Η ιστορία του πιο διάσημου μηχανισμού ρολογιού
- 28 ΟΚΤ 2021
Μια ομάδα, όμως, νεαρών τεχνιτών, με επικεφαλής έναν ωρολογοποιό μόλις 24 ετών, τον Edmond Capt, θα παρουσίαζε ένα μηχανισμό που έμελλε να ξαναφέρει πίσω στις ιστορικές ελβετικές μάρκες ένα μεγάλο μερίδιο καταναλωτών από αυτό που είχαν χάσει από την ιαπωνική επίθεση. Μιλάμε για τον περίφημο ETA/Valjoux 7750, τον πιο δημοφιλή αυτόματο μηχανισμό χρονογράφου στην ιστορία, που ακόμη και σήμερα, σχεδόν 50 χρόνια μετά την παρουσίασή του, βρίσκεται πίσω από τα καντράν μερικών από τα best sellers της αγοράς.
H Valjoux, με έδρα φυσικά τη Vallée de Joux της Ελβετίας, εκεί που βρίσκονται τα εργαστήρια των πιο μεγάλων και ιστορικών από τις μάρκες της χώρας (Audemars Piguet, Blancpain, Breguet, Patek Philippe, Vacheron Constantin και Jaeger-LeCoultre) ήταν μια εταιρεία που κατασκεύαζε κομμάτια μηχανισμών για ρολόγια ή ατελείς μηχανισμούς, που αγοράζαν και στη συνέχεια ολοκλήρωναν βάσει των αναγκών τους, οι γείτονές της.
Το μεγάλο της στοίχημα στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ήταν να μπορέσει να φτιάξει κάτι ποθητό που την ίδια ώρα να είναι και φτηνό. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα ηλεκτρονικά quartz των Ιαπώνων; Ποθητό, όταν μιλάμε για ένα χρονογράφο, ήταν αφ’ ενός το μέγεθός του (να είναι αρκετά λεπτός για να μπορεί να χωρά σε μια σχετικά μικρή κάσα – δεν μπορούν όλοι να φοράνε τεράστια ρολόγια) και αφετέρου να είναι ανθεκτικός και ακριβής. Οι χρονογράφοι μπορεί να είναι πολύ δημοφιλή ρολόγια, ωστόσο οι μηχανισμοί τους είναι αρκετά δύσκολο να κατασκευαστούν και δεν είναι λίγες οι φορές που παρουσιάζουν προβλήματα.
Όταν ο Capt και η ομάδα του ανέλαβαν το φιλόδοξο project, άντλησαν έμπνευση από ένα μηχανισμό του 1887, αυτόν που είχε φτιάξει ο Edouard Heuer (με την εταιρεία του να εξελίσσεται αργότερα σε αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως TAG Heuer) που είχε προκαλέσει επανάσταση στο χώρο των χρονογράφων αφού επέτρεπε πολλά πράγματα που ως τότε ήταν αδύνατα. Από ‘κει και πέρα, έχοντας μια δυνατή βάση, ξεκίνησαν να μειώνουν το κόστος απ’ όπου μπορούσαν. Για παράδειγμα, στον τριβέα του κεντρικού άξονα, χρησιμοποίησαν πλαστικό, σε μια στιγμή «ντροπής» για την ιστορία της ελβετικής ωρολογοποιίας. Ήταν όμως ένα εξάρτημα που δεν καταπονούνταν ιδιαίτερα και το πλαστικό δούλεψε μια χαρά. Οι καιροί ήταν δύσκολοι και η νεαρή ομάδα του Capt δεν καταλάβαινε από παραδόσεις και περηφάνιες.
Ο μηχανισμός δεν ήταν όμορφος, αλλά η ομορφιά δεν ήταν το ζητούμενο. Αυτό που ένοιαζε τη Valjoux ήταν να δουλεύει άψογα, ώστε να μπορέσει να τον προωθήσει σε όσο περισσότερες εταιρείες γινόταν, για να μπορέσει να κόψει ακόμη περισσότερο το κόστος του προχωρώντας σε μαζική παραγωγή. Σε ολόκληρη την εταιρεία εκείνη την εποχή υπήρχε μόνο ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής κι αυτός βρισκόταν μακριά από την κοιλάδα όπου δούλευε η ομάδα του Capt.
Έτσι ο νεαρός ωρολογοποιός έκανε κάθε εβδομάδα το ταξίδι ως το Νοσατέλ όπου βρισκόταν ο υπολογιστής, για να ψηφιοποιήσει τα σχέδια της ομάδας του και να τα τεστάρει σε προσομοιώσεις. Αγνοώντας τον κουρδιστό μηχανισμό που υπήρχε ήδη στην εταιρεία, τον Valjoux 7733, o Capt ξεκίνησε να σχεδιάζει από το μηδέν το νέο μηχανισμό που τού είχε ζητηθεί, καθώς ο 7733 ήταν εξαιρετικά αφιλόξενος στις προσθήκες που έπρεπε να γίνουν για να αναβαθμιστεί σε αυτόματο. Ο υπολογιστής έγινε ο καλύτερος σύμμαχός του σε αυτήν την προσπάθεια, αφού του γλίτωσε πολύτιμο χρόνο από δοκιμές με πραγματικά εξαρτήματα που θα οδηγούσαν σε αποτυχία.
Το 1973, λοιπόν, μετά από μόλις 3 χρόνια δουλειάς, η ομάδα του Capt παρουσίασε τον 7750, με πάχος 7,9 χιλιοστά, διάμετρο 30 και αποτελούμενο από 250 εξαρτήματα. Δονείτο με συχνότητα 4Hz (28.800 δονήσεις την ώρα) και είχε περίπου 45 ώρες αυτονομία κουρδίσματος -πολύ ικανοποιητικό νούμερο για την εποχή. Εκτός από ενδείξεις χρονογράφου έδινε και ημέρα και ημερομηνία, που μπορούσαν εύκολα να ρυθμιστούν από την κορώνα.
Το μπουτόν στο 2 ενεργοποιούσε και απενεργοποιούσε το χρονογράφο και αυτό στο 4 ξαναέστελνε τους δείκτες του πίσω στο μηδέν, έτοιμους για νέα χρονομέτρηση. Όλα λειτουργούσαν μια χαρά και το κόστος απόκτησής του ήταν προσιτό. Πρώτη εταιρεία που ενδιαφέρθηκε ήταν η Orfina που τότε δούλευε πάνω σε σχέδια του Ferdinand A. Porsche (εξ ου και η μετέπειτα Porsche Design). Ωστόσο, παρ’ ότι κατασκεύασε 100.000 κομμάτια, οι πωλήσεις έπιασαν πάτο. Δεν ήταν θέμα μηχανισμού, ήταν απλά ότι ακόμη η ελβετική ωρολογοποιία δεν ήταν έτοιμη για το comeback της.
Πέρασαν 10 χρόνια μέχρι να αρχίσει πάλι να πατάει στα πόδια της, έχοντας βρει ένα νέο νόημα μετά την επέλαση των quartz, όταν όλο και περισσότερες εταιρείες άρχισαν να χτυπάνε την πόρτα της Valjoux (που μετέπειτα αγοράστηκε από την ΕΤΑ, εξ ου και η σημερινή ονομασία του μηχανισμού – ΕΤΑ 7750) και να ζητάνε το μηχανισμό του Capt. Ειδικά οι εταιρείες που πουλούσαν οικονομικά μηχανικά ρολόγια και τους ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αναπτύξουν αξιόπιστο μηχανισμό χρονογράφου, δεν είχαν άλλη λύση από το να αγοράσουν τον Valjoux 7750. Όταν τον φόρεσαν τόσα πολλά ρολόγια και η αξιοπιστία του τον καθιέρωσε στην αγορά, ενδιαφέρθηκαν ακόμη και πιο πολυτελείς μάρκες. Η επιτυχία του θα εκτοξευόταν πια σε άλλα επίπεδα.
Τον φόρεσαν χωρίς τύψεις ρολόγια των IWC, Breitling, Panerai, TAG Heuer, χάρη σ’ αυτόν έγιναν best sellers μοντέλα όπως το Montblanc Star 4810 Chronograph (συνδυασμός χρονογράφου και dress watch), το Certina DS-1 Chrono Automatique (το απόλυτο value for money σε χρονογράφο), το Longines Hydroconquest Chronograph (συνδυασμός καταδυτικού και χρονογράφου), ενώ η τελευταία, όπως και η Hamilton, τον χρησιμοποιούν χωρίς ενδοιασμούς ακόμη και σήμερα.
Αναμφισβήτητα ήταν ένα στοίχημα που κερδήθηκε -και με το παραπάνω- ακόμη κι αν η επιτυχία του άργησε μερικά χρόνια. Και η κληρονομιά που αφήνει πίσω του, τώρα που όλο και περισσότερες ωρολογοποιίες τον εγκαταλείπουν για τη δόξα και την αίγλη που φέρνει η παραγωγή ενός μηχανισμού χρονογράφου στο δικό τους manufacture, είναι τεράστια, αφού συνεχίζει να αποτελεί πηγή έμπνευσης για τους απογόνους του.