10 χρόνια χωρίς τον Βλάσση Μπονάτσο
- 14 ΟΚΤ 2014
Στο εξαιρετικό αφιέρωμα του Cosmo.gr για τους Απαράδεκτους το 2011, με αφορμή τα 20 χρόνια από το ξεκίνημα της σειράς, ο Μάνος Μίχαλος έγραφε σε ένα ξεχωριστό κομμάτι για τον Βλάσση:
“Χαλαρός, κουλ, σαν να παίζει τον εαυτό του (επί της ουσίας αυτό έκανε), ο Μπονάτσος έκανε τον Βλάσση να αποτελεί τον πιο μοντέρνο χαρακτήρα της σειράς, καθώς το 1991 ο ‘Βλάσσης’ πρωταγωνιστούσε σε διαφημίσεις, πήγαινε στου Λα Μόγια, την έπεφτε σε γκόμενες, φορούσε μοντέρνα ρούχα και ήταν εκείνος που μιλούσε την πιο σύγχρονη διάλεκτο της εποχής”. Θα κρατήσω αυτό ως εισαγωγή.
Στις 05.10 τα ξημερώματα της 14ης Οκτωβρίου 2004, ο Βλάσσης Μπονάτσος μεταφέρθηκε στα εξωτερικά ιατρεία του Ιπποκράτειου, όπου απλά διαπιστώθηκε ο θάνατός του που οφειλόταν σε ‘αποφρακτική οιδηματώδη λαρυγγίτιδα’. Όλος ο υποψιασμένος κόσμος, δηλαδή όλη η Ελλάδα σχεδόν, δεν πείστηκε από αυτήν την ‘εγκυκλοπαιδίστικη’ διάγνωση και έβγαλε τη δική της.
Ο υποψιασμένος (με ψήγματα μισανθρωπιάς) κόσμος δικαιώθηκε. “Δεν τους ξέρεις αυτούς της τηλεόρασης και του star system; Όλο ναρκωτικά, πουτάνες, άθλια ζωή, διαλυμένες αξίες”, είπαν ταυτόχρονα χιλιάδες φιλήσυχα στόματα σε όλη την επικράτεια.
Δυστυχώς για τις Κασσάνδρες, ο Βλάσσης ήταν ήδη ένας απ’ τους μεγαλύτερους σταρ μη ελληνικών προδιαγραφών που γνωρίσαμε μέχρι σήμερα.
Παρατηρούσα τον Μπονάτσο σε αυτό το εξώφυλλο των Πελόμα Μποκιού. Είτε γεννήθηκε το ’49, είτε το ’50, είτε το ’51 (στις βιογραφίες και τα αφιερώματα για τη ζωή του έχουν χρησιμοποιηθεί και οι τρεις ως χρονιές της γέννησής του), τα τρία-τέσσερα χρόνια που η μπάντα ήταν ενεργή, ο Μπονάτσος ήταν στα 20κάτι του.
Αν το πρόσωπό του στη φωτογραφία δεν σας θυμίζει τον Mick Jagger των αντίστοιχων 20κάτι του, παρακαλώ στείλτε ένα μήνυμα να κλείσω οφθαλμίατρο μέχρι την Παρασκευή.
Η ομοιότητα με έναν παγκόσμιο σταρ δεν αρκεί για να χρίσεις κάποιον αβίαστα ροκ σταρ, παρότι στη χώρα μας ο ένας στους δύο διάσημους πιστώνεται με ροκ χαρακτηριστικά, επειδή μπορεί απλά να οδηγεί μηχανή ή να φοράει μαύρα. Καλώς ή κακώς, ο Μπονάτσος έζησε τη ζωή του ροκ σταρ πιο πολύ μετά τους Πελόμα Μποκιού παρά κατά τη διάρκεια.
Αλλά την έζησε.
Σε μια ιστορία που μας θύμισε η Μηχανή του Χρόνου, κατά τη διάρκειας μια συναυλία τους στις αρχές των 70s, ο Μπονάτσος διαπραγματεύτηκε ο ίδιος με την αστυνομία που ήθελε να τη διακόψει, ζητώντας να τους αφήσουν να πουν άλλα δυο τραγούδια για να μπορέσουν να πληρωθούν. “Θα παίξουμε ακόμα και τον Εθνικό Ύμνο αν θέλετε”, φέρεται να του είπε ο Μπονάτσος. Το live συνεχίστηκε για άλλα 25 λεπτά.
Πολύ πριν γίνει μια από τις πιο συμπαθείς και αναγνωρίσιμες φιγούρες της ιδιωτικής ελληνικής τηλεόρασης, ο Μπονάτσος πρωταγωνιστούσε σε ένα από τα παρθενικά lifestyle σούσουρα που διαδόθηκαν ποτέ, όταν πόζαρε με την 16 χρόνια μεγαλύτερή του και εν ενεργεία ‘εθνική σταρ’, Αλίκη Βουγιουκλάκη για εβδομαδιαίο περιοδικό της εποχής (1982).
Η Αλίκη έντυνε τη φωτογράφιση με ατάκες όπως “με τον Βλάσση μας συνδέει μια στενή, τρυφερή, ρομαντική συνενοχή” τον καιρό που ο ίδιος έπαιζε τον Τσε Γκεβάρα στο πλευρό της στο ‘Εβίτα’, το οποίο θριάμβευε στο θέατρο.
Η σχέση τους κράτησε έξι χρόνια. Από το χωρισμό και μετά, ο Μπονάτσος θα ζούσε ως playboy χωρίς ανταγωνιστή μέχρι τον μοναδικό του γάμο, αυτόν με την κόρη της Ζωής Λάσκαρη, Μάρθα Κουτουμάνου, το 1996, με την οποία απέκτησε και μια κόρη έναν χρόνο μετά.
Πολλά παραπάνω από ροκ σταρ τηλεόρασης
Αν υπάρχει ένας εγχώριος ηθοποιός, τραγουδιστής, οτιδήποτε που θα μπορούσε να σηκώσει τη βαριά φανέλα του ‘larger than life’, αυτός θα ήταν χωρίς περιττές σκέψεις ο Βλάσσης Μπονάτσος.
Αν στους Απαράδεκτους έπαιζε μία φορά τον εαυτό του (και τον γνώριζαν μαζικά και οι νεότερες γενιές που δεν είχαν ακουστά -ακόμη- τους Πελόμα Μποκιού), στις ‘Γυναίκες Δηλητήριο’ ή ‘Στον Αστερισμό της Γραβάτας’, δεν υπήρχαν ούτε τα προσχήματα.
Ρόλοι κομμένοι και ραμμένοι στα μέτρα και στην ιδιοφυώς αυθόρμητη περσόνα του, δεν γνώρισαν την επιτυχία του Βλάσση των Απαράδεκτων (πώς θα μπορούσαν άλλωστε;), αλλά τον κράτησαν εκεί, ζεστό.
Σε συνδυασμό με τις Κόντρες, που με παρουσιαστή τον ίδιο είναι για μένα το κορυφαίο τηλεπαιχνίδι που είδαμε ως τώρα, το Βλας Μπακ, το Άλλα Κόλπα ή ακόμα και το ‘Με Φόρα’ που παρουσίαζε με την Αννίτα Πάνια, ο Μπονάτσος έγδερνε με τη φωνή του την επιφάνεια της μνήμης και γινόταν τατουάζ που κουβαλάμε και θα κουβαλάμε για πάντα.
Το έβλεπες και από τις αντιδράσεις αυτών που είχαν μόλις πέσει θύματα μιας φάρσας του. Από τον Λευτέρη Πανταζή που είδε το αμάξι του πάνω σε γερανό μέχρι τον Θωμά Παλιούρα που είδε ένα πτερύγιο καρχαρία και το χάρο με τα μάτια του, όταν όλοι τους έβλεπαν ότι θύτης είναι ο Βλάσσης, μπορεί και να τον έβριζαν πάνω στη στιγμή, αλλά σιωπηλά αποδέχονταν ότι την πάτησαν από έναν ωραίο τρελό. Και το μένος υποχωρούσε άμεσα.
Δεν ξέρω αν αγχώθηκε ποτέ για κάτι. Σίγουρα βαριόταν συχνά πυκνά το γύρισμα με αποτέλεσμα να κρύβεται σε μια ντουλάπα, όπως ‘πρόδωσε’ ο Γιάννης Νένες στους ‘Πρωταγωνιστές’ που αναφέραμε και νωρίτερα, αλλά έτσι κι αλλιώς, αυτό που ήθελε κάθε σκηνοθέτης απ’ τον Βλάσση ήταν μακριά απ’ το αυστηρό σενάριο.
Νιώθεις ότι αυτά τα ‘τρομερός’ και ‘φοβερός’ που τραβούσε τα έλεγε και στο δρόμο και στο σπίτι και στην παρέα του. Αυτό ήθελε η τηλεόραση από αυτόν. Να είναι ο εαυτός του.
Αν εξαιρέσεις τη Μαλβίνα Κάραλη και -τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου- την Αννίτα Πάνια, ξέρεις πολλούς που η τηλεόραση ήθελε να είναι μόνο ο εαυτός τους; Ξέρεις πολλούς που είναι ο εαυτός τους στην τηλεόραση;
Δεν ξέρεις πολλούς ‘φοβερούς, τρομερούς και πάρα πολύ ωραίους’ που σφύριζαν ή τραγουδούσαν στο πλατό ακριβώς όπως έκαναν και στο δρόμο.