ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Αγάπη και απώλεια στις Μαλδίβες των Μπόλντα και Τσιοτσιόπουλου

Στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, ο σκηνοθέτης παραδίδει μία φολκ ιστορία υπαρξιακού τρόμου για τη διαδικασία της απώλειας, με τον ηθοποιό να υποδύεται έναν μοναχικό άντρα, που όταν χάνει τον σκύλο του, χάνει τον κόσμο του· μέχρι να τον ξαναβρεί.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Γεννημένος στη Γερμανία και μεγαλωμένος στην Ελλάδα, ο Ντάνιελ Μπόλντα σπούδασε σινεμά στη Δανία. Μετά από μία θητεία ως σκηνοθέτης στον χώρο της διαφήμισης, μάς συστήθηκε κινηματογραφικά το 2018, όταν παρέδωσε την πρώτη του μικρού μήκους ταινία, το Muffin. Πέρασαν επτά χρόνια και τώρα, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του είναι έτοιμη. Οι Μαλδίβες έκαναν πρεμιέρα στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου και βραβεύτηκαν και από τις 3 Απριλίου προβάλλονται στις αίθουσες. 

Για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Ντάνιελ είχε έναν και μόνο ηθοποιό στο μυαλό του: τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο. Ηθοποιός του θεάτρου (Κωλόκαιρος, 170 τετραγωνικά Moonwalk, Εθνικός Ελληνορώσων) και του κινηματογράφου (Arcadia, Digger, Μαγνητικά Πεδία), τη φετινή θεατρική σεζόν παίζει σε μία από τις καλύτερες παραστάσεις που είδαμε: στα Ανεξάρτητα Κράτη στο Θέατρο Χώρα, ένα έργο που συνέγραψε με τον Γιώργο Παλούμπη, ο οποίος το σκηνοθετεί. 

«Ένα χρόνο περίπου πριν γυριστεί η ταινία, μας έκανε την επαφή ο σκηνοθέτης και κοινός μας φίλος, Μπάμπης Μακρίδης, που παίζει και στην ταινία. Συναντηθήκαμε με τον Ντάνιελ και μου είπε πως έχει έναν ρόλο σε μία ταινία που έχει σκεφτεί να την κάνει με εμένα ή πως έχει γράψει τον ρόλο για εμένα; Ένα από τα δύο, δεν θυμάμαι ακριβώς. Και η ιστορία μου άρεσε και ο Ντάνιελ και ο ρόλος και ο τρόπος που μου περιέγραψε πώς θα το γυρίζαμε. Δεν είχα κάποιον λόγο να πω “όχι”. Αντιθέτως, είχα πολλούς να πω “ναι”», θυμάται ο Αντώνης. 

Υποδύεται τον Στέλιο, έναν μοναχικό άντρα που όταν χάνει τη μοναδική του συντροφιά, τη σκυλίτσα του, τη Μαρία, χάνει τον κόσμο του. Ασπρόμαυρη, όμορφη, εσωστρεφής, τραχιά αλλά και τρυφερή, η ταινία, όπως μου λέει, είναι «μία ιστορία για τη σύνδεση και τον πόνο της απουσίας της». «Δεν θα είχα ποτέ σκύλο, γιατί φοβάμαι τη σύνδεση, την ευθύνη μα κυρίως τη φρίκη της απουσίας του σε περίπτωση που τον έχανα, όπως συμβαίνει και στον Στέλιο», συνεχίζει κι εγώ σκέφτομαι κάτι δικά μου – η σχέση μου με το timing είναι πολύ κακή. Προχωράμε. 

Προχωρήσαμε από τα Εξάρχεια προς τον Λόφο του Στρέφη, ένα κρύο μεσημέρι του Απριλίου, για να κάνουμε στάση στο υπαίθριο γηπεδάκι μπάσκετ. Αφού αντάλλαξαν μερικές πάσες, έβαλαν και έχασαν καλάθια, φωτογραφήθηκαν στο τσιμεντένιο παρκέ και εκτός αυτού, ξεκίνησε το ταξίδι μας στις Μαλδίβες – αγάπη, πόνος, απώλεια και τούμπαλιν. 

«Η ιδέα δεν ήταν ουρανοκατέβατη για τη δημιουργία της ταινίας», εξηγεί ο Ντάνιελ. «Να σου πω την αλήθεια γενικά δεν πιστεύω ακριβώς στις ιδέες. Προτιμώ τα θέματα. Προέκυψε λοιπόν από τα χρόνια μου σε αυτό τον τόπο με ιστορίες λαογραφικές από ανθρώπους που έχω γνωρίσει και ζουν στο βουνό και προσωπικά στοιχεία από τον κοντινό μου περίγυρο. Έχω κάνει πολύ παρέα στο βουνό με ανθρώπους σαν τον Στέλιο. Αυτοί οι απομονωμένοι άνθρωποι με γοητεύουν και θέλω πολύ να τους μοιάσω. Έχω προσπαθήσει κατά καιρούς, αλλά δεν τα έχω καταφέρει». 


Ποιος είναι λοιπόν ο Στέλιος; «Είναι ένας άνθρωπος βραχώδης και απαλός ταυτόχρονα. Κάτι που μάλλον, είμαστε όλοι µας», απαντά και διευκρινίζει σχετικά με την επιλογή του να διηγηθεί την ταινία σε άσπρο-μαύρο: «Το ασπρόµαυρο είναι µουντό και µονότονο, αλλά ποιητικό ταυτόχρονα. Αφηγηµατικά βοηθά στο να εικονοποιηθεί αυτή η ανάγκη του Στέλιου να ξεφύγει από αυτόν τον τόπο, από αυτή τη ζωή που τόσο τον πιέζει. Επίσης, το βουνό από µόνο του τον χειμώνα δίνει µία φυσική διχρωµία που πιστεύω ότι ταίριαζε πολύ στο ασπρόµαυρο».

Ο Αντώνης συμπληρώνει, σκιαγραφώντας λίγο πιο αναλυτικά το πορτρέτο του ήρωά του: «Είναι μεγαλωμένος στην επαρχία, δάσκαλος μουσικής στο δημοτικό σχολείο της περιοχής, με μοναδική του συντροφιά τη σκύλα του, τη Μαρία και έναν εξ ανάγκης φίλο, τον Παντελή. Μένει μόνος τώρα πια στο πατρικό του στο βουνό και ονειρεύεται θάλασσες. Αυτός ο ανεκπλήρωτος πόθος του που τον εκφράζει, προκαλεί τη χλεύη του μοναδικού του φίλου και τροφοδοτεί τη μοναχικότητά του. 

Κατά τα άλλα, είναι ένας κανονικός άνθρωπος. Δεν έχει τίποτα το ενδιαφέρον, δεν έχει κανένα ενδιαφέρον, πέρα από τη σκύλα του που υπεραγαπά. Προσπαθεί να περάσει αθόρυβα από αυτόν τον κόσμο και περιμένει κάποια στιγμή να βρεθεί στις Μαλδίβες». 

Και οι δύο, από την ιδιότητά τους ο καθένας, συμφωνούν στο εξής: δεν μπορούν να μην εμπλακούν προσωπικά με τον ήρωα και με τον κάθε ήρωα – ο μεν που γεννά από την πένα του, ο δε που καλείται να ερμηνεύσει υποκριτικά. 

«Δεν μπορώ και δεν θέλω να μη βάζω κάτι από τον εαυτό μου, στους ρόλους που αναλαμβάνω», υπογραμμίζει ο Αντώνης. «Μπορεί και να στερούμαι της δυνατότητας να το κάνω αυτό, να μεταμορφωθώ σε κάτι τελείως ξένο από εμένα, αφαιρώντας οποιοδήποτε δικό μου στοιχείο. Δεν τον ξέρω αυτόν τον τρόπο. Όποτε έχω δοκιμάσει να το κάνω, θεωρώ πως οδηγούμαι σε ένα κούφιο αποτέλεσμα και σε μία διαδικασία που δεν μου προσφέρει κάτι. 

Από την άλλη, αυτό μπορεί να με κάνει να επαναλαμβάνομαι και οι ρόλοι που παίζω να είναι πολύ κοντά ο ένας στον άλλον, αλλά δεν με πειράζει. Μία συνεχής δοκιμή και μία δοκιμασία είναι για εμένα η υποκριτική δεν θέλει κανόνες, πρέπει, και αγκυλώσεις. Βάζω κομμάτια από τον εαυτό μου, για να μπορέσω να συνδεθώ με τον ρόλο. Αυτό δεν κάνουμε και στη ζωή όταν γνωρίζουμε έναν άγνωστο άνθρωπο; Τον εαυτό μας ψάχνουμε μέσα σε κάθε καινούριο άνθρωπο, που γνωρίζουμε και όσα περισσότερα κομμάτια μας βρίσκουμε στους άλλους, τόσο πιο πολύ συνδεόμαστε. Στο τέλος της ημέρας, τι θα μου αφήσει ένας ρόλος που δεν βρήκα τίποτα από τον εαυτό μου μέσα σε αυτόν; Θα περάσει απλά, όπως περνάει ένας άνθρωπος που δεν βρήκα ποτέ κανέναν κοινό τόπο».

«Για να κανείς μια ταινία και να περάσεις τόσο χρόνο από τη ζωή σου φτιάχνοντάς τη, καλό θα ήταν να εμπλέκεσαι προσωπικά», συνεχίζει ο Ντάνιελ. «Επίσης, οι ταινίες που ανά τα χρόνια μού αρέσουν έχουν κάτι αρκετά ιδιοσυγκρασιακό. Κάπως, πάντα, υπάρχει το άγχος αν αυτό που φαντάζομαι αφορά και άλλους ανθρώπους και αν έχω βρει τον τρόπο να το επικοινωνήσω. Ο Στέλιος έχει σίγουρα κοινά χαρακτηριστικά µε μένα, αλλά κυρίως έχει χαρακτηριστικά που θαυµάζω». Ποια είναι αυτά; Τι τον ενώνει και τι τον χωρίζει από τον Στέλιο; «Με ενώνει η λεπτή ειρωνεία σαν µία άμυνα στο να αντιμετωπίσεις επί της ουσίας τα πράγματα, το χιούµορ που έρχεται σαν αποκούμπι να ανακουφίσει από κάτι ωμό και βίαιο. Με χωρίζει το θάρρος της απόφασης που έχει, η απόφαση να πάει µε την αγάπη χωρίς φόβο σε κάτι φαινοµενικά στενάχωρο που τελικά, όµως, είναι λυτρωτικό», απαντά και δίνει τον λόγο στον Αντώνη. 

«Δεν θα ζούσα ποτέ στο βουνό, αλλά αν ζούσα θα ήθελα κι εγώ να φύγω τρέχοντας, όχι όμως για να πάω στη θάλασσα, αλλά στην πόλη. Δεν θα είχα ποτέ σκύλο, γιατί φοβάμαι τη σύνδεση, την ευθύνη μα κυρίως τη φρίκη της απουσίας του σε περίπτωση που τον έχανα, όπως συμβαίνει και στον Στέλιο. Δεν θα σπούδαζα ποτέ μουσική γιατί δεν έχω την υπομονή της επανάληψης που απαιτεί αυτή η τέχνη. Δεν θα με άφηνα ποτέ τόσο μόνο, γιατί πολύ φοβάμαι ότι θα μου άρεσε».

Στέκομαι λίγο παραπάνω στην ερμηνεία του Αντώνη και τον ρωτώ αν ο Στέλιος των Μαλδίβων μοιάζει με τον Αντώνη των Μαγνητικών Πεδίων (2022), του πολυβραβευμένου τρυφερού road movie του Γιώργου Γούση για τη δύναμη της συντροφιάς. Είναι και οι δύο, δύο ήσυχοι και μοναχικοί χαρακτήρες σε δύο ήσυχες μα τόσο δυνατές ταινίες. «Συνήθως οι ρόλοι που καλούμαι να παίξω έχουν εντελώς διαφορετικά στοιχεία από αυτούς τους δύο. Είναι λίγο πιο στερεοτυπικοί, “φωνάζουν” λίγο περισσότερο. Πολλές φορές, οι σκηνοθέτες που με εμπιστεύονται, παρασύρονται από τα εξωτερικά μου χαρακτηριστικά και μου εμπιστεύονται πιο εξωστρεφείς ρόλους και καλά κάνουν. Μου αρέσουν αυτοί οι ρόλοι. 

Τώρα, τους ρόλους του Στέλιου και του Αντώνη μου τους πρότειναν, μου άρεσαν και τους φτιάξαμε μαζί. Ο Μπόλντα και ο Γούσης μάλλον είδαν πιο μέσα, την πιο ήσυχη εκδοχή μου, μου χάρισαν αυτούς τους δύο ρόλους και τους ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό και για το ότι μου εμπιστεύτηκαν να κουβαλήσω τις ταινίες τους. Είναι πολύ τιμητικό και παράλληλα, πολύ όμορφη και μεγάλη ευθύνη».

Για τον Ντάνιελ, οι Μαλδίβες είναι μία ταινία που δεν θα μιλήσει σε όλους με τον ίδιο τρόπο κι αυτό είναι πάρα πολύ OK – είναι το ζητούμενο απ’ ό,τι καταλαβαίνω από τα λεγόμενά του. «Οι αναφορές του καθενός, η ικανότητά του να νιώσει, είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει παντελώς την οπτική της ταινίας. Ας την κάνει ο καθένας δική του µε τα δικά του µάτια. Το γιατί μιλάει η ταινία σε µένα, είναι µάλλον µία από της εκδοχές της». 


Και ο τίτλος πώς προέκυψε; Γιατί Μαλδίβες; «Η ταινία θέλει να παντρέψει τα αντίθετα, το κακό με το άσχημο, που όμως τελικά είναι γλυκούλι, το άπιαστο που είναι πάντα το αντίθετο από αυτό που έχουµε, αυτό που ζούµε σε µία συγκεκριμένη συνθήκη, ενώ αποζητούμε το ανάποδο. Έχει ζέστη θέλουμε κρύο, είναι Πάσχα, αχ να ήταν Χριστούγεννα και πάει λέγοντας. Γι’ αυτό πάντα µε το που φτάσεις στις “Μαλδίβες” κατευθείαν ψάχνεις τις επόμενες».

Οι δικές τους Μαλδίβες ποιες είναι; Εκείνος ο «τόπος», που θα τους κάνει να νιώθουν ότι είναι καλά ή ότι τέλος πάντων ότι όλα θα πάνε καλά. Για τον Αντώνη, θα ήταν, είναι βασικά η Αθήνα. «Είναι και το βουνό μου και οι Μαλδίβες μου. Είναι ο τόπος που με εγκλωβίζει και που χωρίς να έχω φύγει ποτέ, νιώθω συνέχεια πως θέλω να επιστρέψω. Δεν έχω νιώσει ποτέ την ανάγκη να βρεθώ κάπου αλλού για να είμαι καλά ή άσχημα. Η Αθήνα μού τα προσφέρει και τα δύο». Για τον Ντάνιελ, θα ήταν ένας τόπος ακριβώς αντίθετος από εκείνον που ονειρεύεται ο Στέλιος στην ταινία. «Ένα κρύο τοπίο χωρίς ανθρώπους και σκυλιά, αλλά γατιά παντού». 

Ο Ντάνιελ έχει μεγαλώσει με αρκετά ζώα από πολύ νωρίς στη ζωή του. Αυτή η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ ανθρώπου-ζώου είναι αναπόσπαστο κομμάτι του. Η διαχείριση της απώλειας και η συμφιλίωση με την απουσία δεν ήταν ποτέ εύκολη. «Με τον πατέρα µου από πολύ μικρή ηλικία έχουμε σκάψει πολλούς λάκκους παρέα. Αυτή η σιωπηλή φροντίδα, η βουβή αγάπη µε συγκινεί βαθιά. Τα γατιά µου είναι σε μία ηλικία πια, που έχω αρχίσει και σκέφτομαι πως μπορεί να πάθουν κάτι κι αυτό µε στρεσάρει φοβερά. Ο πατέρας µου όταν ήμουν μικρός μού έλεγε για να µε μαλακώσει, ότι µας περιμένουν να τα ξαναπάμε βόλτα». 

Ο Αντώνης μου διηγείται «μία θλιβερή πειρατική ιστορία», όπως τη χαρακτηρίζει, «για ένα καναρίνι που είχε, τον Μπελαφόντε και η οποία μπορεί να είναι αληθινή, μπορεί και να μην είναι». Μπορεί σαν τον Στέλιο να την έχει φτιάξει το κεφάλι του. 

«Κάποια στιγμή στο πατρικό μου υπήρχε, αυτό το καναρίνι. Ήταν ένα πραγματικά εντελώς κανονικό καναρίνι. Δεν είχε τίποτε το ιδιαίτερο. Εγώ όταν γύριζα στο σπίτι το βράδυ το έβγαζα από το κλουβί και προσπαθούσα να το εκπαιδεύσω να γίνει παπαγάλος. Το έβαζα στον ώμο μου και έκλεινα με το χέρι μου το μάτι μου και του έλεγα πως είμαστε πειρατές. Τον άφηνα ελεύθερο να πετάει μέσα στο δωμάτιο και με έπαιρνε ο ύπνος. Περνούσα πάρα πολύ καλά. Για εκείνον δεν ξέρω. Θα ήθελα να υποθέτω ότι κάπως χαιρόταν κι αυτός αυτές τις στιγμές εκτός κλουβιού. 

Την ευθύνη του ταΐσματος την είχα αναλάβει με τον πατέρα μου. Κάποια στιγμή, του πήραμε μία τροφή που έμοιαζε με πασατέμπο. Έτρωγε το μέσα και έφτυνε τα τσόφλια πίσω στην ταΐστρα με αποτέλεσμα να τη βλέπουμε πάντα γεμάτη και να νομίζουμε ότι κάποιος από τους δυο μας του είχε βάλει τροφή. Το αποτέλεσμα ήταν πως ο Μπελαφόντε πέθανε από ασιτία, φυλακισμένος μέσα σε ένα κλουβί, αλλά μπορεί και να μην είναι αληθινή η ιστορία. Δεν είμαι σίγουρος. Μπορεί να την έφτιαξα σαν δικαιολογία για να μην παίρνω ευθύνες ή γιατί μου αρέσουν οι πειρατές».

Η κουβέντα μαλακώνει με μουσική και τη συνεργασία του Ντάνιελ µε τον σκηνοθέτη Γιάννη Βεσλεµέ (σ.σ. πρόσφατα, είδαμε τη νέα μεγάλου μήκους ταινία του, το Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο), που έντυσε την ταινία με τους απόκοσμους ήχους του. «Ο Γιάννης ενεπλάκη στην ταινία από αρκετά νωρίς γιατί είχαμε τα τραγούδια της χορωδίας, όπου έπρεπε τα παιδιά να τα μάθουν και να είναι έτοιμα για το γύρισμα. Στο σχολείο του χωριού δεν υπήρχε χορωδία και τη φτιάξαμε µε όσα παιδιά εθελοντικά ήθελαν να πάρουν μέρος στην ταινία. Ελπίζω να τη συνέχισαν και να έχει πια χορωδία το σχολείο. 

Στο σενάριο τα τραγούδια έχουν αφηγηματική σημασία, είναι μέρος της ταινίας. Με αναφορές από τραγούδια του κατηχητικού, ο Γιάννης άλλαξε τους στίχους και τα µελοποίησε. Ακούγοντας τα ήταν σαν να λέμε ο ένας στον άλλον κάποιο πολύ προσωπικό µας αστείο, αλλά τελικά φαίνεται ότι αυτό βγήκε και προς τα έξω µε ηθελημένο τρόπο».


Και μετά τις Μαλδίβες, ποιος είναι ο επόμενος κινηματογραφικός τους προορισμός; «Σε έναν μήνα περίπου ξεκινάμε τα γυρίσματα της ταινίας Εθνικός Ελληνορώσων (σ.σ. της θεατρικής μαύρης κωμωδίας που έγραψε ο ίδιος και σκηνοθέτησε στο θέατρο ο Γιώργος Παλούμπης το 2018) σε σκηνοθεσία του Γιώργου Τελτζίδη με πολύ αγαπημένους συνεργάτες και πολύ αγωνία», απαντά ο Αντώνης. Ο Ντάνιελ τελειώνει αυτή την περίοδο ένα κινηματογραφικό σενάριο από ένα βιβλίο της Μαργαρίτας Καραπάνου. «Με την ευχή να βρούµε τα χρήµατα στο άµεσο µέλλον για να το γυρίσουμε. Ο κόσµος της Μαργαρίτας έχει κι αυτός κάτι γλυκόπικρο, έχει ένα αναπάντεχο χιούµορ στα πιο σκοτεινά µέρη. Γενικά, θέλω να κάνω ένα σινεµά, που να παντρεύει κόσµους, να φέρνει αντίθετα πράγµατα µαζί. Μια κωµωδία τρόµου ή µια φρικιαστική κοµεντί, ας πούµε». 

Όταν του αναφέρω κάποια στιγμή πάνω στην κουβέντα τη φράση «ασχολείσαι επαγγελματικά με τον κινηματογράφο», με διακόπτει για να σημειώσει αυτό που επέλεξα να είναι η κατακλείδα της συνέντευξης. Τα αυτονόητα δηλαδή που δεν είναι καθόλου τέτοια, δυστυχώς. «Το να δουλεύεις σκληρά και αφοσιωμένα σε κάτι χωρίς κάποιο οικονομικό όφελος δεν ξέρω αν θα το έλεγα ασχολούμαι “επαγγελματικά”. Οι συνθήκες εδώ στη χώρα µας νομίζω έχουν κάτι ρομαντικό, τύπου “για την αγάπη του σινεμά”. Ωραία θα ήταν αυτοί που παράγουν προϊόντα πολιτισμού να έχουν τη χαρά της επιβίωσης από το έργο τους».

***

Μαλδίβες

Σκηνοθεσία, σενάριο: Daniel Bolda

Παραγωγοί: Νικόλας Αλαβάνος, Daniel Bolda

Συμπαραγωγή: COSMOTE TV, EDELWEISS, Ε.Κ.Κ.Ο.Μ.Ε.Δ.-Creative Greece (Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Οπτικοακουστικών Μέσων & Δημιουργίας- Creative Greece)

Διεύθυνση φωτογραφίας: Evan Μαραγκουδάκης

Μοντάζ: Νίκος Πάστρας

Μουσική: Γιάννης Βεσλεμές

Σκηνικά: Βαγγέλης Κυρώζης

Κοστούμια: Άννα Ζώτου

Ήχος: Ξενοφώντας Κοντόπουλος 

Ηθοποιοί: Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Δρόσος Σκώτης, Ανδρέας Μαριάνος, Μπάμπης Μακρίδης 

Παραγωγή: FILMIKI Με την υποστήριξη του ONASSIS CULTURE CineLink Work in Progress 2023 | Agora Works in Progress Thessaloniki International Film Festival 2023

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.