμε μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα (σ.σ. ο απαγωγέας την είχε πετάξει προηγουμένως). Μπαίνουμε πίσω από τους αστυνομικούς.
Φανταστείτε πώς ήταν το σκηνικό. Χωριά και απόλυτη νύχτα. Ήταν κακοτράχαλοι δρόμοι από όσο μπορούσαμε να δούμε έξω ήταν πολύ δύσκολα και για τον οδηγό. Με το που μπήκαμε, μας είπε ο απαγωγέας να κλείσουμε τις κουρτίνες, για να μην μπορούν να βρουν στόχο. Δηλαδή οι αστυνομικοί έχουν οπτική επαφή με το λεωφορείο μόνο μέσω του παρμπρίζ. Κάποια στιγμή αυτός αρχίζει να πιστεύει ότι μπορεί να τη γλυτώσει. Εκείνος εκείνη τη στιγμή καθόταν δίπλα μου. Φεύγει, είχα μάλλον και ένα περίεργο ύφος, γιατί το καλάζνικοφ δεν είναι ωραίο θέαμα για να το βλέπει κανείς. Πάει ένα κάθισμα πίσω και κάθεται μόνος του. Τα κινητά τότε είχαν τελειώσει από μπαταρία.
Είμαστε πια στην Αλβανία. Δεν ξέραμε καν ότι ακολουθούν Έλληνες. Ήμασταν σε έναν ξένο τόπο που δεν αναγνωρίζαμε. Αυτό επέτεινε το άγχος μας. Το σκηνικό είναι τελείως διαφορετικό. Μπροστά μας βλέπαμε μόνο το τεθωρακισμένο της αστυνομίας. Πίσω μας δεν βλέπαμε τι συμβαίνει. Είχαμε κατατρομοκρατηθεί. Μας είχε πείσει ότι δεν κινδυνεύουμε μόνο από αυτόν αλλά και από οποιονδήποτε άλλον μπορεί να εμφανιζόταν μέσα στη σκοτεινιά, για να πάρει τα λεφτά.
Να τονίσω ότι είχαμε περάσει και πάρα πολλή ώρα σε ένταση. Η κούραση άρχισε να φαινόταν σε όλο το λεωφορείο. Ο οδηγός αναγκαζόταν να οδηγήσει μετά από τόσες ώρες σε πολύ δύσκολους δρόμους και με την απειλή του όπλου. Ο απαγωγέας είχε και αυτός χαλαρώσει πια”.
Η στιγμή της επέμβασης
Όταν έχει πια ξημερώσει και αφού οι επιβάτες του ΚΤΕΛ μετρούν κοντά στις 20 ώρες συνεχούς πορείας σε Ελλάδα και Αλβανία, η αλβανική αστυνομία αναλαμβάνει δράση. Με ένα φαινομενικά μόνο οργανωμένο πλάνο αλλά ταυτόχρονα και με ένα ασύλληπτο φιάσκο, η λεωφορειοπειρατεία πράγματι λύνεται λίγο έξω από το Ελμπασάν. Τη θέση της περιπέτειας όμως παίρνει ο θρήνος για τη χαμένη ζωή ενός αθώου.
“Φανταστείτε έναν πολύ στενό δρόμο ο οποίος ήταν πολύ ανηφορικός και με πολλές στροφές. Σε πολλά σημεία του ήταν χωματόδρομος, συχνά βρίσκαμε γκρεμούς. Κάποια στιγμή, λοιπόν, σε εκείνο το σημείο που έγινε τελικά η επέμβαση, θεωρώ ότι υπήρχαν ακροβολισμένοι ελεύθεροι σκοπευτές.
Το μπροστινό αυτοκίνητο σταματάει ακαριαία. Σταματάει και το λεωφορείο και σε δευτερόλεπτα πέφτουν οι σφαίρες. Χωρίς να βλέπουμε από πού έρχονταν. Αυτοί που ήταν τις πρώτες θέσεις νομίζω ότι κατάλαβαν τι γίνεται πριν από εμάς (εγώ καθόμουν πιο πίσω). Μιλάω για τον οδηγό, τον Γιώργο και τον εισπράκτορας. Με το που φρενάρει το λεωφορείο γίνεται όλη η επιχείρηση.
Νομίζω ότι ο απαγωγέας δεν πρόλαβε καν να καταλάβει τι συνέβη. Δεν αντέδρασε. Δεν κουνήθηκε. Δεν πρόλαβε. Όταν εγώ κατάλαβα ότι σταματάει το λεωφορείο είδα τον Γιώργο να πετάγεται να κατέβει και αστραπιαία και εγώ έπεσα ενστικτωδώς στο πάτωμα του λεωφορείου. Είχα οπτική επαφή μόνο διαγώνια και απέναντι. Εκεί δηλαδή που ήταν ο απαγωγέας.
Παράλληλα με την μπροστά πόρτα όμως, άνοιξε και η πίσω. Και από εκεί μπήκαν Αλβανοί αστυνομικοί. Με ρώτησαν αν εκείνος ήταν ο απαγωγέας. Τότε τον ξαναπυροβόλησαν, ενώ είχε ήδη πεθάνει.
Τι πιστεύω εγώ ότι έγινε; O Γιώργος πρέπει να χτυπήθηκε μέσα στο λεωφορείο για πρώτη φορά γιατί ήταν στην ευθεία της βολής. Οποιος χτύπησε τον απαγωγέα το έκανε από μπροστά και διαγώνια. Ο Γιώργος, λοιπόν, ήταν στην ευθεία βολής. Αν δείτε και τη σκηνή από την επιχείρηση θα τον δείτε να κρατάει τα αυτιά του, που σημαίνει ότι ήταν ήδη χτυπημένος
Το παράλογο ήταν ότι συνέχισαν να τον πυροβολούν από τη στιγμή που ο Γιώργος άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε. Γιατί συνέχισαν να τον πυροβολούν; Αυτό δεν έχει καμία λογική. Ίσως νόμιζαν ότι αυτός είναι ο απαγωγέας. Δεν υπάρχει άλλο σενάριο. Δεν μπορεί να είχαν στόχο να μας σκοτώσουν. Αν ήθελαν θα σκότωναν και εμάς τους υπολοίπους. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς. Εκείνος που πυροβόλησε τον απαγωγέα ήξερε πού σημάδευε. Οι υπόλοιποι όμως; “.
Τα συναισθήματα όταν όλο αυτό τελείωσε
Όταν τους είδα να πυροβολούν, είχα και εγώ το άχτι μου. Ανθρώπινο είναι νομίζω. Δεν ήξερα όμως τι είχε συμβεί με τον Γιώργο. Ήταν μπροστά, δεν είχα οπτική επαφή. Όταν κατεβαίνεις από ένα τέτοιο λεωφορείο και δεν ξέρεις τι θα συναντήσεις κατεβαίνοντας, δεν ξέρεις τι νιώθεις. Εγώ είχα αίματα στο πουκάμισο. Είχα ένα συναίσθημα που ειλικρινά δεν μπορώ να το περιγράψω.
Δεν υπήρχε συναίσθηση της κούρασης. Δεν ένιωθα δηλαδή τίποτα που να προδίδει ότι είχα περάσει όλη αυτή την ταλαιπωρία. Είχα απλά ένα πράγμα, ένα αίσθημα ότι επιβίωσα. Αυτό. ‘Επιβίωση’ είναι η λέξη. Όταν μας είπαν ότι μπορούμε να κατεβούμε, ε, κατεβήκαμε και εμείς. Και ξέρεις, ακόμα μέχρι να φτάσουμε σπίτια μας είχαμε το συναίσθημα ότι μπορεί να τη γλυτώσαμε από αυτόν αλλά μπορεί να πάθουμε κάτι άλλο. Θα συνεχίσω να είμαι τόσο τυχερή; Δεν θα συνεχίσω;
Είναι σαν να έχεις τροχαίο, να τη γλυτώνεις από αυτό. Αλλά μέσα στο αμάξι να έχεις αυτή την απορία: Tελικά εγώ είμαι ζωντανή; Δεν είμαι; Είναι αληθινά αυτά που βλέπω;
Τα συναισθήματα ενός ανθρώπου που έχει ένα τέτοιο βίωμα. 21 χρόνια μετά.
“Εμένα αυτό το πράγμα είναι στη μισή μου ζωή πριν. Τότε δεν είχα ζήσει τίποτα. Ήμουν στα 22 μου. Οτιδήποτε ήταν να ζήσω ήταν να το ζήσω μετά από αυτό. Με ένα τέτοιο γεγονός που ήταν και σημαντικό και μεγάλο και σοκαριστικό.
Δεν νομίζω πια ότι έχω συναίσθημα. Θεωρώ ότι ήταν πολύ κρίμα που χάθηκε ένα παιδί σαν τον Γιώργο. Άδικο. Πήγε τόσο άδικα. Από εκεί και πέρα όμως η ζωή έχει τόσο πολλά που καθημερινά είναι ένας αγώνας. Μπορεί να μην έχει την απειλή ότι κάποιος με απειλεί με όπλο τώρα να με σκοτώσει. Είναι όμως ένας διαρκής αγώνας.
Όταν ζει κανείς ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορεί να το ξεχάσει, μαθαίνει όμως να ζει με αυτό. Γενικά δεν το άφησα να διαλύσει την υπόλοιπη ζωή μου. Επηρεάστηκα σίγουρα αλλά δεν το άφησα να με επηρεάσει τόσο. Σάββατο βράδυ γύρισα στην Ελλάδα, τη Δευτέρα μπήκα ξανά σε λεωφορείο. Ούτε έκαψα τα ρούχα μου ούτε άλλαξα τη ζωή μου ούτε άρχισα να βρίζω τους Αλβανούς. Έτσι λέγονται οι κάτοικοι της Αλβανίας. Τι να κάνουμε τώρα; Δεν είναι όλοι οι Αλβανοί εγκληματίες σε καμία περίπτωση. Υπάρχουν και καλοί και κακοί, όπως οπουδήποτε. Έτυχε αυτό το παιδί να είναι έτσι. Όλα ήταν μια κακή συγκυρία που έσκασαν στο δικό μας το κεφάλι”.
Τελικά
Η ιστορία της πρώτης λεωφορειοπειρατείας ήταν αδιαμφισβήτητα ένα τραγικό γεγονός. Ήταν όμως και ένα γεγονός που φώτισε πολλές από τις ανεπάρκειες της ελληνικής κοινωνίας που ετοιμαζόταν λίγους μήνες μετά να υποδεχτεί τη νέα χιλιετία. Έφερε στην επιφάνεια όλες τις ανεπάρκειες της ελληνικής αστυνομίας. Μαζί ανέδειξε και μια διψασμένη για θέαμα ελληνική δημοσιογραφία που μπορούσε να ελέγχει και να παρεμβαίνει ακόμα και στο επιχειρησιακό μέρος.
Όσα μου αφηγήθηκε η Νέλλη Καρατσώρη επικέντρωσαν κατά κάποιο τρόπο σε όσα συνέβησαν εντός του λεωφορείου. Αυτή η ιστορία όμως δεν είναι μόνο μια συγκλονιστική αφήγηση. Είναι και μια πολύ καλή αφορμή να θυμόμαστε μια άλλη περίοδο που έχει καλυφθεί με το άρωμα της προ-Ολυμπιακής μέθης. Τελικά, και μια ευκαιρία να θυμόμαστε ότι πάνω από το πολιτικό κόστος, το αποκλειστικό ρεπορτάζ και τη λατρεία για καριέρα πρέπει να μπαίνει η ανθρώπινη ζωή. Αν είχαν τεθεί αυτές οι προτεραιότητες εκεί το καλοκαιρινό διήμερο, ίσως αυτή τη στιγμή ο Γιώργος Κουλούρης να ήταν τώρα ζωντανός.