© 2022 AP Photo/Jean-Francois Badias
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Τι αποτύπωμα αφήνουν οι γαλλικές εκλογές για την επόμενη μέρα της Ευρώπης

Η μεγάλη άνοδος της ενωμένης Αριστεράς, η παγιωμένη θέση της Άκρας Δεξιάς και τα μεγάλα διλήμματα του Emmanuel Macron. Ζητήσαμε από τρεις γνώστες των πολιτικών πραγμάτων της Γαλλίας να μας δώσουν τα δικά τους συμπεράσματα σχετικά με την επόμενη μέρα της 5ης Δημοκρατίας αλλά και το πώς αυτά μπορούν να επηρεάσουν την υπόλοιπη ήπειρο.

Πρώτα, ήταν οι προεδρικές εκλογές του περασμένου Απριλίου όπου ο Emmanuel Macron βγήκε -ξανά- νικητής. Στο ενδιάμεσο ο ανανεωτής της γαλλικής αριστεράς Jean-Luc Mélenchon είχε κάνει την παρουσία του κάτι παραπάνω από αισθητή ενώ και η ακροδεξιά Marine Le Pen είχε κάθε δικαίωμα (δυστυχώς) να θεωρεί ότι μπορεί να έχασε την προεδρία, κέρδισε όμως μία μεγάλη νίκη στον πολιτικό στίβο.

Τώρα, και πριν λίγες μέρες, παίχτηκε το δεύτερο επεισόδιο στο γαλλικό εκλογικό σίριαλ του 2022: οι βουλευτικές εκλογές έβαλαν πολύ δύσκολα στον Γάλλο Πρόεδρο αφού δεν κατάφερε να αποκτήσει την απόλυτη πλειοψηφία. Ο Jean-Luc Mélenchon κέρδισε ακόμα περισσότερους πόντους ενώ η Le Pen έχασε έδαφος – χωρίς, όμως, να χάσει τη μεγάλη δύναμή της. Έτσι, από τις 19 Ιουνίου και έπειτα η συζήτηση για το μέλλον της 5ης γαλλικής Δημοκρατίας έχει φουντώσει για τα καλά.

Στο ενδιάμεσο, βέβαια, έχουν προκύψει τάσεις και χρήσιμα συμπεράσματα τόσο για τη Γαλλία όσο για την Ευρώπη αλλά και -γιατί όχι;- την Ελλάδα. Ζητήσαμε, λοιπόν, από τρεις γνώστες των πολιτικών πραγμάτων της χώρας να μας παρουσιάσουν τη δικιά τους σκοπιά δίνοντας στην πορεία και μία πρόβλεψη για το κατά πόσο οι γαλλικές πολιτικές εξελίξεις μπορούν να επηρεάσουν την υπόλοιπη ήπειρο.

«Υπάρχει σύγχυση υπάρχει και με την άνοδο της ακροδεξιάς, η οποία δεν είναι ακριβώς πρωτοφανής» | © 2022 AP Photo/Thomas Padilla

Δεν αμφισβητούνται μόνο τα κόμματα, αλλά το ίδιο το σύστημα

Το αποτέλεσμα των γαλλικών κοινοβουλευτικών εκλογών έχει τροφοδοτήσει αρκετά σενάρια για το μέλλον της Γαλλικής Δημοκρατίας, οδηγώντας όμως και σε αρκετές παρανοήσεις.

Καταρχάς, είναι λανθασμένη η εντύπωση ότι οι εκλογές σηματοδοτούν το τέλος της κυριαρχίας του Emmanuel Macron. Μπορεί να ψαλιδίστηκε η απόλυτη εξουσία του, ωστόσο παραμένει στη θέση του για την ερχόμενη πενταετία, που είναι και η τελευταία λόγω θεσμοθετημένου ορίου. Διατηρεί δε σχεδόν απόλυτες εξουσίες σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, τα οποία αφορούν άμεσα την Ελλάδα, αν και σε περίπτωση συμμαχίας με το κεντροδεξιό κόμμα θα υπάρχει κάποιου είδους διαβούλευση. Είναι τέτοια η δομή της 5ης Γαλλικής δημοκρατίας, όπως τη σχεδίασε ο Στρατηγός Charles de Gaulle, που ο Πρόεδρος αποτελεί ένα είδους εκλεγμένου δικτάτορα. Μπορεί ακόμη και να διαλύσει το κοινοβούλιο και να περάσει νόμους με ελάχιστη κοινοβουλευτική επίβλεψη.

Μια άλλη παρανόηση είναι ότι ο Μακρόν θα εξαναγκαστεί στη λεγόμενη «συγκατοίκηση», όπως αναφέρθηκε σε αρκετά ΜΜΕ. Συγκατοίκηση προέκυψε το 1986 και το 1997, όταν οι τότε Πρόεδροι (Francois Mitterand και Jacques Chirac), αναγκάστηκαν να ορίσουν κυβέρνηση με Πρωθυπουργό από την αντίπαλη παράταξη που είχε αποκτήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Παρότι έχασε την απόλυτη πλειοψηφία, το κόμμα Ensemble του Macron ήρθε πρώτο και διατηρεί το δικαίωμα να ορίσει κυβέρνηση και πιθανώς πρωθυπουργό, ανάλογα με τις συμμαχίες που θα προκύψουν. Είναι βέβαια πιθανό να οδηγηθεί σε κυβέρνηση μειοψηφίας και ίσως νέες εκλογές.

Αντίστοιχη σύγχυση υπάρχει και με την άνοδο της ακροδεξιάς, η οποία δεν είναι ακριβώς πρωτοφανής. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι το κόμμα του Jean-Marie Le Pen που κληρονόμησε η κόρη του κατάφερε να εκλέξει 35 βουλευτές το 1986, και μάλιστα σε μια περίοδο που η γενιά που έζησε τον ΒΠΠ ήταν ενεργή. Ήταν η σκόπιμη αλλαγή του εκλογικού συστήματος σε πλειοψηφικό που περιόρισε την άκρα δεξιά στον ελάχιστο αριθμό βουλευτών, έως τις φετινές εκλογές.

Είναι αλήθεια ότι η Marine Le Pen έχει επιτύχει την περίφημη dédiabolisation, δηλαδή την αποδοχή του κόμματος της ως μια φυσιολογική πολιτική επιλογή, μετά την απομάκρυνση ακραίων στοιχείων, συμπεριλαμβανομένου του πατέρα της. Ήδη εκλέγει βουλευτές σε περιοχές όπου έως πρόσφατα είχε μικρή διείσδυση, όπως η νοτιοδυτική Γαλλία. 

Τα βασικά εμπόδια για άνοδο στην εξουσία παραμένουν: το όνομα Le Pen απωθεί μεγάλη μερίδα της Γαλλικής κοινωνίας, ενώ η ίδια δεν είναι χαρισματική ηγέτης, καθώς δε διαθέτει το επικοινωνιακό χάρισμα αντίστοιχων πολιτικών όπως ο Donald Trump, έτσι ώστε να κερδίσει ουδέτερους ψηφοφόρους. 

Το κυριότερο, οι νεότερες γενιές είναι αντίθετες στις θέσεις της για την Ευρώπη, το περιβάλλον και τη μετανάστευση, παρότι συγκινούνται από το σοσιαλιστικό σχεδόν οικονομικό της πρόγραμμα. Αυτός είναι και ο λόγος που η Αριστερά του Jean-Luc Mélenchon έχει τόσο μεγάλη απήχηση στη Γαλλική νεολαία (σχεδόν ένας στους δύο Γάλλους 18-35 ετών).

Ένα συμπέρασμα από τις εκλογές είναι ότι το χάσμα ανάμεσα σε εθνικιστές και κοσμoπολίτες (somewheres και nowheres όπως τους έχει ονομάσει ο Βρετανός δημοσιογράφος David Goodhart) έχει πλέον παγιωθεί, με τους πρώτους να επιλέγουν κόμματα των άκρων και τους δεύτερους κόμματα του κέντρου και της μετριοπαθούς Αριστεράς και Δεξιάς. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Παρίσι για πρώτη φορά δεν εξελέγησαν Σοσιαλιστές και Γκωλικοί βουλευτές.

Εξίσου σημαντικό είναι ότι δεν αμφισβητούνται πλέον μόνο τα πολιτικά κόμματα, αλλά το ίδιο το σύστημα. Αρκετοί αναλυτές αναρωτιούνται εάν οι θεσμοί της 5ης Δημοκρατίας είναι επαρκείς για να εκφράσουν τη σύγχρονη κοινωνία στην εποχή του Ίντερνετ.

Εάν η αποχή εκλαμβάνεται ως σημάδι κορεσμού και κυνισμού, μια πρώτη απάντηση είναι η δημιουργία θεσμών που ανοίγουν τα στεγανά της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των ελίτ της – ήδη η Γαλλία έχει πειραματιστεί με θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, όπως το συμβούλιο πολιτών για το κλίμα. Είναι ένα μήνυμα που αντηχεί στην υπόλοιπη Ευρώπη και φυσικά στη χώρα μας.

* Α. Κατσομήτρος, δημοσιογράφος με έδρα το Παρίσι

«Ο Jean-Luc Mélenchon είναι αδιαμφισβήτητα το πρόσωπο των ημερών κι όμως χωρίς κανέναν θεσμικό ρόλο αυτή τη στιγμή» | © 2022 AP Photo

Jean-Luc Mélenchon, o εμπνευστής μίας ιστορικής συμμαχίας

Οι γαλλικές εκλογές έχουν πάντα κάτι που μαγνητίζει τα βλέμματα της Ευρώπης –σίγουρα και της Ελλάδας– και γενικά ολόκληρου του κόσμου. Μητροπολιτική Γαλλία και υπερπόντια εδάφη ψηφίζουν κάθε πέντε χρόνια τον νέο Πρόεδρο και τη νέα Βουλή μιας ιστορικής δημοκρατίας με πολυτάραχη συνταγματική ιστορία και διεθνή ακτινοβολία.

Καθαρά προσωποκεντρικές, συχνά με πικάντικες ιστορίες και με το κλασικό πλέον ηθικοπολιτικό δίλημμα του δεύτερου γύρου (περί της μη εκλογής κάποιου μέλους της οικογένειας Le Pen), οι προεδρικές εκλογές ήταν πάντα αυτές που βρίσκονταν στο επίκεντρο της προσοχής. Ειδικά μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2000 και τη μείωση της προεδρική θητείας ώστε να εξισωθεί με τη βουλευτική, οι βουλευτικές εκλογές διεξάγονται πάντα στον απόηχο των προεδρικών, λίγους μήνες αργότερα, για να επικυρώσουν ουσιαστικά την εκλογική δύναμη του προέδρου στα βουλευτικά έδρανα.

Η προοπτική μιας νέας «συγκατοίκησης» (δηλαδή μιας πολιτικής συνύπαρξης ενός προέδρου κι ενός πρωθυπουργού από αντίπαλες παρατάξεις) έμοιαζε μάλλον απίθανη μετά το 2000. Κι όμως, οι πρόσφατες βουλευτικές εκλογές της Γαλλίας αποδείχθηκαν ιστορικές. Για πολλούς λόγους.

Παρά την επανεκλογή Macron, το μάλλον εκβιαστικό δίλημμα «Macron ή Le Pen» δεν αρκεί για να του χαρίσει μια νέα εκλογική νίκη στη Βουλή, δύο μήνες αργότερα. Η Le Pen αποκτά για πρώτη φορά ισχυρή κοινοβουλευτική ομάδα. Οι 8 βουλευτές του 2017 γίνονται πλέον 89 και, άρα, μπορούν να καταθέσουν πρόταση μομφής κατά της όποιας νέας κυβέρνησης. Είναι άλλωστε η δεύτερη ισχυρότερη πολιτική παράταξη στη Βουλή. Η σταδιακή «κανονικοποίηση» του ακροδεξιού κόμματος έχει μάλλον προχωρήσει και το λεγόμενο «δημοκρατικό μέτωπο» κατά της Le Pen δεν θέτει το δίλημμα με την ίδια ζέση όταν αντιπαρατίθενται ακροδεξιοί και αριστεροί υποψήφιοι.

Κι όμως, η γαλλική Aριστερά είναι αυτή που κάνει τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές πραγματικά ιστορικές. Η πολυπόθητη ένωση –που δεν επετεύχθη λίγους μήνες νωρίτερα για να στηρίξει την προεδρική υποψηφιότητα Jean-Luc Mélenchon– είναι πλέον γεγονός. 

Αν παραμείνει ενωμένη και μετεκλογικά, η αριστερή συμμαχία NUPES («Νέα λαϊκή οικολογική κοινωνική ένωση»), γίνεται (τουλάχιστον) αξιωματική αντιπολίτευση. Ο Mélenchon είναι αδιαμφισβήτητα το πρόσωπο των ημερών κι όμως χωρίς κανέναν θεσμικό ρόλο αυτή τη στιγμή: δεν είναι πρόεδρος, δεν είναι πρωθυπουργός, δεν είναι καν βουλευτής αφού επέλεξε να μην είναι υποψήφιος. Είναι όμως ο εμπνευστής μιας ιστορικής συμμαχίας της γαλλικής αριστεράς.

Μετά από απανωτές εκλάμψεις και ήττες (ριζοσπαστικής) αριστεράς στον Δυτικό Κόσμο τα τελευταία χρόνια (από τις εκλογικές ήττες των Jeremy Corbyn και Bernie Sanders ως την πικρή απογοήτευση των ΣΥΡΙΖΑ και Podemos), έρχεται μια νέα προοπτική ένωσης από τη Γαλλία. Στο πλαίσιο της «συγκατοίκησης» που αποδυναμώνει τον θεσμό του προέδρου αλλάζοντας πρακτικά το γαλλικό πολίτευμα, η Aριστερά μπορεί να παίξει τον δικό της ρόλο σε κάθε νέα συζήτηση και ψηφοφορία στη γαλλική Βουλή. 

Εν μέσω πολλαπλών παγκόσμιων κρίσεων (οικονομική, υγειονομική, προσφυγική, ενεργειακή, περιβαλλοντική κ.ο.κ.) και ενώ ένας πόλεμος μαίνεται στην Ευρώπη, θα φανεί εάν η εκλογική αυτή επιτυχία θα συνοδευτεί κι από ένα νέο λαϊκό κίνημα ή, έστω, εάν θα αγγίξει περισσότερο το ήδη υπάρχον των Κίτρινων Γιλέκων. Για την ώρα, οι χρωματισμένοι χάρτες του Παρισιού θυμίζουν τις μέρες της Γαλλικής Κομμούνας και η Aριστερά συνεχίζει να νικά παραδοσιακά στις ίδιες συνοικίες της πόλης.

Ωστόσο, η πρώτη δύναμη και το πραγματικό κίνημα μοιάζει να είναι μάλλον η αποχή (κοντά στο 50% και 75% για τους νέους 18-24 χρονών). Ίσως, αυτό είναι το πραγματικό ιστορικό στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί σε μια σύγχρονη δημοκρατία.

Εξάλλου, όσο απλοϊκές κι αν μοιάζουν συχνά οι πολιτικές και κοινωνικές αντιστοιχίες, οι ίδιες λέξεις επαναλαμβάνονται και πρωταγωνιστούν στο πολιτικό σκηνικό πολλών χωρών τα τελευταία χρόνια: αυξημένη αποχή, άνοδος ακροδεξιάς, ρητορικές λαϊκισμού, αριστερή ελπίδα. Ιστορικά ευρωπαϊκά κόμματα αποδυναμώνονται, αλλάζουν ονόματα. Κάτι κινείται, κάτι αλλάζει. 

Την Κυριακή 19 Ιουνίου 2022, κάτι φάνηκε να κινείται προς τα αριστερά, από την Κολομβία του Gustavo Petro ως τη Γαλλία του Mélenchon. Μένει να δούμε ως πότε. Και πώς. Και πόσο αριστερά. Θα μετρηθούν κι εκείνοι, όπως κι οι δικοί μας, στις μικρές και μεγάλες στιγμές, στις κρίσεις που έρχονται, στα λόγια και στα έργα και –φυσικά– στα «ναι» τους και στα «όχι».

* Έλια Αλεξίου, ερευνήτρια Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου στο Université Panthéon-Assas Paris II 

«Ο στόχος είναι διττός: αντίδραση στην πολιτική του Macron αλλά και απομόνωση των ρατσιστικών ιδεών της Εθνικής Συσπείρωσης» | Ludovic Marin/Pool photo via AP

Μια νέα κατάσταση, προάγγελος ιδεολογικών εξελίξεων

Τα αποτελέσματα των βουλευτικών ήταν η φυσική απόληξη της κατάστασης που διαμορφώθηκε μετά το αποτέλεσμα των Προεδρικών εκλογών του Απριλίου. Δημιουργήθηκαν τρεις κοινοβουλευτικοί πόλοι, ο κυβερνητικός που δεν έχει την απόλυτη πλειοψηφία, η άκρα Δεξιά της Le Pen και η αριστερή συμμαχία με συμμετοχή διαφόρων κομμάτων της Αριστεράς, όπου η Ανυπότακτη Γαλλία έχει το μεγαλύτερο ποσοστό βουλευτών. Οι ιδεολογικοί αυτοί πόλοι σηματοδοτούν μια νέα εποχή που εκτιμούμε πως θα αντιπαρατεθούν όχι μόνο σε επίπεδο προγραμμάτων αλλά κυρίως ιδεών. Όπως δηλώνουν πολλοί εκπρόσωποι της Νέας Λαϊκής Ενότητας σκοπός τους είναι να δώσουν μια νέα ώθηση στην πολιτική ζωή της Γαλλίας και στο κοινοβούλιο.

Τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών προμηνύουν δυσκολίες διακυβέρνησης για τον Emmanuel Macron. Ως τακτικιστής που δεν έχει την απόλυτη πλειοψηφία, μέσω του διαγγέλματος του, δεν επιδιώκει συγκυβέρνηση αλλά κοινοβουλευτικές συμμαχίες σε διάφορα νομοσχέδια, πότε με τη μια πλευρά, πότε με την άλλη. Παράλληλα, έθεσε στο περιθώριο την πρόταση για κυβέρνησης εθνικής ενότητας που πιθανώς επεδίωκε. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε τους μελλοντικούς ελιγμούς που θα πραγματοποιήσει αλλά μια νέα τάση αναδύεται στο κυβερνητικό στρατόπεδο.

Πρόκειται για την τάση των «δημιουργικών πλειοψηφιών» (στα γαλλικά majorités constructives), όρο που χρησιμοποίησε ο Emmanuel Macron, σε συνέντευξή του στα πλαίσια Ευρωπαϊκής Συνόδου μεταξύ 22 και 24 Ιουνίου. Όπως τόνισε ήδη υπάρχουν τέτοιες συμμαχίες σε όλη την Ευρώπη δείχνοντας με τη φράση αυτή πως σκέφτεται να πορευθεί. Ωστόσο, οι συμβιβασμοί που προτίθεται να κάνει προκειμένου να κυβερνήσει, προκαλούν τη δυσπιστία των πολιτικών του αντιπάλων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα και επίκαιρο, ο σκεπτικισμός που δημιούργησε η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ για τις αμβλώσεις. Ενώ το 2018 η κυβέρνηση Macron δεν αποδέχτηκε την πρόταση της Ανυπότακτης Γαλλίας να εγγραφεί στο γαλλικό Σύνταγμα το δικαίωμα της άμβλωσης, μόλις αυτές τις μέρες, βουλευτές του κυβερνητικού συνασπισμού ετοιμάζονται να παρουσιάσουν νομοσχέδιο που θα υιοθετήσει την παραπάνω πρωτοβουλία.

Παράλληλα, οι προτάσεις για αύξηση των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων από 1η Ιουλίου, ενώ δεν προβλεπόταν στο κυβερνητικό πρόγραμμα, με τις παράλληλες κατηγορίες για άκρατο λαϊκισμό σε όσους το πρότειναν (κυρίως την πρόταση Mélenchon για αύξηση του κατώτατου μισθού), αποτελούν σημάδια ανησυχίας της κυβερνητικής πλευράς όταν έρθει η ώρα για ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή.

Πώς θα πορευτεί όμως ο νέος συνασπισμός της Αριστεράς; Η Νέα Λαϊκή Ενότητα για την Οικολογία και την Κοινωνία (NUPES) θα αποτελέσει, όπως και η υποψηφιότητα του Jean-Luc Mélenchon στις Προεδρικές, αντίβαρο στο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα του Μακρόν και στην Άκρα Δεξιά της Εθνικής Συσπείρωσης της Le Pen.

Μετά από κάποιες εσωτερικές διαφωνίες μεταξύ των συνεργαζόμενων πλευρών για την πορεία που θα έπρεπε να ακολουθήσει, οι διεργασίες έδειξαν τη θέληση να σφυρηλατηθούν ισχυροί δεσμοί. Συγκροτήθηκαν «εσωτερικά συμβούλια» που θα απαρτίζονται από τους επικεφαλής κάθε επιτροπής και που θα συνεδριάζουν εβδομαδιαίως. 

Σταθερή είναι η βούληση για να υπερασπιστούν το πρόγραμμα των 650 σημείων που συνέταξαν αν και αντιπολίτευση και που αφορά την υγεία, την παιδεία, το περιβάλλον, τα εργασιακά και την καθημερινότητα. Η στρατηγική που θα ακολουθήσει ο αριστερός συνασπισμός συνοψίζεται σε δύο άξονες έτσι όπως διατυπώθηκαν από την Aurélie Trouvé, βουλεύτρια της Νέας Λαϊκής Ενότητας.

Με τα κοινωνικά κινήματα στους δρόμους και πολιτική ανυπακοή αλλά και συμμετοχή με κριτική σκέψη στις εργασίες του Κοινοβουλίου (participation critique, ο γαλλικός όρος που χρησιμοποίησε). Ο στόχος είναι διττός: αντίδραση στην πολιτική του Macron αλλά και επίσης απομόνωση της μισαλλοδοξίας και των ρατσιστικών ιδεών της Εθνικής Συσπείρωσης.

Είναι πιθανό οι πολιτικές εξελίξεις και οι διαμορφωμένες συμμαχίες στη Γαλλία να προαναγγέλλουν παρόμοια πιθανά σενάρια με συμμαχίες και συνασπισμούς και σε άλλες χώρες. Το κύριο συμπέρασμα είναι πως δεν υπάρχουν πια χαρισματικοί και σούπερ σταρ πολιτικοί διότι υποσκελίζονται από την ιδεολογική διαμάχη.

*Στέφανος Γραβάνης, διδάσκων στη Νομική Σχολή ΔΠΘ (Γαλλικά Ακαδημαϊκών Σκοπών και πολιτισμικές ιδέες της Γαλλοφωνίας)