Ανδρέας Σιμόπουλος
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Άλκης Παναγιωτίδης: Η συνέντευξη της ζωής του

Η συναρπαστική και πολυκύμαντη πορεία ενός εμβληματικού και καταξιωμένου ηθοποιού σε μια σπάνιας ειλικρίνειας εξομολόγηση.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Αφορμή για τη μεγάλη συνέντευξη του Άλκη Παναγιωτίδη που ακολουθεί στάθηκε η επερχόμενη δράση Μυστήριο 93 Ξυλίκι από την ομάδα Amor Omnia, με τίτλο Post Scriptum, στο Παλαιό Ελαιουργείο Ελευσίνας την Πέμπτη 6 Ιουλίου. Για την οποία ο σκηνοθέτης και ιθύνων νους της, Αντρέας Μαντάς, λέει στο OneMan:

«Η αλήθεια είναι ότι απ’ όλο το concept που είχα στο κεφάλι μου, μόνο το 15% πραγματοποιείται. Ας μη γίνομαι γλυκόπικρος. Πιστεύω ότι τη λογική χρειάζεται ενίοτε να την παραβλέπει κανείς για να πάει πιο γρήγορα στον σκοπό του. Πώς ξεκίνησε λοιπόν το Ξυλίκι. Κοιτούσα επίμονα ένα κτίριο στην πόλη του Rotterdam κατά τη διάρκεια του δεύτερου lockdown. Τα σύνορα δεν ορίζουν μόνο το χώρο όπου ζούμε, αλλά και το χώρο που πεθαίνουμε. Βλέπεις ξαφνικά τον εαυτό σου και ανακαλύπτεις ότι ο άνθρωπος δεν ζει μία και μόνη ζωή. Ζούμε πολλές ζωές, τη μία μετά την άλλη και όπως είπε ο Σατομπριάν αυτή είναι η αιτία της δυστυχίας μας. Ήθελα να γράψω ή να κάνω κάτι και να το αλλάξω αυτό. Κοιτούσα αυτό το κτίριο και σκεφτόμουν την ιστορία και το πώς ο πολιτισμός της κάθε χώρας μες στο χρόνο είναι σαν ένα τσαλακωμένο κτίριο. Πολλές φορές εμείς τον πατάμε, σαν σάπιο φρούτο. Αυτό το σάπιο φρούτο όμως διαθέτει δύναμη και κρατάει μια μνήμη, τη μνήμη στο κουκούτσι του. Η μνήμη είναι δύναμη. Φυτρώνει πάλι, τινάζεται ως τον ουρανό και ξαναζωντανεύει, ανάβοντας όλα τα φώτα. Bingo!

Πήρα αμέσως τηλέφωνο την Τίνα Παππά (το έτερον ήμισυ της Amor Omnia) και τον επιστήθιο φίλο μου Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη με τους οποίους συζητούσαμε τότε την πιθανότητα να καταθέσουμε πρόταση για συμμετοχή στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα, και τους είπα «πάμε να κάνουμε το Ξυλίκι στην Ελευσίνα». Τι είναι το Ξυλίκι; Είναι ένα agitprop ενιαίο έργο με θέμα το χρόνο, τη μνήμη, τη λήθη, μέσα στο ιδιαίτερο πλαίσιο που ορίζει η ίδια η πόλη της Ελευσίνας, ένα είδος φωτεινού gulag θα μπορούσε να πει κανείς. Όλο το εγχείρημα μοιάζει σαν ένα υπερρεαλιστικό κολάζ από το οποίο περνάνε σημαντικοί καλλιτέχνες από διαφορετικά πεδία. Έχουμε την τύχη από την αρχή του εγχειρήματος να συνεργαστούμε με τους: Αντώνη Τσόκο, Χλόη Ακριθάκη, Φίλιππο Τσιτσόπουλο, Capten, Γιώργο Τριανταφύλλου, Γιώργο Θεοχάρη, Άλκη Παναγιωτίδη, Ιωάννα Παππά και τέλος αφήνω τον εμβληματικό Jah Wobble. Με τον οποίο η επικοινωνία ξεκίνησε πριν περίπου δύο χρόνια, ξεπηδώντας η ιδέα σαν μέσα από ένα όνειρο, για να καταλήξουμε να γίνουμε φίλοι, να αγαπηθούμε εξ αποστάσεως και τελικά να ετοιμαζόμαστε να τον υποδεχτούμε σε δυο-τρεις μέρες εδώ στην Αθήνα.

Θεοδόση μας είπαν ότι η τέχνη έχει γίνει παραπλήρωμα της ζωής που υποκατέστησε την ίδια τη ζωή. Έχουμε ξεχάσει να ζούμε και έξω από την τέχνη. Κι αυτό γιατί το “έξω” έχει γίνει αβίωτο. Εμείς αυτό προσπαθούμε να ανατρέψουμε.»

Για το πολύ ενδιαφέρον αυτό εγχείρημα μιλάει φυσικά στο OneMan και ο Άλκης Παναγιωτίδης. Όχι όμως πριν ανατρέξει σε όλη την πολυκύμαντη ζωή του.

Ο Ανδρέας Μαντάς και ο Άλκης Παναγιωτίδης την Τετάρτη 6 Ιουλίου θα βρίσκονται στην Ελευσίνα.

Δεν σου κρύβω ότι μου κάνει εντύπωση που δεν ζήτησες να συναντηθούμε στο Φίλιον.
Δεν πάω πια στο Φίλιον. Θεωρώ ότι έχει έρθει ένα τέλος εποχής. Ο λόγος είναι ότι η παρέα μου πια δεν υπάρχει. Έχουν «μετακομίσει». Οπότε δεν έχω κίνητρο. Παλιά πήγαινα για να δω τους φίλους μου. Έμενα και κοντά, στον περιφερειακό του Λυκαβηττού, ήμουν ένα λεπτό μακριά. «Φύγανε» οι φίλοι, μετακόμισα κιόλας στη Μαυρομιχάλη, οπότε συχνάζω εδώ γύρω. Στο Φίλιον πάω μόνο όταν ο φίλος μου ο Νίκος Κουτελιδάκης, ο σκηνοθέτης, μένει μακριά, με παίρνει τηλέφωνο γιατί μένει μακριά και μου λέει να βρεθούμε εκεί. Μόνο κατά παραγγελία πάω πια στο Φίλιον. Διαφορετικά όχι.

Νιώθεις σαν τον «τελευταίο των μοϊκανών»;
Νιώθω, όπως σου είπα, ένα τέλος εποχής. Νιώθω μόνος. Νιώθω μοναξιά. Παλιά έβγαινα και έβλεπα όλο φίλους και γνωστούς. Όχι μόνο στο Φίλιον, και σε άλλα στέκια που κάποτε συχνάζαμε και σταματήσαμε για διάφορους λόγους.

Δηλαδή η περιβόητη παρέα του Φίλιον ήταν ουσιαστική, δεν είναι περισσότερο κάτι που έχει πλάσει στο μυαλό του ο κόσμος για ένα τσούρμο ανθρώπων.
Όχι, ήταν όντως παρέα για πολλά χρόνια. Αρκεί να σου πω ότι με τον τελευταίο που «έφυγε», τον Κωνσταντίνο Τζούμα, γνωριστήκαμε στην Αμερική, συγκεκριμένα στη Νέα Υόρκη, όπου και οι δύο ήμασταν φουλ από ενέργεια και όρεξη να κυνηγήσουμε τα όνειρά μας. Εκεί μπήκαν οι βάσεις ώστε να συνεργαζόμασταν μετά, αν τυχόν γυρίζαμε στην Ελλάδα. Το οποίο έγινε. Και με τα άλλα παιδιά, τον Γιώργο Κοτανίδη και τον Δημήτρη Καμπερίδη -πρώτος έφυγε ο Καμπερίδης, μετά ο Κοτανίδης και μετά ο Τζούμας- είχαμε γερές βάσεις στη σχέση μας. Τον μεν Καμπερίδη τον είχα γνωρίσει στη Δράμα, όπου δούλευε ένας θείος μου ως πολιτικός μηχανικός και πήγαινα τα καλοκαίρια να κάνω διακοπές. Με τον δε Κοτανίδη ήμασταν συμμαθητές για ένα διάστημα στο Γυμνάσιο, στη Θεσσαλονίκη – αλλά μετά εγώ τέλειωσα ιδιωτικό. Αυτοί ήταν η βασική μου παρέα. Και ήταν οι μόνοι ηθοποιοί με τους οποίους είχα τόσο στενή σχέση. Γιατί εγώ βάσει σχεδίου δεν κάνω παρέα με τους ανθρώπους της δουλειάς μου.

Βάσει σχεδίου; Δηλαδή;
Αν κάνω παρέα με ανθρώπους της δουλειάς μου θα με παρασύρουν να μιλάμε 24 ώρες για τη δουλειά. Αυτό καταντά μανία. Οποιαδήποτε μανία σε οποιοδήποτε επάγγελμα είναι μη αναγκαία και κουραστική. Πολλές φορές σε φίλους λέω ότι οι Αμερικάνοι δεν μου έμαθαν μόνο πώς να παίζω, αλλά και πώς να διαχειρίζομαι τη δουλειά μου. Αυτοί μου είπαν πρώτοι ότι τη δουλειά μας την κάνουμε όταν την κάνουμε, μετά σταματάμε να ασχολούμαστε. Γιατί δεν θέλεις να σου γίνει μανία, που είναι κακός σύμβουλος. Δεν ξέρω πώς θα το πάρουν οι συνάδελφοι, αλλά δυστυχώς οι Έλληνες ηθοποιοί ζουν σε τέτοιο πλαίσιο. Τελειώνεις την παράσταση, σβήνεις τα φώτα και αρχίζεις. Θα πάρεις τον φίλο σου που παίζει στο τάδε θέατρο: «Πώς πήγε σήμερα; Καλά»; Ή τον άλλο και θα ρωτήσεις: «Τι γίνεται ρε ’σύ; Τι θα ανεβάσουν αυτοί;» Και πάει λέγοντας. Φτάνει με τη δουλειά!

Στοιχηματίζω ότι ποτέ δεν ενστερνίστηκες το λεγόμενο “method acting”;
Κάθε άλλο, είμαι πολέμιος. Δεν είναι τυχαίο ότι η σχολή που πήγα στην Αμερική, HB Studio λέγεται, γεννήθηκε από τις ανάγκες να μην είναι η υποκριτική μόνο method acting.

Πώς έφτασες όμως εκεί; Πώς ήξερες ότι σου ταιριάζει η συγκεκριμένη σχολή στη Νέα Υόρκη;
Πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Δηλαδή από τότε που ήμουν φοιτητής στη δραματική σχολή εδώ στην Αθήνα και μου δόθηκε η ευκαιρία να παίξω ντραμς σε ένα βελγικό κλαμπ στο Λουτράκι, και μάλιστα με συγκλονιστικά για την εποχή λεφτά, παρέα με τους φίλους μου. Τώρα που τα ξανασκέφτομαι όλα αυτά, συνειδητοποιώ ότι έχω ζήσει ποικίλη, ας πούμε ζωή. Οι φίλοι μου ξέρεις ποιοι ήταν; Οι αδερφοί Τζαβάρα. Τους έχεις ακουστά;

 

Τα Τζαβαράκια!
Ακριβώς. Κάνω λοιπόν παρέα μαζί τους και εκείνη την εποχή συχνάζω στην πλατεία Βικτωρίας γιατί τα Τζαβαράκια μένουν στην Αριστοτέλους, οπότε τακτικά πηγαίνω σπίτι τους και η υπέροχη μητέρα τους, ταΐζοντας τους, τάιζε κι εμένα. Κάθε βράδυ, όντας φοιτητής στη δραματική σχολή του Γρηγόρη Βαφιά, συχνάζω στην Πλάκα. Εκεί υπάρχει η περίφημη Κουκουβάγια επί της οδού Θόλου, ένα τζαζ κλαμπ όπου γίνονταν φοβερά sessions. Τα Τζαβαράκια παίζουν στα Ταβάνια, νέο κύμα κλπ. Με παίρνουν μια μέρα τηλέφωνο και μου λένε: «Ήρθε ένας Βέλγος στο μαγαζί χθες και θέλει να κάνουμε συγκρότημα και να πάμε στο κλαμπ Poseidon στο Λουτράκι, με συγκλονιστικά λεφτά. Θέλεις»; Θυμάμαι ότι ήταν Μάης. Δεν ξέρω, τους λέω, αν μπορώ να φύγω από τη σχολή. Πηγαίνω λοιπόν στη σχολή και λέω στον δάσκαλο: Όπως ξέρεις αγαπητέ, οι γονείς μου δεν με συντηρούν, μου έχει τύχει αυτή η δουλειά, τι να κάνω; Μου λέει: «Να πας, δεν είσαι τριτοετής, δεν έχεις εξετάσεις μπροστά σου, ως τώρα έχεις δείξει καλή διαγωγή, με την ευχή μου». Πάμε λοιπόν κι εκεί γνωρίζω τη μετέπειτα γυναίκα μου, Γαλλίδα στην καταγωγή, και την ερωτεύομαι σφόδρα.

Πριν τη γνωρίσω τα είχα δρομολογήσει έτσι ώστε να τελειώσω τη σχολή εδώ και να φύγω στην Αμερική, παρόλο που ήξερα ότι είναι πολύ δύσκολα εκεί. Πέφτω όμως με τα μούτρα στον έρωτα και μου λέει η γυναίκα μου: Ποια Αμερική; Έλα στο Παρίσι, το ίδιο είναι. Οπότε με το που τελειώνω τη σχολή, βρίσκω αμέσως δουλειά με ένα θίασο, κάνουμε μίνι περιοδεία στην Κρήτη και μετά πάμε στη Γερμανία. Στο μεταξύ έχει γίνει η δικτατορία, που για μένα ήταν άλλο ένα κίνητρο να σηκωθώ και να φύγω. Θυμάμαι ότι μένω τότε στην πλατεία Αμερικής, Μηθύμνης 45. Στις 21 Απριλίου έρχεται στο σπίτι ο κολλητός μου. Ξύπνα ρε μαλάκα, μου λέει, βγήκαν τα τανκ, έχουμε δικτατορία. Σοβαρά; του λέω. Φεύγω! Άσε που πριν προλάβω να φύγω μας έπιασαν και μας κούρεψαν. Είμαι από αυτούς που θα μπορούσαν να υπαινιχθούν αντιδικτατορικό αγώνα γιατί είμαι από τους κουρευθέντες. Μας ξεφτίλισαν. Ένας ελεεινός λοχαγός νομίζω. Τέλος πάντων.

Πάω λοιπόν στη Γερμανία. Με το που τελειώνουμε στη Βρέμη λέω στους υπόλοιπους ότι δεν γυρίζω στην Ελλάδα. Έφυγα για Γαλλία. Εκεί πήγα σαν ακροατής στη δραματική σχολή του Théâtre National Populaire όπου πλήττω θανάσιμα γιατί αυτά που διδάσκουν, δεν είναι το ζητούμενό μου. Το παραδοσιακό γαλλικό θέατρο δεν με ενδιέφερε καθόλου. Ήθελα να μάθω να παίζω όπως οι Αμερικάνοι που γούσταρα, να μάθω αυτή την αμεσότητα, την άνεση, την ελευθερία. Μιλάνε τόσο φυσικά όπως στη ζωή, έλεγε η συγχωρεμένη η μάνα μου.

Πλήττω λοιπόν στη Γαλλία και βρίσκω ένα τρόπο να πάω στη Νέα Υόρκη. Στην αρχή είμαι ψάρακας, δεν ξέρω πού να ψαχτώ για σχολές. Ξαφνικά χτυπάει η τύχη μου. Μαθαίνω ότι έρχονται η Μελίνα και ο Ντασέν να κάνουν μια ταινία. Τους ήξερα από το Παρίσι και πήγα στο ξενοδοχείο τους επί της Park Avenue. Δουλεύεις; μου λένε. Όχι, λέω. Θα δουλέψεις σε εμάς, λένε. Και παίζω σε μια ταινία που κάνει ο Ντασέν στο downtown της Νέας Υόρκης και λέγεται στα αγγλικά “The Rehearsal”, στα ελληνικά «Δοκιμή». Στην ταινία μαζεύτηκε το σύμπαν γιατί διαδόθηκε ότι είναι ένα είδος αντιδικτατορικής διαμαρτυρίας. Ενδιαφέρθηκε ως κι ο Μάρλον Μπράντο να παίξει αμισθί. Ο Ντασέν όμως δεν ήθελε να βάλει όλους αυτούς τους σταρ. Από τους πολύ γνωστούς πήρε τον Λόρενς Ολιβιέ, τον Άρθουρ Μίλερ, την Ολυμπία Δουκάκις. Και για δευτεραγωνιστές πολλούς που τους ξέρεις σίγουρα από διάφορες ταινίες, αλλά τότε ήταν πρωταγωνιστές στο Broadway.

Μέσω αυτών μαθαίνω πού πρέπει να πάω και να απευθυνθώ. Γνωρίζω κι έναν Eλληνοαμερικανό ηθοποιό, που τότε έπαιζε με τον Αλ Πατσίνο στο Boston Theatre, πιάνουμε μαζί σπίτι και μαθαίνω τα κόλπα. Αυτός τα είχε με την κόρη ενός πολύ γνωστού θεατρικού ηθοποιού, του Άρθουρ Κένεντυ. Η Κάθριν, καλή της ώρα, με συμβούλεψε να μην πάω στο Actors Studio γιατί πια έχει μόνο μουσειακή σημασία, αλλά να προτιμήσω το HB Studio γιατί το κύριο μοτο της είναι πώς ένας ηθοποιός χωρίς πολλά πολλά -χωρίς όλα αυτά του method acting, ότι δηλαδή για να παίξω ένα τρελό πρέπει να κλειστώ ένα χρόνο στο τρελοκομείο- λέει: «ένα, δύο, τρία, πάμε και είσαι τρελός». Προφανώς αυτή η τάση ξεκίνησε για οικονομικούς λόγους.

Δεν συνέφερε να συγκινηθεί ο ηθοποιός με κάθε τρόπο. Στο «Ανατολικά της Εδέμ» δεν του έβγαινε του Τζέιμς Ντιν μια σκηνή και όταν τον ρώτησε ο Καζάν τι χρειάζεται, του ζήτησε μουσική. Και ο Καζάν κατέβασε 40 άτομα ορχήστρα στην έρημο της Νεβάδα. Οπότε σου λένε οι παραγωγοί: Για κάτσε, πώς οι Ευρωπαίοι του Nouvelle Vague, του Free Cinema, του Nouveau Réalisme, είναι ηθοποιάρες, παίζουν αμέσως και δεν πετάνε τίποτα; Οι Αμερικάνοι γύριζαν 10 χιλιάδες μέτρα φιλμ για να χρησιμοποιήσουν ενάμιση και ο Φελίνο γύριζε 2 μέτρα και χρησιμοποιούσε 1,99. Γι’ αυτό ο μεγάλος Μπράντο είπε κάποτε ότι στην Αμερική οι ταινίες φτιάχνονται στα μοντάζ.

Πήγα λοιπόν στο HB Studio, που το έστησαν ο Herbert Berghof και η Uta Hagen. Ο μεν ήταν ένας Αυστριακός της σχολής Ράινχαρτ, η δε Hagen ήταν ίσως η μεγαλύτερη θεατρική ηθοποιός. Στη σχολή ένιωσα σαν να άνοιγαν το κεφάλι μου και να πετούσαν μέσα γνώση, αυτό έλεγα στον πατέρα μου όποτε μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Άλλο ένα μαγικό με την Αμερική ήταν ότι στην τάξη ήμασταν 10-12 άτομα οπότε σε κάθε μάθημα σηκωνόμασταν πάνω από μία φορά όλοι. Εν αντιθέσει με τις δραματικές σχολές εδώ. Το λέω γιατί υπήρξα δάσκαλος επί 25 χρόνια και από τις τάξεις των 35 παιδιών υπήρχαν μερικοί που σηκώνονταν όλη τη σεζόν 1-2 φορές. Όπως σε όλες τις δουλειές, έτσι και ο ηθοποιός μαθαίνει τη δική του κάνοντάς τη, όχι απλώς με το να τη σκέφτεται.

Τον πρώτο χρόνο στη σχολή δεν σηκώνομαι από ντροπή. Οι καθηγητές δεν με πιέζουν, καταλαβαίνουν το πρόβλημα με τη γλώσσα. Το οποίο το αντιμετώπισα ως εξής: όσες ώρες ήμουν στο σπίτι, είχα ανοιχτή την τηλεόραση και επαναλάμβανα ό,τι άκουγα. Σηκώνομαι λοιπόν την πρώτη φορά, τυχαίνει να είμαι καλός, παίρνω φόρα και στο τρίτο εξάμηνο παίρνω μια υποτυπώδη υποτροφία, κάτι αστεία λεφτά, 99 δολάρια το εξάμηνο, κάτι τέτοιο. Από το τέταρτο εξάμηνο οι δάσκαλοι με «διώχνουν», μην είσαι τόσο ανασφαλής, λένε, βρες έναν ατζέντη. Το κάνω. Αρχίζω να πηγαίνω σε οντισιόν και να βλέπω φως στο τούνελ. Ξαφνικά όμως χτυπάει το τηλέφωνο και είναι ο πατέρας μου. Ενώ είχα κάνει σχέδια να έρθουν οι γονείς μου να με δουν, προσγειώνομαι στην Ελλάδα.

Τώρα αρχίζουν τα δραματικά αλλά εφόσον σου λέω αλήθειες, θα συνεχίσω. Από το αεροδρόμιο πάω κατευθείαν στο νοσοκομείο. Ο μικρός μου αδερφός, ο Πάνος, είναι «δρομολογημένος να φύγει» γιατί έχει καρκίνο – μια μορφή που είναι αντιμετωπίσιμη τώρα, τότε όμως όχι. Ευτυχώς με το που έρχομαι όμως στην Ελλάδα το ’79 χωρίς να το θέλω, οι φίλοι που είχα γνωρίσει την περίοδο της δικτατορίας στο Παρίσι, είναι πια στα κόλπα. Κυκλοφορεί το νέο της επιστροφής μου και αρχίζω να δουλεύω.

 

Μπήκες δηλαδή κι εσύ στα κόλπα αμέσως.
Με τη μία! Ο πατέρας μου που ήταν ωραίος μάγκας μου είπε: Φίλε, εφόσον σε ζητάνε, μην κάθεσαι μαζί μας στο νοσοκομείο να κλαις, πήγαινε να δουλέψεις. «Έφυγε» ο αδερφός μου κι εγώ είχα ήδη κάνει μια κατάσταση. Μου λέει ο πατέρας και σύμβουλός μου: Αν πας πίσω στην Αμερική, θα δουλεύεις όπως εδώ; Όχι, του λέω, φτου κι απ’ την αρχή. Δεν ξέρω αγόρι μου, λέει, up to you. Επιπλέον ερχόμενος εδώ άρχισαν κι οι γκόμενες, ήμουν the new kid in town, καλός ηθοποιός, δεν περνούσα άσχημα. Ώσπου σκάει ο Νικολαΐδης και over the night όλη η καλλιτεχνική Αθήνα μιλάει για εμάς. Νωρίτερα είχα κάνει και τα «Δυο παπάρια τον Αύγουστο» (σ.σ. Δύο φεγγάρια τον Αύγουστο) όπως έλεγε ο Πουλικάκος γιατί μισούσε πριν από μένα τον Φέρρη.

Φαντάζομαι θα σε έχουν ρωτήσει δεκάδες φορές, βάλε στη λίστα σου άλλη μία. Με τον Νικολαΐδη πώς γνωριστήκατε;
Μου τον έφερε ο Τζούμας. Μου λέει ο Νικολαΐδη: Παίζεις ντραμς; Φυσικά, λέω. Μου λέει: Παίζεις ή λες μαλακίες; Του λέω: Έχεις καμιά ορχήστρα να πάω να παίξω σήμερα; Έχω, μου λέει, κάτι για σένα. Τι έχεις, του λέω. Έχω ένα ντράμερ που τα βράδια τρελαίνεται και σκοτώνει γυναίκες. Εγώ είμαι αυτός! του λέω, έπεσες στην περίπτωση, I’m this fucking character! Θυμάμαι μετά το τέλος της ταινίας να κατεβαίνει στο Κολωνάκι ο Νικολαΐδης για να βρει εμένα και τον Τζούμα και να μας λέει: Θέλω να ξέρετε ότι όχι μόνο θα σκίσετε, αλλά θα γίνετε -δεν θα το ξεχάσω ποτέ- ανάρπαστοι, παρόλο που αυτό που κάνετε είναι επικίνδυνο και εμένα προσωπικά ο χώρος με έχει στην μπούκα.

Και έγινε όπως σας το είπε;
Ανεβαίνουμε στη Θεσσαλονίκη και μου λέει να πάω να δω την ταινία στη δημοσιογραφική προβολή, όχι κατευθείαν το βράδυ. Και παθαίνω πλάκα! Με το που βγαίνω βλέπω κόσμο να τρέχει κατά πάνω μου. Πρώτος ένας ηθοποιός ονόματι Νίκος Τζόγιας που ήταν μέλος της επιτροπής οπότε κανονικά απαγορευόταν να έχουμε πολλά πολλά. Μου λέει: Ένα θέλω να μου πείτε, από πού μας έρχεστε κ.Παναγιωτίδη; Και μετά με αγκαλιάζει μια γυναίκα και μου λέει στ’ αυτί: Σ’ έβλεπα να σκοτώνεις κι έλεγα ας σκοτώσει κι άλλο. Ξέρεις ποια ήταν; Η πολύ σπουδαία, η τεράστια Νίκη Τριανταφυλλίδη.

Σας έκανε, όπως φημολογείται, τη ζωή δύσκολη ο Νικολαΐδης στα γυρίσματα;
Στα «Κουρέλια» όχι τόσο πολύ, κατάλαβε έγκαιρα ότι δε μασάμε. Αλλά στη «Γλυκιά Συμμορία» ήταν πολύ σκληρός, πχ με τον Μόσχο. Θυμάμαι να του λέω και να με ακούει: Ρε ’σύ Νίκο, τα παιδιά δεν έχουν πείρα, τους λες κι αυτά τα περίεργα, αν «κλείσει» ο ηθοποιός πώς θα ξανανοίξει; Εν τω μεταξύ η ιστορία της «Γλυκιάς Συμμορίας» είναι η εξής: Στο πρώτο καστ είναι Άρης Ρέτσος, Αντώνης Καφετζόπουλος, Άλκης Παναγιωτίδης, Όλια Λαζαρίδου, Κατερίνα Γώγου. Σπυριδάκης και Μόσχος ήταν κομπάρσοι, θα έκαναν κάτι μπατσόνια. Μια μέρα που δεν έχω πρόβα με παίρνει η γυναίκα του Νίκου, η Μαρί Λουίζ και μου λέει ότι πρέπει να τρέξω γιατί έχει γίνει το σώσε. Τα σπάσανε τελευταία στιγμή, μια βδομάδα πριν τα γυρίσματα, με τον Ρίτσο και τον Καφετζόπουλο. Έβαλε πρωταγωνιστές τους κομπάρσους. Και άλλαξε η ζωή τους.

Ο Νικολαΐδης άλλαξε τη ζωή και τη δική σου και των υπολοίπων. Μόνο με την καλή έννοια;
Ήταν καλό μέχρι ένα σημείο. Έπρεπε να ξέρεις ποια στιγμή να απογαλακτιστείς. Αλλά και τι ν’ ακούσεις και τι να μην ακούσεις από τον Νίκο. Μας εκτίμησε πάρα πολύ τους ηθοποιούς από τα «Κουρέλια», γίναμε η παρέα του. Ενώ με τα άλλα παιδιά δεν έγινε το ίδιο. Από εκεί και πέρα θα σου πω τι μου είπε κάποτε ο Σμαραγδής. Σε σκέφτομαι για πιθανά σενάρια αλλά εσύ είσαι άλλο πράγμα, μου λέει. Τι άλλο ρε, του λέω, μη λες μαλακίες, ηθοποιός είμαι, ούτε μέλος συμμορίας είμαι, ούτε σκοτώνω γυναίκες, στο σινεμά τα έκανα αυτά.

Κάποιοι λένε ότι ο Νικολαΐδης είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας σκηνοθέτης. Εσύ;
Έχοντας δουλέψει σχεδόν με όλους, μιας και έχω κάνει 60 ταινίες, έχω να πω ότι ο Νίκος ήταν πολύ σπουδαίος. Τα τελευταία χρόνια όμως -και το λέω αυτό με αγάπη, δεν θέλω να παρεξηγηθώ- κλείστηκε στον εαυτό του. Αυτό για τον καλλιτέχνη είναι ό,τι χειρότερο. Ο καλλιτέχνης πρέπει να πάρει, να δει, να ακούσει. Αν απομονωθεί, είναι αυτός και τα φαντάσματα του. Έπαθε επίσης μεγάλη πλάκα με αυτό που έγινε με την τελευταία του ταινία. Τέλειωσα με το σινεμά, θυμάμαι να μου εξομολογείται. Θα πω και το εξής κι ας νομίζουν κάποιοι ότι ξιπάζομαι.

Στα τραπέζια με έβαζε πάντα εκ δεξιών του. Μια μέρα μας καλεί στο σπίτι του στην Κηφισιά. Εγώ έχω μόλις γυρίσει από την Ινδία και είμαι ντυμένος ινδικά. Στο σπίτι είναι όλοι μαζεμένοι. Ξαφνικά γυρίζει και λέει: Παιδιά, να ξέρετε ότι απ’ όλους σας πιο πολύ γούσταρα και γουστάρω τον Άλκη. Πέφτει παγωμάρα και για να αποφορτίσω λίγο την κατάσταση, λέω: Παιδιά, φέρτε δύο μαχαίρια να κόψω και τις δύο φλέβες. Είχαμε καλή σχέση με τον Νίκο. Γελάγαμε πολύ. Επίσης του έλεγα πράγματα για τη δουλειά και μ’ άκουγε.

 

Δεν σε ψάρωνε δηλαδή;
Με τίποτα. Ίσως γιατί εγώ είχα ζήσει και το rock ’n’ roll από μέσα, κάτι που ο Νίκος ήθελε πολύ. Και παρά το ότι ήταν τον περισσότερο καιρό κλεισμένος στο σπίτι του στην Κηφισιά, επειδή με γούσταρε πολύ κατέβαινε μερικές φορές στο κέντρο και βγαίναμε.

Ο Νίκος είχε ένα χαρακτηριστικό. Όταν σκεφτόταν έντονα και μιλούσε, έκλεινε το ένα του μάτι. Μάλιστα στα «Κουρέλια», εκεί που πέφτουν τα γιαούρτια, ουσιαστικά παριστάνω τον Νίκο. Μου λέει λοιπόν κάποια στιγμή μ’ αυτό το ύφος: Θα παίξεις στην καινούρια μου ταινία, θα κάνεις κάποιον που είναι έξω από ένα σπίτι και το παρακολουθεί. Με τα χίλια, του λέω, μπάτσο δηλαδή θα κάνω; Όχι, αγόρι μου, λέει, μην το υποβιβάζεις, θα είσαι άγγελος θανάτου, και όπου πας, γίνεται καταστροφή. Πράγματι στην ταινία εμφανίζομαι και το σπίτι καταρρέει, σκοτώνονται, κάνουν, ράνουν…

Με φώναξε να παίξω και στην τελευταία του ταινία, το «The Zero Years», όπου σε ένα sci-fi κρατικό μπουρδέλο, εξαφανίζονται πελάτες και πάνε δυο μπατσόνια να βρουν την άκρη. Η ταινία πήγε άπατη. Πήγα και τον είδα στο σπίτι του, ήταν χάλια. Άλκη, μου λέει, δεν ξανακάνω σινεμά, αλλά έχω εναλλακτική. Εννοώντας το γράψιμο.

Και έγραψε όντως πολύ ωραία βιβλία.
Φυσικά. Δυστυχώς είχε πολύ ευαίσθητη υγεία. Από τη μέση και πάνω είχε και πρόβλημα στη σπονδυλική στήλη, με αποτέλεσμα να πονάει και να πρέπει να παίρνει πολλά παυσίπονα.

Πέρα από τον Νικολαΐδη ποιους άλλους σκηνοθέτες ξεχωρίζεις στην καριέρα σου;
Σίγουρα τον Νίκο Περάκη, με τον οποίο έκανα τέσσερις ταινίες, στις δύο ως πρωταγωνιστής. Μου άρεσε πολύ η σοβαρότητα με την οποία μας αντιμετώπιζε. Υπέροχος. Ποιους άλλους να θυμηθώ; Με όλους έχω δουλέψει. Τον Παύλο Τάσιο επίσης συμπάθησα πολύ. Αν και στην αρχή δεν τα βρίσκαμε, μετά έλεγε στους υπόλοιπους: Ο Παναγιωτίδης καθάρισε, κοιτάξτε κι εσείς να βρείτε τους ρόλους σας. Και με τον Βούλγαρη δεν είχα κανένα πρόβλημα – δεν έκανα σινεμά μαζί του αλλά τη σειρά «Οίκος ευγηρίας».

Ως ηθοποιός έχεις τραβήξει κόκκινες γραμμές για παράδειγμα με genres που δεν ήθελες να παίξεις ή σκηνοθέτες που δεν ήθελες να δουλέψεις μαζί τους;
Ναι, φυσικά, πολλές κόκκινες γραμμές.

Όπως;
Όπως ότι δεν έχω παίξει σε ταινίες σαν το «Safe Sex». Ή όπως να με φωνάζει ο Κώστας Καραγιάννης μια εποχή που δεν είχα να φάω κι εγώ να του λέω όχι. Και αντί να με βρίσει -εγώ δηλαδή θα έβριζα ένα τσογλάνι που του λέω να τον πληρώσω και μου λέει δε θέλω- μου έλεγε: Έλα ρε Παναγιωτίδη, κι εμείς κουλτουριάρηδες είμαστε. Και του έλεγα: Ρε Κώστα, στείλε μου κανένα συμπαθητικό σενάριο και το συζητάμε. Και μετά έτρεμα μην τυχόν μου στείλει όντως κάτι συμπαθητικό. Επίσης δούλεψα και με τον Σταύρο Τσιώλη. Σηκώθηκα κι έφυγα από το γύρισμα για να μη σκοτωθούμε.

Τι συνέβη;
Λοιπόν αυτό το παιδί ήταν ταλαντούχο μεν, βλαχαδερό δε. Μεγάλωσε στον Φίνο όπου τον είχαν για όλες τις δουλειές. Είχε τον αντιπαθητικό ρόλο να ξετρυπώνει τους τότε σταρ όταν αργούσαν στα γυρίσματα. Δηλαδή είχε γύρισμα η Λάσκαρη στις 10, στις 12 ήταν ακόμα άφαντη, πεταγόταν κάποιος κι έλεγε ότι το προηγούμενο βράδυ εθεάθη στο Τουρκολίμανο, οπότε φώναζαν: Σταύρο, πήγαινε και ψάξε όλα τα κότερα. Αργότερα ο Τσιώλης άρχισε να κάνει ταινίες με ερασιτέχνες γιατί μισούσε τους ηθοποιούς. Με φωνάζει λοιπόν με ένα συγκλονιστικό σενάριο για το «Έρωτας στη χουρμαδιά» να παίξω με ένα καλό και συμπαθητικό παιδί ονόματι Λάζαρος Ανδρέου, κι αρχίζει να με τσακίζει. Από την πρώτη μέρα μου κάνει put down, που είναι το χειρότερό μου. Τύπου εντάξει η Νέα Υόρκη, στην Τρίπολη έχεις πάει; Δυστυχώς όχι, του λέω. Ε, τότε τι μας λες τώρα, λέει, για τη Νέα Υόρκη; Σου είπα ρε τίποτα για τη Νέα Υόρκη; του λέω. Στην τελική και να σου πω δεν θα το καταλάβεις. Στον σταυρό που σου κάνω έτσι του μίλησα. Μου λέει ο Τζούμας, που ήταν ο μόνος που συμπαθούσε: Είναι σίγουρα τρελός, αλλά τρελός είσαι κι εσύ, οπότε μην του δίνεις σημασία. Δεν μπορώ ρε μαλάκα, του λέω, με προσβάλλει. Καθόμαστε μια μέρα στο σπίτι του Τζούμα με μια φίλη, την Αντιγόνη Αμανίτου, σκάει ο Τσιώλης κι αρχίζει να λέει μαλακίες. Ένα λεπτό, του λέει η Αντιγόνη, δηλαδή κάποιος που πρέπει να συνεργαστεί μαζί σου πρέπει να ακούσει και όλα αυτά που λες; Και σκέφτομαι ότι έχει δίκιο, άμα μου δώσει άλλη μία αφορμή ο μαλάκας, τέλος. Έχουμε λοιπόν μια μέρα όρντινο 4:45πμ στην Ομόνοια. Άλκη, πας σερί, κάνεις το πλάνο, γυρίζεις και κοιμάσαι, σκέφτομαι. Κατεβαίνουμε, κάνω το πλάνο, του αρέσει, τελειώνουμε και λέει: Τώρα θα πάμε να φάμε πατσά. Ευχαριστώ, του λέω, εγώ δεν θα έρθω. Γιατί, μου λέει, στη Νέα Υόρκη δεν τρώτε πατσά; Ρε μαλάκα, του λέω, εγώ είμαι Κωνσταντινουπολίτης και τον πατσά τον τρώω για πρωινό, αλλά για να είμαι εντάξει μαζί σου ήρθα άυπνος εδώ. Άντε γαμήσου, βρες άλλον. Και σηκώθηκα κι έφυγα.

Ποιο είναι το καλό; Όπως είπα πριν, οι Αμερικάνοι μου έμαθαν πολλά πράγματα, ένα από τα οποία είναι να διεκδικώ τα λεφτά μου. Συνεργάστηκα ακόμα και με εγκληματικά στοιχεία και δεν τόλμησε κανείς να μου κλέψει ούτε δεκάρα. Γιατί πιστεύω ότι αυτούς που δεν τους πληρώνουν, το κάνουν γιατί τους δίνουν δικαιώματα. Θυμάμαι, ας πούμε, να μου λέει κάποια στιγμή ο Λειβαδάς ο παραγωγός: Πειράζει να σου δώσω τα μισά τώρα και τα άλλα πιο μετά; Του λέω: Θες να σου απαντήσω στα αγγλικά; Ναι, μου λέει, γιατί μαθαίνω αγγλικά. Don’t even think about it! του λέω. Οπότε στον Τσιώλη το πρώτο πράγμα που του είπα ήταν ότι επειδή η ταινία είναι road movie και θα φεύγαμε από την Αθήνα, ζήτησα μια γενναία προκαταβολή για να καλύψω κάποιες ανάγκες. Παραγωγός του ήταν ο Παπαγεωργίου, διευθύνων σύμβουλος της Sanyo. Παίρνω λοιπόν 500 χιλιάδες δρχ. Με το που φεύγω από την ταινία τηλεφωνώ στον παραγωγό. Αχ, μου λέει, τα ‘μαθα, πολύ κρίμα, καλό παιδί είναι ο Σταύρος, λίγο τρελός αλλά καλός. Κύριε Παπαγεωργίου, του λέω, αν δεν έφευγα θα τον σκότωνα, τέτοιο humiliation δεν ανέχομαι από κανένα, σας παίρνω όμως γιατί δεν έχω να σας επιστρέψω την προκαταβολή. Δεν πειράζει Άλκη μου, λέει, θα βρούμε τρόπο να πατσίσουμε. Ευτυχώς δεν με πήρε ποτέ.

 

Τι σκέφτεσαι όταν ακούς τις λέξεις «Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος»;
Υπήρξαν καλές ιδέες και διαθέσεις. Σαν κίνημα όμως δεν τράβηξε κόσμο στις αίθουσες. Συγγενείς και φίλοι των συντελεστών πήγαιναν. Μεγάλο κομμάτι του κινήματος είχε να κάνει και με ολοκληρωτική άρνηση του παλιότερου σινεμά. Εγώ όμως είμαι ανοιχτός άνθρωπος και λέω ότι ορισμένες ταινίες του ΝΕΚ δε βλέπονται σε σχέση με παλιότερες ταινίες του Φίνου, του Μιχαηλίδη κλπ. Το καλό είναι ότι υπήρχε μία σύμπνοια στο ΝΕΚ. Δηλαδή στα γυρίσματα ενός σκηνοθέτη έρχονταν κι άλλοι και βοηθούσαν. Ενώ όμως υπήρχε διάθεση και χρήμα, δεν πήγε πολύ το όλο πράγμα. Σου μιλάω για πολύ χρήμα. Η Μελίνα πολλούς τους έκανε πλούσιους. Γιατί έκαναν και λαμογιές. Κάποιοι έπαιρναν ένα-δύο διαμερίσματα και έκαναν την ταινία με τα υπόλοιπα.

Με την περιβόητη ταινία «Oh Babylon» του Κώστα Φέρρη τι συνέβη;
Θεωρώ ότι εκεί έκανα μία από τις καλύτερες μου ερμηνείες στο σινεμά. Είναι βασισμένη στις Βάκχες του Ευρυπίδη σε μοντέρνα βερσιόν. Πήραμε όλοι πάρα πολλά λεφτά. Εγώ συγκεκριμένα πήρα 1,5εκ. δρχ! Μάλιστα είχα πει του Ζερβουλάκου, του παραγωγού: Θα με πληρώνεις βδομαδιάτικα γιατί έχω ένα απωθημένο. Όπως όλοι οι ηθοποιοί δηλαδή που έρχεται η Παρασκευή και βλέπουμε να πληρώνονται ο υδραυλικός, ο μαραγκός, ο αεριτζής, κι εμείς στεκόμαστε σε μια γωνία με το ύφος του παραπονεμένου. Η δε ταινία, επειδή την ψώνισε ο Φέρρης και φώναξε τον Maxi Priest, ένα σταρ της εποχής, να πει ένα τραγούδι από την εξαιρετική μουσική που έγραψε η Τέσια Παναγιώτου, πήγε και την έδειξε σε κάποιους στο Λονδίνο. Την ψώνισε ακόμη περισσότερο, πέταξε την ελληνική κόπια, πήρε κάποιους μαλακές παρεποιδημούντες ξένους, ντούμπλαρε την ταινία στα αγγλικά, και τελικά δεν πάτησε ψυχή να τη δει.

Γι’ αυτό είστε στα μαχαίρια με τον Φέρρη;
Θα σου πω. Περνάνε τα χρόνια, το ’χω πάρει απόφαση ότι η ταινία χαντακώθηκε και πετυχαίνω ένα παράγοντα του σινεμά τυχαία στην 3ης Σεπτεμβρίου. Ψάχνω να βρω το «Babylon» στα ελληνικά, του λέω, ξέρεις κάτι; Έλα αύριο να σου το δώσω, μου λέει. Το λέω στον Φέρρη και μου ζητάει να του το πάω για να το τελειώσει, δεν κοστίζει τίποτα να φορέσουμε τον ήχο. Περνάει ο καιρός, του στέλνω μια δυο τρεις ευγενικά, δεν μου απαντάει, ώσπου μου ρίχνει το παραμύθι ότι κάνει 10 χιλιάδες ευρώ τελικά. Πάρ’ την άμα θέλεις να την τελειώσεις μόνος σου, λέει. Όποτε το θυμάμαι, θυμώνω και τον ξεφωνίζω στο Facebook.

Με τον Νίκο Ζερβό είχε πάει καλά η συνεργασία;
Αμέ, κάναμε τέσσερις-πέντε ταινίες. Με τον Ντίνα Κατσουρίδη επίσης ήταν μεγάλη μου τιμή που συνεργάστηκα. Φοβερός τύπος, ο πατριάρχης του ελληνικού σινεμά. Μάλιστα έπαιξα και στην τελευταία του ταινία που υποτίθεται ότι την έκανε η γυναίκα του, η Ισαβέλλα Μαυράκη, αλλά δικιά του είναι, σε σενάριο Πέτρου Μάρκαρη, με τίτλο «Μην περνάς, ανάβει κόκκινο».

Με ποιο βασικό κριτήριο επιλέγεις σε ποια πρόταση θα πεις ναι;
Πάνω απ’ όλα είναι η αίσθηση αν μου λέει κάτι προσωπικά. Ήθελα φυσικά να δουλεύω όσο πιο πολύ γινόταν, αλλά δεν είναι τυχαίο ότι είμαι ο μόνος που δεν έκανε ούτε μία βιντεοκασέτα, όπως τόσοι συνάδελφοί μου γιατί ήταν εύκολα και γρήγορα λεφτά.

Δεν μπήκες ποτέ στον πειρασμό;
Όχι, ποτέ, κι ας μην είχα να φάω εκείνη την εποχή. Είχα όμως τον πλούσιο μπαμπά μιας φίλης που μου έλεγε: Μη στενοχωριέσαι αγόρι μου, εγώ είμαι εδώ. Το έχω ξαναπεί. Οι πλούσιοι φίλοι μου με προστάτευσαν ώστε να μην ξεπέσω και αναγκαστώ να κάνω οτιδήποτε. Κάτι που έχω κρατήσει ως τώρα. Πάω μόνο εκεί που γουστάρω. Δεν πήγα ποτέ κάπου μόνο και μόνο για να έχω να πληρώσω τη ΔΕΗ. Κι ας έφτασα πολλές φορές στο χείλος του γκρεμού. Θυμάμαι ας πούμε κάτι Χριστούγεννα που δεν είχα καμία πρόταση και άρχισα να παρανοώ μήπως τα έχουν βάλει όλοι μαζί μου γιατί έχω έναν αέρα όχι αλαζονικό, περηφάνιας όμως ρε παιδί μου.

Από την άλλη, υπήρξαν περίοδοι που έβγαλες πολλά λεφτά;
Αμέ, πολλά.

Και τι απέγιναν;
Σκόνη, αέρας και ταξίδια. Αλλά ναι, ειδικά με την τηλεόραση έβγαλα πολλά. Ένα παράδειγμα: 120 χιλιάδες ευρώ για 3 μήνες δουλειά. Τα έφαγα όμως. Δεν το μετανιώνω. Ή ίσως να το μετανιώνω λίγο. Θα μπορούσα να είμαι λίγο πιο συντηρητικός και να έβαζα μερικά κάτω από το μαξιλάρι.

Τελευταία φορά ειδωθήκαμε στη Λυρική Σκηνή όπου «ανέβηκαν» τα «Φτηνά Τσιγάρα». Πώς σου είχε φανεί η παράσταση;
Για κάποιον που είχε δει την ταινία, ήταν ανυπόφορη. Για κάποιον που δεν την είχε δει, ίσως να είχε κάποιο ενδιαφέρον.

Την υπολογίζεις ανάμεσα στους σημαντικούς σταθμούς της καριέρας σου;
Όπως σου είπα, ό,τι έχω κάνει το έχω γουστάρει πολύ. Άρα και σε αυτή την ταινία γούσταρα το ρόλο μου. Πιο πολύ όμως γούσταρα τις σκηνές με τον Τσάκωνα, ο οποίος με συμπάθησε. Σε παρακαλώ σώσε με, μου έλεγε, εσύ που είσαι κουλτουριάρης γιατί εγώ είμαι υπερβολικός. Γίναμε καλοί φίλοι. Σκέφτομαι τις σκηνές, όλα αυτά τα «χομπίστας», «γαμιέσαι» κλπ, και ξεκαρδίζομαι. Λέω κι άλλη μία μεγάλη ατάκα, εκεί που κάποιος υποτίθεται ότι κάνοντας μια περίεργη άσκηση στη γυμναστική, παθαίνει ζημιά. Και λέω: Μα καλά, τόσα χρόνια γυμναστική για να μάθει να κάνει τσιμπούκι στον εαυτό του;

Με τον Χάρρυ Κλυνν πώς ήταν η συνεργασία σας για το «Made in Greece»;
Με φωνάζει ο παραγωγός ο Ζερβουλάκος και μου λέει ότι ο Χάρρυ γουστάρει πολύ τον Πουλικάκο και μένα και θέλει να παίξουμε. Η πρώτη μου ερώτηση ήταν: Πόσο καιρό θα δουλέψω; Για να κανονίσω και τι λεφτά θα πάρω. Δηλαδή πάντα κάνω πρώτα την καλλιτεχνική επιλογή και αμέσως μετά την οικονομική. Πέντε-έξι μέρες θα γυρίζαμε. Πάμε, ξεκινάμε και ο Κλυνν παθαίνει πλάκα, μας ερωτεύεται. Με αποτέλεσμα οι έξι μέρες να γίνουν είκοσι. Κάθε μέρα ερχόταν και έλεγε: Κουφάλες, δεν κοιμήθηκα για πάρτη σας, κάθισα και σας έγραψα σκηνές. Σε βαθμό που στην ταινία βγαίνουμε σχεδόν πρωταγωνιστές οι δύο Γερμανοί που κάνουμε. Έπεσε πολύ γέλιο, δεν μπορείς να φανταστείς, ήταν πανηγύρι, μεγαλείο! Ο οποίος Χάρρυ μας εξομολογήθηκε ότι ήθελε να συνεργαστούμε και στο θέατρο. Είχε κατά νου να κάνει το «Παλτό» του Γκόγκολ. Αλλά όπως λέει η παροιμία, συν Αθηνά και χείρα κίνει. Ο άνθρωπος μας άνοιξε την ψυχή του, μη χαθείτε, μας είπε όταν τελειώσαμε το Made in Greece, κι εμείς χαθήκαμε. Ξαναπήγαμε να τον βρούμε για να του ζητήσουμε δανεικά, ο Πουλικάκος δηλαδή.

Μαθαίνουμε ότι είναι σε ένα μαγαζί στην Πλάκα και λέει ο Μήτσος: Δεν έχω μία, πάμε να δαγκώσουμε τον Χάρρυ; Πάμε, του λέω, αλλά όχι να δαγκώσουμε, εσύ θα δαγκώσεις. Πάμε, παθαίνει πλάκα ο Χάρρυ που μας βλέπει και λέει ο Μήτσος: Θέλουμε να σου πούμε κάτι. Μήτσο, μετά ό,τι θέλεις, λέει η γάτα ο Χάρυ και δίνει εντολή να σηκώσουν κάποιους από το πρώτο τραπέζι για να κάτσουμε. Ρε μαλάκα Μήτσο, του λέω, γιατί με βάζεις και μένα στο παιχνίδι; Εντάξει, μωρέ μαλάκα, λέει, μη δίνεις σημασία. Και ξεκινάει ξανά: Όπως σου είπαμε Χάρρυ -πάλι πληθυντικό δηλαδή- έχουμε μια ανάγκη, θέλουμε 200 χιλιάδες. Δεν απαντάει ο Χάρρυ, μπαίνει στο καμαρίνι του, βγαίνει και λέει: Μήτσο, πάρε 50 χιλιάδες και δε μου χρωστάς τίποτα. Ήταν σπουδαίος ο μπαγάσας ο Χάρρυ.

Όπως και ο γιος του, ο Νίκος.
Μα ναι. Ήταν να παίξω στην τελευταία του ταινία. Είχε ήδη καρκίνο και πήγα στο Gagarin να δω τους Cinematic Orchestra νομίζω. Μου λέει: Θέλω να κάνεις τον δικηγόρο στην καινούργια μου ταινία. Του λέω: Ναι, αβλεπί! Μαρίνα, φώναξε τη γυναίκα του, ο Άλκης είπε ναι! Τον αγαπούσα τον Νίκο, τον ήξερα από την εποχή του «Made In Greece», τραβούσε βίντεο από την ίδια γωνία της μηχανής.

Ο κόσμος τι άποψη πιστεύεις ότι έχει για σένα;
Την καλύτερη.

Πού το βασίζεις;
Το αισθάνομαι, εισπράττω πολλή αγάπη. Ευτυχώς γιατί είμαι μάλλον μοναχικό άτομο και πολλές φορές σαλτάρω, οπότε με ηρεμεί κάπως αυτό. Ρε φίλε, λέω, κάτι έκανες στη ζωή σου που είχε ανταπόκριση και το εισπράττεις τακτικά από τον κόσμο. Όπου και να πάω εισπράττω χαμόγελα.

Υπάρχει κάποια παρανόηση γύρω από τον εαυτό σου που θέλεις επιτέλους να διορθωθεί;
Δεν νομίζω. Εκτός κι αν έχεις ακούσει εσύ κάτι περίεργο.

Στον δρόμο δεν σου έχει πει ποτέ κανείς κάτι κακό;
Όχι, εκτός μόνο από το εξής καταπληκτικό. Πάω μια φορά με ένα φίλο στο Πόρτο Ράφτη για Καθαρά Δευτέρα. Με το που μπαίνουμε στο σπίτι, με βλέπει ο γέρος πατέρας του, σηκώνεται και φωνάζει: Εσύ έξω, όποτε σε βλέπω στην τηλεόραση μου έρχεται να τη σπάσω. Κύριε, του λέω, χωρίς να το θέλετε μου κάνετε το καλύτερο κοπλιμέντο. Προφανώς, λέω, δε με γουστάρετε για αυτά που λέω στη σειρά. Τα λόγια αυτά όμως δεν είναι δικά μου, τα γράφουν άλλοι για να τα πω. Προσπαθώ δηλαδή να τα εξηγήσω όλα αυτά σε γέρο, άξεστο άνθρωπο. Α ναι; μου λέει. Βέβαια, του λέω. Ε τότε κάτσε!.

Τώρα που έχεις μεγαλώσει και λίγο πολύ οι απολογισμοί είναι αναπόφευκτοι, τα θετικά του να είναι κανείς ηθοποιός είναι περισσότερα από τα αρνητικά;
Νομίζω ότι είναι καλή δουλειά στην Ελλάδα μόνο αν είσαι αναγνωρίσιμος. Στην Αμερική και αναγνωρίσιμος να μην είσαι, μπορείς να ζήσεις από τη δουλειά σου. Γιατί εκεί μετράει μόνο αν είσαι καλός, τίποτα άλλο. Γενικά στην Ελλάδα πρέπει να είσαι σε θέση ισχύος για να περάσεις καλά. Διαφορετικά, μπορεί να περάσεις πολύ άσχημα.

Τόσα χρόνια μετά την επιστροφή σου από την Αμερική, αν μπορούσες να γυρίσεις το χρόνο πίσω, τι θα έκανες;
Θα έμενα εκεί. Αυτό υπάρχει πάντα στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Μου πήγαινε πολύ η ζωή του ηθοποιού στην Αμερική. Εκεί δεν υπάρχει η λέξη αδικία. Δεν σε αδικεί κανείς. Είναι το σύστημα φτιαγμένο έτσι ώστε να σε υποστηρίξει γιατί από σένα θα βγάλουν πολλοί άλλοι λεφτά. Δεν παίζει ρουσφέτι. Δεν τους συμφέρει να υποστηρίξουν ένα μέτριο. Ήμουν παρών όταν το Μπαλέτο της Νέας Υόρκης κήρυξε διαγωνισμό για νέους χορευτές. Μεταξύ αυτών και ο γιος του Ρήγκαν. Δεν τον πήραν. Προτίμησαν έναν που δεν τον ήξερε ούτε η μάνα του στο Ντιτρόιτ. Στο εξωτερικό δε θα πει κανείς: Πάρ’ τον αυτόν στη δουλειά. Μου το είχε πει και η Ειρήνη Παππά. Το έζησα και με τον Τσαρούχη, που μετά τη γνωριμία μας μου έδωσε ένα γράμμα να πάω στον Τζεφιρέλι. Έγραφε στα γαλλικά: «Αγαπητέ Φράνκο, ο φίλος μου Άλκης Καγιάς -αυτό είναι το κανονικό μου επώνυμο- θέλει πολύ να παίξει σε κάποια ταινία σου. Σε σένα άπτεται να το αποφασίσεις».

Γιατί άλλαξες το επώνυμό σου;
Μένει χήρα η μάνα του πατέρα μου με τρία παιδιά στο σπίτι τους στο Φανάρι. Βάζει τον θείο μου οικότροφο στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και τον πατέρα μου στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Καγιάς στα τούρκικα σημαίνει πέτρα. Τα χρόνια εκείνα τα ονόματα άλλαζαν πολύ εύκολα. Και από Αθανάσιος του Παναγιώτη Καγιάς, του το έκαναν Αθανάσιος του Παναγιώτη Παναγιωτίδης. Άκου και το άλλο. Στον θείο μου μετέφρασαν το όνομα. Τον έκαναν Αντώνη Πετρίδη. Δυο αδέρφια λοιπόν που ο ένας λεγόταν Παναγιωτίδης και ο άλλος Πετρίδης. Φοβερό;

Φοβερό μου φαίνεται και ότι θα συμμετέχεις σε μια παράσταση με τον θρύλο του post-punk, Jah Wobble.
Ξέρεις κάτι; Ανέκαθεν με αγαπούσε πολύ η νεολαία, κάτι που πιστεύω ότι οφείλεται στις ταινίες του Νικολαΐδη. Οφείλω δε να πω ότι έχω μεγάλο θαυμασμό για τα νέα παιδιά και τις γνώσεις που έχουν. Όπως ο Αντρέας Μαντάς, ο σκηνοθέτης του Post Scriptum τώρα στην Ελευσίνα, που με γοητεύει το εύρος γνώσης του. Χαίρομαι που παίζω στην παράσταση του. Επίσης εδώ και πολύ καιρό έχω βαρεθεί αυτό που λέμε «θεατρίλα». Ψάχνω καινούργιους δρόμους. Θέλω να εντάσσω τη μουσική σε αυτό που κάνω, να παίξω ντραμς κλπ. Με τον Αντρέα γνωριστήκαμε σε ένα κάστινγκ, αρχίσαμε να κάνουμε παρέα και φτάνοντας στο σήμερα μου άρεσε πάρα πολύ η ιδέα του. Έχω τρομερή ανυπομονησία και για αυτό που θα κάνουμε εμείς στην Ελευσίνα αλλά και για αυτά που θα κάνει ο Jah Wobble. Δεν τον ήξερα. Ο Αντρέας μου τον έμαθε.

Τι προτιμάς περισσότερο; Θέατρο, σινεμά ή τηλεόραση;
Θέατρο γιατί εκεί κυρίαρχος είναι ο ηθοποιός. Στο σινεμά κυρίαρχος είναι ο σκηνοθέτης.

Αγαπάς όλες σου τις ταινίες, καλές ή κακές, το ίδιο;
Ναι, όλες. Ίσως να αγαπάω πιο πολύ απ’ όλες το “Babylon” γιατί έχει από τις πιο καλές μου ερμηνείες και δεν την έχει δει ο κόσμος. Και είναι μαλακία του Φέρρη γιατί ίσως να είσαι η καλύτερη του ταινία.

Σε απασχολεί η υστεροφημία σου;
Μπα. Να σκεφτείς, Θεοδόση, ότι μερικές φορές που πάω σε αυτά τα μεγάλα ταξίδια μου στην Ασία, ξεχνιέμαι. Με το που γυρίζω στον έλεγχο διαβατηρίων μου λένε συνήθως: Για δουλειά ήσασταν; Σκέφτομαι τι λέει αυτός τώρα; Τι εννοεί; Εγώ ρε ’σύ Θεοδόση από μικρός δεν έκανα τερτίπια σκεπτόμενος την υστεροφημία μου. Ήθελα να παίζω, να συμμετέχω, ειδικά όταν μεγάλωσα λίγο. Όπως έλεγε και ο Τσαρούχης, ηθοποιός καλός γίνεσαι μετά τα 40.

Επιστρέφοντας σε αυτό που λέγαμε στην αρχή, βλέποντας τους φίλους σου να «φεύγουν», σε κυριεύει κάποιο αίσθημα θνητότητας;
Μου κάνει εντύπωση γιατί αυτοί οι φίλοι μου φύγανε ενώ είχαν κάνει καλή ζωή. Εγώ έχω κάνει τη χειρότερη κι ακόμα είμαι ζωντανός. Προβληματίζομαι. Άσε, δεν έχουμε πει τίποτα. Τη ζωή μου πρέπει να τη γράψουμε σε συνέχειες. Πέρα από την πλάκα, όπως σου είπα νιώθω μοναξιά, κακά τα ψέματα. Χθες, για παράδειγμα, είχα μια γεμάτη μέρα αλλά όταν γύρισα σπίτι ένιωσα το κενό που νιώθω πάντα. Ωραία, λέω, να βγω, αλλά ποιον θα βρω; Θυμάμαι τον Χορν σε μια συνέντευξη που τον ρώτησαν τι του λείπει περισσότερο. Οι φίλοι μου, είπε χωρίς να το σκεφτεί. That’s fucking life.

INFO

Μυστήριο 93 – ΞΥΛΙΚΙ | Post Scriptum
Πέμπτη 6 Ιουλίου 2023
Πάρκινγκ Παλαιού Ελαιουργείου Ελευσίνας
Σύλληψη – Σκηνοθεσία – Κείμενο: Αντρέας Μαντάς
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί Ιωάννα Παππά, Άλκης Παναγιωτίδης και Αντρέας Μαντάς και ζωντανά επί σκηνής οι μουσικοί Jah Wobble & Tian.