Στα Άνω Λαδάδικα με έναν από τους σημαντικότερους μουσικούς της Θεσσαλονίκης
- 1 ΦΕΒ 2018
Το πρώτο πράγμα που σου κάνει εντύπωση σε μία βόλτα στα Άνω Λαδάδικα είναι το πόσα νέα πράγματα έχουν γεννηθεί μέσα στο 2017, μετατρέποντας την περιοχή στο νέο κέντρο της πόλης. Ένα πείραμα που πέτυχε χάρη στις φρέσκες ιδέες, στο μεράκι και στο ταλέντο κάποιων ανθρώπων. Το τρίπτυχο αυτό συναντάς και στην περίπτωση του Λάζαρου Τσαβδαρίδη, ενός από τους σημαντικότερους μουσικούς της νέας γενιάς στη Θεσσαλονίκη και υπεύθυνου για μερικά από τα σπουδαιότερα καλλιτεχνικά πρότζεκτ των τελευταίων ετών. Η βόλτα μας μόλις ξεκίνησε.
*Φωτογραφίες: Αναστάσης Μαυρογιάννης
Καταρχάς να ξεχωρίσω την έννοια του μουσικού ως δημιουργού και ως εκτελεστή
Είναι τα πρώτα του λόγια, καθώς διασχίζουμε την Βεροίας και χαζεύουμε τις πολύχρωμες βιτρίνες.
Επειδή οι μουσικές μου καταβολές είναι οι σπουδές στην κλασική μουσική, αυτές οι δύο έννοιες βρίσκονται στο μυαλό μου σε ξεχωριστά “δωμάτια”, τα οποία όμως εν δυνάμει επικοινωνούν μεταξύ τους. Είναι αλήθεια ότι τα πρώτα χρόνια της κρίσης οι δημιουργοί και οι εκτελεστές τα υποδεχτήκαμε με ένα μούδιασμα, το οποίο είχε να κάνει με τη συνειδητοποίηση ότι τίποτα πια δεν θα είναι εύκολο σε κανένα επίπεδο. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν ήταν, αλλά είχαμε την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσαμε ίσως να επιβιώσουμε καλλιτεχνικά, κάποιοι ίσως υποτιμώντας την τέχνη και το κοινό. Σήμερα με χαρά διαπιστώνω ότι αυτό δεν ισχύει τόσο. Οι πραγματικά ανήσυχοι καλλιτέχνες έχουν δει την κρίση ως ευκαιρία δημιουργίας και έμπνευσης. Δημιουργούν νέα σχήματα, νέες τάσεις, βρίσκουν επαφές με ένα κοινό που αντιλαμβάνεται την τέχνη τους και όλα αυτά σε συνεργατικό πλαίσιο. Τώρα, αν αυτό πληρώνεται και μπορείς να ζήσεις, είναι άλλη κουβέντα. Θυμάμαι το δάσκαλό μου Άλκη Μπαλτά στο 1ο μάθημα σύνθεσης να λέει: αν ήρθατε να γίνεται συνθέτες για να ζήσετε από αυτό, καλύτερα να βρείτε μια δουλειά!”, αναφέρει και στέκεται στο πότε συνειδητοποίησε ότι θέλει να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική.
Δεν υπάρχει συνειδητή απόφαση για κάτι τέτοιο. Είναι σαν να είσαι σε ένα ποτάμι και η ροή του να σε οδηγεί να ασχοληθείς σχεδόν αναπόφευκτα. Αν ήθελα πάντως να το τοποθετήσω χρονικά νομίζω ότι ήταν στα 16 μου. Είναι η ηλικία που δυστυχώς πρέπει να πάρεις αποφάσεις για το μέλλον και να παλέψεις γι αυτές. Ειλικρινά, δεν νομίζω ότι με απασχόλησε πολλή ώρα. Δεν φαντάστηκα ούτε δευτερόλεπτο την υπόλοιπη ζωή μου να κάνω κάτι άλλο. Έτσι, προσάρμοσα και τις σπουδές μου. Από τα ιδιαίτερα μαθήματα πιάνου σε Πτολεμαίδα και Κοζάνη, στα ανώτερα θεωρητικά στο Κρατικό Ωδείο, στις σπουδές σύνθεσης με τον Αλκη Μπαλτά, στα μουσικοπαιδαγωγικά μαθήματα στην Ουγγαρία και στο Τμήμα Μουσικών σπουδών Θεσσαλονίκης με το συνθέτη Χρήστο Σαμαρά σήμερα! Πορεία μεγάλη, που ελπίζω να μην τελειώσει ποτέ.
Ο κόσμος που κάθεται στα μαγαζιά της Εδέσσης είναι εντυπωσιακός, γεμίζοντας κάθε γωνιά της. Όπως και στην ξεχωριστή συναυλία για το ΚΕΘΕΑ ΙΘΑΚΗ που τον γνώρισα πριν από χρόνια.
Κάθε μία από τις συνεργασίες μου είναι ένα παράσημο. Η συναυλία για τα 30 χρόνια του ΚΕΘΕΑ ΙΘΑΚΗ και η έκδοση σε CD της συναυλίας αποτελεί, αναμφισβήτητα, ένα από τα σημαντικότερά μου. Την ξεχωρίζω αυτή τη στιγμή για δύο λόγους. Αρχικά, γιατί ήταν μια εξαιρετικά πετυχημένη συνεργασία με την ΚΟΘ για έναν πολύ καλό σκοπό, όπως αυτός της προώθησης της ιδέας και του μηνύματος του ΚΕΘΕΑ ΙΘΑΚΗ. Έπειτα, γιατί εκεί για πρώτη φορά επιχείρησα να επεξεργαστώ συμφωνικά γνωστά τραγούδια σπουδαίων ερμηνευτών.
Μία ανάλογη νύχτα είχε τη χαρά να ζήσει το κοινό της Θεσσαλονίκης το φετινό Φθινόπωρο, με τη συναυλία για τον Μάνο Λοΐζο, μία από τις σπουδαιότερες καλλιτεχνικές συμπράξεις της πόλης για το 2017.
Ο Μάνος Λοΐζος είναι από τους αγαπημένους μου συνθέτες. Ανέκαθεν θαύμαζα τη μελωδικότητα των τραγουδιών του και μαζί την απλότητα και την καθαρότητα που τα συνοδεύει. Για μένα, που μεγάλωσα με τα τραγούδια του, το να φανταστώ αυτά τα τραγούδια παιγμένα από ένα συμφωνικό σύνολο ήταν κάτι αδιανόητο. Θα έπρεπε να ταιριάξει η λιτότητα και ο λυρισμός με μια μουσική ορχηστρική υφή που εκ των πραγμάτων κρύβει μια πολυπλοκότητα. Η πρόκληση ήταν λοιπόν αυτή: να βρεθεί η χρυσή τομή και το κατάλληλο μείγμα ώστε και να μην προδοθούν τα τραγούδια του και να αποκτήσουν ένα συμφωνικό χαρακτήρα. Έπρεπε να παρθούν αποφάσεις δύσκολες σε κάθε σημείο της υλοποίησης. Και συνήθως η απάντηση ήταν κρυμμένη κάπου μέσα στα τραγούδια από τον ίδιο το Λοΐζο: μια υπόνοια πολυφωνίας, ένα ενδιαφέρον ηχόχρωμα, μια νύξη στο στίχο, μια ερμηνευτική στιγμή κρυμμένη σε κάποιο σημείο του τραγουδιού. Έπρεπε να αναλυθούν σε βάθος και σε πολλά επίπεδα προκειμένου να αποκαλυφθεί ο πυρήνας τους. Σε πολύ λίγα τραγούδια πάρθηκαν αποφάσεις ερήμην του συνθέτη όσο και να φαίνεται περίεργο αυτό.
Η όλη ιδέα δουλευόταν αρκετό καιρό. Με τον Αντώνη Σουσάμογλου, ο οποίος είχε και την πρώτη ιδέα, κάναμε τη σκέψη να επανασυνθέσουμε τραγούδια ενός συγκεκριμένου συνθέτη. Και από τα πρώτα ονόματα που έπεσαν ήταν αυτό του Λοΐζου, λόγω κοινών μουσικών αναφορών και βιωμάτων. Άλλωστε η έννοια του recomposing, της αποδόμησης δηλαδή και της ανασύνθεσης ενός έργου, είναι μία νέα ανερχόμενη τάση στη διεθνή σκηνή, σχεδόν άγνωστη, όμως, στη χώρα μας. Ευτυχώς με τον Αντώνη έχουμε αναπτύξει μία κοινή μουσική γλώσσα και αντίληψη των πραγμάτων και πολλά ζητήματα λύνονται στη βάση της κοινής (μας) λογικής. Έτσι, ύστερα από ένα διαρκές ψάξιμο των ήχων και μία επίπονη διαδικασία, απολαύσαμε 3 σπουδαίους ερμηνευτές, την καλύτερη ορχήστρα στην Ελλάδα, την ΚΟΘ και μια μυσταγωγική σχεδόν 2ωρη συναυλία όπου οι μελωδίες του Λοΐζου έρρεαν μέσα σε ηχοχρώματα, ορχηστρικές υφές και μια διάχυτη συγκίνηση στην αίθουσα, που ο μεγάλος αυτός συνθέτης ήταν απών ως φυσική παρουσία αλλά κυριαρχούσε στο χώρο μέσω των τραγουδιών του.
Ποια ήταν, όμως, η αντίδραση του κοινού στο όλο εγχείρημα και πόσο έχει αλλάξει η στάση του απέναντι σε τέτοιες πρωτοβουλίες μέσα στην κρίση;
Αναμφίβολα αυτό ήταν και το μεγάλο στοίχημα, να επιβεβαιωθούν ή όχι τα τεράστια ρίσκα του εγχειρήματος. Στη συντριπτική του πλειοψηφία το κοινό αντέδρασε θετικά στο σοκ της ακρόασης και της νέας μορφής τραγουδιών που γνώριζε. Θα έλεγα ότι το χειροκρότημα και στις 2 μέρες των παραστάσεων επιβεβαίωσε την όλη προσπάθεια. Δεν θα ξεχάσω τη συγκίνηση ορισμένων θεατών που μας μετέδιδαν την ανατριχίλα και το ξάφνιασμα που ένιωσαν κατά τη διάρκεια των συναυλιών. Και τη θέρμη επίσης με την οποία μας έπιαναν τα χέρια. Βεβαίως υπήρχαν και οι αντίθετες απόψεις που δεν συμφώνησαν με το όλο εγχείρημα, πολύ λιγότερες όμως. Αλλά πιστεύω ότι εξέφραζαν μια μειοψηφία θεατών που ίσως δεν καταφέραμε να τους πείσουμε για την πρόθεσή μας.
Ξέρεις, το κοινό πάντα και ιδιαίτερα σήμερα μέσα στην κρίση, ψάχνει το διαφορετικό, το καλώς καμωμένο και αυτό που δεν το υποτιμά ως θεατή ή ως ακροατή.
Καλώς ή κακώς η πρόσβαση σε κάθε είδος μουσικής είναι πανεύκολη για όλους μας, αρκεί μια σύνδεση στο ίντερνετ. Και αυτό έχει δημιουργήσει μια τεράστια δεξαμενή ήχων και εμπειριών για τον καθένα. Έτσι όταν το κοινό αντιλαμβάνεται τη διαφορετικότητα, την πρωτοτυπία και την άψογη εκτέλεση (διότι το κοινό έχει ένα αλάνθαστο κριτήριο σε σχέση με την ποιότητα), αγκαλιάζει τέτοιες πρωτοβουλίες, τις επιδοκιμάζει και τις συζητά. Και αυτό κάνει καλό σε όλους. Έχουμε την ευθύνη ως δημιουργοί να εκπαιδεύσουμε ένα κοινό που απαιτεί και επιζητά το καινούργιο ώστε να είμαστε και εμείς σε επαγρύπνηση και σε ακατάπαυστο πειραματισμό και δημιουργία.
Η κουβέντα μας φτάνει στο τέλος της. Σε λίγα λεπτά πρέπει να είναι στο Κρατικό Ωδείο. Του ζητώ να μου περιγράψει τα μελλοντικά του σχέδια, αλλά και τι θα συμβούλευε κάποιον μαθητή 3ης Λυκείου που σκέφτεται να ασχοληθεί επαγγελματική με τη μουσική;
Μου αρέσει πάντα να επανέρχομαι στις μουσικές ρίζες μου που είναι η κλασσική μουσική και σύνθεση. Γι αυτό και τα μελλοντικά μου σχέδια έχουν να κάνουν πάντα με τις προσωπικές μου αναζητήσεις και με το πώς ισορροπώ μέσα μου. Κάθε φορά προκύπτει η ανάγκη να εκφραστώ μέσω μιας νέας δημιουργίας ή συνεργασίας. Θα ήθελα όμως πολύ να καταφέρω να ισορροπήσω μεταξύ της πρωτογενούς παραγωγής ως συνθέτης και της αναζήτησης μέσω της επανασύνθεσης και επαναδημιουργίας. Σε κάθε περίπτωση με ενδιαφέρει να έχω πάντα ένα καλό λόγο να γράψω κάτι νέο. Και πολύ σύντομα θα υπάρξουν και νέες, ιδιαίτερα απαιτητικές προκλήσεις σε κάθε επίπεδο.
Τώρα, σχετικά με το τι θα συμβούλευα έναν μαθητή 3ης Λυκείου, θα του απαντούσα μονολεκτικά και απερίφραστα: “Κάντο”. Δεν είναι ένας δρόμος σπαρμένος με ρόδα, αλλά η δημιουργία και κυρίως η επικοινωνία με το κοινό που προκύπτει από αυτήν, θα σε αποζημιώνει για πάντα.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΑ