Ο Christopher Abbott στο Catch-22 εκτέλεσε μια αδύνατη αποστολή
- 16 ΜΑΙ 2019
Ο όρος ‘catch-22′ επινοήθηκε για πρώτη φορά από τον Joseph Heller στο ομώνυμο βιβλίο του, το 1961. Περιγράφει μία παράδοξη συγκυρία απ’ όπου κάποιος δεν μπορεί να ξεφύγει εξαιτίας αντιθετικών κανόνων και περιορισμών.
Όταν ο Yossarian, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου και βομβαρδιστής στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, επιστρατεύει κάθε δυνατό τρόπο για να φύγει από τον πόλεμο γιατί δεν θέλει να χάσει τη ζωή του, ευελπιστεί ότι η αξιολόγηση που ζήτησε από τον στρατιωτικό ψυχίατρο θα του λύσει τα χέρια. Όπως τον ενημέρωνει ο τελευταίος όμως, η ίδια η ύπαρξη του αιτήματός του καταδεικνύει ότι έχει σώας τας φρένας και άρα δεν μπορεί να απαλλαγεί. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, ο παραλογισμός της γραφειοκρατίας του πολέμου θα γίνει ο μεγάλος εχθρός του Yossarian, που βυθίζεται όλο και βαθύτερα σε μια υπαρξιακή κρίση, ανήμπορος να ακολουθήσει τους κανονισμούς απλώς γιατί είναι εκεί.
Ας πούμε ότι μόλις το επιχειρήσαμε, αλλά είναι σχεδόν αδύνατον να περιγράψεις ικανοποιητικά το ‘Catch-22′ χωρίς να το βιώσεις. Γι’ αυτό και παρά την ιστορικότητά του ως βιβλίο, έχει ελάχιστες μεταφορές στη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη. Ο George Clooney όμως το τόλμησε από τη θέση του παραγωγού και σκηνοθέτη. Φαίνεται, μάλιστα, πως κέρδισε το στοίχημα. Η μίνι σειρά 6 επεισοδίων που βασίστηκε στο βιβλίο καταφθάνει αυτή την εβδομάδα και στην Ελλάδα από την COSMOTE TV, αλλά το συμπέρασμα από τα screenings των κριτικών είναι προς το παρόν ομόφωνο: It’s a success! Ο Clooney μάζεψε τα μυδραλιοβόλα Hugh Laurie και Kyle Chandler στο καστ, έδωσε στον εαυτό του τον μικρότερο ρόλο του εκπαιδευτή Scheisskopf, και εμπιστεύτηκε στον Christopher Abbott την πιο δύσκολη δουλειά.
Ο απόφοιτος του ‘Girls’ και του ‘The Sinner’, των ανεξάρτητων, αναγνωρισμένων ταινιών ‘It Comes At Night’ και ‘A Most Violent Year’ και του πιο πρόσφατου ‘A First Man’, είχε το τιτάνιο έργο της απόδοσης του Yossarian. Και μαζί της ήρθε και ο τρόμος. Πώς θα τον αποδέχονταν οι αναγνώστες ενός τόσο βαρυσήμαντου βιβλίου;
Στο παρακάτω αποκλειστικό Q&A, o Abbott μας μιλά για τη μεγάλη του ευθύνη και για την επικαιρότητα της σειράς σήμερα.
Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΕΝΟΣ ΟΓΚΟΛΙΘΟΥ
«Είδα την ταινία κάποια χρόνια πίσω. Το βιβλίο υποτίθεται ότι έπρεπε να το είχα διαβάσει στο Λύκειο, αλλά δεν το έκανα. Χάρηκα τελικά γι’ αυτό όμως, γιατί ήταν καλύτερο που το διάβασα μεγαλύτερος με την πρόθεση να το καταλάβω πραγματικά και να μπω μέσα του. Κατάφερα να το διαβάσω δύο φορές πριν ξεκινήσουμε γυρίσματα.
Ο χαρακτήρας του βιβλίου είναι τόσο γνωστός ως λογοτεχνική φιγούρα και είναι πάντα δύσκολο να υποδύεσαι κάποιον τόσο διάσημο χαρακτήρα. Αλλά νομίζω το πιο σημαντικό είναι να μένεις πιστός στην ουσία κι αυτό προσπάθησα να κάνω. Η διαφορά είναι ότι αυτή τη φορά είμαι εγώ το δοχείο του ενώ στην ταινία ήταν ο Alan Arkin και στο βιβλίο είναι η φαντασία του αναγνώστη. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να δώσω τη δική μου εκδοχή και να συνδέσω όποιες δικές μου εμπειρίες μπορώ μαζί του για να τον αποδώσω. Η ουσία του χαρακτήρα είναι πολύ ξεκάθαρη στο βιβλίο και γι’ αυτό νομίζω μεταφράστηκε καλά στην ταινία και τώρα στη σειρά.
Οι φόβοι μου ήταν ότι μιλάμε για έναν τόσο γνωστό χαρακτήρα οπότε σκεφτόμουν ότι θα υπάρχουν πολύ φανατικοί του βιβλίου – και το έχουμε δει να συμβαίνει στο παρελθόν – που θα πουν ότι [ο ήρωας] «δεν είναι όπως στο βιβλίο». Προφανώς έπρεπε να το αφήσω πίσω μου αυτό και να κάνω ό,τι μπορούσα να κάνω. Έχει ενδιαφέρον όποτε μεταφέρεις ένα βιβλίο γιατί μιλάμε για τη φαντασία του αναγνώστη. Δεν έχουν κάποιο μέτρο σύγκρισης παρά μόνο τη φαντασία τους οπότε φυσικά και θα έχουν δικές τους ιδέες για το πώς πρέπει ή δεν πρέπει να είναι κάτι.
Πρέπει να πω όμως ότι, ανάμεσα στο γράψιμο του Luke Davis και του David Michôd και τη σκηνοθεσία του George (Clooney), του Grant (Helsov) και της Ellen (Kuras), νομίζω πως φτιάξαμε μια πραγματικά πολύ καλή μεταφορά. Μια αληθινή μεταφορά σε έξι επεισόδια. Είναι ένα πολύ δύσκολο βιβλίο να μεταφερθεί, είναι σχεδόν αδύνατο να το πας κεφάλαιο-κεφάλαιο, αλλά αυτή η εξάωρη μεταφορά είναι η καλύτερη που μπορεί να υπάρξει.
Προφανώς είναι φοβερό να παίζεις κάποιον με τόσα πολλά επίπεδα. Κάνω πολλά πρότζεκτ όπου χρειάζεται να κάνω προσωπική έρευνα. Εδώ είχα ένα ογκώδες βιβλίο με απίστευτα στρώματα απ’ όπου μπορούσα να αντλήσω γνώση. Αυτό ήταν μεγάλο συν για μένα και έκανε τη δουλειά μου ευκολότερη».
Η ΣΑΤΙΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΞΥΣΜΟΥ
«Το βιβλίο είναι κάπως παράφωνο, αλλά με την καλή έννοια. Πηγαίνει ξαφνικά από κάτι ακραία τρομακτικό και δραματικό σε κάτι πολύ αστείο. Νομίζω ότι ο Luke Davies και ο David Michôd που έχουν γράψει τα σενάρια το χειρίστηκαν υπέροχα αυτό. Κάνει το ίδιο και η σειρά. Τη μία στιγμή μπορεί να γελάς και μετά στο επόμενο δευτερόλεπτο να συμβεί κάτι πολύ οδυνηρό και δραματικό. Αυτό το έχουν πετύχει οι σεναριογράφοι στην πραγματικότητα και σε εμένα μένει να είμαι αληθινός και πιστός στην κάθε τέτοια στιγμή. Για μένα τα εύσημα πρέπει να πάνε στους σεναριογράφους μας γιατί έπαιξαν μ’ αυτό και το έκαναν πολύ καλά. Ο ρυθμός και η δομή είναι στο χαρτί και μετά εξαρτάται από εμένα να τα αναπαραστήσω. Στην ουσία η δουλειά μου είναι να μην πλανάρω πολύ μακριά, να μην ξέρω τι έρχεται ακόμα κι όταν έχω στα χέρια μου το επόμενο σενάριο, ώστε να μοιάζουν αληθινά όσα μου συμβαίνουν. Το να μην σκέφτεσαι πολύ μακριά είναι το τρικ της ισορροπίας μεταξύ δράματος, δράσης και κωμωδίας».
ΔΟΥΛΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ GEORGE CLOONEY
«Είναι τρομερή έμπνευση. Είναι κάποιος που έχει φτιάξει και έχει υπάρξει σε πολλές ταινίες που είχα δει μεγαλώνοντας. Φυσικά είναι τιμή να δουλεύω μαζί του αλλά έχει μια πολύ ωραία ικανότητα να μη σε κάνει να το σκέφτεσαι αυτό στο σετ. Είναι μεγάλο πλεονέκτημα για τους ηθοποιούς αυτό γιατί δεν νιώθεις φόβος όταν είσαι μαζί του στο σετ. Είναι φανταστικός σ’ αυτό».
ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, ΜΕΓΑΛΩΣΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
«Έχω συνηθίσει να κάνω πολλές ανεξάρτητες ταινίες και όταν προετοιμαζόμουν για τη σειρά σκεφτόμουν ‘ok, τούτο είναι τεράστιο’. Και ήταν από πολλές πλευρές. Προφανώς το συνεργείο είναι μεγάλο, πανέμορφα σετ και πραγματικά βομβαρδιστικά του Β΄Παγκοσμίου. Τα νιώθεις όλα αυτά. Και αυτό με διευκόλυνε γιατί κάνει τον κόσμο της σειράς πιο πιστευτό. Ο διευθυντής σκηνογραφίας, ο David Gropman, έκανε απίστευτη δουλειά με το στρατόπεδο, τις σκηνές, όλα όσα χρειάστηκαν για να νιώθεις ότι είναι κατοικημένα, ότι είναι αληθινά. Έμπαινες στα σετ και ένιωθες ότι υπήρχαν εκεί εδώ και χρόνια. Δεν ένιωθες ότι τα έχτισε κάποιος για σένα κι έτσι τα πάντα έμοιαζαν αληθινά. Έχοντας πει αυτό βέβαια, παρότι ήταν μεγαλύτερη η διαδικασία της παραγωγής και η ίδια η παραγωγή, έμεινα έκπληκτος που δεν ένιωσα ιδιαίτερα διαφορετικά από όταν κάνω τα ανεξάρτητα φιλμ που κάνω. Κάνεις τις σκηνές σου, είναι εκεί η κάμερα και ο διευθυντής φωτογραφίας, και σιγά-σιγά το νιώθεις όλο και πιο προσωπικό. Εξεπλάγην που δεν ένιωσα ότι έπρεπε να κάνω κάτι παραπάνω. Έπρεπε απλώς να κάνω τη δουλειά μου. Μου άρεσε πάρα πολύ αυτό».
ΛΟΥΦΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ
«[Δεν χρειάστηκε να μιλήσω με αληθινούς στρατιώτες] γιατί η φύση του βιβλίου, η σχεδόν σατιρική του φύση, έχει να κάνει με το τέλος του πολέμου. Το βιβλίο και τα σενάρια λοιπόν, δίνουν έμφαση στα δεινά των ανθρώπων και στην ανθρώπινη υπόστασή τους. Κάναμε και κάποια εκπαίδευση, κυρίως για τις παρελάσεις και το σωστό πρωτόκολλο, αλλά δεν ήταν η έντονη δραστηριότητα ενός κέντρου εκπαίδευσης. Δεν φτιάχναμε κάποιο πολεμικό δράμα με αυτή τη διάσταση. Εκπαιδευτήκαμε και εντός των βομβαρδιστικών όμως, ο καθένας για την τεχνική δουλειά που θα είχε να κάνει εντός του αεροσκάφους, εγώ ειδικότερα για του βομβαρδιστή. Είχαμε ειδικούς που γνώριζαν για τα vintage αεροσκάφη του Β΄Π.Π. και πώς θα λειτουργούσαν για μένα τον βομβαρδιστή, για τον πιλότο και για τους πυροβολητές. Ήταν αρκετό για το σενάριο και όσα είχαμε να κάνουμε. Αμφισβητεί τους φίλους του, αμφισβητεί τους ανωτέρους του και φτάνει σε μία εσωτερική μάχη που δεν είναι απλώς η ερώτηση ‘γιατί βρισκόμαστε σε πόλεμο’. Είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ αυτό».
ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ YOSSARIAN
«Μια εύκολη γραμμή σύνδεσης με την εσωτερική μάχη του Yossarian ήταν ότι αμφισβητεί πολλές από τις μεγάλες ιδέες. Αναρωτιέται συνεχώς ‘γιατί’ κι αυτό είναι κάτι που το μοιραζόμαστε. Είναι σχεδόν σαν να μην φοβάται. Δεν φοβάται να πεθάνει. Φοβάται ποιος θα του στερήσει τη ζωή. Υπάρχει προφανώς κάτι υπαρξιακό και κοντινό για μένα. Κατά κάποιον τρόπο αμφισβητεί την ύπαρξη αλλά θέλει και να ζήσει τη ζωή του γιατί, επειδή ξέρει ότι είναι μικρή, είναι το βασικό πράγμα που κρατά. Δεν το βλέπουν οι υπόλοιποι γύρω του όμως κι αυτό φέρνει τη δυσκολία.
Είναι πολυεπίπεδη και περίπλοκη η σχέση που έχει με τον πόλεμο, γιατί δεν είναι ακριβώς εναντίον του. Κατά κάποιον τρόπο είναι περισσότερο ενάντια στη γραφειοκρατία και αμφισβητεί την ιεραρχία και τους λόγους για τους οποίους λαμβάνονται κάποιες αποφάσεις. Και όταν νιώθει ότι οι απαντήσεις που παίρνει είναι βλακώδεις και ανεύθυνες προσπαθεί να τις πολεμήσει. Οπότε σε όλο του το ταξίδι προσπαθεί να δραπετεύσει με τη ζωή του, ενώ κάνει ακόμα τις αποστολές του που ισοπεδώνονται και κάνει ακόμα τη δουλειά του και μάλιστα αρκετά καλά. Σύντομα όμως όλο αυτό χτίζεται σε μια υπαρξιακή κρίση όπου τα πράγματα του φαίνονται όλο και πιο παλαβά και όλοι γύρω του μοιάζουν να απομακρύνονται όλο και περισσότερο.
Στο πρώτο επεισόδιο έχει ένα πρώτο ψήγμα συνειδητοποίησης όταν ο νεαρός Mudd έρχεται στη σκηνή του και τελικά καταλήγει λανθασμένα – τον στέλνει σε άλλη σκηνή. Ήταν ένα ειλικρινές λάθος αλλά συνειδητοποίησε για πρώτη φορά ότι κάποιοι άνθρωποι εξαφανίζονται. Είναι πολύ διαφορετικό από το να δεις κάποιον να πεθαίνει. Είναι εκεί, μετά δεν είναι, το σώμα τους δεν υπάρχει πουθενά και απλώς εξαφανίζονται. Και στο στιγμιότυπο με τον Dunbar, είναι η πρώτη φορά που το βλέπει να συμβαίνει τόσο κοντά του. Ουσιαστικά παγιώνει τους υπαρξιακούς του φόβους μέσα από κάποιον που γνώριζε πολύ καλά. Είναι τόσο δύσκολο να πιστέψεις ότι κάποιος τόσο γεμάτος ζωή, τόσο δραστήριος, μπορεί το επόμενο λεπτό να είναι ένα άψυχο κέλυφος. Είναι τρομερά οδυνηρό να γίνεις μάρτυρας ενός τέτοιου γεγονότος. Νομίζω πως ο θάνατος του Dunbar είναι το πρώτο γεγονός που τον οδηγεί στη μανιοκαταθλιπτική του υστερία. Εννοείται ότι τον καταρρακώνει».
ΤΟ ‘CATCH-22’ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ
«To ‘Catch-22’ μοιάζει επίκαιρο 60 χρόνια μετά, γιατί μπορεί το βιβλίο να είναι τοποθετημένο στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά νομίζω ότι θεματικά συνδέεται τρομερά με πολέμους πριν απ’ αυτόν και πολέμους του μέλλοντος. Αφορά την ανθρώπινη πάλη και, τουλάχιστον στην περίπτωση του Yossarian, την ανησυχία σε σχέση με την ύπαρξή του. Περνά μια υπαρξιακή κρίση που παρουσιάζεται μέσω ενός μεγαλύτερου φακού, μιας σατιρικής φύσης και της παράλογης φύσης της γραφειοκρατίας σε ένα σενάριο πολέμου. Αυτά τα πράγματα συνέβαιναν πάντα και δεν αφορούσαν μόνο τον Β΄Π.Π. Συμβαίνουν και σε άλλους πολέμους και σε άλλες καταστάσεις στη ζωή. Θεματικά δηλαδή μεταφέρονται και στο σήμερα. […] Υπάρχουν πολλά παλαβά πράγματα που συμβαίνουν σήμερα και συνδέονται με το ‘Catch-22’. Μεγάλο μέρος του έχει να κάνει με τη γραφειοκρατία στους πολέμους και, από πολλές πλευρές, αυτό δεν έχει αλλάξει. Υπάρχουν καταστάσεις που αποφέρουν κέρδος. Όταν χρησιμοποιείς τις ζωές των ανθρώπων σαν νομίσματα έχεις ένα τεράστιο ηθικό δίλημμα. Αυτό συμβαίνει ακόμα και έχει να κάνει πολύ με το βιβλίο, οπότε το ‘Catch-22’ έχει ακόμα επικαιρότητα.
Εγώ διάλεξα να διαβάσω το βιβλίο και αργότερα τα σενάρια όσο περισσότερες φορές μπορούσα. Έχεις μια ιδέα, μια εικόνα όσων πιστεύεις ότι θα βγουν στην οθόνη, αλλά όταν κάνεις γυρίσματα είναι σημαντικό να τα αφήνεις αυτά στην άκρη, να δείχνεις εμπιστοσύνη και να περιμένεις για τη συνέχεια. Και, ξέρεις, έχω μονάχα το πρόσωπό μου, το σώμα μου και τη φωνή μου. Μπορώ να παίξω με αυτά αλλά είμαι εγώ στην πραγματικότητα. Οπότε πρέπει να είμαι ένας χαρακτήρας και την ίδια στιγμή να είμαι αληθινός γι’ αυτόν αλλά και για μένα. Η εκδοχή μου είναι η ισορροπία ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο πράγματα».
***
H μίνι σειρά 6 επεισοδίων ‘Catch-22’ κάνει πρεμιέρα αποκλειστικά στην COSMOTE TV, την Κυριακή 19/5 στις 23.00, 48 ώρες μετά την Αμερική. Όλα τα επεισόδια τις σειράς θα προβληθούν στο COSMOTE CINEMA 4HD back-to-back, από τις 23.00 έως τις 04.00, ενώ θα είναι ταυτόχρονα διαθέσιμα on demand στην υπηρεσία COSMOTE TV PLUS. Κάθε επεισόδιο της σειράς θα προβάλλεται σε επανάληψη κάθε Κυριακή στις 23.00.
ΚΙ ΑΛΛΟ CATCH-22: