ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Αλεξάνδρα Κ*, γιατί οι οικογένειες τρώνε τα παιδιά τους;

Λυρισμός και κυνισμός, υψηλή λογοτεχνική τεχνική και κιτς νεοελληνικά οράματα, pop κουλτούρα και αρχαία τραγωδία. Λίγο πριν το πρώτο ανέβασμα ενός δικού της έργου στη Μικρή Επίδαυρο, συζητάμε με μια συγγραφέα που δεν μπαίνει σε καλούπια και δίνει αξία στις μεγάλες αντιθέσεις.

Το λογοτεχνικό σύμπαν της Αλεξάνδρας Κ* είναι αιχμηρό και δε χαρίζεται σε τίποτα κανέναν. Την ίδια όμως στιγμή βγάζει πολύ νόημα αν γεννήθηκες, μεγάλωσες, επιβίωσες, και συνεχίζεις να ζεις στην Ελλάδα της ύστερης μεταπολίτευσης. Εκεί που οι άνθρωποι συζητούν συνεχώς για όνειρα που μάλλον δε θα πραγματοποιήσουν ποτέ και τρώνε τις σάρκες τους καθώς ακόμα περιμένουν την αποδοχή των γονιών τους. Δεν είναι ωραίο, κρύβει όμως μια παράξενη και άγρια ομορφιά.

Όλα αυτά δεν είναι καινούργια προβλήματα. Τα κείμενα όμως που υπογράφει η Αλεξάνδρα Κ* ρίχνουν ένα ζεστό -και εξονυχιστικό- φως σε πτυχές της ζωής μας που, πολλές φορές, αρνιόμαστε πεισματικά να δούμε. Λυρισμός και κυνισμός, υψηλή λογοτεχνική τεχνική βουτηγμένη σε κιτς νεοελληνικά οράματα, αντιθέσεις, συνθέσεις και χαρακτήρες που ζουν έναν πολύ προσωπικό καύσωνα αναζητώντας απαντήσεις.

Οι περισσότεροι τη γνωρίσαμε μέσα από το Πώς φιλιούνται οι αχινοί (εκδ. Πατάκη), ένα ιδιαίτερο μυθιστόρημα το οποίο προκάλεσε αίσθηση από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Για όσους ζήσαμε την Αθήνα ως φοιτητές και νέοι εργαζόμενοι υπάρχουν πολλά πράγματα με τα οποία ταυτιστήκαμε. Στοιχεία που όμως περνούσαν από έναν ξεχωριστό και πολύ δικό της λογοτεχνικό κώδικα. Όχι, η λέξη «αναμενόμενη» δεν της ταιριάζει καθόλου.

Η Αλεξάνδρα Κ* ζει και εργάζεται στην Αθήνα και σε λίγες μέρες ετοιμάζεται να δει το δικό της θεατρικό με τίτλο γάλα, αίμα και θεματική γύρω από ένα φριχτό έγκλημα στην ελληνική επαρχία να ανεβαίνει στη Μικρή Επίδαυρο (16/7).

Τι όμως πιστεύει εκείνη για τη γενιά των 30ρηδων και τη Μεταπολίτευση; Τι λάθη φοβάται να μην επαναλάβει η ίδια ως μητέρα, πώς απέκτησε το ψευδώνυμό της και ποια είναι τα λογοτεχνικά όνειρα που δεν έκανε ποτέ αλλά βλέπει αυτήν τη στιγμή να πραγματοποιούνται;

Το να προσπαθείς να ζήσεις από το δημιουργικό γράψιμο στην Ελλάδα είναι δύσκολη αποστολή ή ωμή τρέλα;

Ωμή τρέλα είναι το να είσαι δημιουργός με ανοιχτό μπλοκάκι. Το υπόλοιπο είναι πράγματι δύσκολη αποστολή ακόμα και για ανθρώπους πραγματικά «φτασμένους» – κανείς δε ζει από τα βιβλία ή το θέατρο. Εγώ βιοπορίζομαι μέσω του σεναρίου, της αρθρογραφίας, ενίοτε του copywriting στη διαφήμιση, μία στο τόσο αναλαμβάνω και ghostwriting δουλειές. Αλλά είμαι γενικά ευτυχής που αυτό είναι το επάγγελμά μου, όσο κι αν κάποιες φορές τα «μη δημιουργικά» αποδεικνύονται ταπεινωτικά για την όποια καλλιτεχνική μου υπόσταση.

Θες να πεις κάποια πράγματα για το νέο σου θεατρικό γάλα, αίμα που θα παρουσιαστεί στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου;

Είναι μια μεταγραφή της Μήδειας του Ευριπίδη, τοποθετημένη μετεμφυλιακά σε ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας. Η προσέγγισή μου έχει να κάνει με τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας, όχι με τον έρωτα προς τον άπιστο σύζυγο. Ναι, είναι ξεκάθαρα φεμινιστική προσέγγιση, άμα δε γουστάρετε, μην έρθετε.

Το έργο γράφτηκε με ανάθεση του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, εντάσσεται στον κύκλο Contemporary Ancients και θα κάνει πρεμιέρα στη Μικρή Επίδαυρο στις 16/7 σε (συγκινητική) σκηνοθεσία του Γιάννου Περλέγκα, με έναν θίασο που δε θα τολμούσα να ονειρευτώ. Πρωταγωνιστεί η Έλενα Τοπαλίδου, πάνω στην οποία το έγραψα. Σ’ τα είπα πολύ πρακτικά τώρα, συγγνώμη – μπορώ να πω πάλι ότι είμαι ευτυχής;

Πώς σου φαίνεται η ιδέα του Contemporary Ancients;

Μου φαίνεται τρομερά ουσιαστική. Τόσο η ιδέα του διαλόγου με ένα αρχαίο κείμενο όσο και η διαδικασία της ανάθεσης είναι πράγματα που πάνε την ελληνική δραματουργία δέκα βήματα μπροστά. Ξαφνικά παράγονται μέσα σε μία χρονιά τέσσερα έργα βασισμένα σε αρχαίες τραγωδίες και κυκλοφορούν σε δίγλωσσες εκδόσεις – άρα έρχονται αμέσως σε επαφή με τη δραματουργία του εξωτερικού. Αν συμβαίνει αυτό κάθε χρόνο, δημιουργείται ένα genre που έχει μάλιστα την αφετηρία του εδώ, στη χώρα καταγωγής της τραγωδίας.

Εμένα προσωπικά νιώθω ότι με εξέλιξε και συγγραφικά το ότι ξαφνικά κάποιος μου έδωσε τον χρόνο να ερευνήσω και να δοκιμαστώ σε κάτι που υπό κανονικές συνθήκες δε θα είχα το χρονικό περιθώριο και την οικονομική δυνατότητα να κάνω. Πόσο δε μάλλον που αυτό το κάτι ήταν να ανοίξω διάλογο με τον Ευριπίδη. Ακόμα κι αν αποτύχω οικτρά, εγώ η ίδια συγγραφικά θα έχω κερδίσει απ’ αυτή τη διαδικασία. Για να μην επαναλαμβάνομαι, σ’ αυτή την ερώτηση θα πω πως είμαι ευγνώμων.

«Έχω σιχαθεί να βλέπω συνομιλήκους μου να παλεύουν ακόμα για την αποδοχή της μανούλας ή του πατερούλη».

Μπορούμε να πούμε ότι στο Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας παρακολουθούμε την (ιλαρο)τραγωδία της μεταπολίτευσης σε όλο της το μεγαλείο;

Αν το πιστεύεις αυτό, κάτι έκανα καλά. Κρίνοντας πάντως από το ποιες είναι οι γλώσσες στις οποίες έχει μεταφραστεί και τα σχόλια που έχω ακούσει από ξένους, φαίνεται πως τόσο η πολιτική όσο και η οικογενειακή προβληματική που περιέγραψα, είναι εξίσου κοινή στην Ισπανία, την Ιταλία, τη Ρουμανία. Και στην Αυστρία μου είπαν το ίδιο αλλά δυσκολεύομαι να τους πιστέψω.

Διαβάζοντας για τη ροζ βίλα του νικημένου από τη ζωή 60χρονου Αντώνη, αναρωτήθηκα αν η διαμάχη της γενιάς μας με τη γενιά της Μεταπολίτευσης είναι πιο βαθιά και πιο επικίνδυνη από όσο νομίζουμε. Ή μήπως αποτελούμε μέρος ενός φαύλου κύκλου;

Και τα δυο ταυτόχρονα συμβαίνουν νομίζω. Είναι τρομακτικά αλληλοεξαρτώμενες αυτές οι δυο γενιές κι όσο βλέπω εμάς τους 30άρηδες να οδεύουμε προς τα 40, συνειδητοποιώ πόσο έχουμε αναλωθεί σ’ αυτή τη διαμάχη. Οι γονείς μας αυτοί είναι, έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν με ό,τι μέσα είχαν, δεν θα αλλάξουν τώρα, δεν θα μας κατανοήσουν, δεν θα ικανοποιηθούν ποτέ με ό,τι κι αν καταφέρουμε γιατί αυτά που είχαν ως όνειρα για εμάς είναι πια εντελώς ανεδαφικά – ας το πάρουμε απόφαση.

Έχω σιχαθεί να βλέπω συνομιλήκους μου να παλεύουν ακόμα για την αποδοχή της μανούλας ή του πατερούλη, χάνοντας στο μεταξύ χρόνο από τη δική τους ζωή. Κι ένα σιχτίρι κάποια στιγμή δεν βλάπτει.

Τελικά, οι ελληνικές οικογένειες τρώνε τα παιδιά τους;

Από μια ηλικία κι έπειτα, νομίζω ότι είναι ευθύνη των παιδιών να μην φαγωθούν. Αυτό όμως προϋποθέτει μεγάλο ξεβόλεμα, σύγκρουση και ανάληψη δυσάρεστων ευθυνών. Πολλοί από μας είναι ήδη αρκετά καραβοτσακισμένοι για να κάνουν τέτοια βήματα.

Πόσα από τα λάθη που έκαναν οι γονείς μας φοβάσαι να μην επαναλάβεις και εσύ ως μητέρα;

Διακόσια; Αλλά φαντάζομαι ότι θα κάνω κι εγώ με τη σειρά μου άλλα, πιο new age. Δεν λένε ότι ο ρόλος του γονιού είναι να κάνει λάθη;

Προγλωσσικοί. Λέξη σπάνια που εμφανίζεται σε δύο έργα σου. Τι σημαίνει ή μάλλον τι συμβολίζει για σένα;

Την κακή επαρχία -που την ξέρω από μέσα- με την νωθρότητα της σκέψης και της δράσης της, τον αντιδιανοουμενισμό της, τον τρόμο της απέναντι σε οτιδήποτε νέο. Και το ότι μικρή με κορόιδευαν όταν χρησιμοποιούσα λέξεις που δεν ήξεραν. Μου τη χάρισε ο φίλος μου ο Κορνήλιος, μαζί με πολλές άλλες λέξεις που οι άνθρωποι συχνά κοροϊδεύουν.

Το Πώς φιλιούνται οι Αχινοί έχει έναν πυρετικό ρυθμό γεμάτο με συνειρμικές σκέψεις. Είναι μια έντονη αναγνωστική εμπειρία. Πώς ήταν για σένα όταν το έγραφες;

Είναι misconception αυτό με τις συνειρμικές σκέψεις των Αχινών – αυτό που έφτασε σε εσάς είναι η συμπύκνωση σκέψεων που γράφτηκαν και ξαναγράφτηκαν πολλές φορές μέχρι να αποκτήσουν ρυθμό και τις καταλληλότερες λέξεις. Για μένα αυτή ακριβώς η διαδικασία ήταν συγγραφικά εντελώς καινούρια και ως εκ τούτου τρομερά διασκεδαστική. Σε βαθμό που δεν ξέρω γιατί διάολο έγραφα πριν, χωρίς τη χαρά αυτού του παιχνιδιού με το συντακτικό, τη στίξη, τις λέξεις, τις φόρμες. Παρεμπιπτόντως, σ’ ευχαριστώ που με διάβασες πριν μου πάρεις συνέντευξη, σπανίως μου συμβαίνει.

Μήπως η γενιά των σημερινών 30ρηδων χώρεσε τα όνειρα της σε ένα μικρό σαλόνι και μία συζήτηση με έναν φίλο για το πώς αυτά μάλλον δε θα πραγματοποιηθούν ποτέ; * 

Ωραία διατύπωση. Παρόλα αυτά νομίζω πως όλοι, ό,τι κι αν λένε, συνεχίζουν να ονειρεύονται. Το θέμα είναι αν τα όνειρα είναι δικά τους ή των γονιών τους και της κοινωνίας.

(* η ερώτηση έγινε με αφορμή τη συζήτηση δύο βασικών χαρακτήρων από το 6ο κεφάλαιο του Πώς φιλιούνται οι αχινοί)

Το δικό σου λογοτεχνικό όνειρο ποιο είναι;

Δεν έχω, δεν είχα ποτέ. Μου αρκεί η χαρά της γραφής. Σε επίπεδο συγγραφικών επιδιώξεων, τα όνειρά μου ήταν η Μικρή Επίδαυρος και το να με πάρουν στο International Writers Program του Πανεπιστημίου της Iowa. Νόμιζα ότι αν ποτέ μου συνέβαιναν, αυτό θα γινόταν γύρω στα 45-50 μου αλλά εκπληρώνονται και τα δυο φέτος, χωρίς καθόλου να τα έχω επιδιώξει. Εγώ ούτε πρόταση δεν είχα καταθέσει ποτέ στο Φεστιβάλ, θεωρώντας ότι δεν ήμουν ακόμα έτοιμη γι’ αυτό. Μπορείς να φανταστείς πόσο ουρανοκατέβατη μου ήταν η ανάθεση.

«Προσωπικά, βαριέμαι πια πολύ τα social media, δεν ασχολούμαι παρά μόνο για τα της δουλειάς μου».

Πότε να περιμένουμε την επιστροφή σου στην πεζογραφία;

Το καλοκαίρι του ’22, αν συνεχίσω να γράφω με τους ρυθμούς που γράφω τώρα. Είναι απ’ αυτές τις ιστορίες που δεν ξέρεις ότι τις είχες ήδη μέσα σου και τελικά αρχίζεις και είναι όλο εκεί, έτοιμο, θέλει να βγει και δεν προλαβαίνεις να σημειώνεις. Είναι μια νουβέλα.

Νιώθεις ότι πολλοί συγγραφείς «καίγονται» στα social media ή όχι;

Το κάψιμο το λες με την έννοια του καίω τον εγκέφαλό μου αντί να κάνω κάτι δημιουργικό ή με την έννοια του χτίζω τη δημόσια εικόνα μου σε βαθμό που την καίω; Προσωπικά, δεν νιώθω να κινδυνεύω από το πρώτο, τα βαριέμαι πια πολύ, δεν ασχολούμαι παρά μόνο για τα της δουλειάς μου. Από το δεύτερο ίσως κινδυνεύω αλλά εμένα γενικά η δημόσια εικόνα μου είναι ένα διαρκές τρολάρισμα στη σοβαροφάνεια του Έλληνα διανοούμενου, στο πώς οφείλει να στέκεται δημόσια μια πνευματική δημιουργός προκειμένου να την πάρουν στα σοβαρά. Δεν είναι τα social media που θα μου κάνουν τη ζημιά, την κάνω μόνη μου και πολύ μ’ αρέσει.

Κλείνοντας, πόσο κουραστικό είναι η λέξη γυναικοκτονία να βρίσκει χιλιάδες άντρες αρνητές και η απάντηση στο ελληνικό #metoo να είναι πολύ συχνά το «γιατί το θυμηθήκατε τώρα»;

Είναι μια ακριβέστατη αποτύπωση του ίδιου του προβλήματος – και η μεγαλύτερη απόδειξη για τους αρνητές του.

Θα σκάσω αν δεν το ρωτήσω: το Αλεξάνδρα Κ* πώς, πότε, και πού το εμπνεύστηκες;

Ήμουν μικρή κι αθώα και τώρα το κουβαλάω πότε ως τατουάζ που έκανα μεθυσμένη και πότε περήφανα για τη χαριτωμένη αφέλειά του.

 

γάλα, αίμα της Αλεξάνδρας Κ*

Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου

Μικρό Θέατρο Επιδαύρου || 16/07 έως 17/07/2021 στις 21:30

Σκηνοθεσία Γιάννος Περλέγκας

γάλα, αίμα Αλεξάνδρα Κ*

Το καλοκαίρι του ’58, σ’ ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας, μια γυναίκα σκοτώνει τα δυο της παιδιά. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, Αλεξάνδρα Κ*, το έργο μεταφέρει τη Μήδεια σε μια εποχή που η γυναίκα μόλις αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως η ζωή δεν επιφυλάσσει την ίδια τύχη στα δύο φύλα. Η Ξένη έχει περάσει χρόνια περιορισμένη στους ρόλους της κόρης, της συζύγου και της μητέρας, υπό το άγρυπνο μάτι της στενής κοινωνίας όπου την έφεραν να ζήσει. Όταν ο άντρας της παντρεύεται μιαν άλλη γυναίκα, και η ίδια δεν έχει πια κανέναν ρόλο να υπηρετήσει, ψάχνει να βρει τι έχει απομείνει απ’ αυτήν ακόμα ζωντανό.

Μια γραφή με ιδιαίτερη έμφαση στη φόρμα και στον ρυθμό, που θα αναδειχτεί μέσα από τη σκηνοθεσία του Γιάννου Περλέγκα.

Βοηθός σκηνοθέτη Γιώργης Βασιλόπουλος

Σκηνικά – Κοστούμια Λουκία Χουλιάρα

Σχεδιασμός φωτισμών Τάσος Παλαιορούτας

Μουσική επιμέλεια Στράτος Γκρίντζαλης

Παίζουν Έλενα Τοπαλίδου (η Ξένη), Μάγδα Καυκούλα (η Δασκάλα τους, Μια νέα), Γιώργης Βασιλόπουλος (ο Φίλος τους, Ένας νέος), Γιάννος Περλέγκας (ο Πατέρας της, Ένας γέρος), Σύρμω Κεκέ (η Μάνα του, Μια γριά), Μιχάλης Τιτόπουλος (ο Άντρας της, Ένας άνδρας)

Εκτέλεση παραγωγής: Ευάγγελος Κώνστας – Constantly Productions

*Η φωτογραφία προέρχεται από το προσωπικό αρχείο του Σωκράτη Κουγέα και υπάρχει στο βιβλίο Τραγούδια του κάτω κόσμου – Μοιρολόγια της Μεσσηνιακής Μάνης (εκδ. Το Ροδακιό).