“Το καλό σινεμά δημιουργεί μνήμη”: Η Alice Rohrwacher μας μιλά για τον βραβευμένο στις Κάννες ‘Ευτυχισμένο Λάζαρο’
- 31 ΜΑΡ 2019
Μια από τις πιο συναρπαστικές φωνές του σύγχρονου Ευρωπαϊκού σινεμά, με μια (για την ώρα) σύντομη φιλμογραφία που αντλεί από το παρελθόν του Ιταλικού σινεμά κοιτώντας με εφευρετικό τρόπο τα κοινωνικοπολιτικά άγχη της σημερινής Ευρώπης, η Alice Rohrwacher θα μας απασχολεί δεδομένα, για πολλά χρόνια ακόμα. Και μπορεί να έχει σκηνοθετήσει μόνο τρεις ταινίες ως τώρα, μα ήδη συγκαταλέγεται ανάμεσα στα αγαπημένα (νέα) πρόσωπα του Φεστιβάλ Καννών μιας και έχει ήδη βραβευτεί εκεί δύο φορές.
Η προηγούμενη ταινίας, το “Le Meraviglie” (με τη Μόνικα Μπελούτσι) κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής το 2014 αλλά είναι ο “Ευτυχισμένος Λάζαρος” (“Lazzaro Felice”, στις αίθουσες από την Seven) για το οποίο πήρε πέρσι το δικαιότατο βραβείο Σεναρίου, με τον οποίο επιβεβαιώνει τη ξεχωριστή της ματιά.
Στην ταινία, μια οικογένεια δουλεύει υπό άθλιες συνθήκες για μια βαρώνη καπνοβιομηχανίας στην Ιταλική επαρχία, μέχρι που η έλευση ενός μυστηριωδώς καλοσυνάτου και αγνού χωρικού, του Λάζαρο, θα αλλάξει τα πάντα. Τα πάντα όμως. Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, θα πούμε απλά πως η ταινία μέσα από αυτό το συμβολικά μεσσιανικό της κοινωνικό παραμύθι, αντιδρά σε αγωνίες και θυμούς απολύτως σημερινούς, χωρίς να μοιάζει παγιδευμένη σε μια εποχή ή μια χώρα. Η Ιταλία της αρχής του περασμένου αιώνα εκπροσωπείται στον ‘Λάζαρο’ εξίσου πειστικά με, ας πούμε, την Ελλάδα της κρίσης. Πρόκειται για μια βαθιά πολιτική ιστορία, που μέσα από τη φαντασία της Rohrwacher εξελίσσεται σε κάτι ακόμα περισσότερο- χωρίς όμως ποτέ να προδίδει την αμεσότητά της.
(Στο προ-οσκαρικό μας POP για τις Δύσκολες Ώρες, είχα δώσει στον ‘Ευτυχισμένο Λάζαρο’ το δικό μου βραβείο σεναρίου για το 2018.)
Η ταινία ήταν από τις πιο πολυαναμενόμενές μας στο περσινό Φεστιβάλ Καννών, και μετά την πρεμιέρα όταν το hype εξαπλώθηκε άμεσα στόμα με στόμα, η ζήτηση και το ενδιαφέρον γιγαντώθηκαν. Καταφέραμε να βρούμε την Ιταλίδα για ένα σύντομο Q&A, τη μέρα της πρεμιέρας του ‘Λάζαρου’ στο 71ο Φεστιβάλ, όπου μας μίλησε για τον ήρωά της, για το σινεμά που αγαπά, και για τον αναγκαίο χαρακτήρα της καλοσύνης σε κάθε περιοχή, σε κάθε εποχή, σε κάθε πλανήτη.
Για το αληθινό περιστατικό που στάθηκε έμπνευση
Η πρώτη μου έμπνευση ήταν ένα μικρό άρθρο που διάβασα σε εφημερίδα όταν πήγαινα λύκειο, ένα μικρό γεγονός που συζητήσαμε στην τάξη μας αλλά ήταν παρόμοιο με κάθε άλλο μικρό άρθρο που μπορείς να διαβάσεις στην εφημερίδα και να ξεχάσεις το άλλο πρωί. Αφορούσε κάποιους που μέσα από τη θέση τους εκμεταλλεύονταν άλλους ανθρώπους. Κι ο τρόπος που η δύναμη χρησιμοποιείται για εκμετάλλευση είναι ένα παγκόσμιο ζήτημα. Οπότε ξεκίνησα αρχικά κάνοντας ένα πολιτικό στόρι, αλλά μετά φτάνει ο Λάζαρος και το φιλμ αλλάζει, προσθέτει ένα ας πούμε άθρησκα θρησκευτικό στοιχείο.
Για το πώς συνέλαβε τον Λάζαρο ως χαρακτήρα
Ο Λάζαρο έφτασε με την έννοια πως, σκεφτόμενοι την παγκοσμιότητα της ιστορίας, θέλαμε να το ελαφρύνουμε λίγο και σκεφτήκαμε αυτό τον χαρακτήρα που είναι τόσο αθώος, που γίνεται σχεδόν γελοίος. Είναι τόσο αγνός στο βαθμό του να φέρνει κάτι το επαναστατικό, τόσο αγνός, είναι φτιαγμένος από 100% καλοσύνη. Δεν είναι ο σύνηθης χαρακτήρας που έχει arc στην ταινία, που ακολουθεί μια σειρά από πράγματα και αλλάζει, γίνεται καλός. Είναι καλός από την αρχή ως το τέλος κι ακόμα και σε ένα κόσμο που αλλάζει, αυτός δε μπορεί να αλλάξει. Από την αρχή του κόσμου, και για πάντα.
Ο Λάζαρος είναι μυθολογικό όνομα που αναφέρεται περισσότερο σε μια οντότητα παρά σε ένα αληθινό πρόσωπο. Και ήθελα να του δώσω ένα σώμα και να τον κάνω ανθρώπινο πλάσμα που θα μπορούσε να είναι χαρούμενο ή λυπημένο όπως όλοι μας. Ελπίζω χαρούμενο.
H Alice Rohrwacher (αριστερά) με την αδερφή της, Alba, που πρωταγωνιστεί στην ταινία (Vianney Le Caer/Invision/AP)
Για τη σχέση του θεατή με τον Λάζαρο
Η ταινία δε ζητά από τους θεατές να βάλουν τους εαυτούς τους στα παπούτσια του Λάζαρο ή να μοιραστούν τη ματιά του. Είναι για την ικανότητά μας να δούμε εμείς ανθρώπους σαν τον Λάζαρο. Δεν αφορά το πώς βλέπει ο Λάζαρο τον κόσμο, αλλά το πώς ο κόσμος βλέπει τον Λάζαρο.
Για τις κινηματογραφικές επιρροές
Η έμπνευση είναι περισσότερο αθέλητη παρά συνειδητή. Με την καλή έννοια. Γιατί το καλό σινεμά δημιουργεί μνήμη. Στο υποσυνείδητο των ανθρώπων. Υπάρχουν περισσότερες ακούσιες αναφορές. Δε μπορώ ποτέ να μιλήσω για αναφορές και επιρροές, μπορώ να πω ότι θαυμάζω πολλούς μεγάλους σκηνοθέτες.
Για το διαχωρισμό πόλης και επαρχίας στο έργο της
Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει να κάνει με το αν οι άνθρωποι είναι στην πόλη ή την επαρχία. Δεν κάνω ποτέ ούτε θετική ούτε αρνητική κρίση για οποιονδήποτε από αυτούς. Οι τελευταίοι άνθρωποι στον κόσμο είναι οι τελευταίοι άνθρωποι στον κόσμο. Όπου και να ζουν. Είναι όλοι στην ίδια κατάσταση. Είναι στην πόλη είτε όχι, αυτή είναι η αντίληψή μου κι αυτός είναι ο θυμός μου. Η καλοσύνη είναι ένα αγριολούλουδο, μπορεί να ανθίσει σε πεδιάδα ή σε ένα δρόμο στην πόλη.
Για το πώς η ταινία διαπερνά τις εποχές
Αν δεν μπορούμε να ταξιδέψουμε στο χρόνο μέσα από το σινεμά, τότε πού θα το κάνουμε;
***
Να και η 4άστερη κριτική μας για το φιλμ:
Η προηγούμενη ταινία της Αλίτσε Ρορβάκερ: Το βραβευμένο με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες “Meraviglie” (“The Wonders”) για μια οικογένεια της ιταλικής επαρχίας που βλέπει την καθημερινοτητά της να διαταράσσεται όταν καταφθάνει εκεί κοντά ένα συνεργείο τηλεοπτικού ριάλιτι και ξεκινά διαγωνισμό στον οποίο η οικογένεια αποφασίζει να συμμετάσχει- παρά τις ενστάσεις του πατέρα. Από εκεί ως τον “Λάζαρο”, η Ρορβάκερ σταθερά ασχολείται στις ταινίες της με τη σύγκρουση του σύγχρονου πολιτισμού με την παράδοση, και το πώς η Ευρώπη αφήνει πίσω τους δεσμούς με την επαρχία.
Η καινούρια: Ο “Ευτυχισμένος Λάζαρος” ξεκινά, φυσικά, στην επαρχιακή Ιταλία συστήνοντάς μας μια πολυμελή οικογένεια που μένει στιβαγμένη σε ένα σπίτι δουλεύοντας σε τραγικές συνθήκες για ένα πάμπλουτο αφεντικό της καπνοβιομηχανίας. Ένας σχεδόν απόκοσμα αγνός και καλοσυνάτος χωρικός θα φτάσει εκεί που δε μπόρεσε κανείς, αλλάζοντας τελείως τα δεδομένα, με έναν τρόπο οριακά μεταφυσικό.
Και πώς είναι: Τρομερά περίεργο τέρας αυτή η ταινία. Δε θέλω να πω τίποτα περισσότερο για τον ακριβή μηχανισμό που μας οδηγεί στην επόμενη πράξη του φιλμ, όμως είναι κάτι το εντυπωσιακό και αξέχαστο, το πώς η ταινία αυτή στέκεται ως λειτουργική κινηματογραφική οντότητα. H Ρορβάκερ κρατά στοιχεία από την παράδοση του ιταλικού σινεμά (αυτό είναι ένα είδος ταινίας στο οποίο πολύ συχνά βλέπουμε το ιταλικό σινεμά να επιστρέφει στο πέρασμα των δεκαετιών) όμως το κάνει με φρέσκες ιδέες και με τρόπο που έναν κεντρικό προβληματισμό απόλυτα σημερινό, τον επαναπλαισιώνει ως κάτι σοκαριστικά αιώνιο.
Η ιταλίδα εξετάζει το πώς οι φεουδαρχικές δομές και η απάνθρωπη ταξικότητα ζουν και βασιλεύουν επανατοποθετημένες μέσα σε νέα όρια και καταλαμβάνοντας νέα τμήματα γης καθώς ο πολιτισμός κινείται προς ένα μέλλον χτισμένο πάνω στις ίδιες ακριβώς προβληματικές δομές. Όλα αυτά τα πετυχαίνει μέσα από μια ιδιόμορφη ιστορία που συνδυάζει στοιχεία φαντασίας και νεορεαλιστικού παραμυθιού, όπου όμως ο ήρωας είναι μια οριακά μεσσιανική φιγούρα που ήρθε για να σώσει, για να δώσει ελπίδα, για να θυσιαστεί- και δεν έχει ιδέα πώς να το κάνει, παγιδευμένος μέσα σε ένα σύστημα αδυσώπητο και ανίκητο.
Η Ρορβάκερ μπλέκει όλα αυτά τα στοιχεία με μια αποστομωτική δεξιοτεχνία καταλήγοντας σε ένα άκρως συζητήσιμο τελευταίο 10λεπτο του φιλμ της, όπου του το subtext γίνεται text με έναν τρόπο τόσο προφανή και πατροναριστικό, που για μέρες μετά την προβολή ήμουν ακόμα θυμωμένος. Ευτυχώς (κι αυτό μπορεί να είναι εντελώς προσωπικό και το καταλαβαίνω απόλυτα) αυτή η επιλογή δε μπορεί ποτέ να χαλάσει ό,τι έχει προηγηθεί. Η Ρορβάκερ απλά επιλέγει να εκφράσει στην κυριολεξία, και δίχως διακριτικότητα, όλα όσα ανέπτυσσε τόση ώρα σε θεματικό επίπεδο.
Θα μπορούσε να είναι χειρότερα και το τέλος να καταστρέφει ολοσχερώς την ταινία, κάτι που δε συμβαίνει. Αν μη τι άλλο την κάνει -μέσα μου- ακόμα πιο συναρπαστική. Διαθέτει κοινωνικά στοιχεία στο βλέμμα της, αποτυπωμένα με έναν φιλόδοξο, πρωτότυπο τρόπο, διαθέτει αφηγηματικά hooks τα οποία μπορούν να γραπώσουν τον κάθε θεατή, πιάνει τον παλμό του θυμού της σημερινής κοινωνίας, και αναπτύσσει επιδέξια ένα κεντρικό επιχείρημα περί μετεξέλιξης και διαχρονικότητας των θεσμών της δουλείας. Ο “Λάζαρος” της Ρορβάκερ είναι μάλλον το καλύτερο σενάριο της χρονιάς (δικαιότατα βραβευμένο στις Κάννες) και είναι, σε κάθε περίπτωση, μια από τις λιγοστές ταινίες του τελευταίου διαστήματος που ενώ αντιδρούν εμφανέστατα σε πολιτικές κρίσεις εντελώς σύγχρονες, δε μοιάζουν παγιδευμένες σε ένα μέρος ή σε μία στιγμή.
Ή, ειλικρινά, να το πούμε κι αυτό, σε έναν μόνο πλανήτη.
*Ο ‘Ευτυχισμένος Λάζαρος’ (‘Lazzaro Felice’) της Alice Rohrwacher κυκλοφορεί στην αίθουσες από τη Seven. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 71ου Φεστιβάλ Καννών.