Πώς ο Paul Mescal σπάει κάθε σύνδεση της λευκής φανέλας με την τοξική αρρενωπότητα
- 7 ΜΑΡ 2023
Ένα από τα στοιχεία που προκάλεσε εντύπωση τότε, εκτός από το σεξ απίλ του σταρ, ήταν ότι ο Gable δεν φορούσε μέσα από το πουκάμισο την κλασική λευκή φανέλα, που όλοι οι άντρες συνήθιζαν να φορούν εκείνα τα χρόνια. Το γεγονός αυτό παρέλυσε κυριολεκτικά τη βιομηχανία των αντρικών εσωρούχων. Λέγεται ότι εβδομάδες μετά την προβολή της ταινίας οι πωλήσεις της λευκής φανέλας έπεσαν κατακόρυφα – μιλάμε για πτώση που άγγιξε το 75%.
Κάπου εκεί, λοιπόν, πολλοί αποφάσισαν να μην φορούν το συγκεκριμένο εσώρουχο -γιατί τότε, αυτό ήταν- μέσα από πουκάμισα και να κυκλοφορούν σαν τον Clark Gable, από τα μεγάλα style icons της εποχής.
Σχεδόν δύο χρόνια μετά όμως, ήρθε ο Marlon Brando να ανατρέψει την κατάσταση.
Η εικόνα του με τη λευκή, λερωμένη φανέλα και το φθαρμένο τζην παντελόνι στο A Streetcar named Desire (Λεωφορείο ο Πόθος) μεταμόρφωσε τον ίδιο σε sex symbol και το εσώρουχο σε ρούχο· σε ένα κομμάτι που μπορεί να φορεθεί μόνο του, που δεν θέλει άλλο να κρύβεται κάτω από πουκάμισα και πουλόβερ, που έχει τη δύναμη να κάνει οποιονδήποτε το φορά να δείχνει σέξι, σκληρός, καθαρόαιμο αρσενικό.
Ο Brando ήταν ουσιαστικά εκείνος που συνέδεσε τη φανέλα με τις έννοιες του μάτσου, της σκληροτράχηλης αρρενωπότητας, του τύπου που δεν σηκώνει πολλά-πολλά και γοητεύει τις γυναίκες με τα μυώδη μπράτσα, αυτά ακριβώς με τα οποία βγάζει νοκ άουτ όποιον βρεθεί απέναντί του.
Και κάπως έτσι, η σύνδεση αυτή συνεχίστηκε στο σινεμά.
Ο “Wolverine” Hugh Jackman, ο “Superman” Henry Cavill, ο Vin Diesel στα Fast & Furious, ο Tom Cruise σε κάθε Επικίνδυνη Αποστολή, ο Bruce Willis στο Die Hard, ακόμα και ο Edward Norton στα Μαθήματα Αμερικάνικης Ιστορίας (στην πιο alt-right στιγμή της λευκής φανέλας στην οθόνη). Είναι μερικά πρόσφατα παραδείγματα.
Μέχρι που μπήκε στη ζωή μας, βασικά στην οθόνη μας, ο Paul Mescal και αποφάσισε να φορέσει τη λευκή φανέλα αλλιώς. Όχι μόνο όταν υποδύεται κάποιον άλλον, αλλά κυρίως όταν είναι απλά ο εαυτός του στις παπαρατσικές φωτογραφίες, στις φωτογραφίσεις που πλαισιώνουν τις συνεντεύξεις του, στα κόκκινα χαλιά, στο βίντεο κλιπ που γύρισε για τους Rolling Stones.
Ο 27χρονος, που γνωρίσαμε μέσα από την αξιόλογη, αλλά υποτιμημένη, σειρά Normal People (2020), τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος της Sally Rooney και λατρέψαμε ως single dad στο indie hit, Aftersun (2022), που παρεμπιπτόντως για την ερμηνεία του διεκδικεί στην προσεχή τελετή των βραβείων Όσκαρ το αγαλματίδιο Α’ Αντρικού Ρόλου, έχει αναγάγει τη φανέλα στην πρωταγωνίστρια της γκαρνταρόμπας του και το ανοιχτό ντεκολτέ στο σημείο αναφοράς του στυλ του.
Τη φορά σχεδόν σε κάθε επίσημη εμφάνιση, μέσα από κοστούμι αντί για πουκάμισο, αφήνοντας το σακάκι πάντα ξεκούμπωτο, αλλά και αντί για το κλασικό T-shirt όταν ποζάρει στον φακό, ακόμα και «εντελώς λάθος» πάνω από πουκάμισα στη φανταστική φωτογράφιση που έκανε στους Financial Times.
Εκεί που δεν τη φοράει όμως είναι κάθε φορά που ανεβαίνει στη θεατρική σκηνή για να υποδυθεί τον Kowalski στο A Streetcar named Desire (Λεωφορείο ο Πόθος). Τόσο ο ίδιος, όσο και η σκηνοθέτις της παράστασης Rebecca Frecknall ήθελαν να κρατήσουν αποστάσεις από το πρωτότυπο και τη μάτσο ερμηνεία του Brando.
Ο Mescal άλλωστε ουδεμία συγγένεια έχει με την εικόνα του σκληρού αρσενικού. Δεν έχει ούτως ή άλλως αυτό το παρουσιαστικό. Δε φορά αμάνικες μπλούζες, από φανέλες μέχρι γιλέκα, για να δείξει τα μπράτσα του. Έχει πάνω κάτω ένα σώμα, που έχουν οι περισσότεροι άντρες της ηλικίας του.
Με το ευγενές και κάπως εφηβικό του πρόσωπο σε συνδυασμό με την ευθραυστότητα της αντρικής φύσης που συνηθίζει να βγάζει προς τα έξω είτε υποδύεται τον Connell του Normal People, είτε τον Kowalski ή τον Calum του Aftersun καταφέρνει να σπάει κάθε σύνδεση με ό,τι σημαίνει τοξική αρρενωπότητα.
Σε μία εποχή που η αντρική μόδα κάνει τη δική της επανάσταση, φλερτάροντας με το genderless στοιχείο και προσπαθώντας να καταρρίψει στερεότυπα και εγκλωβιστικούς τρόπους ντυσίματος που ανακυκλώνονται εδώ και δεκαετίες, ο Paul Mescal βαδίζει σε ένα δικό του δρόμο – γοητευτικό, εύθραυστο, ρετρό, τόσο μα τόσο σύγχρονο.