Μα, ποιος είστε επιτέλους κύριε Φασούλα;
Η 'αράχνη' του ελληνικού μπάσκετ κουβαλάει το ΟΝΕΜΑΝ πίσω από τις πιο πολυσυζητημένες γωνιές του ιστού της. Ιστορίες που θα πλήρωνες όσο-όσο για να ακούσεις από κοντά.
- 8 ΔΕΚ 2011
Μια μέρα πριν το δευτεριάτικο ραντεβού με τον Παναγιώτη Φασούλα στο The George, στο μπαρμπέρικο που κουρευόμαστε και οι δύο, πράγμα λογικό για τον ίδιο που μένει στα νότια αλλά όχι και για μένα που μένω στο Παγκράτι, διάβαζα λέξη-λέξη την ιστορική συνέντευξή του στον Νίκο Παπαδογιάννη στο Τρίποντο το ’91. Ο Φασούλας διερρήγνυε τα ιμάτιά του ότι δεν θα ξαναπαίξει στον ΠΑΟΚ, νιώθοντας διαρκώς μια δαμόκλειο σπάθη πάνω από το κεφάλι του εξαιτίας της τάσης των ΠΑΟΚτζήδων να τον θεωρούν υπαίτιο για όλα τα στραβά της ομάδας. Παρ’ όλ’ αυτά, έπαιξε για άλλα δύο χρόνια με τον δικέφαλο στο στήθος πριν κατηφορίσει στον Πειραιά για να κατακτήσει τέσσερα πρωταθλήματα Ελλάδας και ένα Ευρώπης με τον Ολυμπιακό.
Η μόνη διαφορά μεταξύ του χολωμένου τύπου εκείνης της συνέντευξης και αυτού της παρούσης, 24 χρόνια μετά, ήταν το μήκος των μαλλιών του. Άντε και το χρώμα. Λίγο.
(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)
Τα 213 εκατοστά του είναι ένα είδος εθνικής κληρονομιάς. Πολλοί εξ ημών αγνοούμε το ακριβές μας μπόι, αλλά ξέρουμε ότι ο Φασούλας είναι 2,13. Καταδικασμένος να ξεχωρίζει είτε λόγω ύψους είτε λόγω του δικού του τρόπου να ζυγίζει το μπάσκετ, τα παρελκόμενα και το πώς προστίθενται και σερβίρονται όλα αυτά στον ίδιο, ο Πάνι μπήκε ουκ ολίγες φορές στο στόχαστρο των οπαδών του ΠΑΟΚ, στον οποίο πέρασε κοντά δεκαπέντε χρόνια, αλλά και των προπονητών που σκόνταφταν με τα χρόνια στη μη υποδειγματική συμπεριφορά του ως αθλητής.
Το καλοκαίρι του 1994, στην πιο κρίσιμη από τις κρίσιμες κόντρες του, αυτή με τον Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου μέρες πριν την έναρξη του Μουντομπάσκετ του Τορόντο, ‘ευνοημένος’ βγήκε ο ίδιος, κερδίζοντας -χωρίς να το ‘χει σκοπό- το άτυπο δικαίωμα να περηφανεύεται ότι και το έκανε πάντα με τον τρόπο του και δεν έβλαψε ουσιαστικά κανένα κοινό ή μεγαλύτερο σκοπό. Πριν η εθνική τερματίσει τέταρτη στον κόσμο με ένα ρόστερ που έκανε τη συμμετοχή στο Μουντομπάσκετ να μοιάζει με φοντάν που αποκλείεται να αρνηθείς, και μετά από το επεισόδιο με τον προπονητή, το περιοδικό ΕΝΑ φιλοξενούσε ένα 16σέλιδο αφιέρωμα ‘κριτικής’ στο πρόσωπο του.
Το 16σέλιδο είχε τίτλο ‘Μα ποιος είστε επιτέλους κύριε Φασούλα;’.
~~~
Η συνάντησή μας είχε δύο βασικά μοτίβα. Τον ίδιο να θυμάται και να αφηγείται και τον ίδιο να κάνει με κλειστά μάτια αυτήν την ιεροτελεστία με την ασημένια θήκη του καπνού του. Από εκεί έβγαιναν τα χαρτάκια, από εκεί ο καπνός, πολλές φορές ένιωθα πως από εκεί βγαίνουν και οι ιστορίες που διηγείται. Η επιλογή να τελειώνουμε με τα της πολιτικής πριν χαθούμε στο βυθό μιας εικοσαετίας γεμάτης μπάσκετ ήταν μονόδρομος. Ο Φασούλας ήταν ζεστός, λες και είχε δώσει άλλες δύο συνεντεύξεις από τα ξημερώματα.
“Υπάρχει η γενικότερη μαλακία που λέγεται ‘έχω πάρει πολλά από τον αθλητισμό και θέλω να τα εφαρμόσω στην πολιτική’. Δεν εφαρμόζονται αυτά. Στον αθλητισμό έχεις δέκα ανθρώπους οι οποίοι έχουν μεν προσωπικές στρατηγικές, αλλά θα παίξουν όλοι καλά για να επιτευχθεί πρώτα ο κοινός στόχος και μετά οι επιμέρους. Στην πολιτική δεν είναι έτσι. Στην πολιτική, παίζει ο καθένας για τον εαυτό του, δεν υπάρχει κοινός στόχος”.
Υπόσχομαι ότι αυτό ήταν ό,τι πιο πολιτικό θα διαβάσεις για την επόμενη, πολλή ώρα από το στόμα του Παναγιώτη Φασούλα.
Index
I. Είστε τελικά ένας ‘προδότης’ του ΠΑΟΚ;
II. Ένας αναρχικός του μπάσκετ;
III. Προσδεθείτε: Μια σειρά από επικά μπασκετικά παρασκήνια
IV. Το αμερικάνικο όνειρο που ακούμπησε, αλλά δεν έζησε
V. Διεθνής, βουλευτής και δήμαρχος
Ι. Είστε τελικά ένας ‘προδότης’ του ΠΑΟΚ;
Ο Φασούλας έπαιξε για πρώτη φορά μπάσκετ λίγο πριν κλείσει τα 16, ηλικία που φαντάζει εξωφρενικά μεγάλη σήμερα, σε μια χώρα τόσο βαθιά συνδεδεμένη με το μπάσκετ, που τα πιτσιρίκια γράφονται σε ακαδημίες και ομάδες από τα 7-8 και ονειρεύονται να κάνουν το ένα πέμπτο της καριέρας που έκανε εκείνος.
Στα 16 του, το μπάσκετ στη Θεσσαλονίκη ήταν ο ΠΑΟΚ, ο Άρης και η ΜΕΝΤ στα ανατολικά προάστια, ενώ κοντά στη Νεάπολη που μεγάλωσε, υπήρχαν ο ΒΑΟ, ο ΠΑΟ Διοικητηρίου και ο Έσπερος Καλλιθέας. Ένας από τους φίλους του στην ΚΝΕ τον πήγε σχεδόν σηκωτό στον Έσπερο Καλλιθέας, αλλά ο Παναγιώτης δεν ενθουσιάστηκε. Για να τον εξιτάρει λίγο περισσότερο με το άθλημα, ο ίδιος φίλος τον πήγε στο Παλέ για να δουν μαζί ένα Άρης-Ολυμπιακός. Στα σκαλιά του γηπέδου, τον εντόπισε ο Ορέστης Αγγελίδης του ΠΑΟΚ και τον πήγε αγκαζέ ως τα γραφεία του Δικεφάλου.
Στα 16 του, ο Παναγιώτης Φασούλας ήταν ήδη 2.09.
“ΠΑΟΚ ήμουν απ’ το σχολείο. Όλοι ΠΑΟΚτζήδες ήταν στο Βαρδάρη, και συνεπώς στο σχολείο μου. Είχαμε κι έναν Αρειανό, κάνα δυο Γριές κι έναν Ολυμπιακό”.
“Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός και όταν πήρε μετάθεση για το Διδυμότειχο, αποφάσισε με τη μάνα μου, με έναν πρωτοποριακό τρόπο σκέψης που ακόμα δεν μπορώ να συλλάβω, ότι πρέπει να μείνω στη Θεσσαλονίκη μ’ αυτήν και την αδερφή μου για να παίξω μπάσκετ. Το ’79, το μπάσκετ δεν υπήρχε σε καμία αθλητική εφημερίδα. Η απόφαση τους ήταν αδιανόητη, δεν υπήρχε καμία προοπτική τότε στο άθλημα”.
“Πριν προκύψει ο ΠΑΟΚ, το σενάριο στο μυαλό μου ήταν να πάρω κομματική υποτροφία, να πάω στη Μόσχα να σπουδάσω και να γυρίσω Ελλάδα για δουλειά. Το κόμμα (σ.σ. ΚΚΕ) είχε και έχει τεράστια δύναμη. Μιλάμε για έναν τεράστιο οργανισμό. Ξέρεις πόσοι άνθρωποι έχουν φτιαχτεί από τη Σοβιετική Ένωση και την Ανατολική Γερμανία μέχρι τη Ρουμανία και την Ελλάδα;”.
“Είχε ένα μπαρ ο Γιατζόγλου στη Θεσσαλονίκη, καθόμαστε ένα βράδυ και έρχονται οι παράγοντες του ΠΑΟΚ με τον Κορωναίο, που έχουν φέρει μόλις απ’ τον Παναθηναϊκό. Την τελευταία χρονιά, αυτή με την ήττα απ’ το Σπόρτιγκ, είχαμε βγει δεύτεροι. Τους λέω ‘παιδιά, εγώ θα φύγω’, με πιάνει ο Κορωναίος, ‘Όχι ρε ψηλέ, πού να πας, εδώ, μαζί θα κάνουμε το ένα το άλλο, του λέω ‘Τάκη μου εγώ την Πέμπτη φεύγω, δεν υπάρχει περίπτωση να μείνω’. Δεν με πίστευαν, αλλά όντως την Πέμπτη έφυγα. Τη σεζόν που ακολούθησε, ο ΠΑΟΚ βγήκε έκτος”.
“Αν ξαναέπαιζα ένα ματς, αυτό θα ήταν σίγουρα μια ήττα. Θα έπαιζα τον τελικό με τη Ρεάλ Μαδρίτης στη Ναντ (σ.σ. τελικός Κυπελλούχων που κρίθηκε οδυνηρά από μια λάθος πάσα του στο τέλος). Αυτό το ματς είναι φοβερό case study για την περίπτωσή μου. Χάνουμε σε όλο το ματς και το έχω γυρίσει εγώ. Έχω βάλει 21 πόντους, κάνω τάπες, βγάζω άμυνες και φτάνουμε στην τελευταία φάση. Το ματς είναι ισόπαλο, παίρνω το ριμπάουντ και μένουν επτά δευτερόλεπτα. Φεύγουν όλοι στην επίθεση εκτός απ’ τον Κόρφα που στέκεται πίσω από τον Ρίκι Μπράουν. Δεν μπορώ να τη δώσω αλλού, δεν προλαβαίνω να την κατεβάσω και την πετάω ψιλοκρεμαστά στον Κόρφα. Την κλέβει ο Μπράουν και τη βάζει. Χαμός. Ήταν κάτι το τραγικό. Δεν έπρεπε να χάσουμε αυτό το ματς, θα είχε ιδιαίτερη σημασία να κερδίσει ο ΠΑΟΚ τη Ρεάλ Μαδρίτης. Δεν έχω δει ποτέ το βίντεο”.
“Αν ο άνθρωπος δεν ευχαριστιέται που παίζει, δεν μπορεί να παίξει. Τα τελευταία χρόνια στον ΠΑΟΚ δεν ήταν ευχάριστα για μένα, όχι γιατί δε μ’ άρεσε ο ΠΑΟΚ, αλλά γιατί ό,τι καλό γινόταν το έκανε κάποιος άλλος, ενώ στα κακά έφταιγα μόνο εγώ. Ήθελα να φύγω διακαώς”.
“Με πετυχαίνουν ΠΑΟΚτζήδες εδώ και με ρωτάνε ‘Γιατί ρε Παναγιώτη άφησες τη Θεσσαλονίκη;’ και όταν τους ρωτάω πίσω, μου λένε ‘Ε, εμάς μας έφερε η ζωή εδώ’. Κι εμένα τι με έφερε; Το περιστέρι; Όταν έρχεται η ώρα ακόμη πιο οι πιο φανατικοί να πάρουν μια απόφαση για τη ζωή τους, να ‘σαι σίγουρος ότι δεν θα μετρήσει ούτε ο ΠΑΟΚ ούτε ο Ολυμπιακός στην απόφαση”.
“Δεν έχω ζητήματα να φύγω από οπουδήποτε για να πάω κάπου που νιώθω καλύτερα. Ισχύει και για τη ζωή και για το μπάσκετ. Ήταν συνειδητή επιλογή να σταματήσω στον Ολυμπιακό. Έπαιξα στον ΠΑΟΚ, κάτι δε μου βγήκε, έφυγα και τέλος. Σταμάτησα στα 36, θα μπορούσα να παίξω άλλα δυο χρόνια, αλλά ήθελα να σταματήσω στον Ολυμπιακό”.
“Πες ότι είμαι προδότης και θέλω να φύγω από τον ΠΑΟΚ. Μου χρωστάνε 170 εκ. δραχμές, δεν μ’ έχουν πληρώσει καθόλου εκείνη τη χρονιά. Αν πάνε στο Παρακαταθηκών και μου βάλουν 23 εκ. στο λογαριασμό, με δεσμεύουν και δεν μπορώ να πάω πουθενά. Με εκδικούνται, μου καρφώνουν το δελτίο στο ταβάνι, παίρνουν το αίμα τους πίσω. Ε, δεν έκαναν ΟΥΤΕ ΑΥΤΟ. (γελάει δυνατά) Με τους τόκους, το ποσό είχε φτάσει στα 280 εκατομμύρια. Τελικά, τους χάρισα όλους τους τόκους και το μισό κεφάλαιο και πήρα 80 εκατομμύρια για να μην τους πάρουν το γήπεδο. Ούτε αυτό το είπανε. Τα περισσότερα λεφτά στον ΠΑΟΚ τα έχω βάλει εγώ. Και δεν τους έχω πάρει και εφάπαξ”.
“Δεν με νοιάζει που έμεινα στην ιστορία ως ‘προδότης’ του ΠΑΟΚ. Θα μπορούσα να κάνω δηλώσεις μετάνοιας, να τους προσκυνάω από το πρωί μέχρι το βράδυ, να το παίζω ΠΑΟΚάρα. Δεν το έκανα. Πραγματικά δε με νοιάζει. Έχει μεγαλώσει μια γενιά παραγόντων του ΠΑΟΚ βασισμένη στο μίσος κατά του Φασούλα. Υπάρχουν άνθρωποι ακόμα το 2015 που κάνουν δηλώσεις εναντίον μου αποδεικνύοντας ότι η βλακεία είναι ανίκητη”.
ΙΙ. Ένας αναρχικός του μπάσκετ;
Δανείζομαι μια ατάκα του από παραπάνω, αυτό το “ήμουν αντιδραστικός ως παίκτης, δεν ήμουν το καλύτερο παιδί, αλλά δεν ήμουν και αληταράς”, και συνεχίζουμε. Το ‘αναρχικός του μπάσκετ’ είναι ένα παρατσούκλι που του κόλλησαν συνάδελφοι στα 80s, αλλά δεν δέχτηκε ποτέ με την καρδιά του.
“Παικτικά, δεν ήμουν ο Γκάλης για να βάζω 30 πόντους. Αυτό που έκανα δυστυχώς δεν αποτυπώνεται στα στατιστικά. Αν έκανα την εποχή της εθνικής και του ΠΑΟΚ κάτω από πέντε κοψίματα στο ματς, το θεωρούσα αποτυχία. Πέντε κοψίματα είναι πέντε καλάθια που έχεις αποτρέψει, δηλαδή δέκα πόντοι που δεν έχεις φάει και πέντε εξτρά επιθέσεις στην ομάδα σου. Πώς να αποτυπωθεί στη στατιστική αυτό;”.
“Το μπάσκετ ήταν εντελώς διαφορετικό τότε. Εγώ δεν είχα το άγχος του σκοραρίσματος. Είχα το άγχος να μην κάνω 0/8 προσπάθειες και να μην κάνω φάουλ. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι έχασα παιχνίδι γιατί ξενύχτησα το προηγούμενο βράδυ ή γιατί ήμουν τραυματίας. Έπαιξα 21 χρόνια μπάσκετ χωρίς σοβαρό τραυματισμό. Δεν έχανα ματς για ψιλοδιαστρέμματα ή επειδή πόναγε το δαχτυλάκι μου”.
“Ναι, πήγαινα στα μπουζούκια. Γιατί παίζω μπάσκετ δηλαδή; Δεν έβγαινα την Παρασκευή έχοντας ματς το Σάββατο, αλλά μετά το ματς θα πήγαινα, δεν είχα λόγο να μην πάω. Το μπάσκετ είναι αθλοπαιδιά. Οι άντρες παίζουν μπάσκετ για να αισθανθούν καλύτερα, οι γυναίκες παίζουν όταν αισθάνονται καλά”.
“Υπάρχουν άνθρωποι που αντέχουν το τσιγάρο και άνθρωποι που δεν το αντέχουν. Κάπνιζα πολύ όταν έπαιζα. Αλλά εγώ πάντα με τσιγάρο ήμουν, από παιδάκι. Γιατί να το κόψω; Του κάνω του προπονητή; Θα παίξω. Δεν του κάνω; Δεν θα παίξω. Είναι πολύ απλά τα πράγματα. Αν δεν μπορεί να παίξει ο Πέτγουεϊ επειδή ξενύχτησε, δεν θα παίξει. Και το ξέρει πολύ καλά, γι’ αυτό δεν ξενυχτάει. Κι αν το κάνει, φροντίζει να είναι καλά”.
“Δεν υπάρχει νόρμα. Ο Καρλ Λιούις έλεγε ότι πρέπει να κάνει σεξ πριν τρέξει τα 100 μέτρα. Δεν ισχύει το ίδιο για τον αντίπαλό του. Άλλος κάνει σεξ πριν το ματς, άλλος κάνει βάρη, άλλος τρέχει, άλλος κάνει μπάνιο. Ο καθένας έχει τα δικά του”.
“Έχω να παίξω μπάσκετ από τότε που σταμάτησα. Πήγα να ξεκινήσω ξανά, αλλά δεν γινόταν, ήμουν βουλευτής πια και υπήρχε το ασυμβίβαστο. Θα ήταν η μεγαλύτερη επιστροφή. Ο άνθρωπος που έφταιγε για όλα, που έπινε, κάπνιζε και ξενυχτούσε, θα γυρνούσε στα 40. Ήθελα τόσο να το κάνω αυτό. Είχα κάνει κανονική προετοιμασία με το γυμναστή της ομάδας στο Ρέντη, αλλά για να παίξω έπρεπε να κάνω και ένα τυπικό συμβόλαιο. Κρίμα, θα ήταν τρομερό σου λέω”.
“Για να κάνεις πρωταθλητισμό, πρέπει να μπεις στη διαχείριση της δημοσιότητας και της αναγνωρισιμότητας. Αυτό το αντέχουν λίγοι, όχι πολλοί. Το βλέπεις και στην πολιτική. Είναι τύποι 50 χρονών που απέκτησαν αναγνωρισιμότητα τον τελευταίο χρόνο και έχουν σαλτάρει σα 17χρονα παιδάκια που έπαιξαν στην ενδεκάδα του Ολυμπιακού και έβαλαν γκολ. Ο Αντρέας μπορούσε, γι’ αυτό έφτασε εκεί. Ο Σημίτης μπορούσε. Ο Βαρουφάκης δεν μπορεί, είναι φανερό, είναι σαν πεταλούδα γύρω απ’ το φως. Θα καεί. Ο Τσίπρας θα γίνει πρωταθλητής, δείχνει ότι διαχειρίζεται τη δημοσιότητα”.
“Στα αθλητικά, το διαχειρίστηκε φανταστικά ο Στογιάκοβιτς. Είναι μάθημα για τους πιτσιρικάδες που πάνε στο ΝΒΑ. Μάθημα για το τι θέλουν από τη ζωή τους”.
“Ο Πέτροβιτς πήγε στο ΝΒΑ το ’86 και έκατσε τέσσερα χρόνια στον πάγκο. Ο Σπανούλης δεν ταίριαζε στους Ρόκετς, όπως δεν ταιριάζει και ο Παπανικολάου. Είναι μια ομάδα ετερόκλητη, που ψάχνει να βρει στατιστικά και όχι χημεία. Σε αντίθεση, αυτό που έχει κάνει ο Πόποβιτς στο Σαν Αντόνιο που είναι θεϊκό. Θα ήθελα πολύ να δω τον Παπανικολάου του χρόνου στο Σαν Αντόνιο. Εννοείται ότι θα έπαιζε”.
III. Προσδεθείτε: Μια σειρά από επικά μπασκετικά παρασκήνια
Έχει ζήσει τα πιο μυθικά Άρης-ΠΑΟΚ, έχει ζήσει και πολλά μυθικά ντέρμπι αιωνίων. Έχει υπογράψει στο ξεχαρβαλωμένο βιβλίο της Ιστορίας κατακτώντας το Ευρωμπάσκετ του ’87. Είχε προπονητή τον Ίβκοβιτς, είχε προπονητή τον Ξανθό, παραλίγο να έχει προπονητή για ένα ολόκληρο Μουντομπάσκετ τον Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου. Είναι αυτός που ο ένας από τους δύο ήρωες της ιστορικής φωτογραφίας με τα πούρα και τις γραβάτες (ο άλλος ήταν -ποιος άλλος;- ο Φάνης). Είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να σου λέει ιστορίες για μερόνυχτα και να μη βαριέσαι. Και να περισσεύουν κι άλλες. Και για άλλους συμπαίκτες και για άλλους προπονητές και για άλλους οπαδούς. Δεν έχω γνωρίσει τους Γκάλη και Γιαννάκη, αλλά αμφιβάλλω αν υπάρχει πιο κατάλληλος και πρόθυμος αφηγητής μπασκετικών παρασκηνίων από τον κύριο απέναντί μου.
“Τα ΠΑΟΚ-Άρης είχαν μεγαλύτερο πάθος και ένταση. Η Θεσσαλονίκη είναι διαφορετική. Καταρχήν, το μπάσκετ είναι το άθλημα που της έδωσε μια ξεκάθαρη πρωτιά έναντι στην Αθήνα, ίσως τη μόνη πρωτιά της τα τελευταία πενήντα χρόνια. Για πολύ μεγάλο διάστημα οι Αθηναίοι έβλεπαν τα ΠΑΟΚ-Άρης. Καταλαβαίνεις τι ψυχολογική φόρτιση υπήρχε σ’ εμάς”.
“Για να καταλάβεις τι ανοησίες γίνονταν: Έχω φύγει από την προπόνηση, πάω σπίτι για ένα μπάνιο, δεν έχει ζεστό νερό, καθυστερώ και πηγαίνω για φαγητό με μια γκόμενα σε ένα εστιατόριο. Φάγαμε, φύγαμε, στις 12.30 ήμουν πίσω. Ήταν Πέμπτη και το ματς ήταν το Σάββατο. Ξυπνάω το πρωί και στα ραδιόφωνα γίνεται πανικός, λένε ότι ήμουν πάνω στα τραπέζια μέχρι τα ξημερώματα. Κι εγώ απλά είχα πάει να φάω σε ένα εστιατόριο”.
“Ο ξανθός δεν ασχολείται με τα μικρά. Είναι δίκαιος. Δεν θα μπει σε διαδικασία ‘δε μ’ αρέσει η φάτσα σου, δεν παίζεις’. Αν κάνεις τη δουλειά του, θα σε βάλει να παίξεις. Αυτό το ξέρουν όλοι οι παίκτες που έχουν περάσει απ’ τον ξανθό. Κι εγώ τσακωνόμουν μαζί του κάθε μέρα, μπορεί να μη μιλούσαμε για ένα μήνα, αλλά δεν έχει καμία επίπτωση αυτό στο παιχνίδι”.
“Με μένα σκοτωνόταν για τα πολιτικά, με ειρωνευόταν στις συγκεντρώσεις τις ομάδας, τον ειρωνευόμουν πίσω, τέτοια πράματα. Του έχω πει ότι είναι τεράστιο λάθος που ο κόσμος τον θυμάται περισσότερο ως πολιτικό πια”.
“Ο καθένας πουλάει ένα παραμύθι στον κόσμο. Αυτός πουλούσε το παραμύθι του σκληρού. Και τι έπαθε ο Σιγάλας δηλαδή; Ο Σιγάλας ήταν ένα παιδί που χρειαζόταν την πίεση για να παίξει. Έπρεπε να ακούει βρισίδι για να μπαίνει μέσα, να παίζει καλά και να βγαίνει τρελαμένος και να λέει ‘τον… τον Ξανθό’. Έβριζε ο ξανθός τον Γκάλη ή τον Τάρπλεϊ; Ήξερε πού τα ‘κανε”.
“Δε μ’ άρεζε να γίνω προπονητής. Πώς να γίνω; Να βάζω κοστούμι και να σχεδιάζω συστήματα και να βάζω τις φωνές σε παίκτες; Θεωρούσα ότι δε θα με γεμίσει αυτό το πράγμα, και γι’ αυτό δεν το έκανα”.
“Ο Ίβκοβιτς είχε το δικό του τρόπο σκέψης. Έχει κάνει μεγάλη καριέρα, απλά δεν τα βρήκαμε ποτέ μαζί. Μπορεί να φταίω εγώ. Δεν είμαστε σκοτωμένοι, θα μιλήσουμε αν βρεθούμε έξω. Πραγματικά προσπαθώ να θυμηθώ πώς και πότε ξεκίνησε όλη αυτή η κόντρα, αλλά δεν μπορώ. Στον ΠΑΟΚ δεν με πολυήθελε πάντως”.
“Τον Κόκκαλη τον γνώρισα όταν κατέβηκα στην Αθήνα. Θα μπορούσε να μείνει λίγο παραπάνω στον Ολυμπιακό. Έφυγε και άφησε πίσω 13 πρωταθλήματα στο ποδόσφαιρο, άφησε το Ρέντη, το Καραϊσκάκη, πρωταθλήματα και ευρωπαϊκά στο μπάσκετ. Ήταν ένας πολύ ευχάριστος άνθρωπος, δεν ήταν απρόσιτος. Το μέγεθός του ήταν τέτοιο, που δεν μας έβλεπε σαν κάτι τύπους που ήρθαμε να του φάμε τα λεφτά. Περνούσαμε ωραία, το κλίμα ήταν φοβερό, κατέβαινε καμιά φορά στα αποδυτήρια να κάνει τις παρατηρήσεις του. Ερχόταν με τη σοβαρή του φάτσα, αλλά στο τέλος τον έπιαναν τα γέλια και άρχιζε τα ‘χοχοχο’. Τον αγαπούσαν όλοι οι παίκτες. Κι άλλοι πρόεδροι πληρώνουν, αλλά τέτοιο σεβασμό δεν ξέρω αν είχε άλλος πρόεδρος πουθενά”.
“Θεωρώ ότι ο Τόμιτς ήταν πολύ καλός συμπαίκτης, αν και για μένα ο καλύτερος ήταν ένας ψηλός, ο Τάρπλεϊ. Η κορυφαία φυσιογνωμία που πέρασε από το ελληνικό μπάσκετ. Έβλεπε το μπάσκετ από 250 μεριές. Σαν προπονητής, σαν παίκτης, σαν θεατής. Δεν έχω δει πιο έξυπνο παίκτη. Αν έπρεπε να βάλει 30 πόντους, θα έβαζε. Αν έπρεπε να πάρει 30 ριμπάουντ, θα τα έπαιρνε. Έκανε αυτό που έπρεπε κάθε φορά”.
“Η διαφορά των ξένων με τους Έλληνες στο ποτό είναι ότι οι πρώτοι πίνουν για να γίνουν σκουπίδια. Έχεις δει πολλούς Έλληνες να γίνονται χάλια; Ο Τάρπλεϊ έπινε για να πιει, δεν έκανε πάρτι. Περιοριζόταν από τη γυναίκα του. Ερχόταν σε ένα περίπτερο στη Γλυφάδα, έστελνε πιτσιρίκια να του πάρουν μπύρες και τις έπινε μες στο αυτοκίνητο γιατί η γυναίκα του δεν τον άφηνε να πιει στο σπίτι”.
“Από τους πιο δύσκολους ψηλούς που αντιμετώπισα ήταν ο Ράτζα, γιατί ήταν πολύ γρήγορος στην κίνησή του, ο Βράνκοβιτς που είχε πολύ γρήγορη αντίδραση και ο Σαμπόνις, που τα είχε όλα, ήταν ο νούμερο ένα. Ψηλότερος από μένα, πιο γρήγορος, πιο δυνατός και ενδεχομένως πιο έξυπνος. Ο Τσατσένκο ήταν απλά πολύ ψηλός, 2.25. Δεν είχε τη γρηγοράδα του Ράτζα στο να σου ξεφύγει, κάπου τον πετύχαινα. Δεν είναι πρόβλημα οι δέκα πόντοι”.
“Νομίζω ότι στην καριέρα μου είχα 3/3 τρίποντα. Ένα με τον Ολυμπιακό, ένα με τον ΠΑΟΚ και ένα με την Εθνική. Δε σούταρα στην προπόνηση, δεν υπήρχε αυτή η λογική για τους ψηλούς. Ψηλός στην Ελλάδα να σουτάρει; 17χρονος στην πεντάδα της εθνικής; Δεν γίνονται αυτά στην Ελλάδα. Οι Γιουγκοσλάβοι που τα έκαναν, δεν ξέρουν”.
IV. Το αμερικάνικο όνειρο που ακούμπησε, αλλά δεν έζησε
Το πρώτο ταξίδι του στην άλλη άκρη του Ατλαντικού έγινε το ’81, όταν έφυγε για σπουδές και μπάσκετ στο ελληνικό κολέγιο της Βοστώνης, μια κατά βάση θεολογική σχολή που απλά έδινε και μερικά major για πολίτες. Με άλλα λόγια, από αυτό το κολέγιο έβγαιναν οι παπάδες της ομογένειας. Το κλίμα παραήταν αυστηρό για τον Φασούλα, το πρωτάθλημα στο οποίο συμμετείχε η ομάδα του κολεγίου ήταν ανύπαρκτο και μετά από 1,5 χρόνο ξενιτιάς, η ‘αράχνη’ γύρισε στον ΠΑΟΚ.
Το δεύτερο πέρασμά του απ’ τις Η.Π.Α. θα γίνει τη σεζόν 1985-86, που θα αγωνιστεί με τα χρώματα του North Carolina State. Δεν μπορούσε να μείνει πάνω από έναν χρόνο, αφού αυτός ήταν ο πέμπτος και τελευταίος που είχε δικαίωμα να παίξει στο NCAA. Ακούστηκαν και γράφτηκαν πολλά σχετικά με το πόσο ‘τουριστικά’ αντιμετώπισε τα μαθήματα. Είναι αλήθεια. Δεν πήγαινε για τους βαθμούς. Έπαιξε όσο καλά χρειαζόταν για να γίνει ντραφτ. Έγινε ντραφτ στο νούμερο 37 από τους Blazers, θέση που αποτελούσε την υψηλότερη που πήρε ποτέ Έλληνας πριν το νούμερο 15 στο οποίο πέταξε ο Γιάννης Αντετοκούνμπο το 2013.
“Πηγαίνεις στα μαθήματα για να βγάλεις καλούς βαθμούς και να παίξεις την επόμενη χρονιά. Εγώ δεν είχα κανένα ενδιαφέρον να διαβάζω, γιατί δεν θα ήμουν εκεί του χρόνου. Λογικά λοιπόν έπαιρνα το μάθημα Αγγλικά 1.01 (δηλαδή Αγγλικά για τους Κινέζους, this is a door και τέτοια). Το θέμα είναι ότι το ίδιο μάθημα έπαιρναν και Αμερικάνοι συμπαίκτες μου που απλά πήγαιναν για τους βαθμούς. Φαντάσου. Πηγαίναμε στα μαθήματα τέσσερις ώρες το πρωί. Αστείες καταστάσεις”.
“Όταν ήταν να ταξιδέψουμε για πρώτη φορά εκτός έδρας με το NC State και να παίξουμε στο Σικάγο, δώσαμε ραντεβού στο γήπεδο, όπου μας περίμεναν δυο λεωφορεία με τους ‘υπηρέτες’, κάτι παιδάκια του πανεπιστημίου που έβγαζαν μεροκάματο κουβαλώντας τσάντες, πορτοκαλάδες και τα πράγματα των παικτών. Φτάνουμε στο Σικάγο στις 4 το απόγευμα και παίζουμε την άλλη μέρα στις 8. Λέει ο Βαλβάνο (σ.σ. ο προπονητής της Wolfpack), τα λέμε αύριο στις 3 το μεσημέρι εδώ. Δηλαδή, 23 ώρες μετά! Έχουμε μείνει και κοιτιόμαστε. Το ’84, στο ξενοδοχείο με την εθνική, αφήναμε τα κλειδιά έξω από την πόρτα για να έρθει ο προπονητής ανά πάσα στιγμή να ελέγξει αν είμαστε μέσα. Είναι ζωή αυτή;”.
“Κανείς Ευρωπαίος δεν είχε κάνει καριέρα μέχρι τότε και δεν πίστεψα ότι θα είμαι αυτός που θα τα καταφέρει. Ναι, μετάνιωσα που δεν προσπάθησα. Άμα δεν δοκιμάσεις, δεν ξέρεις. Πολύ πιθανό να μην τα κατάφερνα. Αλλά άμα τα κατάφερνα;”.
V. Διεθνής, βουλευτής και δήμαρχος
Δεν θέλω να μειώσω το έπος του ’87 (και να ήθελα, δεν γίνεται), αλλά ξέρουμε ότι η λατρεία μας για ίντριγκες, παρασκήνια, κουτσομπολιά και κόντρες είναι μεγαλύτερη και πιο διαχρονική από την κατάκτηση ενός τίτλου. Μιλώντας με πολλούς, μπασκετικούς και μη, δημοσιογράφους πριν τη συνέντευξη με τον Φασούλα, συμπέραινα ότι το tag ‘Φασούλας στην Εθνική’ είναι πιο δημοφιλές στη 1994 βερσιόν του, ως αυτός που επέλεξε ο Βασιλακόπουλος να παραμείνει στην εθνική μετά το περίφημο δίλημμα “Ή αυτός ή εγώ” που του έθεσε ο Κιουμουρτζόγλου, παρά ως ο Φασούλας, πχ. του ’87. Σε μια σπαρταριστή περιγραφή, η αράχνη μου εξηγεί όλο το χρονικό του χαμού στο Τορόντο, το τηλέφωνο που έκανε στον Ευθύμη λίγο πριν ο τελευταίος επιστρέψει στη χώρα, την παρεξήγηση που γέννησε το μύθο ότι ο Φασούλας ήθελε να πάει στη Νέα Υόρκη για να αγοράσει έναν ουρανοξύστη. Ευτυχώς, είπαμε και δυο κουβέντες για το ’87.
“Θα ήθελα να ξαναζήσω το κλίμα αυτών των δεκαπέντε ημερών. Ήταν το πιο μαζικό πανηγύρι στην Ελλάδα. Δεν μπορώ να το συγκεκριμενοποιήσω. Ήταν ένα όνειρο που πήγε καλά απ’ την αρχή ως το τέλος. Ήταν ένα απίστευτο λαχείο να έχεις ζήσει μια τέτοια κατάσταση. Υπάρχουν τύποι που πάνε στο Ιράκ για να ζήσουν την αδρεναλίνη του πολέμου, εμείς ζήσαμε το ’87 χωρίς παραγγελία. Ποιος πολιτικός έχει δει στη ζωή του αυθορμήτως παρατεταγμένο κόσμο από τον Πειραιά ως τη Γλυφάδα, όπως αυτός που μαζεύτηκε για να χειροκροτήσει το πούλμαν της εθνικής;”.
“Τελειώνει ένα φιλικό που είχαμε την Πέμπτη και του λέω ‘Ευθύμη φεύγω’. Μου λέει ότι έχουμε βίντεο, του λέω ‘πλάκα μου κάνεις, δεν έχουμε δει ποτέ βίντεο’. Εν τω μεταξύ, του είχα πει από την Αθήνα ότι στο ρεπό θέλω να πάω Νέα Υόρκη και μου είχε πει εντάξει. Μου λέει ‘Άλλαξαν τα δεδομένα καρντάσι, θα δούμε βίντεο’. Τέλος πάντων, με τα πολλά φεύγω και όταν επιστρέφω, ο Ευθύμης έχει φύγει, δε μιλιέται κανείς, είναι όλοι με τα μούτρα κάτω. Παίρνω τηλέφωνο στο αεροδρόμιο, ζητάω τον Ευθύμη, μου τον δίνουν, του λέω ‘Τι είναι αυτά που κάνεις; Αφήνεις την ομάδα χωρίς προπονητή;’, μου λέει την κουβέντα που έκανε με το Βασιλακόπουλο, το κλείνουμε, μπαίνει στο αεροπλάνο και φεύγει”.
“Εκείνο το φεγγάρι, είχε βγει το περιοδικό ΕΝΑ με ένα 16σέλιδο με τίτλο “Ποιος είστε επιτέλους κύριε Φασούλα;”, στο οποίο με κατηγορούσαν διάφοροι. Από τον τότε δήμαρχο Θεσσαλονίκης μέχρι κάτι παράγοντες. Έρχεται ο Συρίγος και μου λέει ‘Αδερφέ, αν δεν πάμε καλά, θα σε σκίσουν όταν γυρίσουμε’”.
“Κάναμε τη μεγαλύτερη επιτυχία σε Μουντομπάσκετ και έγινε χαμός. Η ομάδα έπαιζε χάλια πριν, ούτε για δωδέκατοι δεν ήμασταν. Μαζευτήκαμε, δημιουργήθηκε κλίμα, παίξαμε όλοι με κοινό στόχο και τα καταφέραμε. Έτσι γίνονται οι ομάδες, όχι με μαστίγια και με ψέματα. Γίνονται με πράγματα που τις δένουν”.
“Έχω κατ’ επανάληψη δηλώσει ότι δεν ανήκω πια στο ΠΑΣΟΚ. Ουσιαστικά απ’ το ΠΑΣΟΚ, έχω υποστεί μια σιωπηρή διαγραφή, δεν μου έχει εξηγήσει κανείς γιατί δεν καλούμαι ποτέ σε καμία εκδήλωση. ΠΑΣΟΚ ψηφίζω ακόμα”.
“Τα αρχαία χρόνια ήμουν στην ΚΝΕ. Το να είσαι σε μια αριστερή νεολαία τη δεκαετία του ’80 ήταν το must. Μετά ήρθε το μπάσκετ στη ζωή μου πιο έντονα, δεν μπορούσες να ‘σαι διαδηλωτής και παίκτης ταυτόχρονα και δεν συμμετείχα ενεργά πλέον. Το ’89 ψήφισα για πρώτη φορά ΠΑΣΟΚ κι έτσι έμεινα σε αυτό το χώρο για πολλά χρόνια”.
“Έχω μετανιώσει που έγινα δήμαρχος, γιατί δεν άλλαξα κάτι σημαντικό με την παρουσία μου και γιατί έφαγα πολλά παραγωγικά χρόνια από μένα. Η αποτίμηση δεν είναι θετική. Για ποιο λόγο το ‘κανα εγώ αυτό; Μου έλειπε η δόξα; Η αγάπη του κόσμου; Τα λεφτά; Ήταν λάθος επιλογή”.
“Η βουλή δεν ήταν ενδιαφέρουσα όταν ήμουν βουλευτής. Οι βουλευτές δεν βουλεύονταν τότε, ψήφιζαν τη γραμμή του κόμματος. Τώρα εκφράζουν και διαφορετική άποψη. Τότε αν διαφωνούσες, ήσουν αντάρτης και προδότης. Δεν θυμάμαι να ήρθε στη βουλή τόσο κρίσιμο ζήτημα όσο τα μνημόνια”.
“Στη Βουλή ένιωσα εντελώς έξω από τα νερά μου . Νομίζεις ότι θα μπεις και θα κάνεις παπάδες, αλλά δεν είναι έτσι. Να σου πω την αλήθεια, το 2004 είχα πει στον αστυφύλακά μου ‘Αν καταφέρω να μη βγω, αλλά χωρίς να μ’ έχει φτύσει ο κόσμος, θα ήταν μεγάλο δώρο’. Και ευτυχώς η έδρα μου πήγε στον Σημίτη, παρότι βγήκα πρώτος σε ψήφους στον Πειραιά”.
~~~
Ο ήλιος είχε αρχίσει να χτυπάει ενοχλητικά πολύ το τραπεζάκι που είχαμε στήσει έξω από το George την ώρα που κλείναμε την κουβέντα με ιστορίες που δεν μπορούν να ειπωθούν (μη νομίζεις ότι έμειναν και πολλές). Ο Παναγιώτης μου μίλησε λίγο για τα παιδιά του, για τις δυνατότητες του υπερ-ταλέντου Τάιλερ Ντόρσεϊ που έχει πρωτοστατήσει ο ίδιος στο να έρθει στην Ελλάδα, για τους τελικούς της Α1 που είχαν μόλις τελειώσει. Σηκωθήκαμε όταν νιώσαμε ότι δεν πάει άλλο μ’ αυτόν τον ήλιο και δώσαμε τα χέρια. Πιάνοντας αυτό το “γεια” του τέλους ξεδίπλωσα τον ήχο όλης της κουβέντας. Τελικά, το κοινό χαρακτηριστικό κάθε λέξης και κάθε πρότασης που μου ‘χε πει αυτό το πρωί ήταν τόσο πόσο δυνατά και σίγουρα τις έλεγε.
Αυτός είναι τελικά ο κύριος Φασούλας. Ένας κύριος 213 εκατοστών και κάμποσων κορυφαίων διακρίσεων, που στηρίζει αυτό που λέει όχι απαραίτητα επειδή είναι το σωστό (συχνά ήξερε ότι δεν κάνει το σωστό), αλλά επειδή είναι πάντα αυτό που ήθελε να κάνει.
Ευχαριστούμε θερμά το The George Barber & Shop (Άγγελου Μεταξά 46, 213-0049963) για τη φιλοξενία.