Αν ο Κωστής Μαραβέγιας χορεύει στα 60 του το «Δεν Ζητάω Πολλά», θα στεναχωρεθεί πολύ
Από τον χαρούμενο και ρομαντικό Μαραβέγια, στον Κωστή που μιλά για τις δυσκολίες της εφηβείας, τον φόβο του θανάτου και το αντίο στη μουσική. Από το Milky Way και τον νέο του δίσκο Portofino μέχρι τις εμφανίσεις στο Vox, ένα ταξίδι από το Αγρίνιο ως την ωριμότητα.
- 5 ΔΕΚ 2023
Η εικόνα που έχει πολύς κόσμος για τον Κωστή Μαραβέγια είναι πολλές φορές κάπως στερεοτυπική. Ένας χαρούμενος, ρομαντικός τύπος, που μας καλεί να κάτσουμε στα παγκάκια και να φασωθούμε, αφού όλα θα πάνε καλά, η μουσική και η αγάπη θα κερδίσει. Ή κάπως έτσι.
Προφανώς, δεν είναι έτσι τα πράγματα και όσοι αγαπάνε και παρακολουθούν την πορεία του καλλιτέχνη, το γνωρίζουν καλά. Ο Κωστής Μαραβέγιας γράφει στίχους με πολιτικό και κοινωνικό πρόσημο, έχει μια πιο σκοτεινή και εύθραυστη πλευρά την οποία εξωτερικεύει στη μουσική του Milky Way, πειραματίζεται μουσικά, κι αυτό βγαίνει στον πολύ διαφορετικό νέο του δίσκο, Portofino και δοκιμάζει μέχρι και stand up comedy, στην παράσταση που ετοίμασε στο Vox.
Και κυρίως, αυτό που ήταν φανερό στην περισσότερη από μία ώρα της κουβέντας μας, ήταν πως πρόκειται για έναν άνθρωπο ναι μεν ρομαντικό και ευαίσθητο, αλλά σίγουρα πλήρως ευαισθητοποιημένο, για τα στραβά και τις δυσκολίες της ζωής, τον φόβο της θνητότητας και τη ματαιότητα της ύπαρξης.
Σκέψεις που τις ξεκίνησε ως έφηβος στο Αγρίνιο, κοιτάζοντας κι εκείνος τα αστέρια όπως η Gen Z του Milky Way και τις συνεχίζει μέχρι σήμερα, κάνοντας την αυτοκριτική του, έχοντας πλήρη αυτογνωσία για το πώς και πότε θα σταματήσει τη μουσική, του τι θέλει και κυρίως τι δε θέλει πια από τον εαυτό του.
Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Βασίλη Κεκάτο;
Όλα ξεκίνησαν όταν ταξιδέψαμε στην Κεφαλλονιά πριν από 4-5 χρόνια. Η Τόνια [Σωτηροπούλου], όπως κι εγώ φυσικά, θαυμάζαμε πολύ τη δουλειά του και μιας και βρισκόμασταν στο ίδιο μέρος, είπαμε να έρθουμε σε επαφή μαζί του για να τον γνωρίσουμε. Η γνωριμία αυτή τελικά εξελίχθηκε σε δυνατή φιλία.
Και πώς φτάσαμε στην πρόταση να κάνεις τη μουσική για το Milky Way;
Ο Βασίλης είχε ξεκινήσει τότε να δουλεύει μια ταινία, όμως λόγω του κορονοϊού αναγκάστηκε να αναζητήσει άλλο φορμάτ και δέχθηκε την πρόταση από το κανάλι για τη σειρά. Μας είχε πει την ιδέα του αλλά δεν είχαμε συζητήσει για τη μουσική. Την επόμενη χρονιά που πήγαμε πάλι στην Κεφαλλονιά, με ρώτησε αν έχω μαζί μου μηχανήματα. Είχα όπως πάντα μαζί μου το λάπτοπ και πληκτράκι με ήχους και μου ζήτησε σε πολύ χαλαρή φάση να βρούμε ιδέες πάνω σε αυτά που είχε γράψει. Ήδη δούλευε και η Kid Moxie πάνω στο πρότζεκτ, έψαχνε όμως πιο πολύ κάτι σε κλασικό σάουντρακ.
Πήγα λοιπόν με το πληκτράκι μου, ψάχναμε ήχους και του άρεσε πολύ όπως έβγαινε. Μέσα σε μια ώρα μου είχε αφηγηθεί όλη την ιστορία της σειράς και μπήκα στο σύμπαν του. Όταν είδα και φωτογραφίες από τα γυρίσματα με βοήθησε ακόμη πιο πολύ. Βασίστηκα σε αυτές τις ιστορίες των εφήβων, έχοντας υπάρξει κι εγώ σε μια εφηβική κατάσταση που ήταν εκρηκτική και ιδιαίτερη, στην επαρχία κι εμένα, ταυτίστηκα πάρα πολύ, με αγάπη και όλη μου τη λαχτάρα να φτιάξω κάτι.
Όλη αυτή η ιδιαίτερη κατάσταση που λες ήταν και η έμπνευση για να φτιάξεις τη μουσική;
Με βάση αυτά επέλεξα και την ηχητική προσέγγιση, γιατί εκτός από τις συνθέσεις και τις μελωδίες, μεγάλο ρόλο παίζει και τι ήχους διαλέγεις. Έφτιαξα ένα σύμπαν εύθραυστο, με επαναλήψεις, όπου ο ήχος φθίνει και φθείρεται σε κάθε επανάληψη, λίγο τσαλακωμένο και lo-fi για να ταιριάζει με την ανασφάλεια της εφηβείας.
Από τη δική σου εφηβεία τι θυμάσαι;
Πολύ άγχος και στρες από τις αλλαγές που υπήρχαν. Είχα καταλάβει ότι πρέπει να βρω μια επαγγελματική σταδιοδρομία, έναν δρόμο. Ξέρεις, είναι πολύ περίεργη και δύσκολη αυτή η περίοδος, πέρα από το σώμα μας δηλαδή, και οι προσδοκίες της κοινωνίας, των γονιών, της οικογένειας, το προς τα πού θα πας, με τι θα ασχοληθείς. Πολλές απαιτήσεις. Και οι πανελλήνιες είναι μια ψυχοφθόρα διαδικασία. Δυστυχώς δεν θα σου πω ότι από την εφηβεία μπορώ να αντλήσω μια θετική εικόνα με την πρώτη σκέψη. Πρέπει να ψάξω πιο πολύ, να βρω στιγμές ανεμελιάς με την παρέα μου και τις πρώτες μου εξορμήσεις εκτός σπιτιού. Την αίσθηση αυτή της ελευθερίας ότι ανοίγεται ένας κόσμος μπροστά μας, που παρά τις δυσκολίες και τη μαυρίλα της περιόδου, θα μας λυτρώσει με έναν τρόπο.
Μπορώ να σου πω για την πρώτη εικόνα του Μπάρι της Ιταλίας στα 18 μου, γιατί ακόμα έφηβος ήμουν, είχα φύγει δηλαδή πριν καν κλείσω τα 18. Έφτασα στο λιμάνι του Μπάρι από το λιμάνι της Πάτρας με καράβι και είχα αυτή την αίσθηση ότι μια νέα ζωή ανοίγεται μπροστά μου. Ξέρεις, αυτό είναι ωραίο αίσθημα, ξαναγεννιέσαι με έναν τρόπο όταν πηγαίνεις σε άλλα μέρη να ζήσεις. Ξαναγεννιέσαι γιατί φέρεις τα εφόδια τα δικά σου και τις εμπειρίες σου και τον πολιτισμό σου και ό,τι έχεις μάθει και έχεις ακούσει, τα ξεδιπλώνεις, μαθαίνεις κι άλλα.
Ευτυχώς που το έζησα όλο αυτό κι έχω μεγάλη ευαισθησία για αυτή την ηλικία και έρχονται και παιδιά στις συναυλίες μου και καμιά φορά, φανατίζονται πάρα πολύ με τη μουσική μου. Γενικά, είχα πολύ θετικά μηνύματα για τα τραγούδια και για τη μουσική μου, για το πώς επιδρούν σε παιδιά αυτής της ηλικίας. Οπότε λέω καμιά φορά, λες να υπάρχει αυτό το σχεδόν μεταφυσικό, ότι επειδή εγώ το αισθάνθηκα κάπως, επικοινωνείται αυτό το συναίσθημα με έναν τρόπο μέσα από τη μουσική και εκείνα τα παιδιά το καταλαβαίνουν και το παίρνουν αυτό το μήνυμα; Άρα σκέφτομαι ότι μπορεί αυτό που εγώ αισθάνθηκα σαν πίεση εκείνη την περίοδο, να ήταν για καλό των πιο πολλών. Αυτό είναι ένα βάλσαμο.
Ποια είναι η μεγαλύτερη διαφορά αυτής της σημερινής γενιάς με τη δικιά σου;
Η μεγαλύτερη διαφορά, απ’ όσο έχω καταλάβει μέσα από την επαφή που έχω με τη σημερινή γενιά, στις συναυλίες κυρίως, είναι ότι είναι πιο ελεύθεροι. Ελεύθεροι να δηλώσουν, να απαιτήσουν, αισθάνομαι ότι έχουν καλύψει το δικό μας κενό, όπου υπήρχε μεγαλύτερη εσωστρέφεια και ανασφάλεια ως προς την ταυτότητά μας, τι αισθανόμαστε, τι πρεσβεύουμε και τι λέμε. Και μια ενοχή που την κουβαλούσαμε από παλαιότερες γενιές. Από την άλλη βέβαια, η σημερινή γενιά είναι πιο εγκλωβισμένη στα κοινωνικά δίκτυα, στην αυτοεικόνα. Το πιο κοντινό που είχαμε εμείς σε Instagram ήταν κάτι περιοδικά που έστελνες τη φωτογραφία σου και τη δημοσίευαν.
Τις συντηρητικές αντιδράσεις ότι το Milky Way διαφθείρει τα παιδιά μας πώς τις βλέπεις;
Οι αντιδράσεις έχουν να κάνουν πιο πολύ με το μέσο. Το ίδιο το μέσο είναι εγγενώς συντηρητικό. Η εποχή όμως αλλάζει κι όταν γίνεται ένα βήμα στην ελληνική τηλεόραση συνήθως ακολουθούν κι άλλοι. Κάνει ένα κανάλι σειρά εποχής, ακολουθούν αμέσως άλλες 20 σειρές εποχής. Έχω την αίσθηση ότι θα φέρει έναν εκσυχρονισμό στη θεματική. Διαπραγματεύεται τη διαφορετικότητα, το θέμα των αμβλώσεων, θέματα που πριν 10 χρόνια θα ήταν καυτές πατάτες για την τηλεόραση, δεν θα έμπλεκε κανείς. Το ότι βρήκε το κανάλι το θάρρος να το κάνει, για μένα είναι πολύ ελπιδοφόρο.
Κάτι ακραία φαινόμενα τώρα, με υπερχριστιανικές ενώσεις και ακροδεξιά κόμματα, πάντα θα υπάρχουν. Το σίγουρο όμως είναι ότι η σειρά έχει μια καλή πρόθεση, να δείξει αυτό που συμβαίνει και όχι να σοκάρει, να πει ιστορίες ανθρώπων που δεν είχαν ορατότητα μέχρι τώρα. Τι να κάνουμε, κάποια στιγμή έπρεπε να συμβεί κι αυτό. Και στην κοινωνία άλλωστε βγαίνουν πια άνθρωποι που δεν είχαν καθόλου ορατότητα μέχρι σήμερα. Ε, τώρα βγαίνουν και στην τηλεόραση. Βήματα εμπρός είναι αυτά.
Οι γονείς έχουν βαθιά μεσάνυχτα. Τα παιδιά τα βλέπουν στο YouTube και το ίντερνετ σε σειρές όπως το Euphoria και το Sex Education πολύ πριν ανοίξουν την τηλεόραση και ξέρουν τα πάντα. Το να εθελοτυφλούμε και να έχουμε μια βιτρίνα καθωσπρέπει και να λέμε ότι δεν συμβαίνει τίποτα δεν οδηγεί πουθενά. Όλα συμβαίνουν.
Κάποιοι λένε ότι ο τρόπος που παρουσιάζει τη νέα γενιά, ο τρόπος που μιλάνε, δεν είναι ακριβής, είναι κάπως στερεοτυπικός.
Δεν ξέρω αν είναι έτσι όλη η νέα γενιά, αλλά υπάρχει και αυτή η γενιά. Δεν είναι ντοκιμαντέρ, είναι μυθοπλασία, ξεκινάμε από αυτό. Δεν θέλει να περιγράψει κάτι που συμβαίνει, αλλά υπάρχει η πραγματικότητα αυτών των ηρώων. Το θέμα θα έπρεπε να είναι αν αυτοί οι ήρωες είναι πειστικοί κι οι ιστορίες τους σε αφορούν. Σε ό,τι αφορά τη γλώσσα, αν η παρέα μιλάει έτσι ή μιλάει γαλλικά, ο σκηνοθέτης το έχει οραματιστεί έτσι, να είναι αυτός ο κώδικας τους.
Πρόσφατα γύρισες κι εσύ στο μέρος που μεγάλωσες, στο Αγρίνιο, μετά από πολλά χρόνια, για να δώσεις συναυλία.
Είχα να πάω πάρα πολλά χρόνια, γιατί οι γονείς μου έχουν ανέβει Αθήνα, οι φίλοι μου έχουν διασκορπιστεί σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου, ο αγαπημένος μου ο ανιψιός είναι επίσης εδώ. Δεν έχω κάτι που να με συνδέει λοιπόν, πέρα από αναμνήσεις και τα παιδικά χρόνια που ήταν πολύ έντονα.
Τη φοβόσουν αυτή την επιστροφή ή ανυπομονούσες;
Υπήρχε μια μικρή λαχτάρα, πώς αισθάνεσαι πριν από ένα πρώτο ραντεβού; Αναρωτιόμουν πώς θα με δεχθούν. Όταν έχεις περάσει εφηβεία σε μια πιο μικρή και κλειστή κοινωνία, ποτέ δεν είναι ανώδυνο και όποιος το πει αυτό είναι σε άλλη σφαίρα πραγματικότητας. Όλο αυτό ήταν ένα περίεργο μίγμα συναισθημάτων που για ώρα πάνω στη σκηνή ένιωσα ότι πραγματώνεται κάτι που έπρεπε να πραγματωθεί, με τρόπο υπερβατικό.
Δέχθηκα τόση αγάπη και μάλιστα στο γήπεδο του Παναιτωλικού, το οποίο το είχα συνδέσει με τις πρώτες μου εξόδους μαζί με τον πατέρα μου και ξαφνικά ήμουν εγώ στο κέντρο της σκηνής και όλες οι κερκίδες είχαν γεμίσει για μένα, ήταν σαν να ζω ένα όνειρο. Ήταν εκρηκτική αυτή η βραδιά για εμένα, πολύ σημαντική.
Είχες πει κιόλας ότι οι προηγούμενες επιστροφές στον τόπο σου δεν ήταν για καλό.
Στα νεανικά μου χρόνια, οι επιστροφές μου στο Αγρίνιο ήταν πάντα για λάθος λόγους, συνδέονταν με στενάχωρες τελετές, ένα βαρύ πράγμα που το κουβαλούσα κι εγώ και η παρέα μου, δεν γυρνούσαμε με λαχτάρα στον τόπο μας.
Ήταν ένα περίεργο συναίσθημα, ότι θα γυρίσω εκεί που έζησα τι σημαίνει θνητότητα, τι σημαίνει bullying και περιορισμός. Έχω ζήσει και όμορφα πράγματα προφανώς, αλλά δυστυχώς πολλές φορές υπερισχύουν τα πιο σκοτεινά.
Παρά την αγωνία μου, πήγα και φωτίστηκαν τα πάντα. Ήρθε η παρέα μου από το σχολείο στο ξενοδοχείο πριν τη συναυλία και περάσαμε πολύ χρόνο μαζί. Αναπολήσαμε, θυμηθήκαμε τους φίλους που δεν έχουμε πια, όλα όσα ζήσαμε μαζί, ήταν σαν μια ταινία coming of age. Καταλάβαμε ότι μεγαλώνουμε, το συζητήσαμε, πάντα με χιούμορ και σαρκασμό, αλλά όλοι αγαπούν τη νιότη. Όχι γιατί δεν θέλουμε να φαινόμαστε μεγαλύτεροι, αλλά γιατί η λαχτάρα και τα συναισθήματα και το πώς ανακαλύπτουμε τον κόσμο στα νεανικά μας χρόνια, δεν συγκρίνεται με καμία άλλη ηλικία.
Για να γυρίσουμε στα μουσικά, τα δικά σου ακούσματα επηρέασαν το πώς έντυσες το Milky Way;
Η μουσική που ακούω διαφέρει πολύ, αν δεις τη λίστα μου στο Spotify θα με περάσεις για τρελό. Ξεκινά από Taylor Swift και φτάνει μέχρι Σκανδιναβικούς ύμνους. Όλα σε μία λίστα και με πατημένο το shuffle, σκάει Βαμβακάρης και μετά πετάγεται Μότσαρτ. Ελπίζω να μην είναι μία σύγχυση κι ένα χάος που έχω στο κεφάλι μου, αλλά αγαπάω τη μουσική κι όλα τα είδη της. Πρέπει να τη μελετάμε σε όλο της το φάσμα, κάθε είδος φέρνει κάτι που αν είσαι μουσικός μπορείς να δανειστείς από το καθένα.
Έτσι δουλεύω κι όταν γράφω. Όταν καλείσαι να μπεις σε πολλά διαφορετικά σύμπαντα, που είναι άλλη αφήγηση, ένα άλλο όνειρο, δεν μπορείς να είσαι αυτοαναφορικός και να δανείζεσαι μόνο από αυτά που αρέσουν σε σένα. Πρέπει να ακούς πολλή μουσική και να την αναλύεις, να τη μελετάς.
Ένας επαγγελματίας μουσικός με έναν απλό ακροατή, αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο σε ένα τραγούδι, τους ερεθίζει το ίδιο;
Το πώς σε επηρεάζει ένα τραγούδι έχει να κάνει με τις ώρες που έχεις ξοδέψει ακούγοντας μουσική. Δεν είναι ελιτισμός ή σνομπισμός, αλλά κάτι προβλεπόμενο, έναν μουσικό δεν θα τον συγκινήσει τόσο. Ένα αθώο αυτί μπορεί να συγκινηθεί και να κλαίει. Σε οποιαδήποτε τέχνη φυσικά μπορεί να συμβεί αυτό και στο σινεμά, στο θέατρο, στον χορό. Αυτό που σε ξαφνιάζει είναι και το πιο συγκλονιστικό και σε κάνει να νιώσεις πιο έντονα. Σίγουρα όμως τα απλά πράγματα μου αρέσουν πάρα πολύ. Όταν διακρίνω συνθετική ικανότητα και κυρίως ψυχή σε αυτό που ακούω, με συγκινεί πάρα πολύ. Ας πούμε ο Χατζηδάκις είναι απλός, αν το παρατηρήσεις οι μελωδίες του είναι όλες συγγενικές νότες, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι μερικές μελωδίες του θυμίζουν παιδικά τραγούδια. Μέσα σε αυτή την απλότητα όμως έχει ένα μεγαλείο κι έναν πλούτο που το κάνει άκρως συγκινητικό.
Μιας και λέμε για διαφορετικές μουσικές, η συνεργασία με τον Bloody Hawk στον νέο σου δίσκο, το Portofino πώς προέκυψε;
Ακούσματα σαν τον Bloody Hawk είχα από τη Νατάσα Μποφίλιου, είναι η εμψυχώτρια όλων, κοινωνικών δράσεων, ακουσμάτων, έχουμε ένα group στο Viber και μας «καθοδηγεί». Μια μέρα που είχαμε βγει για φαγητό μου είπε ότι έχει φάει κόλλημα με τη ραπ, ΛΕΞ, Bloody Hawk και τέτοια. Δεν έδωσα πολλή σημασία, τους ήξερα, αλλά δεν είχα ακούσει ιδιαίτερα, μέχρι τη συναυλία του ΛΕΞ στο κατάμεστο Θέατρο Πέτρας, εκεί κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει και άρχισα να ακούω περισσότερο και μου άρεσαν πάρα πολύ.
Μέσα στην καραντίνα ήρθα σε επικοινωνία με κάποιους, ένας εξ αυτών ήταν και ο Bloody Hawk και αρχίσαμε να ανταλλάζουμε στίχους και ιδέες. Μου έστειλε την Υπόσχεση με βίντεο στο Messenger, χτυπάει ένα πακέτο τσιγάρα στο τραπέζι και το απαγγέλει όλο. Το παίδεψα πάρα πολύ μέχρι να το τελειώσω, γενικά γράφω-σβήνω συνέχεια, είμαι αυτός ο τύπος, ειδικά όσο μεγαλώνω. Παλιότερα πήγαινα με το πρώτο ένστικτο και τώρα το μετανιώνω καμιά φορά.
Έχεις αλλάξει και το μουσικό σου στιλ μεγαλώνοντας;
Εννοείται. Στα πρώτα μου μουσικά βήματα ήμουν πολύ επηρεασμένος από Manu Chao, από το κίνημα της παγκοσμιοποίησης στο οποίο ήμουν πολύ ενεργός, αφού είμαι «γενιά της Γένοβας», οπότε είχα στον μυαλό μου αυτόν τον πιο παραδοσιακό, αρμονικό ήχο που τον συναντάμε σε πολλά είδη μουσικής παγκοσμίως. Στις λατινογενείς, στις βαλκανικές, υπάρχει περίπου η ίδια προσέγγιση. Δεν έφτανε όμως μόνο αυτό, απαξίωνα και τα υπόλοιπα είδη μουσικής, δεν μου άρεσε τίποτα, όλα μου φαίνονταν πολύ δυτικότροπα, πολύ επεξεργασμένα, ότι δεν έχουν ψυχή και καρδιά.
Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι η μουσική είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο και πέρα από αυτό και άρχισα να βάζω και νέα πράγματα. Και στο Portofino ας πούμε έχω βάλει σινθεσάιζερ, το οποίο, παρότι είχα πιτσιρικάς στα 80s, το απαξίωνα πλήρως. Έχω αλλάξει πολύ προς το καλύτερο λοιπόν, είναι και ένα είδος ωρίμανσης αυτό, το να έχεις δηλαδή μεγαλύτερους αντιληπτικούς ορίζοντες και συναισθάνεσαι ανησυχίες και μουσικές που παλιά έβρισκες αδιάφορες.
Ας πούμε ένας πιο νέος Μαραβέγιας δεν θα άκουγε Taylor Swift φαντάζομαι.
Taylor Swift δεν θα άκουγα με τίποτα στα 20, ούτε στα 30 μη σου πω. Και τώρα για να είμαι ειλικρινής, όταν έβαζε να ακούσει στην αρχή η Τόνια, της έλεγα τι είναι αυτά που ακούς; Τη σνόμπαρα, μέχρι που μια μέρα μου είπε αν μπορώ να ακούσω προσεκτικά και να διαβάσω τους στίχους και κατάλαβα ότι είναι πολύ αποκαλυπτική, έχει πολύ ζουμί. Ξέρεις, έχω αυτό το θέμα, στο πρώτο άκουσμα δεν προσέχω ποτέ τους στίχους, ούτε στα ελληνικά, ούτε στα αγγλικά, με συνεπαίρνει η μουσική κι η μελωδία και δεν δίνω καμία σημασία στα λόγια, ούτε καν τη θεματική δεν πιάνω. Όταν δε ακούω κάποια μελωδία που μου αρέσει πολύ και οι στίχοι είναι για καψούρα, απογοητεύομαι.
Ο νέος δίσκος έχει, εκτός από τα synths, και λίγο ethnic. Πώς έφτασες σε αυτό το μουσικό αποτέλεσμα; Τι υπήρχε μέσα σου;
Υπήρχε πάρα πολύς κορονοϊός. Είχα κορονοϊό και είχα κλειστεί στο στούντιο, τον Νοέμβριο του 2020. Άρχισα να γράφω το Portofino μέσα στην καραντίνα και όταν κόλλησα με έδιωξαν από το σπίτι. Τότε δεν είχαν βγει εμβόλια, και με απέφευγαν όλοι, φοβόντουσαν. Ήμουν από τους πρώτους που είχαν κολλήσει, σκέψου ότι είχα και επαφές με τα νοσοκομεία, με έπαιρναν τηλέφωνο να πω την εμπειρία μου, ακόμα γινόταν έρευνα. Έφυγα, λοιπόν, από το σπίτι που έμενα με τη γυναίκα μου και πήγα να μείνω στο στούντιο.
Για 24 μέρες ήμουν κλεισμένος εκεί, έβγαινα συνέχεια θετικός, δεν έφευγε ο κορονοϊός με τίποτα. Έβλεπα Φιλαράκια και έτρωγα τις παραγγελίες και τις σούπες που μου έστελνε η γυναίκα μου, και μετά synth-ια, κιθάρες, λίγο Bollywood. Ό,τι μου κατέβαινε έκανα. Λειτούργησα εντελώς με την καρδιά μου και χωρίς κανέναν περιορισμό του τύπου «από πού έρχομαι και πού πάω».
Γιατί, καμιά φορά κουβαλάμε κι αυτό. Δηλαδή, δεν μπορεί να πηγαίνεις από έναν ήχο συγκεκριμένο σε έναν εντελώς διαφορετικό, είναι ρίσκο. Γιατί ο κόσμος σε έχει αγαπήσει για κάτι, και του δείχνεις κάτι άλλο. Ακόμη είναι στη φάση που του κάνουν «ανάγνωση» για να καταλάβουν τι είναι. Γιατί, δεν είναι αυτή η ρυθμική προσέγγιση που είχα στα άλλα άλμπουμ. Είχε μια ελληνικότητα το Κατάστρωμα, είχε το latin στοιχείο το προηγούμενο, τώρα είναι κάτι άλλο.
Και ο επόμενος δίσκος θα είναι πάλι κάτι άλλο;
Ναι. Αν με ακούει η δισκογραφική, είναι ο τρόπος για το πώς να συρρικνώσεις το κοινό σου.
Στο ντοκιμαντέρ του Robbie Williams έχει μια τέτοια φάση όταν έβγαλε τον ραπ δίσκο. Το πώς αντέδρασε το κοινό, που οδήγησε τον Robbie να πάθει νευρικό κλονισμό.
Δεν αποκλείω, και είναι και λογικό, να υπάρχουν μεταπτώσεις στο καλλιτεχνικό εκτόπισμα ενός ανθρώπου. Δεν μπορεί να είσαι πάντα στο μάξιμουμ της απόδοσης, στο μάξιμουμ της προσέλευσης του κόσμου, της εμπορικότητας, της απήχησης. Όλα έχουν μια φθίνουσα πορεία, όπως και το σώμα ή η διάθεση. Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα αυτή η φθορά να με βρει επαναλαμβάνοντάς αυτό που κάνω τόσα χρόνια. Δηλαδή, αν με βρει, θέλω να με βρει στη φάση που πραγματικά αισθάνομαι συναισθηματικά και ψυχικά σε σχέση με τη μουσική και με αυτά που κάνω, και σε σχέση με αυτά που εγώ λέω ως άνθρωπος. Αν τώρα αυτό έχει κόστος, (μικρότερο κοινό, λιγότερους ακροατές, λιγότερο Spotify και λιγότερη προσέλευση) δεν θα με ξαφνιάσει και δεν θα με στεναχωρήσει. Αντιθέτως, αν με δω σαν έναν άνθρωπο που έχει πάει στα 60 του και ακόμα χοροπηδάει με το «Δεν ζητάω πολλά», πιστεύω θα είμαι βαθιά στεναχωρημένος.
Σε έχουν κατηγορήσει πάντως ότι είσαι υπερβολικά χαρούμενος.
Καλά, εννοείται. Όλοι πιστεύουν ότι είμαι υπερβολικά χαρούμενος και προσπαθώ να το διώξω από πάνω μου.
Μιας και λέμε για πειραματισμούς, άκουσες το νέο τραγούδι των Beatles; Πώς σου φάνηκε όλο αυτό με το AI;
Το άκουσα. Το AI γενικά το παρακολουθώ, έχω και συνδρομή στο ChatGPT, γιατί είμαι γκατζετάκιας, μου αρέσει η τεχνολογία και η φουτουριστική προσέγγιση, έχω μια ψύχωση με όλα αυτά. Είναι και εργαλείο, βέβαια, αλλά θέλω να δω και πού θα πάει το όλο πράγμα. Σήμερα μπήκα σε ένα σάιτ που έχει ήχους και λούπες. Του λες είδος μουσικής και σου φτιάχνει ο αλγόριθμος τυχαία εντελώς (που σημαίνει δεν θα το δώσει σε άλλον) ένα προκάτ τραγουδιού σε ξεχωριστά κανάλια, οπότε το παίρνεις και αλλάζεις ό,τι θες και το συνεχίζεις. Θα μου πεις «παλιά δεν γινόταν;». Γινόταν. Ακούγαμε ένα ωραίο τραγούδι, μας ενέπνεε και λέγαμε ότι η δομή του ή ο ήχος του θα μπορούσε να είναι όχημα για να φτιάξω κάτι δικό μου. Αλλά τώρα, το ότι γίνεται απρόσωπα και από ένα μηχάνημα, είναι πολύ περίεργο.
Τώρα στο να φτάσουμε να δημιουργηθεί μια καλλιτεχνική προσωπικότητα, είτε είναι ηθοποιός είτε είναι τραγουδιστής και τα χαρακτηριστικά του (είτε είναι η φωνή, είτε η εμφάνιση, είτε ο λόγος) ενέχει ένα ηθικό και φιλοσοφικό ζήτημα. Πρώτον, κατά πόσο ο αποθανών, για παράδειγμα, θα το ενέκρινε. Είναι πολύ βασικό. Πώς για παράδειγμα εμείς παίρνουμε τη φωνή του John Lennon; Δεν είναι δικαιολογία ότι τα υπόλοιπα μέλη που ζουν παίρνουν την πρωτοβουλία. Δεν είναι ηθικά σωστό. Και δεύτερον, πόσο είναι αυτό ανθρώπινη ανάγκη έκφρασης; Πώς υπάρχει αυτό που λέμε «ο καλλιτέχνης εμπνεύστηκε να κάνει αυτό»; Πού υπάρχει η έμπνευση εδώ; Νομίζω ότι το αποτέλεσμα δε δικαιώνει την προσπάθεια. Εγώ δεν τρελάθηκα με αυτό που άκουσα. Δεν μου άρεσε. Και πιστεύω ότι υπάρχουν ακόμα άλυτα ζητήματα στην Τεχνητή Νοημοσύνη.
Εσύ μπήκες στον πειρασμό να πειραματιστείς;
Ναι, αλλά πιο πολύ για κείμενα. Για παράδειγμα, ήθελα να κάνω παράπονα σε μια αγγλική εταιρεία που χρησιμοποιώ, του εξήγησα την κατάστασή μου και μου έφτιαξε ένα πάρα πολύ καλό e-mail που έστειλα.
Στίχους έχεις δοκιμάσει;
Έχω δοκιμάσει και στίχους. Του είπα να μου γράψει ένα τραγούδι όπως θα έγραφε ο Καβάφης. Και το έκανε. Είχα βάλει μια φορά “Do you know Kostis Maravegias”; Βέβαια, μου λέει. Είναι μουσικός στην Ελλάδα και πιο γνωστός είναι ο αδερφός του, ο Γιάννης Χαρούλης! Πάντως, για να φτάσει στο σημείο να φτιάξει το AI κάτι που θα έφτιαχνε ένας άνθρωπος που είναι top στο είδος του, θέλει ακόμα. Κοίτα, εγώ νομίζω ότι έτσι κι αλλιώς υπάρχει μια αλγοριθμική, ας το πούμε έτσι, διεργασία ενός δημιουργού, γιατί αυτός έχει ερεθίσματα, υπάρχει και εγκεφαλική επεξεργασία, οπότε έχει συνείδηση του τι κάνει. Αλλά η πρώτη ύλη, το πρωτόλειο, ο πυρήνας, είναι κάτι που δεν μπορεί να αποκωδικοποιηθεί για μένα. Πιστεύω, δηλαδή, στο σχεδόν μεταφυσικό της έμπνευσης, της σύλληψης, που μεταδίδεται στους ανθρώπους και στο κοινό, παρακάμπτοντας την όλη διαδικασία που περιέγραψα και νομίζω ότι αυτό μπορεί να κάνει τη διαφορά. Δηλαδή θα υπάρχει μια αίσθηση του ακροατή ή του θεατή μιας ταινίας ή ενός πίνακα ζωγραφικής, οτιδήποτε, αν υπήρξε ανθρώπινο χέρι ή όχι. Κάποιος θα εκπαιδευτεί και θα καταλαβαίνει το AI με έναν τρόπο. Αυτό ελπίζω να γίνει.
Θα του λείπει η ψυχή δηλαδή.
Ναι, αυτό που λέμε ψυχή. Που δεν μπορείς να εξηγήσεις γιατί μπορεί κάτι να ακούγεται κρύο, αδιάφορο και άψυχο όταν το κάνει ένα μηχάνημα και γιατί να είναι ζεστό όταν το κάνει ένας άνθρωπος. Ελπίζω.
Τι θα ακούσουμε στο VOX; Θα ακουστούν τραγούδια του Milky Way;
Ναι θα παίξουμε με ένα πιάνο και ένα κλαρινέτο. Θα έχω και μια ενότητα Milky Way για τη διαφορετικότητα, για όλα αυτά που πραγματεύεται σαν ταινία. Θα κάνω τα τραγούδια μου που έχουν μια συγγένεια με έναν τρόπο και θεματικά. Γενικά θα έχω διάφορες ενότητες. Θα έχω τραγούδια από τη δισκογραφία μου και όλο το Portofino, γιατί δεν το είχα παίξει. Θα έχει ένα προσωπικό τόνο η συναυλία. Επίσης, θα έχει την εμπειρία μου από σχεδόν δύο χρόνια γάμου σαν stand-up comedy. Πώς περνάω συμβιώνοντας και ταξιδεύοντας με τη σύζυγό μου.
Γενικά, θα έχει όλες τις ανησυχίες που είχα πέρυσι και φέτος. Τα έχω γράψει κάτω, γιατί έχω ένα σημειωματάριο και γράφω πολλά πράγματα που μου συμβαίνουν, που μπορεί να γίνουν τραγούδια, ή να βγει μια ιστορία.
Γενικά έχεις βάλει τα τελευταία χρόνια και στα τραγούδια σου αρκετά προσωπικά βιώματα ή πράγματα από την πολιτική επικαιρότητα.
Ναι. Όπως και το Komasusu είναι κι αυτό προσωπική ιστορία. Είναι όντως για κάποιον που γνώριζα και που ήθελε να πολιτευτεί. Ακροβατούσε στο αν θα πάει στο ένα ή στο άλλο κόμμα. Μου έλεγε μίλησα με το ένα, αλλά τελικά θα πάω στο άλλο. Και του έλεγα «πώς γίνεται αυτό; Είναι εκ διαμέτρου αντίθετες ιδεολογίες». Λες και είναι ποδοσφαιρικές ομάδες. Όλο αυτό, κάπως το έκανα τραγούδι. Και τα Τρία Χ είναι πάλι κάτι που έχει συμβεί σε άνθρωπο δικό μου. Αυτή η πατριαρχική σχέση που υπάρχει πολύ στην Ελλάδα και, δυστυχώς, δεν σχολιάζεται όπως θα έπρεπε. Μ’ αρέσει να πιάνω θεματικές που «καίνε». Μ’ αρέσει αυτό, το να μιλήσω για πράγματα για τα οποία δεν θα μπορούσα, ενδεχομένως, να μιλήσω εύκολα σε μια συζήτηση. Μέσα από το τραγούδι νιώθω ότι μπορώ να το κάνω.
Φάνηκε και στο κομμάτι για τον Αλέξη Γρηγορόπουλο, που όταν θέλησες να το βάλεις σε λέξεις, παρεξηγήθηκες.
Ακριβώς. Είχα γράψει το τραγούδι «Στο Σύνταγμα». Είναι καλύτερα με μουσική. Γιατί πιστεύω ότι, πρώτον, δεν είμαστε πολιτικοί, οπότε δεν έχουμε τον γραπτό λόγο που σε διασφαλίζει. Μιλάμε με την καρδιά μας και καμιά φορά μπορεί να είναι κάτι παρορμητικό ή κάτι σε υπερβολή, και σου στοιχίζει, σε μια εποχή που είναι πολύ επικριτική μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα.
Από την άλλη, εσύ πιστεύεις πως ο καλλιτέχνης, ως δημόσιο πρόσωπο κιόλας, έχει μια ευθύνη παραπάνω να τοποθετηθεί απέναντι στα κοινωνικά φαινόμενα; Γιατί υπάρχουν δύο τάσεις, αυτός που λέει «τι μιλάει αυτός; Ας παίξει κιθάρα» και ο άλλος που λέει ότι πρέπει να εκφραστεί, γιατί έχει ένα κοινό από πίσω του.
Νομίζω ότι έχει να κάνει με το πόσο πολύ τον «καίει» να το κάνει αυτό και με το κατά πόσο το κάνει με αληθινή πρόθεση. Γιατί αν το κάνει σαν συνταγή πολιτικάντικη, για να «χαϊδέψει» το κοινό του και τα αυτιά του, και να πουν «Α είδες; Τα λέει σωστά!» ή απ’ την άλλη, αν το κάνει για να τη «βγει» σε άλλους, είναι χαμένος από χέρι. Είναι ζήτημα χρόνου να αποκαλυφθεί ότι δεν τον αφορά στ’ αλήθεια. Αλλά αν τον αφορά και δεν μιλάει και πνίγεται, θεωρώ ότι είναι λάθος. Πρέπει να παρεμβαίνει, πρέπει να λέει αυτά που πιστεύει, αρκεί να το θέλει να το κάνει. Όχι να είσαι «ντεμί» και να πεις «θα μιλήσω τώρα για το παλαιστινιακό». Πρέπει να ξέρεις, να διαβάσεις, να σε «καίει» πραγματικά και να θέλεις να τοποθετηθείς.
Μιας και το είπες και ήσουν και σε μπάντα που ο τραγουδιστής είναι από την Παλαιστίνη. Το παρακολουθείς, φαντάζομαι, το θέμα.
Πάρα πολύ, από όλες τις απόψεις διαβάζω. Και από τη μία και από την άλλη. Δεν είμαι πολιτικός αναλυτής, αλλά αυτό που διαισθάνομαι είναι ότι θα έπρεπε να υπάρξει ελεύθερο παλαιστινιακό κράτος, που πολλοί ισραηλινοί το θέλουν. Πάρα πολύ μεγάλο ποσοστό ισραηλινών θέλουν παλαιστινιακό κράτος, και όχι θεοκρατικό κράτος. Όχι με Χαμάς – ηγεσία, είναι καταστροφικό. Γενικά εγώ πιστεύω ότι τα θεοκρατικά και τα υπερθρησκευτικά και τα υπερχριστιανικά, υπερορθόδοξα, υπερκαθολικά, είναι πολύ αρνητικά για τη συμβίωση ανθρώπων και για να υπάρξει ομαλότητα στις ανθρώπινες σχέσεις. Γιατί φανατίζουν, γιατί χωρίζουν, και δεν είναι στο πνεύμα που θα έπρεπε να πρεσβεύουν, που είναι η αρμονία και η συνύπαρξη. Οπότε, οτιδήποτε μπορεί να δημιουργηθεί εκεί που θα είναι πολιτικά υγιές, για μένα είναι υπέρ και των δύο κοινοτήτων, και των δύο λαών.
Τη στάση της Δύσης και των ΜΜΕ, πώς τη βλέπεις;
Υπάρχει σύγχυση. Τη μία είναι με τον έναν, την άλλη με τον άλλον. Καμιά φορά στην πολιτική λειτουργούν σπασμωδικά, το οποίο με συνθλίβει. Γιατί ήλπιζα αυτό να είναι φαινόμενο των ανθρώπων που δεν ασχολούνται με αυτό. Δηλαδή, εμείς μπορούμε να το κάνουμε, διαφορετικοί είμαστε, σπασμωδικά μπορεί να αντιδράσουμε, μπορεί να κάνουμε μια δήλωση και μετά να το μετανιώσουμε. Αλλά οι πολιτικοί αισθάνομαι καμιά φορά ότι και αυτοί λειτουργούν έτσι, το οποίο είναι πάρα πολύ άσχημο. Δεν έχουν τη σύνεση και τη συγκρότηση να πέσουν σε ένα θέμα και να το φωτίσουν από κάθε μεριά, να το αναλύσουν. Νομίζω δεν έχουμε το επίπεδο των διανοητών που θα έπρεπε να έχουν εμπλακεί με την πολιτική. Αισθάνομαι ότι η πολιτική έχει πάει σε μία showbiz μεριά, με αποτέλεσμα να μην έχει αυτό το βάθος που θα περίμενε κανείς. Οπότε και στο παλαιστινιακό, και αλλού, βλέπεις αντικρουόμενες ενέργειες και δηλώσεις, βλέπεις αντιφάσεις, βλέπεις μια σύγχυση. Μπορεί να είναι σημάδια των καιρών.
Στην Ελλάδα την παρακολουθείς την πολιτική;
Όχι πάρα πολύ για να είμαι ειλικρινής. Αλλά σίγουρα, τα βασικά που ξέρει ένας μέσος Έλληνας πολίτης τα ξέρω, αλλά δεν μπορώ να πω ότι ξέρω την κομματική ιεραρχία.
Το show στον ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα το βλέπεις;
Το βλέπω, μετά λύπης μου. Γιατί δεν είναι ποτέ καλό για μία χώρα η αξιωματική αντιπολίτευση να περνά τόσο βαθιά κρίση. Ποτέ. Δεν κάνει καλό. Τα παρακολουθώ όσο μπορώ, αλλά θέλω να είμαι ειλικρινής. Από μικρός, πάντως, που διάβαζα «Ελευθεροτυπία» που έπαιρνε ο πατέρας μου, ήμουν «εφημεριδοφάγος», δεν άφηνα τίποτα. Το μόνο που έκανα “skip” ήταν η εσωτερική πολιτική, ακόμα και τη διεθνή τη διάβαζα. Ότι είχε να κάνει με πολιτική επικαιρότητα, ελληνική, το προσπερνούσα.
Ο Κωστής Μαραβέγιας εμφανίζεται κάθε Παρασκευή του Δεκεμβρίου στο Vox.