Omega Seamaster, κάτι παραπάνω από το ρολόι του James Bond
- 7 ΟΚΤ 2021
Από την πρώτη ταινία του James Bond, ο ήρωας φορούσε ένα καταδυτικό ρολόι– και σπάνια απομακρύνθηκε από αυτόν τον κανόνα. Από το 1995 και μετά, ο 007 φορά ένα Seamaster, μια διαφημιστική κίνηση που καθιέρωσε την πρόταση της Omega στην κατηγορία ως ένα από τα απόλυτα best sellers της. Ωστόσο, δεν ήταν μόνο η σύνδεσή της με τον James Bond που οδήγησε σ’ αυτήν την επιτυχία. Το τμήμα μάρκετινγκ της Omega έκανε σπουδαία δουλειά και με άλλες συνεργασίες, που όμως δεν θα είχαν οδηγήσει και πολύ μακριά αν πίσω από την προώθηση δεν υπήρχε όντως ένα σπουδαίο ρολόι με σημαντική ιστορία. Ας της ρίξουμε, λοιπόν, μια ματιά.
Όσα άφησε πίσω του ο Β’ ΠΠ
Το Seamaster λανσάρεται για πρώτη φορά το 1948. Η ελβετική ωρολογοποιία είχε ξεκινήσει ως το εργαστήρι του Louis Brandt στο μικρό ελβετικό χωριό -το χωριό των ρολογάδων- La Chaux-de-Fonds το 1848 και, ως μεγάλη μάρκα έναν αιώνα αργότερα, ήθελε να γιορτάσει τα 100ά της γενέθλια με μια καινούργια συλλογή. Το Omega Seamaster έγινε άμεσα το best seller της. Δεν ήταν το πρώτο της καταδυτικό όμως. Το 1932, η Omega είχε ξεκινήσει τις θαλάσσιες περιπέτειές της με το Marine, ένα ρολόι μάλιστα που διάλεξε ο Yves Le Prieur, ο πατέρας της σύγχρονης κατάδυσης και πιο σημαντικός άνθρωπος στο χώρο μέχρι την εμφάνιση του Jacques-Yves Cousteau. Η Omega, δηλαδή, ήταν ήδη καθιερωμένη στο χώρο των καταδύσεων, ως μια εταιρεία που κατασκευάζει ανθεκτικά ρολόγια που αντέχουν την πίεση της θάλασσας.
Αλλά από το 1932 ως το 1948 μεσολάβησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος που έφερε μαζί του, πέραν της ολέθριας καταστροφής για την ανθρωπότητα, πάρα πολλές τεχνολογικές καινοτομίες, αλλά -όσο κι αν φαίνεται παράδοξο- και το δικό του στυλ. Η Omega, λοιπόν, επέλεξε να παρουσιάσει μια εντελώς νέα πρόταση το 1948, βασισμένη αισθητικά στα ρολόγια που η ίδια κατασκεύαζε για τον βρετανικό στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου και αναβαθμισμένη τεχνολογικά με την εισαγωγή μιας στρογγυλής τσιμούχας από καουτσούκ, που διασφάλιζε την στεγανότητα του νέου ρολογιού. Ως τότε οι τσιμούχες ήταν από μόλυβδο ή είχαν μια επίστρωση βερνικιού λάκκας και έχαναν την αποδοτικότητά τους υπό συνθήκες μεγάλης αλλαγής στη θερμοκρασία ή την υγρασία (συνθήκες δηλαδή ρουτίνας για ένα δύτη). Το παράδοξο είναι ότι το μοντέλο δεν προοριζόταν αρχικά για το κοινό της θάλασσας, αλλά γενικά για όσους ήθελαν ένα στιβαρό ρολόι. Γι’ αυτό και τα πρώτα καντράν δεν ήταν σκούρα. Τα πρώτα Seamaster είχαν κάσες διαμέτρου 34 ή 35 χιλιοστών και ήταν αδιάβροχα σε βάθος 60 μέτρων.
Με την έγκριση του Cousteau
Οι καταδύσεις άρχισαν να γίνονται ένα δημοφιλές σπορ τη δεκαετία του ’50, όταν τo Seamaster ήταν πια ένα καθιερωμένο ρολόι, διάσημο για την ανθεκτικότητά του. Σε μια κίνηση μάρκετινγκ, χαρακτηριστική της εποχής, το 1956 η Omega έδεσε ένα Seamaster στο εξωτερικό ενός αεροπλάνου και το έστειλε να πετάξει πάνω από το Βόρειο Πόλο και να το φέρει πίσω άθικτο. Το 1957 όμως, οι δύτες χρειάζονταν κάτι παραπάνω από διαφημιστικά κόλπα για να το επιλέξουν, από τη στιγμή που ο ανταγωνισμός ήταν πια πολύ δυνατός -η Rolex είχε λανσάρει το Submariner το 1954. Κι έτσι, το Seamaster άρχισε να απευθύνεται πιο συγκεκριμένα στους ανθρώπους που λάτρευαν την περιπέτεια στη θάλασσα. Με το Seamaster 300 ξεκινά ουσιαστικά η εποχή της συλλογής ως αποκλειστικά καταδυτικής. Το 1963 το διάλεξε ο μεγάλος Cousteau, επιβεβαιώνοντας ότι αυτή ήταν η απόλυτη επιλογή για όποιον έπαιρνε τις απαιτούμενες δόσεις αδρεναλίνης του κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Το Seamaster 300 είχε πλέον μια κάσα 39 χιλιοστών, για να επιτρέπει μεγαλύτερη ευκρίνεια στο βυθό, ένα μαύρο καντράν και ένα παχύ δείκτη ώρας για μεγαλύτερη αντίθεση, ενώ στις ενδείξεις για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ένα φωσφορίζον υλικό, το ράδιο. Η στεγανότητά του στα 200 μέτρα ισοφάριζε εκείνη του Rolex Submariner, αλλά αυτό ήταν απλά το βάθος στο οποίο είχαν γίνει οι δοκιμές. Το 300 δίπλα στο όνομά του υποδηλώνει τη σιγουριά της Omega ότι θα λειτουργούσε μια χαρά ακόμη κι 100 μέτρα πιο κάτω, ένα βάθος βέβαια που κανένας δύτης δεν θα έφτανε ποτέ – τουλάχιστον όχι εκείνη την εποχή, πριν η τεχνολογία επιτρέψει το (έτσι κι αλλιώς περιορισμένο σε ένα πολύ ειδικό, επαγγελματικό κοινό) deep diving. Το 1964, η δεύτερη γενιά του Seamaster διέθετε ακόμη μεγαλύτερη κάσα (42 χιλιοστά διάμετρος πλέον) ενώ η ένδειξη 12 αντικαταστάθηκε από ένα μεγάλο τρίγωνο, για να ξεχωρίζει ακόμη περισσότερο.
Τα πέτρινα χρόνια
Το 1971, η ελβετική εταιρεία άρχισε να εξειδικεύει πάρα πολύ τη συλλογή, παρουσιάζοντας το Seamaster PloProf 600 και, μια χρονιά αργότερα, το PloProf 1000. Εύκολα καταλαβαίνεις τι σήμαιναν οι αριθμοί δίπλα στο όνομα. Έγινε αμέσως το καινούργιο ρολόι του Cousteau, όμως ήταν πια τόσο πολύ ένα καταδυτικό εργαλείο για επαγγελματίες δύτες, παρά κάτι που μπορούσε να φορά ο μέσος άντρας, που η σειρά PloProf σύντομα σταμάτησε. Αναβιώθηκε, βέβαια, πριν μερικά χρόνια με ένα PloProf 1200, στεγανό στο παρανοϊκό βάθος των 1200 μέτρων κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, αλλά και πάλι μιλάμε ξεκάθαρα για ένα καταδυτικό εργαλείο. Το 1969 είχε παρουσιαστεί ένα ακόμη ιδιαίτερο Seamaster, το Bullhead, με μια κάσα που είχε σχήμα κεφαλής ταύρου. Απευθυνόταν κυρίως στην αγορά των φίλων του μηχανοκίνητου αθλητισμού, αλλά δεν έκανε ιδιαίτερο σουξέ στην εποχή της -έγινε, βέβαια, αντικείμενο πόθου για συλλέκτες τα επόμενα χρόνια.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, όμως, η σειρά Seamaster έχει πια χάσει τη δημοφιλία της, κάτι που σε συνδυασμό με την επέλαση των γιαπωνέζικων quartz και την κρίση που θα περάσει το σύνολο της ελβετικής ωρολογοποιίας τα επόμενα χρόνια, οδηγούν την Omega στην εγκατάλειψή της. Η αγορά ήταν ξανά έτοιμη για την επιστροφή του δύο δεκαετίες αργότερα και η ελβετική εταιρεία άρχισε να μπαίνει σε διαπραγματεύσεις με το μεγαλύτερο δυνατό όνομα που θα μπορούσε να φορέσει ένα Seamaster στον καρπό του… Πριν το Goldeneye του 1995, όμως, και την αύρα του James Bond, έπρεπε να υπάρχει κάποιο ρολόι στην αγορά.
Στον καρπό του 007
Το σύγχρονο Seamaster, είναι στην ουσία το Diver 300M που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1993. Τα χαρακτηριστικά του στοιχεία ήταν το μοτίβο κύματος στο καντράν, οι skeleton δείκτες και η δωδεκάπλευρη, περιστρεφόμενη στεφάνη στο ίδιο χρώμα μ’ αυτό του καντράν. Με το μοντέλο να εντυπωσιάζει από την πρώτη στιγμή, οι άνθρωποι της Omega είχαν στα χέρια τους ένα εργαλείο αντάξιο του Bond. Αλλά για να πείσουν τους συνομιλητές τους στο franchise του 007 να επιλέξουν τη δική τους πρόταση, επιστράτευσαν και λίγη ιστορία. Ο James Bond είναι πλωτάρχης του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, το πρώτο Seamaster βασίστηκε στο ρολόι που έβγαζε η Omega για τον στρατό, αλλά κυρίως, το 1967, το Βασιλικό Ναυτικό είχε επιλέξει τη νεότερη έκδοση του συγκεκριμένου μοντέλου ως το επίσημο ρολόι του, έχοντας μάλιστα άποψη στα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για τη στρατιωτική του εκδοχή. Στο Goldeneye ο Pierce Brosnan, λοιπόν, βρέθηκε με ένα Quartz Seamaster Professional 300 στο χέρι, αλλά στις επόμενες τρεις ταινίες του φόρεσε το αυτόματο Omega Seamaster 300 Automatic Chronometer. Ο Daniel Craig φόρεσε και το κλασικό 300, αλλά και μια νέα προσθήκη στην οικογένεια του Seamaster, το Planet Ocean.
To Planet Ocean πρωτοπαρουσιάστηκε το 2005, σε τρία διαφορετικά μεγέθη (39,5 – 43,5 – 45,5 χιλιοστά), σε μια ποικιλία υλικών (ατσάλι, χρυσό, τιτάνιο, κεραμικό, λευκό χρυσό) και με μια μεγάλη γκάμα από λουράκια ή μπρασελέ. Η στεφάνη στα πρώτα μοντέλα ήταν από κεραμικό, μια καινοτομία για την εποχή του, ενώ πλέον συνδυάζει κεραμικό με καουτσούκ, για ακόμη περισσότερους χρωματικούς συνδυασμούς. Με τη χρήση μιας βαλβίδας διαφυγής ηλίου (HRV), το Planet Ocean έγινε το απόλυτο ρολόι για περιπέτειες εντός και εκτός θάλασσας, αφού ο καταδυτικός του εαυτός τού επέτρεπε πλέον στεγανότητα σε 600 μέτρα βάθος, ενώ την ίδια ώρα διατηρούσε το στυλ του που ενθάρρυνε τη χρήση του και σε άλλες δραστηριότητες -ακόμη και να συνοδεύσει καλό ντύσιμο, όπως επί το πλείστον κάνει ο James Bond.
Αύρα Ολυμπιακών Αγώνων
Δεν χρειάζεται, νομίζω, να εξηγήσω γιατί το συγκεκριμένο ρολόι έγινε το απόλυτο best seller για την Omega. Το κερασάκι στην τούρτα ήρθε όταν η ελβετική εταιρεία έγινε και ο επίσημος χρονομέτρης των Ολυμπιακών Αγώνων, παρουσιάζοντας διάφορες εκδοχές του Seamaster για κάθε διοργάνωση, με πιο διάσημη εκείνη του Λονδίνου 2012 -και εννοώ, βέβαια, την ειδική έκδοση που κυκλοφόρησε σε μόλις 1948 κομμάτια, έναν αριθμό που παρέπεμπε αφ’ ενός στη χρονιά που λανσαρίστηκε το Seamaster, αφετέρου στην προηγούμενη χρονιά που το Λονδίνο είχε φιλοξενήσει τη διοργάνωση, αλλά και που έκλεινε το μάτι στους γνώστες της ιστορίας της μάρκας και της σχέσης της με το Βασιλικό Στρατό και Ναυτικό.
Με την καινούργια ταινία του James Bond να σπάει ήδη τα ταμεία, το Seamaster Diver 300M γίνεται για μία ακόμη φορά το ρολόι των ημερών. Η φετινή, 007 Edition, έχει χαραγμένο το 007 στην πλάτη της κάσας, παρέα με το 62, που παραπέμπει στη χρονιά που κυκλοφόρησε η πρώτη ταινία της σειράς. Και, ναι, ο λόγος για τη δημοφιλία του είναι το παρανοϊκά καλό μάρκετινγκ που το Swatch Group έχει επενδύσει στο συγκεκριμένο μοντέλο, όμως η ιστορία του και οι διαφορετικές του εκδοχές μέσα στο χρόνο, δεν μπορούν να αφήσουν κανένα λάτρη της ωρολογοποιίας ασυγκίνητο. Συν το ότι οι σύγχρονές του εκδόσεις όχι μόνο τηρούν τους κανόνες των καταδυτικών ρολογιών, αλλά όποτε τους σπάνε είναι για να πάνε την κατηγορία ένα βήμα ακόμη πιο πέρα. Είπαμε και στην αρχή: το Seamaster είναι μέλος της «Χρυσής Πεντάδας» των dive watches, καλύπτει επάξια πολλούς ρόλους και, άρα, δύσκολα βγαίνει αλλαγή.