Η μεγαλύτερη καούρα της ζωής μας
Οι συντάκτες του ΟΝΕΜΑΝ γράφουν για εκείνα που σιγόκαιγαν στο στήθος του για χρόνια, είτε σαν βάσανα είτε σαν ιδέες είτε σαν ανεκπλήρωτα όνειρα.
- 8 ΙΟΥΝ 2012
“Τις πραγματικές καούρες μην τις φοβάστε”, είπε μια φωνή που ακούστηκε στα γραφεία του ΟΝΕΜΑΝ από το υπερπέραν. “Οι μεταφορικές να σας ανησυχούν”, ολοκλήρωσε η φωνή. Δεν ξέρουμε σε ποιον ανήκει η φωνή, αλλά όσον αφορά τις πραγματικές καούρες, θα είχε στο μυαλό της το Reduflux.
Τώρα, σχετικά με τις μεταφορικές καούρες που μεταφράζονται σε καημούς, ανεκπλήρωτα όνειρα και ιδέες που δεν πραγματοποιήσαμε ακόμα, ειλικρινά δεν υπάρχει τόσο αποτελεσματικό γιατρικό.
Οι συντάκτες του ΟΝΕΜΑΝ έγραψαν για αυτές τις ‘χρόνιες’ καούρες. Ο καθένας για τη δική του. Με την ευχή κρυφεί να την ξεπεράσει. Κάποτε.
‘Μια βραδιά στο Λεβερ…., στο Λουντ’ για τον Ηλία Αναστασιάδη
Θα έπρεπε να είμαι συνεπής και να γράψω απλά μια πρόταση που να λέει ότι η μεγαλύτερη καούρα της ζωής μου δεν ήταν άλλη από τον τζόγο που με ταλαιπώρησε για πάνω από μια δεκαετία με τον τζόγο. Όχι απλό κάψιμο στο στήθος δηλαδή. Κάψιμο στην ψυχή. Ο λόγος που δεν θα διαλέξω αυτό είναι ότι η ζωή συνεχίζεται. Και ότι οι προτάσεις να μιλήσω για αυτό (στα όρια του να γίνω μαϊντανός) ήταν πάνω από αρκετές.
Εις αναμονή νέων καούρων, θα πω ότι αυτό που πραγματικά με καίει από το 2003 (και δεν ξέρω μέχρι πόσο ακόμα) είναι να γυρίσω κάποια στιγμή στο Λουντ, αυτό το νότιο, παραλίγο χωριουδάκι της Σουηδίας, στο οποίο έκανα το φαιδρό Erasmus μου και να ξαναπερπατήσω στους πλακόστρωτους δρόμους του. Κατά προτίμηση το πρωί, γιατί το βράδυ ποτίζονται με μπύρες και εμετό (συγγνώμη για την εικόνα).
Να περάσω μια μέρα ολόκληρη διαβάζοντας βιβλία και πίνοντας cider στο κορυφαίο μπαρ που πάτησα ποτέ, το Ariman πίσω από τον καθεδρικό. Να ξαναμπώ στο χαοτικό σουπερμάρκετ, να γεμίσω δύο σακούλια με ζελεδάκια παντός τύπου από το σχετικό κατάστημα (ναι, υπήρχε σχετικό κατάστημα!), να χαθώ στο τεράστιο κτίριο με τις αμέτρητες διαφορετικές κουζίνες. Να φάω Thai άλλο ένα μεσημέρι με τον φίλο μου τον Τζουζέπε και τη φίλη μου τη Μαρία Βιτόρια. Να ξαναείμαι 20.
Το “-Στέφανε, τι θα γίνει με το Πανεπιστήμιο;” του Στέφανου Τριανταφύλλου
Υπάρχουν σκευάσματα που σταματούν την καούρα. Ε, λοιπόν, για μένα υπάρχει και μια ερώτηση που την προκαλεί και μάλιστα στιγμιαία. Και περιέχει τη λέξη “πανεπιστήμιο” και οποιεσδήποτε άλλες μέσα σε μια πρόταση. “Δεν λυπάσαι το διάβασμα που έκανες”; “Δεν θέλεις να τελειώσεις”; “Δεν σε πειράζει που έχει μόνο Χ μαθήματα”; Η ιδέα ότι δεν έχω τελειώσει το πανεπιστήμιο -μετά από 15 χρόνια προσπάθειας- είναι κάτι που με τρώει. Όχι γιατί θα κάνω κάτι τελικά αυτό το χαρτί (εγώ και τα Χρηματοοικονοικά, καθώς και η Τραπεζική Διοικητική δεν τα πήγαμε ποτέ καλά), αλλά περισσότερο για το γαμώτο: για το διάβασμα πριν τις Πανελλήνιες, για το γεγονός ότι έχω περάσει 49 μαθήματα, ή για την ακρίβεια οι 100+1 τρόποι που έχω επιχειρήσει για να περάσω αυτά τα 49 μαθήματα, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου. Κι όλα αυτά τα χρόνια κάθε φορά που πέφτει στο τραπέζι δίπλα από το κοκκινιστό και τον πουρέ το θέμα “πανεπιστήμιο”, η ίδια καούρα, το ίδιο βάσανο να σιγοκαίει. Συναίσθημα ανάλογο με αυτό που τρυπούσε τα σωθικά μου όταν περνούσα έξω από στρατόπεδο, πριν πάρω το παπόρι για τον εξωτικό Πετσοφά (τόσο εξωτικός, όσο ακούγεται). Και είμαι σίγουρος ότι δεν φταίει το κοκκινιστό. Ούτε η αγάπη μου για τα χαλαπένιος. Αυτά τα τρία μαθήματα φταίνε.
Τα χείλη ερμητικά κλειστά του Χρήστου Χατζηιωάννου
Ξυπνάω πολύ συχνά με καρδιοχτύπια. Για εκείνα που με αγχώνουν στη δουλειά και τη ζωή μου. Αλλά ήταν μία και μοναδική σκέψη που επί 10 χρόνια κάθε φορά που ερχόταν στο μυαλό την πέταγα μακριά γιατί δεν είχα το θάρρος, το χρόνο, τα χρήματα ή την όρεξη να ασχοληθώ. Από μικρός είχα φάει μια τεράστια στούκα με ποδήλατο με αποτέλεσμα να στραβώσουν τα δόντια μου, να φύγει ένα ολόκληρο και γενικά να στραπατσάρω το πρόσωπό μου για μια ζωή. Αν με κοιτάξεις ποτέ στην ευθεία θα δεις ότι έχω το προνόμιο η μύτη μου να κοιτάει πάντα ανατολή σε μια δική μου ιδιότυπη πυξίδα. Αλλά το να φτιάξω τα δόντια μου μια και καλή με εμφύτευμα και ό,τι άλλο χρειαζόταν με έτρωγε σχεδόν καθημερινά. Κι αν δεις τις φωτογραφίες που έχω βγει μέχρι το 2011, θα καταλάβεις ότι το σύνθημα ήταν “χείλη ερμητικά κλειστά”. Από τον Ιούνιο του 11 χαμογελάω σαν να μην υπάρχει αύριο. Και σιχαίνομαι τον εαυτό μου κάθε φορά που θυμάμαι αυτή την πικρία κάθε πρωί που ξύπναγα και μου έσκαγε στο μυαλό ότι “α, έχω να κάνω κάποια στιγμή και αυτό”.
Η Φυσιολογία Φυτών του Στέλιου Αρτεμάκη
Τα έργα και οι ημέρες μου στο Βιολογικό Αθηνών δεν είναι γνωστά, τα κρύβω επιμελώς. Υπήρξαν καλές και κακές στιγμές, ας το θέσουμε έτσι. Αλλά ένα είναι σίγουρο, το Βιολογικό ήταν δύσκολη σχολή. Αν παρακολουθούσες μαθήματα και εργαστήρια έπρεπε να είσαι από το πρωί ως το βράδυ στη σχολή για τέσσερα χρόνια κάθε εβδομάδα του εκπαιδευτικού έτους. 35 περίπου μαθήματα με 35 εργαστήρια για να πάρεις πτυχίο. Η εξέταση του μαθήματος διαφορετική από την εξέταση του εργαστηρίου. Και τα βιβλία κάτι πακέτα να με το συμπάθειο. Δεν είναι να απορείς που τίποτα αξιοσημείωτο δεν έχει προκύψει στο χώρο εδώ και δεκαετίες.
Οπότε κάποια στιγμή έρχεται η ώρα της Φυσιολογίας Φυτών. Γενικά οι φυσιολογίες είχαν μια άσχημη φήμη αλλά η ΦουΦού ήταν και ακαταλαβίστικη. Πράγματα που δεν μπορούσες με τίποτα να αντιληφθείς αφού προφανώς οι παραστάσεις για τα φυτά είναι πολύ λιγότερες από τις παραστάσεις που έχουμε για τα ζώα. Μετά από ένα δεκαήμερο σπαρτιάτικου διαβάσματος (ξύπνημα στις 4.00 το πρωί, διάβασμα μέχρι τις 9-10, διάλειμμα και ύπνο μέχρι τις μία και ξανά μέχρι αργά το απόγευμα), λοιπόν, ανακαλύπτω ότι τέρμα. Δεν μπορώ άλλο. Καούρα. Παντού. Στο στομάχι, στο στήθος, στο μυαλό, στην καρδιά. Δύο μέρες πριν τις εξετάσεις. Δεν πάει άλλο. Τα έκλεισα όλα και πήγα για καφέ. Με το τέλος της περιπέτειας (το πέρασα τελικά) είχα αποφασίσει ότι τα φυτά δεν είναι για μένα.
Μετά από αυτή την καούρα άρχισε να υπερισχύει η πιο δημιουργική πλευρά του χαρακτήρα μου.
Οι Δευτέρες γεμάτες δίαιτα του Πάνου Κοκκίνη
Τα παραπάνω κιλά μου είναι μεγάλο βάσανο. Ήταν ήδη από την εποχή που τα πρωτοπήρα, όταν καλοπερνούσα ως βύσμα στις -‘παρκαρισμένες’ στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας- φρεγάτες του Πολεμικού Ναυτικού. Κάτι που εμπεριέχει και τη δική του τραγική ειρωνεία καθώς, όσο περισσότερο αγχώνομαι με αυτά, τόσο περισσότερο προσπαθώ να ‘χαλαρώσω’ τρώγοντας. Οπότε η ‘καούρα’ για αυτά, οδηγεί σε κανονική καούρα. Και μετά πάμε πάλι από την αρχή. Εννοείται πως δεν έχω αποδεχθεί ότι, όσο περνάει ο καιρός, είναι και πιο δύσκολο να τα χάσω. Τα θεωρώ ως έναν ακόμη από εκείνους τους εκνευριστικούς παιδικούς φίλους που επιμένουν να θέλουν να είναι μέρος της ζωής μου, ενώ είναι φανερό ότι πλέον δεν έχουν θέση σε αυτή. Με άλλα λόγια, εγώ, μέσα μου, αισθάνομαι αδύνατος. Τώρα το μόνο που μένει είναι κάποιος να τους το πω μπας και ‘φιλοτιμηθούν’ να πάρουνε δρόμο.
Η (μη) αποταμίευση ήταν η καούρα του Δημήτρη Κουπριτζιώτη
Εγώ με τα λεφτά έχουμε μια σχέση μίσους. Δεν γουστάρουμε ο ένας τον άλλον. Δεν μπορούμε να μείνουμε μαζί πολύ καιρό και αυτό σίγουρα συνεπάγεται ότι δεν ξέρω τι σημαίνει η λέξη αποταμίευση. Αυτό μου έχει δημιουργήσει από τις μεγαλύτερες καούρες στην ζωή μου. Καούρα που δεν έφευγε με κανένα τρόπο από το στομάχι μου. Ξέρεις δεν αποταμιεύουμε, φίλε, για να λέμε ότι έχουμε στην τράπεζα και να κοκορευόμαστε. Αποταμιεύουμε για ώρα ανάγκης. Η’ για ώρα βλακείας. Η ώρα βλακείας εμένα με έπιασε στα 20, όταν δουλεύοντας σε άσχετο -με όσα ασχολούμαι τώρα- πόστο αποφασίζω να παραιτηθώ γιατί ξύπνησα στραβά εκείνη την μέρα. Το είδα μαγκιά. Ήταν εν μέρη, αν συνυπολογίσεις ότι είχα εντελώς βαρεθεί.
Είχα ξεχάσει όμως ότι είχα ένα χρέος στην τράπεζα, ένα χρέος προς το κινητό και ένα χρέος που έπρεπε άμεσα να πληρώσω προς τρίτους. Το χειρότερο από όλα όμως ήταν αυτό της τράπεζας. Είχε δημιουργηθεί από ιντερνετικό τζόγο ως επί το πλείστο (σου είπα, 20 ήμουν, μην μουτζώνεις) και σε αυτήν την τρυφερή ηλικία κατάλαβα πως είναι να σε παίρνουν καθημερινά οι εισπρακτικές εταιρίες ζητώντας το ποσό. Αυτές καλά έκαναν, το θέμα ήταν ότι εγώ στην τσέπη είχα λεφτά μόνο για τον καφέ στην σχολή. Εκ πεποιθήσεως άνεργος και υπερήφανο μέλος του Τειρεσία. Και αυτό το τηλέφωνο με απόκρυψη που χτύπαγε κάθε μέρα, αυτή η συνεχόμενη υπενθύμιση του χρέους ήταν από τα μεγαλύτερα βάρη. Σαν να έβαζες 15κιλο πάνω στο στήθος. Σαν να είχες φάει σπετσοφάι με καυτερές πιπεριές και ένα κιλό ψωμί για παπάρα. Για τόσο μεγάλη καούρα μιλάμε. Τελικά το χάπι μου ήταν μια δουλειά. Λογικό.