Cinobo Films
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Andreas Fontana, πώς έφτιαξες ένα θρίλερ που δε μοιάζει σε τίποτα με τέτοιο;

Ο σκηνοθέτης του Azor, ενός εκ των εντυπωσιακότερων σκηνοθετικών ντεμπούτων των τελευταίων ετών, πήγε undercover στο Μπουένος Άιρες για την έρευνα του θρίλερ του.
Δε γνώριζα πολλά για το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ελβετού Andreas Fontana πριν καταφτάσει στις περσινές Νύχτες Πρεμιέρας. Σίγουρα δε γνώριζα τη σημασία του τίτλου του. Αλλά όπως θα διαπίστωνα το “azor”, στον κώδικα των τραπεζιτών στην υπό δικτατορία Αργεντινή των ‘70s, σήμαινε «πρόσεχε τι λες».

Ο Fontana ακολουθεί τον Yvan De Wiel, έναν ιδιωτικό τραπεζίτη από τη Γενεύη που πηγαίνει στο Μπουένος Άιρες, για να αντικαταστήσει έναν συνάδελφό του, τον Keys, που εξαφανίστηκε μέσα σε μία νύχτα. Οι πληροφορίες που λαμβάνει για τον Keys και τις σχέσεις του με την υψηλή κοινωνία του Μπουένος Άιρες είναι διφορούμενες και η αλήθεια, από την αρχή ως το φινάλε του Azor, κρύβεται πεισματικά ανάμεσα στις πολιτισμένες λέξεις.

Είναι ένα καθηλωτικό ντεμπούτο ακριβείας αυτό που έχει κατασκευάσει ο Fontana, κρατώντας εντυπωσιακό έλεγχο πάνω στον τόνο ενός θρίλερ που δε μοιάζει σε τίποτα με τέτοιο. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος εκπλήσσει με το πόσο ψύχραιμα αποφεύγει τον πειρασμό ενός μεγαλύτερου θεάματος, διατηρώντας έντεχνα τη φρικιαστική ψύχρα που δημιουργεί το απλό του staging και η πολιτισμένη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι πρωταγωνιστές του. Όταν του είπα πως βλέποντας το Azor δεν πίστευα ότι πρόκειται για ντεμπούτο, κοκκίνισε και μπέρδεψε τα λόγια του.

Ένα ταξίδι στα φεστιβάλ όλου του κόσμου


Ο Andreas Fontana στο Φεστιβάλ της Ζυρίχης / Photo by Thomas Niedermueller/Getty Images for ZFF

Ο Andreas Fontana στο Φεστιβάλ της Ζυρίχης

Ο Fontana δεν έχει συνηθίσει ακόμα στα κοπλιμέντα για τη δουλειά του, αλλά θα χρειαστεί να το κάνει. Από το Σαν Σεμπαστιάν και το Λονδίνο, μέχρι την Ταϊπέι και το Βερολίνο, η ταινία του έχει ταξιδέψει στα φεστιβάλ όλου του κόσμου. Πρόσφατα τη συμπεριέλαβαν οι New York Times στο wishlist τους για τα ιδανικά Όσκαρ, στις υποψηφιότητες δηλαδή όπως θα ήθελαν να είναι (για την ιστορία, η Ελβετία υπέβαλε διαφορετική ταινία για την κατηγορία Καλύτερου Διεθνούς Φιλμ).

Στη διάρκεια της κουβέντας μας με τον Fontana, μιλήσαμε μεταξύ άλλων για την έμπνευση του Azor, για την αυτεξερεύνηση που η ταινία εκκίνησε στην προσωπική και οικογενειακή του ζωή, για εκείνη τη φορά που έκανε έρευνα μεταμφιεσμένος, και για την απόσταση που θα ήθελε να κρατάμε από τους πρωταγωνιστές στο σινεμά.

Πώς καταλήγει να κάνει κάποιος ταινία σαν το Azor; Είναι πολύ συγκεκριμένη. Πώς γεννήθηκε η ιδέα της;

Οι σπουδές μου ήταν στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης στη Λογοτεχνία. Στην πορεία εργάστηκα ως μεταφραστής και ως διερμηνέας. Αυτή ήταν η αρχή, άρα η πρώτη και, αν θες, πιο μεγάλη μου αγάπη ήταν η λογοτεχνία. Ωστόσο εργαζόμενος ως διερμηνέας, αυτό που επέτρεψε να πάρω μία απόσταση και να αρχίσω να παρατηρώ περισσότερο τον κόσμο, τους ανθρώπους, το πώς αλληλεπιδρούν. Δε νομίζω πως η διαδρομή μου εξηγεί κάπως το Azor γιατί νομίζω πως καμία ταινία δεν εξηγείται βάσει της διαδρομής του δημιουργού της, αλλά ξέρω πως ως ιδέα δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω την τράπεζα ως ένα ντεκόρ απλά, δηλαδή δεν είναι ένα σκηνικό στο οποίο έστησα την ιστορία. Ήθελα να μιλήσω για την τράπεζα ως φόρμα, ως καθεστώς.

Έτσι λοιπόν έκανα αρχικά έρευνα για την τράπεζα ως χρηματοπιστωτικό ίδρυμα και έκανα επίσης έρευνα στην Αργεντινή. Αυτό που αναζητούσα ήταν τόσο τα λόγια για να μπορέσω να εισάγω μία ιστορία, όσο και χειρονομίες της δράσης. Το πλαίσιο στο οποίο λειτουργούν όλα αυτά στην αφήγηση.


Cinobo Films

Υπήρχε κάτι που σου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση κατά τη διάρκεια της έρευνας, κάτι που ένιωσες ότι θα έπρεπε οπωσδήποτε να συμπεριλάβεις; Ο σκιώδης ιερέας για παράδειγμα εντυπώνεται άμεσα στον θεατή.

Η ταινία είναι στ’ αλήθεια μία ανασύνθεση όλων των στοιχείων που ανακάλυψα κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου. Δεν υπάρχει κάτι που να επινόησα στο Azor. Προφανώς βέβαια όσα ανακάλυψα αναδιοργανώθηκαν έτσι ώστε να δημιουργηθεί δραματουργία. Η αναφορά του Heart of Darkness του Joseph Conrad προϋπήρχε της ταινίας και της έρευνάς μου, αλλά έδεσε τα στοιχεία που προέκυψαν για την ιστορία της Αργεντινής.

Τώρα, σε σχέση με τον επίσκοπο, εγώ επισκέφθηκα τον Κύκλο των Όπλων, ήμουν εκεί μεταμφιεσμένος. Είδα όντως έναν επίσκοπο να χαιρετά έναν τραπεζίτη και ήταν μία σκηνή που και εντυπώθηκε μέσα και μου δημιούργησε μία μορφή άγχους. Στρες, αγωνία. Οπότε σίγουρα συμπεριελήφθη και γι’ αυτόν τον λόγο στην ταινία [σ.σ. ο χαρακτήρας του επισκόπου βασίζεται σε αληθινό ιερέα, συνεργάτη της δικτατορίας, που αποσπούσε πληροφορίες από συγγενείς πολιτών στοχευμένων από το καθεστώς και κατόπιν τις διοχέτευε].

Έχεις αναφερθεί στο ενδιαφέρον της ελβετικής τράπεζας του πρωταγωνιστή για την Αργεντινή ως μία μορφή αποικιοκρατίας.

Δεν είμαι ειδικός στην αποικιοκρατία, ούτε σε αυτό που αποκαλούμε τώρα ως νεο-αποικιοκρατία. Ωστόσο η Ελβετία είναι μία χώρα που δεν έχει πολύ ισχυρό στρατό, αντιθέτως από το 1945 και μετά, δηλαδή μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και πριν θα έλεγα, έχει αναπτύξει ένα πάρα πολύ ισχυρό τραπεζικό σύστημα που αποτελεί κατά κάποιον τρόπο κι αυτό καθεστώς, από οικονομικής άποψης.

Μέσα από την πολιτική της ουδετερότητας, της φαινομενικά απόλυτης ουδετερότητας, η τράπεζα ήταν παντού και πάντα το σύστημα που επέτρεπε να λειτουργεί ως κατάκτηση. Ήταν ένας πολιορκητικός κριός θα λέγαμε, τόσο στην Αργεντινή και τη συγκεκριμένη περίοδο του Azor, όσο και στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Είναι μεν πολιτικά και στρατιωτικά ουδέτερη η Ελβετία, αλλά κάθε φορά που υπάρχει αναταραχή ταυτοποιεί τις ευκαιρίες και χρησιμοποιεί το τραπεζικό σύστημα ως μία άλλη μορφή ιμπεριαλισμού. Γιατί μπορεί και εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες.

Διάβαζα σε άλλη σου συνέντευξη πως ήταν ο παππούς σου τραπεζίτης. Θέλω να μου πεις – και αν θες το απαντάς, είναι πολύ προσωπική ερώτηση – αν η διαδικασία και η έρευνα για το Azor επηρέασε το πώς βλέπεις πια τον παππού σου.

Καταρχάς νομίζω πως είμαι υποχρεωμένος να απαντήσω στην ερώτηση γιατί πράγματι ο παππούς μου ήταν τραπεζίτης και ήξερα εξαρχής ότι προέρχομαι από έναν χώρο, μία οικογένεια, όπου τα πράγματα δεν είναι και τόσο καθαρά. Ήταν λίγο θολά τα νερά και όχι γιατί ο παππούς μου ήταν ένας ιδιαίτερα αμφιβόλου ηθικής άνθρωπος αλλά γιατί ο χώρος στον οποίο δραστηριοποιείτο ήταν τέτοιος. Ξεκινώντας την έρευνα για το Azor θέλησα να εξερευνήσω και να δω από πού προέρχομαι με μεγαλύτερη νηφαλιότητα.

Ο παππούς μου, για παράδειγμα, δούλευε με την Αργεντινή αλλά ξέρω ότι εκεί δεν είχε πάρε-δώσε με το δικτατορικό καθεστώς. Γι’ αυτό μπορώ να είμαι ξεκάθαρος και θέλω και να το πω. Ωστόσο γνωρίζω πως επί Franco πήγαινε στην Ισπανία και είχε συναλλαγές ως τραπεζίτης ιδιωτικής τραπεζιτικής με πολύ πλούσιες οικογένειες. Κάποιες αριστοκρατικές οικογένειες που φοβούνταν το καθεστώς του Franco αλλά θα μπορούσαν να είναι και υπουργοί του. Δεν το πιστεύω αλλά δε θα μπορούσα να είμαι και βέβαιος ως προς αυτό.

Δεν είχα ωστόσο πρόθεση να βιογραφίσω κάποιον. Το Azor δεν εδράζεται σε στοιχεία από τη βιογραφία του παππού μου ή κάποιου άλλου συγκεκριμένου ανθρώπου που ήθελα να περιγράψω. Αυτό που ήθελα να κάνω είναι να ανατέμνω κάπως το σύστημα αυτό και το περιβάλλον, τις συνθήκες, την κοινωνία εκείνης της περιόδου στην Αργεντινή.


Cinobo Films

Πολλοί από αυτούς που βλέπουμε στην ταινία σε ρόλους ανθρώπων που σχετίζονται ή εργάζονται σε αυτό το περιβάλλον, ανήκουν όντως στην τάξη αυτή στην αληθινή τους ζωή. Πώς αποφάσισες να τους χρησιμοποιήσεις και γιατί πιστεύεις ότι συμφώνησαν να παίξουν στην ταινία; Γιατί δε θα τους παρουσίαζες θετικά.

Νομίζω ότι στον κινηματογράφο συναντάμε σε πάρα πολλές ταινίες μία απεικόνιση των υψηλών κοινωνικών τάξεων και πάντα, είτε τους βλέπουμε ως καρικατούρες, είτε ως κάτι που μαγεύει πραγματικά τον φακό και τον σκηνοθέτη, που τους εξυψώνει. Ήθελα να δω τι θα συμβεί εάν πάρουμε πραγματικά σώματα, ανθρώπους που όντως ανήκουν εκεί και έχουν αυτά τα βιώματα, και κυρίως που να νιώθουν αυτή την αίσθηση της ατιμωρησίας. Γιατί ας μη γελιόμαστε, εάν ανήκεις σε αυτή την τάξη ξέρεις πάρα πολύ καλά ότι σου επιτρέπονται σχεδόν τα πάντα. Οπότε ήθελα να δω πώς θα εμφανιστούν στην κάμερα παίζοντας τον εαυτό τους.

Αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος αλλά είμαι και πάρα πολύ ιμπρεσσιονιστικός. Θεωρώ ότι οι άνθρωποι που δεν ανήκουν ήδη στον χώρο της υποκριτικής και του κινηματογράφου έχουν πάρα πολλά να δώσουν σε μία ταινία. Ήθελα να δω τι θα μπορούσα να εκμαιεύσω καλώντας τους να υποδυθούν τους εαυτούς τους.

Τώρα, το γιατί δέχτηκαν. Κι εγώ στην αρχή φοβόμουν πάρα πολύ ότι θα πουν όχι. Από το σενάριο φαινόταν ότι είχε αρκετά βίαια κομμάτια και, επίσης, προφανώς και δεν κολάκευε την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκαν για την περίοδο εκείνη, που χρονικά δεν είναι και τόσο μακριά. Αλλά ενθουσιάστηκαν και ήθελαν πάρα πολύ να υποδυθούν τους εαυτούς τους και νομίζω ότι αυτό οφείλεται κυρίως στο “εγώ”. Στη φιλοδοξία. Ήθελαν να δουν τον εαυτό τους στην οθόνη.

Το κοινό έχει συνηθίσει να μπαίνει στις ταινίες μέσα από χαρακτήρες που μπορεί να υποστηρίξει. Κι αν αυτοί δεν είναι οι κεντρικοί ήρωες, θα υπάρχουν πάντα κάποιοι περιφερειακοί τέτοιοι. Σε φόβισε καθόλου ότι ο De Wiel δεν είναι τέτοιος και ότι το Azor γενικά δεν έχει χαρακτήρες που να θες να υποστηρίξεις;

Όχι [γελάει]. Εδώ απαντάω περισσότερο ως θεατής και όχι τόσο ως σκηνοθέτης. Εμένα μου αρέσει να βλέπω ταινίες που μου αφήνουν περισσότερο χώρο. Δεν αποζητώ την ταύτιση. Θέλω μία απόσταση για να δω την ιστορία και τους ήρωες με νηφαλιότητα. Νομίζω αυτό έκανα και στην ταινία. Αυτή η διαδικασία της ταύτισης ήταν ακριβώς αυτή στην οποία ήθελα να επιστήσω την προσοχή. Ότι, παιδιά, λίγο προσοχή. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να ταυτιζόμαστε με χαρακτήρες, θέλουμε απόσταση. Έδειξα εξαρχής ότι ο De Wiel είναι μεγάλος μαλάκας! Ωστόσο διαπίστωσα ότι υπάρχουν άνθρωποι που αρχίζουν να τον βλέπουν με μεγάλη συμπάθεια και μάλιστα ακόμα κι αν δεν ταυτίζονται μαζί του, στο τέλος στεναχωριούνται με το τέλος του Azor. Εγώ ήθελα να δείξω πώς και γιατί εργάζεται με αυτόν τον τρόπο. Δε με ενδιέφερε να ταυτιστεί κανείς μαζί του, ίσα-ίσα το αντίθετο. Ήθελα να υπάρχει απόσταση για να μπορούμε να δούμε καλύτερα τι συμβαίνει.


Cinobo Films

Βρήκα τη γυναίκα του De Wiel τον πιο ενδιαφέροντα χαρακτήρα στην ταινία. Ήταν σα να ξέρει αυτόν τον κόσμο καλύτερα κι από τον πρωταγωνιστή.

Υπάρχουν δύο στοιχεία σε σχέση με τον χαρακτήρα της συζύγου του. Το πρώτο είναι πως κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου σε αυτή την τάξη και τον επαγγελματικό χώρο, αμέσως-αμέσως οι πιο συμπαθείς μού ήταν οι σύζυγοι. Οι γυναίκες που συναντούσα. Δε μπορώ να σας πω γιατί, αλλά αυτό μου συνέβη. Αποτελούσαν και ένα παράθυρο γι’ αυτόν τον κόσμο, ήταν πιο εκφραστικές, πιο γλυκές. Οπότε σίγουρα τράβηξα υλικό από εκεί.

Σε σχέση με τον ρόλο της, ο Yvan De Wiel είναι ένας κληρονόμος αν θες. Έχει κληρονομήσει τη δουλειά του και προσπαθεί να βρει τον χώρο του σε αυτή. Η σύζυγός του προέρχεται από την ίδια ακριβώς κάστα, αλλά εκείνη έχει αφομοιώσει πλήρως τον ρόλο της ως μία αντίστοιχη κληρονόμος, και εκεί που ο De Wiel δεν έχει προσαρμοστεί τόσο καλά στις απαιτήσεις του ρόλου του, εκείνη ξέρει πολύ καλά τι πρέπει να κάνει ανά πάσα στιγμή. Και ενώ τη συμπαθούμε, βλέποντας την αντίληψή της, την οξύνοιά της, το πόσο επικριτική είναι στον ρόλο της αλλά και το πόσο γερά κρατάει τα ηνία στην οικογένειά της, αποκτά ένα άλλο ενδιαφέρον.

Ετοιμάζεις ήδη κάτι επόμενο;

Ναι! Τώρα έχω ξεκινήσει να το δουλεύω. Αφορά διπλωμάτες στη Γενεύη που βρίσκονται σε διαδικασία διαμάχης. Είναι εξαιρετικά δύσκολο, αλλά νομίζω πως όλες οι ταινίες είναι δύσκολες [γελάει].

Το Azor κυκλοφορεί στις 27 Ιανουαρίου από το Cinobo.

Exit mobile version