Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Αυτό που κάνει ο Άγγελος Μπράτης το κάνουν ελάχιστοι άνθρωποι στον κόσμο

Συναντήσαμε τον σχεδιαστή στο ατελιέ του και μιλήσαμε για τα παιδικά του χρόνια, την καριέρα του, την τοξική αρρενωπότητα, τη σεξουαλική παρενόχληση εντός και εκτός μόδας, και το μεγάλο του όνειρο.

«Στον Πειραιά γεννήθηκα, έτσι γράφει το διαβατήριό μου και είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτό, πάντα το διαφημίζω. Ότι είμαι από λιμάνι, ότι είμαι ταξιδευτής. Δεν ανήκω ούτε εδώ, ούτε εκεί. Γι’ αυτό μου αρέσουν πάντα τα λιμάνια. Γιατί είναι ένα μέρος όπου πηγαινοέρχεται ο κόσμος και κανείς δεν ανήκει εκεί». Ο Άγγελος Μπράτης ανήκει στην Αθήνα, στην Αρκαδία, στη Λακωνία, στο Άμστερνταμ, στο Παρίσι, στη Ρώμη, στο Μιλάνο, στην αγγλική εξοχή, και όπου αλλού επιλέγει κάθε φορά να χτίζει τη βάση του, μέχρι την ώρα της επόμενης.

Με υποδέχτηκε στο ατελιέ του καλυμμένος με τρία μάλλινα κασκόλ σε μία από τις πιο κρύες ημέρες του φετινού χειμώνα ως τώρα, αλλά ο πάγος έμεινε γρήγορα έξω από το δωμάτιο. «Ακόμα μου κάνει εντύπωση», μου λέει γελώντας όταν μιλάμε για τη δημοτικότητά του ως «φρέσκο» πρόσωπο της τηλεόρασης. Όταν μου εξηγεί πως στην προσωπική του ζωή είναι πάντοτε το αγαπητό πρόσωπο που όλοι θέλουν να κάνουν παρέα, εντόπισα πως τα δύο θα πρέπει λογικά να συνδέονται. «Ναι, αλλά δεν περίμενα να γίνει πανελλαδικά», συνέχισε.

«Δε θεωρούσα ποτέ ότι έχω αυτό τον ιδανικό χαρακτήρα που, ξέρεις, είναι πρότυπο ας πούμε για τους άλλους ανθρώπους. Ίσα-ίσα το ακριβώς αντίθετο πιστεύω εγώ, ότι δεν είμαι πρότυπο. Τώρα όμως απ’ όσο έχω καταλάβει και απ’ όσα έχω διαβάσει, αυτό είναι πρότυπο για τους τηλεθεατές. Το να είσαι απλώς ανθρώπινος. Ότι μπορεί να μου πει κάποιος κάτι κάποια φορά και να του πω, ξέρεις τι; Δεν το ξέρω [αυτό που με ρωτάς], το ψάχνω. Γιατί αυτό είναι η αλήθεια. Γιατί πρέπει να σου δώσω μία απάντηση; Επειδή είμαι ένας άνθρωπος που είμαι πολύ ορθολογιστής, πάρα πολύ, μπορώ να σου περιγράψω πολλά πράγματα, μπορώ να σου βρω εκατό χιλιάδες δικαιολογίες για κάτι. Αν όμως με ρωτάς την ουσία μίας ερώτησης και δεν ξέρω, θα σου πω «δεν ξέρω». Και θα ρωτήσω και τον εαυτό μου. (Η αυτοεξερεύνηση) δεν τελειώνει ποτέ. Ειδικά άμα είσαι καλλιτέχνης. Αν πεις τα κατάφερα, τώρα το’ χω, τελείωσε. Καταστράφηκες».

 

Η γνήσια απορία του για την υποδοχή που του επιφύλασσε ο κόσμος έχει μια γλυκιά παιδικότητα και προέκυψε ξανά στη συζήτησή μας. Ψάχνει να την αποδώσει κάπου.

Ίσως στο γεγονός ότι δε μένει κλεισμένος στη φούσκα του;

«Πολύ εύκολα θα μπορούσα να μιλάω μόνο με εστέτ, αλλά άμα δεν αφορά τον απλό κόσμο δεν είναι μόδα», τονίζει. «Τι μόδα είναι αυτή που δεν μπορείς να πας να την αγοράσεις; Δεν είναι μόδα αυτό».

Ίσως στην αμεσότητά του;

«Είμαι αυτός που μιλάει συναισθηματικά στους άλλους και χρησιμοποιώ προσωπικές εμπειρίες», σκέφτεται. «Δεν είμαι διδακτικός, “α, ξέρεις, εγώ είμαι πιο μεγάλος από σένα, εγώ θα σου πω”. Τα παιδιά [του GNTM] με αγαπάνε πάρα πολύ. Δεν το λέω εγώ, μου το λένε αυτά. Και το λένε και αυτοί που δεν εκφράζουν τα συναισθήματά τους. Αυτοί μου έχουν πει σ’ αγαπώ. Γιατί οι άλλοι εντάξει, το καταλαβαίνω από το βλέμμα τους. Ξέρουν ότι είμαι σύμμαχός τους». Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν έχει κάνει λάθη που θα ήθελε να μπορούσε να πάρει πίσω.

«Έχω νιώσει άσχημα μία φορά σε μία οντισιόν», θυμάται. «Θα ήθελα να μην είχε συμβεί ούτε αυτό όμως. Απλώς δεν μπορείς να τα ελέγχεις όλα. Γιατί είσαι άνθρωπος και γιατί δυστυχώς -και δεν είναι δικαιολογία!- όταν είσαι 20 ώρες σε ένα γύρισμα, σε μία καρέκλα, μπροστά σε φώτα, και βλέπεις 25’ κάθε άτομο… Εσύ μπορεί να μην τον δεις καθόλου ή να παίξει για μερικά δευτερόλεπτα, αλλά εγώ έχω δει τον καθένα 25’. Δεν τα κατηγορώ τα παιδιά. Γιατί φυσικά, όπως κι εγώ έτσι κι αυτά είναι πρώτη φορά στην τηλεόραση, ξαφνικά βρίσκεσαι σε ένα χώρο με κάμερες παντού γύρω τους, φώτα, ε ναι, κομπλάρεις. Και εγώ την πρώτη φορά που το είδα είπα “Παναγία μου, αν τώρα κλείσω το μάτι μου θα καταγραφεί, αν χαμογελάσω θα καταγραφεί, αν βαρεθώ θα καταγραφεί”. Δεν μπορείς να κρυφτείς από τις κάμερες. Δε γίνεται. Αν προσποιείσαι φαίνεται, αν λες ψέματα φαίνεται».

Πιάνοντας τα πράγματα από την αρχή, το μόνο σίγουρο συμπέρασμά μου για τον Άγγελο Μπράτη είναι πως δε θέλει να λέει ψέματα στον εαυτό του.

Η εκκίνηση

«Δεν ήταν τα ρούχα το θέμα μου, ήταν η αισθητική γενικά – τα χρώματα, τα αντικείμενα, η φύση. Όλα ήταν θέμα αισθητικής. Από πολύ μικρός σχεδίαζα συνέχεια στις σελίδες μου, τα έχει κρατήσει η μαμά μου όλα […] Διάβασα πολλά περιοδικά μόδας, πειραματιζόμουν με το στιλ μου, άρχιζα να διαβάζω για τέχνη και να μορφώνομαι πολύ μόνος μου, όπως μπορούσα και όπου μπορούσα». Όσο για τις απαιτήσεις του σχολείου, είχε βρει άλλα κόλπα.

«Έκανα ότι ήμουν καλός μαθητής και τους έπειθα όλους. Ήμουν πάντα πολύ καθωσπρέπει, χειριζόμουν ωραία τον λόγο, όλα τα παιδάκια θεωρούσαν ότι ήμουν πρώτος. Όλα! Γιατί δεν έδειχνα τους βαθμούς μου στους άλλους και εγώ έπαιρνα 11-12. Αλλά ήταν όλοι πεπεισμένοι. Αφού μου έλεγαν, μα γιατί δεν έχεις πάρει εσύ το απουσιολόγιο; «Α όχι, όχι, δεν το θέλω». Δεν τους έλεγα ότι είχα πάρει 11. Δεν ήμουν ποτέ καλός στα γραπτά, ήμουν καλός στο προφορικό. Επίσης, δε διάβαζα. Ποτέ δε με ενέπνεε [το περιβάλλον του σχολείου], αλλά ήμουν πολύ καλός στην τάξη. Εάν μου πει κάποιος κάτι, το αποτυπώνω. Επίσης, ήμουν πάρα πολύ κακός στην έκθεση που ίσως φαίνεται περίεργο, γιατί βαριόμουν να τις γράψω. Έγραφα πάντα 1,5 σελίδα, ήταν το στάνταρ μου, και όταν δεν είχα καμία όρεξη αναιρούσα το θέμα για να πάρω καλό βαθμό. Το θέμα μπορεί να έλεγε έναν αφορισμό και εγώ έγραφα ότι δεν πιστεύω αυτό που λέει. Έλεγα ότι αυτό που λέει είναι ένα κλισέ συγκεκριμένων ανθρώπων που σκέφτονται με αυτόν τον τρόπο, ότι αυτό εμένα δε με αφορά, και έπαιρνα 15. Ήμουν και πάντα προβοκατέρ, τους προβόκαρα όλους. Κάνει τη ζωή διασκεδαστική».

Αφού αποφοίτησε από τη σχολή του Βελουδάκη, ο σχεδιαστής ταξίδεψε για το μάστερ του με υποτροφία στο Άμστερνταμ στο πρώην Arnhem Fashion Institute, νυν ArtEZ Institute of the Arts, μία από τις καλύτερες σχολές για μόδα στον πλανήτη. «Ο καθηγητής μας στο master μου δε μας άφησε να μένουμε στο Άμστερνταμ», θυμάται, χάριν συγκέντρωσης. «Μας πήγε σε ένα χωριό στη Γερμανία που δεν είχε ούτε παμπ. Ούτε ένα μαγαζί για να βγαίνουμε το βράδυ. Εγώ δηλαδή με τον κολλητό μου κάθε φορά ήμασταν έξω μέχρι το πρωί, οπότε σου λέει, ειδικά γι’ αυτούς τους δύο. Οι άλλοι ήταν πιο σοβαροί».

Δεν ήταν υπερβολικός ο δάσκαλός του. Λίγο αργότερα θα μου έλεγε μία ιστορία για ένα πάρτι που είχε μυριστεί στο Norwich της Αγγλίας, πολύ μεγαλύτερος πλέον, όπου είχε πάει για camping στα γενέθλια μίας φίλης. «Είχε γίνει τότε μία καταιγίδα και άρχισαν να φεύγουν όλοι μες στη νύχτα», θυμάται. «Εγώ ήμουν κουλ εκεί πέρα με τον φίλο μου και είχαμε να πάμε στο πάρτι ενός φίλου σε ένα τροχόσπιτο πιο μακριά, όχι στο ίδιο μέρος. Αφήνουμε να καταλαγιάσει όλο αυτό, πάμε εμείς εκεί σαν τους τρελούς με κάτι φαναράκια μες στα σκοτάδια, και όπως πηγαίναμε ακούω από πολύ μακριά, από κάπου μες στην εξοχή, έναν θόρυβο. Λέω, εκεί πέρα παίζει house. “Πού το ακούς;”. Συγκεντρώσου, του λέω, από εκεί κάπου είναι. “Δεν ακούω τίποτα”. Καλά του λέω, ακούω εγώ, μην ανησυχείς, ξέρω από τα clubs. Τους είπα παιδιά, πιστεύω υπάρχει ένα πάρτι, πάμε να το ανακαλύψουμε. Οι άλλοι με πιστέψανε, είπαν για να το λέει αυτός σίγουρα θα υπάρχει. Κι αν δεν υπάρχει θα το κάνει μόνος του», συνέχισε γελώντας. «Και όντως πήγαμε, υπήρχε το πάρτι, με φωτιά, πολύ ωραία ήταν».

Η πορεία του τελικά θα γινόταν αντίστροφα. Εκεί που θέλουν να φτάσουν όλοι στο τέλος, εκείνος το έκανε στην αρχή.

«Το πρώτο μου show ήταν υψηλή ραπτική στο Παρίσι. Τελείωσε το show και εγώ έκλαιγα. Όχι μπροστά στον κόσμο! Ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα και ήμουν 22 χρονών. Αμέσως μετά ήταν η Ιταλία. Τελειώσαμε Φεβρουάριο, το καλοκαίρι με είχε καλέσει η Altaroma στη Ρώμη τον Ιούλιο να δείξω τη συλλογή που είχα παρουσιάσει στο Παρίσι και την ώρα που τελείωσε η επίδειξη ήταν εκεί ο σχεδιαστής ενός Οίκου και μου είπε, θέλεις να δουλέψεις μαζί μου; Και είπα ναι, φυσικά. Μόνος μου δε θα μπορούσα, δεν είχα χρήματα, δεν ήμουν από πλούσια οικογένεια. Χρειαζόμουν δουλειά. Οπότε μου έδωσαν δουλειά και διαμέρισμα και πήγα. Χωρίς να μιλάω ιταλικά […] Τρελαίνομαι για καινούργια ξεκινήματα. Τώρα δεν έχω όρεξη γι’ αυτό, το έχω κάνει πάρα πολύ. Αν και αυτό τώρα νέο ξεκίνημα δεν είναι; Έκανα τηλεόραση, έκανα το ατελιέ. Συνέχεια κάτι καινούριο υπάρχει».

Η καλλιτεχνική του ταυτότητα και ο αυτοπροσδιορισμός

Πριν επιστρέψει στην Ελλάδα το 2005 για να φτιάξει το δικό του στούντιο, ο σχεδιαστής είχε εργαστεί ως βοηθός στο Παρίσι και τη Ρώμη. Η οικονομική κρίση όμως τον οδήγησε ξανά στην Ιταλία όπου, ανάμεσα σε άλλες συνεργασίες, κατάφερε να εκπληρώσει μία τεράστια επιθυμία του.

«Το όνειρό μου ήταν να σχεδιάζω για τη Vionnet. Δεν είχα απλώς δουλέψει στη Vionnet, ήμουν ο head designer. Δεν είναι ότι έκανα απλώς μία συνεργασία. Η Vionnet είναι η αγαπημένη μου σχεδιάστρια όλων των εποχών και η τεχνική μου βασίζεται σε αυτή».

Η Madeleine Vionnet και η ριζοσπαστική συμβολή της στη βιομηχανία μόδας βασιζόταν στις γεωμετρικές αρχές, αντιμετώπιζε το σώμα τρισδιάστατα, και ήθελε να απελευθερώσει το γυναικείο σώμα από τους κορσέδες. Τα ρούχα του Άγγελου Μπράτη μοιράζονται το ίδιο DNA.

«Έλεγα αν πάω ποτέ σε έναν Oίκο, αυτός που μου ταιριάζει περισσότερο από όλους και για τον οποίο εγώ προσωπικά γνωρίζω περισσότερα πράγματα είναι αυτός. Έχω εντρυφήσει, ξέρω ακριβώς πώς σκεφτόταν, ποιος ήταν ο τρόπος και η λογική της. Οι άλλοι βλέπουν μόνο την εικόνα, αλλά η Vionnet έλεγε ότι ήταν dressmaker όπως και εγώ».

Ποια είναι όμως η διαφορά και γιατί επιμένει να αυτοπροσδιορίζεται ως μόδιστρος και όχι ως σχεδιαστής;

«Είμαι couturier, αυτός που κόβει, όχι αυτός που ράβει. Λένε haute couture και εδώ το μεταφράζουν ως υψηλή ραπτική. Η ραπτική τι το υψηλό έχει;»

«Ο σχεδιαστής είναι κάποιος που σχεδιάζει, δεν κατασκευάζει. Κάνει σκίτσα σε χαρτί. Εγώ είμαι couturier, αυτός που κόβει, όχι αυτός που ράβει. Λένε haute couture και εδώ το μεταφράζουν ως υψηλή ραπτική. Η ραπτική τι το υψηλό έχει; Το κόψιμο όμως, η δομή του ρούχου δηλαδή, αυτό εννοούμε κόψιμο, είναι αυτό που κάνει έναν couturier. Πήγαινε κάτω να ρωτήσεις τη μοδίστρα αν καταλαβαίνει τίποτα από τα ρούχα μου. Βλέπει τα πατρόν μου, δεν καταλαβαίνει, και της λέω υπομονή. Γιατί δε βλέπεις πουθενά το σώμα μέσα. Στο πατρόν μου δεν υπάρχει μέση, στήθος, περιφέρεια, δεν μπορείς να τα δεις. Και εσύ από κρεμάστρες ψωνίζεις τα ρούχα σου, έχουν αυτό που λέμε hanger appeal. Τα δικά μου όμως δεν έχουν hanger appeal. Δεν είναι για κρεμάστρες, ένα ρευστό πράγμα είναι».

«Για ό,τι θέλει πραγματικά να ξέρει κάποιος, δεν πρέπει να με ρωτάει, πρέπει απλά να βλέπει τα ρούχα μου. Γιατί να σοκάρει κάποιον, ας πούμε, όταν μιλάω για το σεξ; Τα ‘χεις δει τα φορέματά μου; Εκεί είναι όλο. Είναι όλο φουλ ερωτικό. Γιατί να κάνει εντύπωση ότι χορεύω; Τα φορέματά μου έχουν όλα κίνηση. Γιατί να κάνει εντύπωση ότι μου αρέσει η χαρά; Δε βλέπεις πόσα χρώματα έχω; Με βλέπεις να το φοβάμαι; Να το βάζω με μέτρο; Δεν υπάρχει μέτρο. Είναι έκρηξη».

Αυτή την έκρηξη περιμένει και μετά το πέρας της πανδημίας, γι’ αυτό και τα άμεσα σχέδιά του θέλει να την αντικατοπτρίζουν.

«Θα βγούνε όλοι σαν τρελοί, δε θα τους σταματά τίποτα. Και όλα τα ταμπού που είχαν πριν, θα σταματήσουν να υπάρχουν για λίγο. Τώρα που επιβιώσαμε, ας κάνουμε όλα αυτά που δεν κάναμε πριν. Η καλοκαιρινή συλλογή που ετοιμάζω δεν υπάρχει. Είναι βασισμένη στο abstract οπότε δεν υπάρχει καμία λογική, δεν μπορείς να βρεις την αρχή και το τέλος του κάθε φορέματος. Δεν υπάρχει βασικά. Είναι όλο συναίσθημα, δεν υπάρχει καμία συμμετρία. Εγώ αυτό νιώθω, ότι ο κόσμος θα θέλει να βγει έξω και θα θέλει να εκφραστεί. Και για να εκφραστείς με τρόπο καινούριο, δεν πρέπει να έχεις αναφορές. Πρέπει να αφήσεις το ένστικτό σου ελεύθερο. Εγώ αυτό θέλω να κερδίσω, να είμαι ελεύθερος. Δεν το έχω κερδίσει ακόμα. Θα το καταφέρω».

Και ο τρόπος;

«Ψυχοθεραπεία. Είναι η καλύτερη [επένδυση]. Αυτό, η γυμναστική και η διατροφή. Το να προσέχεις τον εαυτό σου. Όχι για την εξωτερική εικόνα όμως μόνο, να κάθεσαι και να νομίζεις ότι αν φτιάξεις το περιτύλιγμα θα διορθωθούν και τα μέσα. Αν διορθώσεις το μέσα, ό,τι και να είναι το έξω θα έχει αυτομάτως διορθωθεί. Αν εσύ αρχίσεις να βλέπεις τον εαυτό σου διαφορετικά, θα τον βλέπουν και οι άλλοι».

H τοξική αρρενωπότητα

Μία από τις επόμενες σειρές που ετοιμάζει, η ongoing συλλογή Stereo/Types που θα είναι διαθέσιμη online, είναι unisex. «Ο καθένας μπορεί να το κάνει δικό του, δε βάζουμε εμείς ταμπέλα» μου περιγράφει, και φέρνει με δική του πρωτοβουλία στην κουβέντα τις πληγές που αφήνουν τα στερεότυπα.

«Το να είσαι άντρας σήμερα είναι τόσο δύσκολο -όσο κι αν δεν το πιστεύεις, στο συναισθηματικό κομμάτι τουλάχιστον- όσο το να είσαι γυναίκα. Στο επαγγελματικό είναι διαφορετικό, γιατί οι άντρες πάντα δίνουν σημασία σ’ αυτό, το υποστηρίζουν με νύχια και με δόντια ξέρεις, γιατί φυσικά δε θέλουν να πάρεις εσύ τα ίδια λεφτά. Δεν το θέλουν […] Από τη μεριά των αντρών, επειδή έχουν γαλουχηθεί με αυτόν τον τρόπο, δες το πιο απλό – το «οι άντρες δεν κλαίνε». Τι λες καλέ που δεν κλαίνε; Όλοι οι φίλοι μου οι straight έχουν ρίξει κλάματα… Έχουμε κλάψει μαζί, έκλαιγαν όταν έγιναν μπαμπάδες, είναι και τρομερά συναισθηματικοί. Τους κάνει λιγότερο άντρες αυτό;».

«Δεν είσαι σε ζούγκλα, φίλε. Σε διαμέρισμα ζεις. Δε χρειάζεται να πας να σκοτώσεις κάνα ζώο για να μας αποδείξεις ότι είσαι άντρας».

«Υπάρχει μία τοξική αρρενωπότητα που συνεχώς επαναλαμβάνεται και από τους άντρες, αλλά και από τις γυναίκες προς τους άντρες. “Ναι, αλλά τον άντρα τον θέλω άντρα”. Είναι λιγότερο άντρας ο άλλος αν σου δείξει τα συναισθήματά του; Όχι, εγώ νομίζω ότι είναι πιο άντρας από τον άλλον όπου είναι ψεύτικο όλο αυτό. Πολλοί άντρες υποφέρουν γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και δεν μπορούν να το πουν γιατί δεν είναι ξεκάθαρο, αλλά κάποια στιγμή θα γίνει αυτή η συζήτηση. Στην Αγγλία, ας πούμε, γίνεται. Εδώ δε γίνεται. Που εδώ κι αν είναι τοξικό όλο αυτό. Είναι fake, οι περισσότεροι δεν είναι μάτσο. Προσποιούνται. Στη gay κοινότητα να δεις πώς είναι. Είναι όλοι μες στα γυμναστήρια, μες στις φέτες, να γίνουν τύπου Hulk. Τους συναντάς και λες καλά, μια χαρά δεν ήσουν; Γιατί έπρεπε να το κάνεις όλο αυτό; Δηλαδή τι νομίζεις ότι θα σου αλλάξει η εικόνα αυτή; Θα σου δώσει πιο πολλή δύναμη αυτό; Μα δεν κρύβεται εκεί η δύναμή σου […]

[Οι άντρες] δεν είναι ποτέ αρκετά δυνατοί, δεν είναι ποτέ αρκετά μεγάλες οι πλάτες τους, δεν είναι ποτέ αρκετά πλούσιοι, δεν είναι ποτέ αρκετά βαριά η φωνή τους. Δεν είσαι σε ζούγκλα, φίλε. Σε διαμέρισμα ζεις. Δε χρειάζεται να πας να σκοτώσεις κάνα ζώο για να μας αποδείξεις ότι είσαι άντρας. Ηρέμησε. It’s ok. Βάλε και την κρεμούλα σου».

Η σεξουαλική παρενόχληση εντός και εκτός μόδας

Όταν συναντηθήκαμε η καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου για σεξουαλική κακοποίηση είχε ήδη πυροδοτήσει αλυσιδωτές αντιδράσεις στον αθλητισμό, αλλά και τη δημόσια συζήτηση γύρω από τη σεξουαλική βία και παρενόχληση. «Βλέπεις όλα αυτά που συμβαίνουν τώρα», είπε ανοίγοντας το θέμα και η θέση του έγινε αμέσως σαφέστατη. «Πριν έρχεται εδώ ένας τύπος και λέει, τώρα βγήκαν όλοι και μιλάνε για τη σεξουαλική παρενόχληση. Και του λέω, μου κάνεις πλάκα;».

«Την είδες τη συνεργάτιδά μου; Είναι μία κούκλα. Έξαλλος γίνομαι κάθε φορά που κάποιος της λέει κάτι. Έξαλλος. Λες, μα καλά, ποιος είσαι που μπορείς να λες ό,τι θες; Τη σταμάτησαν οι αστυνομικοί προχθές για να κάνουν εξακρίβωση 9 η ώρα το πρωί που ερχόταν στη δουλειά – πού θα πήγαινε κάποιος στο μεταξύ 9 η ώρα το πρωί; Στα ωραία, ανοιχτά καφέ που έχουμε; Την κράτησαν μισή ώρα χωρίς λόγο και ο ένας της ζήτησε το τηλέφωνό της. Αυτό αν το έκανε στην Αγγλία θα είχε τελειώσει ο τύπος, θα είχε καθαιρεθεί αμέσως. Χρησιμοποιεί την εξουσία για να σου ζητήσει το τηλέφωνό σου;».

Όσο για την απάντηση σε όλα τα «γιατί τώρα;» την έχει έτοιμη, αν και φαίνεται ήδη κουρασμένος που πρέπει ακόμα να την εξηγούμε. «Γιατί έκανε ψυχοθεραπεία επειδή αυτό το πράγμα την εμπόδιζε από τα πάντα. Γιατί ο τύπος ήταν συνέχεια στη ζωή της και τον έβλεπε μπροστά της. Γιατί κάθε φορά που τον βλέπει η γυναίκα – και δεν σου λέω για αυτήν [σ.σ. τη Σοφία Μπεκατώρου], γιατί δεν τη γνωρίζω, για οποιαδήποτε γυναίκα – σκέφτεται μόνο αυτό, και σκέφτεται ότι αυτός ο τύπος το έχει ξανακάνει, και το έχει ξανακάνει, και το έχει ξανακάνει. Το θεωρεί κομμάτι του χαρακτήρα του και θεωρεί ότι αυτή η εξουσία μπορεί να τη χειρίζεται όπως θέλει».

Με αφορμή το πρόσφατο σκάνδαλο του γνωστού σχεδιαστή Alexander Wang για σεξουαλική κακοποίηση, τον ρώτησα εάν εκείνος έχει εκτεθεί σε τέτοιες συμπεριφορές στον χώρο της μόδας.

«Δεν είναι ότι δεν είχα προσφορές, αλλά επειδή πάντοτε ήμουν ένας πολύ απόμακρος λίγο τύπος, δεν με πλησίαζε κάποιος τόσο εύκολα», απάντησε. «Με ψιλοφοβόντουσαν κάπως. Με προστάτευσε αυτό πολύ. Δεν έχει να κάνει [με τη βιομηχανία της μόδας]. Απλώς επειδή είναι ένας χώρος λαμπερός, νομίζεις ότι συμβαίνει μόνο εκεί. Δεν συμβαίνει μόνο εκεί, παντού συμβαίνει. Και στο μπακάλικο να πας, ο μπακάλης θα σου κάνει σεξουαλική παρενόχληση. Κανείς από τους δύο δεν είναι ηθοποιός, κανείς από τους δύο δεν είναι σχεδιαστής».

«Απλώς μας αρέσει γιατί είναι συγκεντρωμένη πολλή ομορφιά, και από την άλλη μεριά είναι πολλοί συγκεντρωμένοι gay. Έλα πες το κι αυτό, μη μου πεις ότι ο κόσμος δεν τα σκέφτεται αυτά. [Θα πουν] για να έχει φτάσει αυτός στην τηλεόραση άρα έχει κάνει σεξ με κόσμο. Για να έχει φτάσει αυτός να είναι σε όλα τα περιοδικά θα έχει κάνει σεξ με κόσμο. Για να έχει γίνει τόσο πλούσιος θα έχει κάνει σεξ με κόσμο. Αυτό όμως είναι στο μυαλό των ανθρώπων γιατί δεν μπορούν να παραδεχτούν ότι κάποιος είναι πάρα πολύ ικανός. Γιατί αυτοί που έχουν κάνει σεξ για να φτάσουν εκεί, φαίνονται. Είναι άχρηστοι στη δουλειά τους και παραμένουν σε αυτή τη θέση. Και αυτά τα πράγματα γίνονται στην Ελλάδα. Δεν ξέρω εγώ κανέναν στο Παρίσι να τα έχει καταφέρει και να έχει φτάσει στον top Οίκο μόδας κάνοντας σεξ. Πρέπει να είναι πάρα πολύ καλός στη δουλειά του και πρέπει να πουλάει πάρα πολλά ρούχα. Άρα αυτό δεν το έκανε με σεξ. Τώρα, αν αυτός είναι σεξουαλικός και περνάει πάρα πολύ ωραία, καλά κάνει. Και φαίνεται και στα ρούχα του».

Τα άμεσα πλάνα και η μεγάλη φαντασίωση

Τα άμεσα πλάνα του περιλαμβάνουν τη διεύρυνση του brand του με πολλά προϊόντα και σε ευρύτερο κοινό, με απώτερο στόχο να πάει ξανά τις κολεξιόν του στο εξωτερικό όπως έκανε παλαιότερα, αυτή τη φορά με μεγαλύτερη έμφαση στις πωλήσεις και λιγότερο στο PR. Ακόμη και τα πλάνα σε βάθος δεκαετίας όμως, κοντινά τα θεωρεί. Για τις σπουδές αρχιτεκτονικής επίσης που είχε αναφέρει κάποτε στο GNTM, δε βρίσκει τον λόγο πια. Τον απέτρεψαν φίλοι του αρχιτέκτονες και του σύστησαν να βρει απλώς έναν πολύ καλό πολιτικό μηχανικό που θα του κάνει τα σχέδια αντί να το σπουδάσει από το μηδέν.

Ο ορίζοντας που θα βόλευε τελικά καλύτερα θα έφτανε τα τριάντα χρόνια αργότερα.

«Σε τριάντα χρόνια θα ήθελα ένα πολύ μεγάλο σπίτι με μία πολύ μεγάλη αίθουσα σε ένα ελληνικό νησί, και να κάνω κάποιες φορές τον χρόνο workshops όπου θα μαθαίνω την τεχνική μου σε ανθρώπους από όλο τον κόσμο που θα έρχονται εκεί για να μάθουν. Το έχω κάνει και σε σχολές, αλλά επειδή βρίσκεις παιδιά που είναι ήδη εκεί και δεν ξέρουν για ποιο λόγο έχουν πάει, δε μου άρεσαν ποτέ. Ήταν διαφορετική εποχή, ήμουν και πιο μικρός, αλλά και τώρα δε θα το ‘κανα. Μόνο αν ήταν μία πάρα πολύ καλή σχολή. Ξεκινούσα με δεκαπέντε μαθητές, το επόμενο μάθημα το έκανα με πέντε. Δε θέλανε να κάνουν πρακτικά πράγματα. Εγώ ήμουν τυχερός γιατί μου τα έμαθε ο καλύτερος δάσκαλος του κόσμου, αλλά αυτός πέθανε. Νομίζω θα ήταν πολύ κρίμα να χαθεί κάτι τέτοιο, πολύ κρίμα. Δεν είναι για να συνεχίσω το δικό μου όνομα, την τεχνική θέλω να μάθουν. Οι μαθητές του δάσκαλου του δικού μου ήταν ο Alexander McQueen, ο John Galliano, οι σχεδιαστές που κάνουν τα πατρόν μόνοι τους. Γι’ αυτό σου λέω θα ήθελα να έρχονται αυτοί σε μένα, να είναι δικιά τους επιλογή. Προσωπική. Συνειδητή. Αυτό που κάνω εγώ το κάνουν ελάχιστοι άνθρωποι στον κόσμο».