‘Ο Χειροπαλαιστής’: Πώς είναι να γυρίζεις ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τον αδερφό σου;
Ο κομίστας Γιώργος Γούσης κάνει το -ήδη βραβευμένο!- κινηματογραφικό του ντεμπούτο με ένα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ και μας μιλάει για αυτό καθώς γίνεται διαθέσιμο online ενόψει των φετινών βραβείων Ίρις.
- 9 ΑΠΡ 2020
Η πρώτη ερώτηση είναι, φυσικά, μια πιο ευγενική παραλλαγή του “πού σου ήρθε να το κάνεις;;”. Η απάντηση δίνεται δια στόματος Γιάννη Οικονομίδη: «Όταν κάποιος με ρώτησε κάτι αντίστοιχο σε μία παρέα», μου λέει ο Γιώργος Γούσης, «πριν προλάβω να απαντήσω, ο Γιάννης Οικονομίδης που ήταν μπροστά στην συζήτηση και με ξέρει πάνω από δέκα χρόνια είπε “Γιατί τον τρώει ο κώλος του” και είχε δίκιο».
Ο “Χειροπαλαιστής” είναι ένα ιδιόμορφο κινηματογραφικό πορτρέτο ενός ιδιόμορφου ανθρώπου. Κάτοικος επαρχίας πλέον, ο Πάνος, αδερφός του σκηνοθέτη, όντας υπερδραστήρια περσόνα ανοίγει μια ταβέρνα και παράλληλα ασχολείται με το άθλημα της χειροπάλης. Η καθημερινότητά του και η ιδιοσυγκρασιακή του περσόνα γίνονται μια τέλεια αφορμή για να στηθεί πάνω του ένα μικρό αλλά χορταστικό προφίλ. Τόσο του ίδιου, αλλά και του τόπου του, μιας επαρχίας που λειτουργεί όχι απλά ως φόντο αλλά ως καρδιά αυτής της ιστορίας.
«Το ενδιαφέρον είναι τελικά πως δεν τον αντιμετώπισα σαν αδερφό μου, αλλά σαν ουδέτερο αντικείμενο παρατήρησης», μου εξηγεί ο Γούσης. «Το γεγονός ότι υπάρχει αγάπη και γνώση για αυτόν περνάει στα δεύτερα και τρίτα επίπεδα της ταινίας. Αντιθέτως, αν η αρχική ιδέα ήταν «ας κάνω μια ταινία με θέμα τον αδερφό μου», θα μπορούσε εύκολα το συναίσθημά μου για αυτόν να καπελώνει την ταινία ή να τον αγιογραφώ», τονίζει κατά την κουβέντα μας πάνω σε αυτό το τόσο ξεχωριστό κινηματογραφικό ντεμπούτο.
Ο “Χειροπαλαιστής” βρίσκεται online στην πλατφόρμα Festival Scope ως τις 12 Απριλίου για περιορισμένες θεάσεις.
Τα βραβεία Ίρις απονέμονται στις 14 Απριλίου.
Ο Γιώργος Γούσης έχει εξάλλους κι αυτός τη δική του ενδιαφέρουσα διαδρομή. Από τους σημαντικότερους κομίστες αυτή τη στιγμή (στο παρελθόν είχαμε αναλύσει διεξοδικά μάλιστα την εξαιρετική διασκευή του “Ερωτόκριτου” που είχε συνδημιουργήσει) διατηρεί όμως μια σαφή σχέση αγάπης και επιρροής με το σινεμά, κάτι που φάνηκε και μέσα από μια άλλη πρόσφατη δουλειά του, το κόμικ “Φεστιβάλ” που έφτιαξε μαζί με τον Παναγιώτη Πανταζή και τη Γεωργία Ζάχαρη (για το οποίο η δημιουργική τριπλέτα επίσης μας μίλησε αναλυτικά).
Τώρα όμως έχοντας την πρώτη ταινία στο ενεργητικό του, πραγματοποιεί ένα συναρπαστικό δημιουργικό άλμα για το οποίο είχε πολλά ενδιαφέροντα να πει. Η ταινία μάλιστα κέρδισε ένα από τα βραβεία στις περασμένες Νύχτες Πρεμιέρας αποσπώντας ενθουσιώδη σχόλια από το κοινό, φτάνοντας τώρα υποψήφιο για το βραβείο Ίρις καλύτερου μικρού μήκους ντοκιμαντέρ. Όλες οι υποψήφιες ταινίες της κατηγορίας, κι ανάμεσά τους ο “Χειροπαλαιστής”, γίνονται διαθέσιμες προσωρινά για το διάστημα 9-12 Απριλίου, όσο δηλαδή διαρκεί η ψηφοφορία για τα φετινά Ίρις (που απονέμονται στις 14 του μήνα).
Καθώς λοιπόν η ταινία φτάνει στα φετινά βραβεία ως υποψήφια, και καθώς γίνεται διαθέσιμη για το κοινό, ζητήσαμε από τον Γούση να μας πει περισσότερα για το έργο. Για το πώς ήταν να γυρίζει ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τον αδερφό του, για το πώς επηρεάστηκε (έστω και υποσυνείδητα) από τον Κεν Λόουτς, και για το πώς η τέχνη μπορεί πάντα να σε κάνει ως θεατή να ταυτίζεσαι απρόσμενα με ήρωες.
***
Πώς σου ήρθε από την αρχή η ιδέα να κάνεις αυτό το πορτρέτο ενός ανθρώπου στην καθημερινότητά του, ειδικά του αδερφού σου, ενός ανθρώπου που ξέρεις τόσο καλά;
Όταν κάποιος με ρώτησε κάτι αντίστοιχο σε μία παρέα, πριν προλάβω να απαντήσω, ο Γιάννης Οικονομίδης που ήταν μπροστά στην συζήτηση και με ξέρει πάνω από δέκα χρόνια είπε «Γιατί τον τρώει ο κώλος του» και είχε δίκιο. Νομίζω πως όλο αυτό το εγχείρημα, ξεκίνησε πρωτίστως από εσωτερικούς λόγους αναζήτησης νέων προκλήσεων.
Δεκατρία χρόνια υπηρετώ μια άλλη αφηγηματική τέχνη, αυτή των κόμικς, της οποίας η δημιουργική διαδικασία είναι πολύ μοναχική. Αισθανόμουν, λοιπόν, πως ο κινηματογράφος, αν και έχει πολλούς περισσότερους περιορισμούς από τα κόμικ, ταυτόχρονα είναι μια τέχνη που εμπεριέχει στην κατασκευή της την περιπέτεια, την συνεργασία και την επικοινωνία, είναι δηλαδή, το αντίθετο της μοναξιάς. Αν συνυπολογίσω ότι σαν χαρακτήρας αισθάνομαι πολύ πιο άνετα στον ρόλο του πρωτάρη που εξερευνά και ανακαλύπτει, τότε καταλήγω πως ξεκίνησα να φτιάξω τον «Χειροπαλαιστή» από ανάγκη. Την ανάγκη μου να κάνω σινεμά και ήξερα πως έπρεπε να αρχίσω από ένα θέμα που γνωρίζω καλά και έχω την πλήρη πρόσβαση σε αυτό.
«Το μάτι μου έχει εκπαιδευτεί να αναγνωρίζει ως ωραία, όλα όσα έχει δει στο έργο του Κεν Λόουτς.»
Παρατηρώ τη ζωή του αδερφού μου για χρόνια και ειδικά τα τελευταία πέντε, που, λόγω της οικονομικής κρίσης, πίστεψε στο όνειρο μιας καλύτερης ζωής στην επαρχία και από την Αθήνα μετακόμισε στην Ήπειρο, στο χωριό του πατέρα μου, όπου και άνοιξε ένα καφενείο-ταβέρνα. Όντας ένας, από τη φύση του, αντιφατικός χαρακτήρας, τρομερά δραστήριος, καλόκαρδος και αγνά κωμικός τύπος με το εξωτερικό περίβλημα ενός μυώδους αρσενικού, φανταζόμουν πως τα στενά όρια του χωριού, με κατοίκους κυρίως τρίτης ηλικίας και το γυναικείο φύλο σε εξαφάνιση, θα αποτελούσαν τροχοπέδη για τα όνειρα ενός 30χρονου με το ταμπεραμέντο του αδερφού μου.
Συζητώντας τα όλα αυτά με τον Γιώργο Κουτσαλιάρη (διευθυντής φωτογραφίας και συνμοντέρ της ταινίας), έναν άνθρωπο που ήξερα ότι μοιράζεται την ίδια ανάγκη για σινεμά με εμένα, νιώσαμε και οι δύο πως το να πάμε να παρατηρήσουμε με μια κάμερα την ρουτίνα του αδερφού μου θα αποτελούσε κινηματογραφικό γεγονός και έτσι, το κάναμε.
Πώς ήταν πρακτικά η διαδικασία του γυρίσματος; Είχες κάτι σαν σκριπτ και μια ιδέα του πού θες να οδηγηθείς ή ακολουθούσες και το έφτιαχνες στην πορεία; Είχες πολύ υλικό στη διάθεσή σου;
Τα γυρίσματα κράτησαν μόλις 4 μέρες συνολικά και έγιναν στην Ήπειρο και την Αθήνα. Μπορεί αυτός ο χρόνος να ακούγεται λίγος για ένα ντοκιμαντέρ παρατήρησης, αλλά, έχε υπόψη σου ότι πήγαμε να καταγράψουμε ένα θέμα που παρακολουθώ από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν ήταν κάτι που θα ανακάλυπτα σιγά σιγά μαζί με την κάμερα. Ήξερα τι κυνηγούσα.
Ο στόχος που είχαμε θέσει, ήταν να παρατηρήσουμε την καθημερινότητα του αδερφού μου στο χωριό, ανάμεσα στις προπονήσεις που έκανε με αυτοσχέδια όργανα γυμναστικής για να πάρει μέρος σε έναν αγώνα χειροπάλης (bras de fer) στην Αθήνα, όπου και θα τον ακολουθούσαμε. Είναι σκηνές που ήξερα ότι θα προκύψουν, αλλά, είναι και πολλές άλλες που συνέβησαν απροσδόκητα ή προέκυψαν σαν ιδέες μέσα στο γύρισμα.
Η σκηνή στον καθρέφτη για παράδειγμα, που για μένα είναι μια εικόνα που συμπυκνώνει κατα πολύ την ψυχοσύνθεση του αδερφού μου, έγινε και η αφίσα της ταινίας, προέκυψε τυχαία. Είχαμε αποφασίσει να τραβήξουμε το κούρεμα του, στο σπίτι του ανθρώπου που τον κουρεύει και θα το κάναμε στο σαλόνι όπου το έκαναν συνήθως αυτοί αλλά, όταν πήγα στην τουαλέτα και είδα το μπάνιο και την παραμόρφωση στον καθρέφτη, αλλάξαμε το σημείο και το γυρίσαμε εκεί.
Εν τέλει, έχοντας στη διάθεση μας περίπου 5 ώρες υλικό, ξεκινήσαμε με τον Γιώργο την δεύτερη και σημαντικότερη διαδικασία, αυτή του μοντάζ. Πιο αργή διαδικασία, πιο στοχαστική, με πολλές δοκιμές, μπρος πίσω, αλλαγές και συζητήσεις. Τρομερά απολαυστική και ιδιαίτερη για μένα, γιατί κρύβει φοβερές εκπλήξεις. Στιγμές για τις οποίες ήμασταν σίγουροι ότι θα μπουν στην ταινία και θα παίξουν ρόλο, έμειναν τελικά έξω και άλλες, που πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες στο γύρισμα, μετατράπηκαν σε πρωταγωνιστικές. Στο μοντάζ φτιάχτηκε τελικά και η ταινία, εκεί τα πράγματα πήραν την θέση τους, ώστε να είναι λειτουργικά και να δημιουργούν ένα σύνολο και μια αίσθηση στον θεατή.
Αν κανείς δεν γνωρίζει πως βλέπει ντοκιμαντέρ, μπορεί να μην το αντιληφθεί καν στην αρχή. Κινηματογραφικά πώς προσέγγισες την ιδέα, είχες κάτι στο μυαλό σου σαν στυλιστική επιρροή;
Να σου πω την αλήθεια, το ότι δεν είναι κανείς σίγουρος αν βλέπει ντοκιμαντέρ ή όχι, δεν μας πέρασε ποτέ από το μυαλό. Το ακούσαμε πρώτη φορά, σαν σχόλιο, από τους θεατές και αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε κι εμείς το γιατι. Μια πρώτη σκέψη πάνω σε αυτό είναι ότι, για κάποιο λόγο, το κοινό έχει ταυτίσει κατά πολύ το ντοκιμαντέρ με το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ (συνδυασμός καλοφωτισμένων συνεντεύξεων και κουνημένα πλάνα από δράσεις ή voice over σε πλάνα αρχείου) και ο “Χειροπαλαιστής” απέχει πολύ από αυτό. Μια δεύτερη σκέψη ήταν ότι μπορεί ο τρόπος που το έχουμε μοντάρει και η αφηγηματική ροή που έχουμε δώσει στα γεγονότα να δημιουργεί την ψευδαίσθηση της μυθοπλασίας.
«Ταυτίζεσαι με τον ήρωα, ακόμα και αν αυτός μιλάει για εσένα.»
Μια τρίτη σκέψη ήταν οτι η καθημερινότητα του αδερφού μου και ο ίδιος, είναι τόσο παλαβό και απίστευτο θέαμα που δεν μπορείς εύκολα να πιστέψεις ότι συμβαίνει στ’ αλήθεια. Όπως και να έχει, δεν έχω ακριβώς απάντηση σε αυτό και δεν είναι ότι με νοιάζει να βρω κιόλας. Ίσα ίσα, απολαμβάνω αυτό το μπέρδεμα και την έκπληξη των θεατών όταν καταλαβαίνουν ότι όσα βλέπουν δεν είναι στημένα. Εμένα μου φαίνεται θετικό αίσθημα η έκπληξη, σου μένει στην μνήμη και πυροδοτεί ενδιαφέρουσες συζητήσεις.
Δεν είχαμε τίποτα συγκεκριμένο κινηματογραφικά σαν αναφορά στο μυαλό μας όταν ξεκινήσαμε να τραβάμε την ταινία με τον Κουτσαλιάρη και πολλές αποφάσεις πάρθηκαν τη στιγμή του γυρίσματος, σύμφωνα με την διαίσθησή μας, τι μας φαίνεται σωστό, τι ωραίο και κατάλληλο για να καταγράψει την σκηνή που βλέπαμε μπροστά μας. Απο την άλλη, επειδή έχουμε κοινά γούστα με τον Γιώργο και επειδή σε αυτό το κομμάτι επικοινωνούμε σχεδόν αυτόματα, σίγουρα είναι χωνεμένες μέσα μας οι ταινίες και ο τρόπος κινηματογράφησης πολλών μεγάλων δημιουργών, όπως ο Κεν Λόουτς, ο Κιαροστάμι, ο Τζεηλαν, ο Κόρε-έντα και άλλοι.
Υποσυνείδητα, όταν βλέπαμε στον φακό μια εικόνα που να έμοιαζε έστω και λίγο με κατι που να έχουμε δει στις ταινίες όλων αυτων των ανθρώπων, μέναμε εκεί και το τραβούσαμε. Αυτό που θέλω να πώ είναι οτι, δεν σκέφτηκα να τραβήξουμε μια σκηνή όπως την τραβάει π.χ. ο Κεν Λόουτς, επειδή την είχα δει σε κάποια ταινία του, αλλά, επειδή εκείνη την ώρα που το έβλεπα μεσα στην κάμερα, μου φάνηκε οικείο και ωραίο στο μάτι και προφανώς το μάτι μου έχει εκπαιδευτεί να αναγνωρίζει ως ωραία, όλα όσα έχει δει στο έργο του Κεν Λόουτς.
Είναι μια ταινία που έχει πολύ να κάνει με την κατάσταση της ελληνικής επαρχίας αυτή τη στιγμή. Υπάρχει κάτι που αποκόμισες ή που παρατήρησες καθώς γύριζες την ταινία που σου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ή που δεν περίμενες;
Συγκεκριμένα σε αυτό που με ρωτάς, δεν υπάρχει τίποτα που να μου έκανε εντύπωση στο γύρισμα, διότι, εμείς δεν ξεκινήσαμε ποτέ να πάμε να τραβήξουμε μια ταινία για να δείξουμε την κατάσταση της Ελληνικής επαρχίας. Δεν ήταν ποτέ στις προθέσεις μας, ούτε έγινε στόχος μας στην πορεία των γυρισμάτων ή του μοντάζ. Εμείς, πήγαμε να κάνουμε ένα πορτρέτο. Όλο αυτό το υπόβαθρο, πέρασε μέσα στην ταινία γιατί πολύ απλά ήταν εκεί και ήταν αδύνατον να μην το τραβήξουμε.
Ίσως, μάλιστα, αν ήταν αυτός ο στόχος μας εξαρχής, να το είχαμε φέρει πολύ πιο μπροστά στην ταινία, να ψάχναμε στο γύρισμα να το βρούμε για να το παρουσιάσουμε στους θεατές και έτσι να γινόταν δεικτικό. Όμως, αργότερα στο μοντάζ, ήταν δική μας η απόφαση να μην το αποκρύψουμε ή το λειάνουμε, εφόσον θεωρούσαμε οτι ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται, είτε με τον λογο, ειτε με τις εικόνες, δεν είναι φτιαχτός, αλλά απορρέει φυσιολογικά και με ειλικρίνεια απο την αλήθεια των ανθρώπων της ταινίας.
Το background στα κόμιξ σε βοήθησε με κάποιο τρόπο στο στήσιμο αυτού του φιλμ; Πήρες γνώμες ή βοήθειες από άλλους έμπειρους ανθρώπους ή το γύρισες ως τελείως αυτοδίδακτος κινηματογραφιστής;
Αν και τα αφηγηματικά εργαλεία των κόμικ διαφέρουν από αυτά του σινεμά, στη βάση τους και οι δύο τέχνες έχουν κοινό στόχο την αφήγηση μιας ιστορίας. Κάτι που με βοηθάει αρκετά στον κινηματογράφο και που οφείλω στα κόμικ, είναι η συμπύκνωση του νοήματος και της πληροφορίας μέσα στα καρέ και τα μπαλονάκια, οι διάλογοι είναι σύντομοι και οι ατάκες πιο to the point.
Επίσης, στα κόμικ υπάρχει η διαδικασία του ντεκουπάζ, δηλαδή να επιλέξεις τι μέγεθος θα έχουν οι εικόνες, τι σχήμα και ποια η σχέση μεταξύ τους μεσα σε μια σελίδα, πριν την ζωγραφίσεις. Το ντεκουπάζ στα κόμικ, έχει παρόμοιο αποτέλεσμα με το μοντάζ σε μια ταινία, με τη διαφορά οτι στα κόμικ το κάνεις πριν ζωγραφίσεις, ενώ στο σινεμά μοντάρεις μετά το γύρισμα. Θεωρώ, λοιπόν, πως επειδή έχω συνηθίσει να σκέφτομαι με αυτόν τον τρόπο, όταν ήμασταν στο γύρισμα, κάποιες σκηνές διαμορφώνονταν στο μυαλό μου έτσι όπως τελικά τις μοντάραμε.
Αν εξαιρέσουμε την εμπειρία του Κουτσαλιάρη, που είναι απόφοιτος της σχολής κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και είχε πάρει μέρος σε αρκετά κινηματογραφικά προτζεκτ πριν απο τον “Χειροπαλαιστή”, τότε όχι, δεν υπήρχε κανένας άλλος με εμπειρία, που να βοήθησε στην δημιουργία αυτής της ταινίας. Για την ακρίβεια, ούτε καν οι φίλοι μου δεν ήξεραν γι’αυτό, μέχρι να υπάρξει ένα cut που να μπορώ να δείξω. Τότε μόνο, δείξαμε την ταινία σε μερικούς ανθρώπους του χώρου και μή, για να συλλέξουμε σχόλια πάνω στην ταινία και να κάνουμε διορθώσεις πριν φτάσουμε στο τελικό cut.
Η διαδρομή της ταινίας ήταν ασυνήθιστη. Δεν βρέθηκε στη Δράμα, αλλά στις Νύχτες κέρδισε βραβείο και τώρα είναι υποψήφιο για Βραβείο Ίρις. Πώς σου φαίνεται η ανταπόκριση ως τώρα, από επαγγελματίες και από το κοινό; Ποια ήταν η πιο παράξενη ή αστεία αντίδραση που είχες ως τώρα για την ταινία;
Σκέψου ότι εγώ δεν είχα ιδέα τι θα κάναμε με την ταινία αφού την τελείωναμε, δεν το σκεφτόμουν καν. Την γυρίσαμε για την προσωπική μας ευχαρίστηση, σαν παιχνίδι. Την στείλαμε στη Δράμα και στις Νύχτες. Μετά το άκυρο της Δράμας πίστεψα οτι δεν θα παιχτει πουθενά, οπότε όταν την πήραν στις Νύχτες χάρηκα που τουλάχιστον θα παιζόταν μια φορά στο σινεμά και θα μπορούσα να καλέσω κόσμο να την δει.
Στην προβολή πήγα φοβισμένος, γιατι είχα φάει και το άκυρο πριν, οπότε πίστευα πως δεν θα αρέσει στον κόσμο. Ήταν και ο αδερφός μου εκεί, εξίσου μαγκωμένος και αμήχανος και προσπαθούσα να τον καθησυχάσω, να το δει χαλαρά και να μην τον επηρεάσει. Αυτό που ζήσαμε μετά το τέλος της προβολής δεν θα το ξεχάσω ποτέ, ήταν λυτρωτικό για εμένα εκείνη την στιγμή. Είχε συντονιστεί όλη η αίθουσα με την ταινία και στο τελος μας έψαχναν να μας πουν ενα μπράβο. Δύο βδομάδες μετά ήρθε και το βραβείο.
Χάρηκα πολύ και για τον αδερφό μου, του είπαν ωραία λόγια οι άνθρωποι του χώρου για το χάρισμα που εχει να υπάρχει με τόση άνεση μπροστά στο φακό. Από εκεί και πέρα, την είδε σίγα σιγά την ταινία αρκετός κόσμος και τώρα με τα Ίρις έφτασε και σε πολλούς επαγγελματίες, από τους οποίους έχουμε δεχτεί πολύ όμορφα σχόλια και ανοίγουμε ωραίες κουβέντες.
Πάντως, η πιο παράξενη αντίδραση που είχα για την ταινία, ήταν αυτή του πατέρα μου. Του πήρε καιρό να μπορέσει να την δει αντικειμενικά και τα κατάφερε κυρίως μέσα από τα βλέμματα τρίτων ανθρώπων, που την έβλεπε μαζί τους και άκουγε τις αντιδράσεις τους. Θυμάμαι ότι την πρώτη φορά που του την έδειξα, το σχόλιο του ήταν «μήπως να δείξεις λίγο περισσότερα στοιχεία για το άθλημα της χειροπάλης;» και τότε κατάλαβα πως τον δυσκόλευε αρκετά ότι η ταινία λειτουργούσε σαν καθρέφτης γι αυτόν, έβλεπε την οικογένεια του, τα παιδιά του, το χωριό του και σίγουρα θα φοβόταν μήπως θιχτεί κάποιος από τα όσα έλεγε ο αδερφός μου για την ζωή στην επαρχία.
Τελικά ξέρεις τι έγινε με αυτό; Ο αδερφός μου προφανώς είχε κάποιους ανθρώπους στο μυαλό του όταν, σε ένα σημείο της ταινίας, αγανακτισμένος μιλάει για την νοοτροπία της Ελληνικής επαρχίας, όμως όλοι οι άνθρωποι έχουν αντίστοιχα συναισθήματα για κάποιους άλλους. Όταν λοιπόν, βλέπεις μια ταινία και ταυτίζεσαι με τον ήρωα, ακόμα και αν αυτός μιλάει για εσένα, εσύ επειδή ταυτίζεσαι με τα λεγόμενα του, σκέφτεσαι από μέσα σου «πέστα, κι εγώ τα ίδια πιστεύω για τον τάδε». Σπάνια σκεφτόμαστε ότι ο «τάδε» είμαστε εμείς. Φοβερό πράγμα η τέχνη, ε;
*Ο “Χειροπαλαιστής” βρίσκεται online στην πλατφόρμα Festival Scope ως τις 12 Απριλίου για περιορισμένες θεάσεις. Τα βραβεία Ίρις απονέμονται στις 14 Απριλίου.