Πολλά θέλει ο άνθρωπος; Μια ξαφνική βόλτα στην πόλη αρκεί
- 12 ΝΟΕ 2013
Μπορεί να μην του το ‘χες, αλλά το γραφείο έχει τη μαγική ικανότητα να σε καταπίνει. Και επειδή δεν δουλεύουν άπαντες σε γραφείο, για τις ανάγκες του άρθρου η λέξη χρησιμοποιείται με την πιο ευρεία της έννοια. Το γραφείο=η δουλειά. Άρα πάμε πάλι: Η δουλειά έχει τη μαγική ικανότητα να σε καταπίνει.
Ενώ έξω συμβαίνουν υπέροχα πράγματα, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα τα μάθεις ποτέ και το μόνο είναι ότι θα συνωστίσεις τις εξόδους, τον ελεύθερο χρόνο και τη διασκέδασή σου κάποια βράδυ κάποιας Παρασκευής. Μιζεριάσαμε ήδη.
Ευτυχώς που υπάρχουν και αυτά τα μεσημέρια, ακριβώς εκεί που δεν το περιμένεις, που η έλευση ενός smart ForFour έρχεται να αλλάξει το παιχνίδι και να σε στείλει στην πόλη για ‘εξωτερικά ρεπορτάζ’. Στη δημοσιογραφική αργκό, το ‘εξωτερικά ρεπορτάζ’ είναι η κωδική ονομασία για τον χαβαλέ.
Ο Χρήστος έκατσε στη θέση του οδηγού και έβαλε μπροστά. Ο Κωνσταντίνος ανέλαβε χρέη συνοδηγού κι εγώ με την Έρρικα καθίσαμε πίσω για να κουτσομπολεύουμε καλύτερα τους μπροστά. Α, ναι. Σε μια στιγμή που το υποκριτικό μας ταλέντο ξεχείλισε το smart ForFour, ο Χρήστος κι εγώ ξαναπαίξαμε τη φανταστική του διαφήμιση. Η βόλτα ξεκίνησε με κορυφαίες ερμηνείες.
Το πιο φανταστικό εκ των φανταστικών αυτής της ξαφνικής βόλτας που μετέβαλε το μεσημέρι μας από ‘κλασικό μεσημέρι στη δουλειά’ σε ‘πιο fun μεσημέρι του 2015’ ήταν το σχέδιο στο μυαλό του Χρήστου. Το πιο πρακτικό κομμάτι ήταν με διαφορά το smart ForFour που έκανε τη βόλτα εντελώς άνετη και σαφώς διασκεδαστική, αφού όλοι μας έχουμε μπει σε Smart, αλλά κανείς με δύο έξτρα ανθρώπους στο κάδρο.
Το τετραθέσιο smart δίνει τη λύση για κάθε παρέα που θέλει να κάνει τις βόλτες της στην πόλη. Κατ’ αρχήν, το τέσσερα είναι ο μαγικός αριθμός, αφού, με μια πρόχειρη κοινωνιολογική ανάλυση, από πέντε και πάνω δεν είναι παρέα, αλλά θόρυβος. Επιπλέον, ο Χρήστος φαινόταν να απολαμβάνει την οδήγηση, οπότε είχαμε και λιγότερες ενοχές, εμείς οι απλοί θεατές και συνοδηγοί του.
Tο σχέδιο του Χρήστου ήταν σατανικό. Εκείνος οδηγούσε, εμείς κάναμε όλες τις γνωστές και άγνωστες βλακείες που κάνει μια παρέα σε ένα αυτοκίνητο και με τα πολλά ήμασταν ήδη στη Χαμοστέρνας και οι πρώτες ψιχάλες έκαναν τη δειλή τους εμφάνιση στο παρμπρίζ.
Παρότι ο Κωνσταντίνος με το γνωστό, νιχιλιστικό του χιούμορ πρόλαβε να υπογραμμίσει το πόσο γκαντέμηδες είμαστε (“μια φορά βγήκαμε για βόλτα και θα βρέξει πρώτη φορά γι’ αυτό το φθινόπωρο”), το ηθικό παρέμεινε ακμαιότατο και οι απορίες για το πού μας πηγαίνει ο Χρήστος, ακόμη πιο ακμαίες.
Ενώ συγκρατούσαμε την Έρρικα για να μην βγει από την ηλιοροφή και παραστήσει την Kate Winslet στον Τιτανικό -όχι τίποτα άλλο, αλλά εγώ θα έπρεπε να κάνω αναγκαστικά τον Ντι Κάπριο-, το smart ForFour μας είχε ήδη πιάσει Πειραιώς, οπότε το μυστήριο άρχιζε σιγά σιγά να λύνεται. Αλλά και πάλι, δεν είχαμε ιδέα. Το σίγουρο είναι πως δεν πηγαίναμε προς Πειραιά, αλλά προς κέντρο.
Στο ραδιόφωνο, ο Διονύσης Βερβελές προσπαθούσε να βγάλει άκρη με έναν ακροατή του Sport24 Radio και στον ουρανό, το παιχνίδι γινόταν από τα σύννεφα. Και κάπου εκεί, ο Χρήστος έπαιξε τα ρέστα του. Έστριψε στην πλατεία Κουμουνδούρου, άρα οι επιλογές γίνονταν αυτομάτως δύο:
Α) Θα πηγαίναμε στα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, που πιθανότατα θα κατέστρεφε το mood της αναπάντεχης βόλτας.
Β) Θα πηγαίναμε στον Τέλη για μπριζολάκια.
Το σύμπαν, τα άστρα, η βροχή και ο Χρήστος είχαν πάρει τη πιο σωστή απόφαση της σύγχρονης ιστορίας. Το σχέδιο ήταν να πάμε στον Τέλη για μπριζολάκια. Άρχισα να κάνω τον σταυρό μου στα πίσω καθίσματα του smart ForFour και να δείχνω τον ουρανό όπως τον έδειχνε και ο Ζιοβάνι μετά από κάθε γκολ με τον Ολυμπιακό. Τι μέρα! ΤΙ ΜΕΡΑ!
Η ευκολία που έδειχνε ο Χρήστος στο παρκάρισμα ήταν παροιμιώδης κι έτσι, ξεκούραστοι και καθόλου ταλαιπωρημένοι κατευθυνθήκαμε προς το μπριζολάδικο.
Η απόβαση στον Τέλη έγινε με τρόπο που μάλλον φόβισε τους ανθρώπους του. Ήταν σαν να είχες ξυπνήσει τέσσερις αρκούδες μετά από χειμερία νάρκη. Τους αιφνιδιάσαμε κι εκείνοι μας απάντησαν μα μια ψητή φέτα, πλαισιωμένη από ντομάτα και τις πιο καυτές πιπεριές που είχαν εύκαιρες, μπας και κατευνάσουν λίγο τις αρκούδες. Τα κατάφεραν. Εν μέρει.
Ο ημίχαζος τρόπος με τον οποίο ο ένας χαμογελούσε στον άλλο λόγω της ιδιαιτερότητας της μέρας (με το συμπάθιο αδερφέ μας Παντελή Βλαχόπουλε, αλλά τα μεσημέρια είναι καλύτερα όταν είμαστε έξω, παρά απέναντί σου στο γραφείο) έφερνε αμηχανία στους σερβιτόρους, ώσπου τελικά έβαλαν τα μεγάλα μέσα και σταματήσαμε τα χάχανα. Τέσσερις μερίδες μπριζολάκια και δύο πατάτες προσγειώθηκαν μπροστά μας και ξεχάσαμε τα πάντα. Σε μια στιγμή, ο Κωνσταντίνος σήκωσε το κεφάλι, με κοίταξε και ρώτησε: “Ηλία, εσύ;”.
Μετά σιωπή και μασούλημα.
Κοίτα τώρα τι συμβαίνει με τις πραγματικές εκπλήξεις, ήτοι μια μεσημεριανή βόλτα από το πουθενά και μια χλαπαταγή στον Τέλη. Οι πραγματικές εκπλήξεις δεν σου επιτρέπουν δευτερόλεπτο να μιζεριάσεις. Αφού επήλθε η κλασική περισυλλογή μετά το εξαφάνισμα των μπριζολακίων, ήτοι “κάτι φάγαμε έ;” και “Μπράβο Ηλία, ήσουν ο πιο γρήγορος”, ήρθε η ώρα της επιστροφής στο γραφείο χωρίς να βαρυγκομήσει κανείς. Τόσο γεμάτοι.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, ακούσαμε πάλι τον Βερβελέ να προσπαθεί να ρωτήσει κάτι έναν έξαλλο ακροατή και πήραμε τον δρόμο για τη Συγγρού. Αυτή τη φορά κάθισα εγώ μπροστά (αντρίκεια συμφωνία με τον Αμπατζή), ενώ η Έρρικα είχε αρχίσει έναν άνευ προηγουμένου μονόλογο για τα θεατρικά δρώμενα της χώρας. Ήταν λίγες μέρες αφού είδαμε τον Βασίλη επί σκηνής, άρα δίκαια η ανάλυση.
Με την άνεση του ForFour και εμένα να χαζεύω έξω από το τζάμι αφηρημένος, ο Χρήστος, ο μπαμπάς και διοργανωτής της φάσης, μας γύρισε με ασφάλεια στα γραφεία. Η Φραντζέσκα, σαν έτοιμη από καιρό, παρέλαβε το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ και άρχισε να το φωτογραφίζει επιμελώς.
Οι υπόλοιποι ανεβήκαμε στο γραφείο και κάναμε ότι δεν περάσαμε και τόσο καλά. Ξέρεις, δεν υπάρχει λόγος να προκαλούμε. Το ότι κινούμασταν σαν σε νέα χειμερία νάρκη ήταν ικανό να κινήσει υποψίες για το τι καταβροχθίσαμε, αλλά ευτυχώς δεν ρώτησε κανείς. Τα μυστικά μας θα έμεναν ασφαλή στο smart ForFour που αφήσαμε στο πάρκινγκ.