Άγγελος Φραντζής: Από την επιτυχία της Ευτυχίας στους παράλληλους κόσμους του Νόμου του Μέρφυ
- 23 ΝΟΕ 2024
Ύστερα από τον θρίαμβο της Ευτυχίας στα ταμεία και στα βραβεία (η ταινία για τη ζωή της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου είχε τιμηθεί με Ίρις Ταινίας, Σκηνοθεσίας και πολλών ακόμα «ελληνικών Όσκαρ»), ο Άγγελος Φραντζής θα μπορούσε πολύ εύκολα να έχει κάνει κάτι ακόμα σαν αυτό – δεν είναι πως δεν του προσφέρθηκαν πολλές τέτοιες ευκαιρίες, όπως εξηγεί στο OneMan.
Ο Νόμος του Μέρφυ κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tanweer.
Αλλά ήθελε να κάνει κάτι διαφορετικό. Κάτι εντελώς δικό του, προσωπικό, από βαθιά μέσα του. Και να το κάνει σε έναν μεγάλο καμβά – με πολλά σκηνικά, διαφορετικά στυλ, μεγάλα μονοπλάνα, μουσικοχορευτικά νούμερα. Στο Νόμο του Μέρφυ, βλέπετε, ένας κόσμος δεν αρκεί.
Η Μαρία Αλίκη (Κάτια Γκουλιώνη) χτυπάει σε ένα δυστύχημα και εκεί, ακροβατώντας μεταξύ ζωής και θανάτου, βιώνει διαφορετικές πραγματικότητες, διαφορετικές εκδοχές του εαυτού της. Ποια είναι η αληθινή, και τι πρέπει να κάνει για να μπορέσει να γυρίσει (σώα) πίσω στον πραγματικό –αν υπάρχει τέτοιος– κόσμο;
Στην ξέφρενη, φοβερά φιλόδοξη ταινία, ο Φραντζής απλώνει ιδέες και επιρροές από σκρούμπολ κωμωδία μέχρι ιταλικό νεορεαλισμό κι από μιούζικαλ του Ζακ Ντεμί μέχρι ινφλουένσερ σάτιρα και κινηματογραφική μετα-αφήγηση. (Περιμένετε μέχρι το επεισόδιο που η ηρωίδα αποκτά συναίσθηση της αφήγησης δια στόματος Νίκου Κουρή.) Πάνω σε ένα σενάριο που ο Φραντζής υπογράφει μαζί με την Κατερίνα Μπέη (Ευτυχία, Φόνισσα) και τον Κωστή Σαμαρά, δομείται κάτι μοναδικό.
Γι’αυτό το OneMan συνάντησε τον σκηνοθέτη για να μας συστήσει με τα δικά του λόγια – όχι μόνο τον Νόμο του Μέρφυ, αλλά και τη διαδρομή από την Ευτυχία μέχρι τον Μέρφυ, κι όλα του τα παράλληλα σύμπαντα.
Για την απόφαση να γυρίσει την Ευτυχία
Αυτό που με ιντρίγκαρε πολύ στην Ευτυχία όταν μου δώσανε το σενάριο της Κατερίνας, ήταν ο τρόπος που προσέγγισε αυτή τη γυναίκα. Με ιντρίγκαρε τρομερά η ίδια η Ευτυχία, σαν χαρακτήρας, μέσα από το σενάριο. Ότι ήταν πολύ ανοιχτή στην αποδοχή των δικών της αντιφάσεων. Ήταν ένα πρόσωπο πάρα πολύ αντιφατικό, αλλά η ίδια δεν έβλεπε τον εαυτό της ως αντιφατικό, αλλά αποδεχόταν όλες τις αντιφάσεις της σαν ένα. Δεν την πείραζε τη μία να είναι έτσι, την άλλη να είναι αλλιώς, να λέει αυτό, να λέει εκείνο. Αυτό εμένα με γοήτευε τρομερά. Ότι να, όλα ζωή είναι.
Γι’αυτό μπήκα σε αυτό. Γιατί οι βιογραφίες εμένα δεν μου αρέσουν καθόλου. Δεν είναι το είδος μου, συνήθως τις βαριέμαι. Αλλά με γοήτευσε και αυτός ο κόσμος. Ο υπόκοσμος, οι λέσχες οι χαρτοπαικτικές, τα ρεμπέτικα. Κι όλα αυτά μου άρεσε να τα φιλτράρω, να φτιάξω πράγματα μέσα σε αυτό το σύμπαν. Αλλά με βάση πάντα την ίδια την Ευτυχία.
Για τις προτάσεις μετά την Ευτυχία και την απόφαση να κάνει κάτι τόσο διαφορετικό
Μετά την Ευτυχία άρχισαν να μου προτείνουν ό,τι παρεμφερές μπορείς να φανταστείς, και για το σινεμά και για την τηλεόραση. Αλλά δεν με ενδιέφερε να κάνω το ίδιο πράγμα και να πάω να εξαργυρώσω μια επιτυχία με έναν τρόπο που θα ήταν επαναλαμβανόμενος. Γιατί κάθε ταινία για μένα είναι μια έρευνα, είναι ένα καινούργιο πεδίο, ένα άνοιγμα. Το οποίο με κάνει κι εμένα κάπως να καταλαβαίνω λίγο καλύτερα τον εαυτό μου, τους άλλους, τον κόσμο. Οπότε αυτό για να το κάνεις πρέπει να πάρεις ένα ρίσκο.
Γιατί και η Ευτυχία για μένα ένα ρίσκο ήταν.. Είναι σαν πειραματική ταινία σε σχέση με αυτό που έκανα πριν! Οπότε μετά από αυτό ήθελα πάλι να κάνω κάτι που είναι πιο δικό μου, πιο προσωπικό, αλλά που να έχει αυτή την ισορροπία: Να μπορεί να είναι και εξωστρεφές και να αγγίξει ένα κοινό, αλλά και κάτι πολύ πολύ προσωπικό σε διάφορα επίπεδα.
Κι έτσι, ειδικά όταν φτάσαμε σε αυτή την εκδοχή του σεναρίου, ο Νόμος του Μέρφυ ήταν κάτι που τον ιντρίγκαρε πολύ τον Διονύση Σαμιώτη και την Tanweer. Αλλά σίγουρα έπαιξε ρόλο προφανώς το ότι το ότι υπήρχε από πίσω η επιτυχία της Ευτυχίας, για να με εμπιστευτούν κάπως, και να μπουν μέσα σε μέσα σε κάτι που ήταν πιο διαφορετικό.
Για το πώς ξεκίνησε ο Νόμος του Μέρφυ
Ξεκίνησε πριν αρκετά χρόνια, από την πανδημία. Είχα το πρώτο treatment και άρχισα να δουλεύω μετά με την Κατερίνα Μπέη και τον Κωστή Σαμαρά. Και ήταν ένα τελείως διαφορετικό σενάριο. Δηλαδή είναι μια ταινία που πήρε τρεις τελείως διαφορετικές μορφές μέχρι να καταλήξει σε αυτήν.
Μου συμβαίνει αυτό εμένα συχνά. Δηλαδή, μπορεί να έχω μια ιδέα που να πάρει πολλούς δρόμους, να είναι ο ίδιος πυρήνας της, αλλά να γίνουν τελείως διαφορετικά πράγματα. Αυτή η αρχική ιδέα είχε ξεκινήσει από το Μπάρντο, που είναι η Θιβετιανή Βίβλος των νεκρών. Που έχει ενδιαφέρον γιατί αφορά κάπως το ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, μια σειρά από προβολές που κάνεις πάνω στις ταυτότητες, πάνω στο ποιος είσαι, κλπ.
Αυτή ήταν η αρχική ας πούμε σκέψη και αφορμή, και χτίστηκε πάνω σε αυτή την ερώτηση του τι είναι ο εαυτός, τι είναι το πραγματικό – μια σειρά από τέτοια ερωτήματα, τα οποία οδήγησαν τελικά την ταινία σε αυτό που είναι τώρα. Που έχει άλλα πράγματα μέσα της, πιο γειωμένα. Συναισθηματικά, τουλάχιστον!
Για την ερμηνεία της Κάτιας Γκουλιώνη
Είναι ένας άθλος από μεριάς της Κάτιας όλο αυτό το πράγμα. Όχι γιατί είναι παντού σε όλη την ταινία και την κουβαλάει στις πλάτες της, αλλά γιατί όντως το νιώθαμε καθώς συνέβαινε. Αν στη λήψη η Κάτια δεν ήταν στο 100%, τότε δεν υπήρχε λήψη. Δηλαδή στο 95% να ήταν, δεν δούλευε τίποτα. Έπρεπε να έχει μια ενέργεια που να παρασύρει τα πάντα. Και επίσης είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που δούλεψε τη σωματικότητα της κάθε εκδοχής. Και καταφέρνει να εξελίσσεται μες στην ταινία, αλλάζοντας πρόσωπα.
Για τα διαφορετικά στυλ και τις επιρροές του κάθε παράλληλου κόσμου
Από τη στιγμή που αποφασίστηκε το ποιοι είναι αυτοί οι ρόλοι, τι σχέση έχουν με τον κεντρικό χαρακτήρα και πως προέρχονται από αυτήν, αλλά και το πώς την προχωράνε με κάποιο τρόπο αυτές οι αποτυχίες, τότε έπρεπε κάθε τι να είναι ένας διαφορετικός κόσμος. Υπήρχε μια πολύ συγκεκριμένη βάση για το πως θα είναι αυτοί οι κόσμοι με αναφορές, με χρωματικές παλέτες, που είχαν εξαρχής όλοι οι συνεργάτες για να μη χανόμαστε.
Επίσης ως διαφορετικοί κόσμοι έπρεπε να υπάρχει ταυτόχρονα που τους ενώνει. Τα μονοπλάνα που υπάρχουν σε όλη την ταινία ήταν ένα πράγμα που έδινε, στιλιστικά, μια ροή. Και αυτή την κομψότητα της συνεχόμενης κίνησης. Και το πώς οι ηθοποιοί υπάρχουν μέσα σε αυτό. Αλλά ταυτόχρονα έπρεπε όλα να διαφοροποιούνται. Σκηνογραφικά, χρωματικά.
Ήθελα να είναι μια φαντασμαγορία αυτό το πράγμα. Να είναι γεμάτο μικρές εκρήξεις. Οπότε η βίλα ας πούμε είναι κάπως sci-fi, είναι αρχιτεκτονικά ένα μετα-φουτουριστικό πράγμα. Το φτωχικό ήθελα να είναι νεορεαλισμός. Νύχτες της Καμπίρια. Τέτοιο πράγμα. Μέχρι που φτάνουμε φυσικά στο κομμάτι του ξενοδοχείου που αυτό γεννιέται πια μέσα από αυτή την ουτοπία του μιούζικαλ.
Για το μιούζικαλ κομμάτι της ταινίας
Τα μιούζικαλ είναι μια ξαφνική ρωγμή στην πραγματικότητα, ξαφνικά όλοι χορεύουν και τραγουδούν, είναι παράλογο εντελώς όλο αυτό, αλλά όμως σε συνδέει με μια πρωτόγονη χαρά. Και ήθελα να έχει αυτή την πρωτόγονη χαρά η ταινία στην κορύφωσή της. Πριν πολλά χρόνια, στην πρώτη μου ταινία, το Polaroid, είχα κάποια κομμάτια που χορεύουμε και τραγουδάμε, κάποια κομμάτια μιούζικαλ που είναι κάπως διαλιανιδικά. Οπότε έχω ξαναδοκιμάσει μιούζικαλ, αλλά μόνο εκεί – και σε κάτι μικρού μήκους μου.
Εδώ, πηγάζει από τον χαρακτήρα αλλά και από μια βαθιά δική μου επιθυμία, που λατρεύω τα μιούζικαλ, ειδικά εκείνης της περιόδου, του ‘30, του ‘50. Κι η αναφορά στις Δεσποινίδες του Ροσφόρ έτσι ήρθε, που και το σπίτι της ηρωίδας έχει φτιαχτεί γεμάτο με εικόνες και αναφορές σε αυτά τα έργα. Γι’ αυτό και υπάρχει μια σκηνή στην ταινία που βλέπουν τον Τζιν Κέλι.
Μουσικά, χρειαζόταν κάτι που στιχουργικά να είναι σαν φιλοσοφικό πόνημα, αλλά που να είναι και πολύ αστείο ταυτόχρονα. Ειρωνικό και αστείο ταυτόχρονα, και να ρέει μέσα από αυτό και η δραματουργία. Γιατί εκεί είναι που ξεχνάει κάπως το εγώ της.
Βρήκαμε ένα ξενοδοχείο ψιλο-εγκαταλελειμμένο, το Πεντελικόν, και εκεί στήσαμε όλα τα ντεκόρ. Ήταν εξ αρχής αυτή η ιδέα του ενός χώρου, γιατί το ξενοδοχείο σου δίνει αυτή τη δυνατότητα. Μένουν διαφορετικοί άνθρωποι και σαν δομή μπορούν όλοι να συγκεντρωθούν μαζί μέσα από διαδρόμους.
Για την ιδέα της ηρωίδας που ζει παράλληλους κόσμους και εκδοχές του εαυτού της
Θέλαμε να βάλουμε αντιμέτωπη την ηρωίδα με τα στερεότυπα, με τα γυναικεία στερεότυπα, με αυτά που απαιτείται από μια γυναίκα να είναι: Καλή μάνα, πετυχημένη επαγγελματίας, σωστή κόρη, sex symbol – όλα τα κοινωνικά στερεότυπα, οι κοινωνικές επιταγές στις οποίες μια γυναίκα πρέπει να ανταπεξέλθει. Οπότε μας ενδιέφερε ο τρόπος με τον οποίο συναλλάσσεται και τι εισπράττει μέσα από όλα αυτά, και πως δεν μπορεί να χωρέσει σε όλα αυτά τα ρούχα που έχουν ράψει άλλοι για αυτήν. Αυτός ήταν ο βασικός πυρήνας: Δε μπορεί να χωρέσει πουθενά σε όλα αυτά – και πολύ λογικά κιόλας.