Δημήτρης Ιτούδης: The Best Man
Με αφορμή την κατάκτηση της Ευρωλίγκας από την ΤΣΣΚΑ Μόσχας, το ΟΝΕΜΑΝ θυμάται μια προφητική συνέντευξη του με τον σπουδαίο Δημήτρη Ιτούδη.
- 11 ΑΠΡ 2012
Ο Δημήτρης Ιτούδης μιλάει στον Θοδωρή Δημητρόπουλο τον Απρίλιο του 2012, ως βοηθός του Ζοτς στον Παναθηναϊκό.
Το βλέμμα του Δημήτρη Ιτούδη φεύγει συνέχεια πίσω μου, ρίχνοντας κλεφτές (ή όχι και τόσο κλεφτές) ματιές στο βίντεο που παίζει μπροστά από τον απέναντι τοίχο. Η αίθουσα είναι φυσικά άδεια όσο διαρκεί η κουβέντα μας, όμως κάποιος προηγούμενος αγώνας της Μακάμπι συνεχίζει να εξελίσσεται σιωπηλά, σε μαγνητοσκόπηση, δίχως παίχτες να μελετούν ή προπονητές να αναλύουν.
Όμως το βλέμμα του Ιτούδη δεν την εγκαταλείπει ποτέ.
“Έχω δει βίντεο 12 παιχνίδια της Μακάμπι,” μου εξηγεί. “Αν είχα χρόνο θα έβλεπα κι άλλα.” Η δίψα και η ακόρεστη όρεξη για αυτού του είδους τη διαρκή ενασχόληση δεν αγοράζεται, ούτε αποκτάται. Υποθέτω είναι κάποιου είδους υπέροχο κόλλημα με το οποίο απλώς γεννιέσαι. Ο ίδιος το αποκαλεί “σαράκι”.
“Το σαράκι της προπονητικής υπήρχε μέσα μου από όταν ήμουν 18, 19,” τονίζει όταν παρατηρώ τη μικρή ηλικία από την οποία έφτασε να προπονεί ομάδες σαν τον ΠΑΟΚ. (Κάτι που συνέβη όταν ήταν μόλις 25.) “Και ακόμα και τώρα όταν βρίσκομαι με φίλους, λέω Καλά να είναι εκείνος ο προπονητής ποδοσφαίρου που ουσιαστικά με ώθησε στο μπάσκετ.”
Μισό, τι;
Στην αρχή ήταν το ποδόσφαιρο
“Συνδέομαι με τον αθλητισμό από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου,” ξεκινάει ο assistant coach του Παναθηναϊκού πριν μας ταξιδέψει πίσω στο χρόνο και βορειότερα στην Ελλάδα. Στα Τρίκαλα Ημαθίας, ένα χωριό που φιλοξενεί σήμερα κάτι περισσότερο από 1,700 ανθρώπους στα 850 στρέμματα. Που τον είδε ως πιτσιρικά να αρχίζει να ασχολείται με τον αθλητισμό, αλλά ως ποδοσφαιριστής.
“Στα 14, 15 μου χρόνια είχα θέμα με έναν προπονητή ποδοσφαίρου,” θυμάται. “Είχε πρόβλημα με τα μαλλιά μου, τα είχα μακριά τότε. Μιλάμε για χρονιά ‘84 ή ‘85. Ουσιαστικά ήταν αυτός που με ώθησε να βρω άλλες λύσεις.” Η λύση ήταν το μπάσκετ. Εξάλλου, όπως συμπληρώνει κι από μόνος του, “παράλληλα όλοι παίζαμε και μπάσκετ τότε.”
Ήταν η περίοδος που το μπάσκετ άρχιζε να γνωρίζει άνοδο τόσο στην ποιότητα όσο και στο ενδιαφέρον του κόσμου. Λίγο παραδίπλα από το χωριό του Ιτούδη, στη Θεσσαλονίκη, ο Άρης αποκτούσε εκείνη ακριβώς τη σεζόν έναν ελπιδοφόρο μπασκετμπολίστα από τον Ιωνικό Νίκαιας, τον Παναγιώτη Γιαννάκη. Μαζί με τον Γκάλη οδηγούν την ομάδα στο πρώτο της νταμπλ και βάζουν τις βάσεις για τις μεγαλειώδεις στιγμές του ελληνικού μπάσκετ στα τέλη της δεκαετίας.
Φτάνοντας σε αυτή την ένδοξη περίοδο του ‘87, όταν κάθε πιτσιρικάς στην Ελλάδα κουβαλούσε παραμάσχαλα και μια πορτοκαλί μπάλα στο δρόμο, ο Ιτούδης έπαιζε σε μικρές κατηγορίες της Κεντρικής-Δυτικής Μακεδονίας. Παίζοντας στον Ερμή Τρικάλων κρατούσε ταυτόχρονα τον ρόλο του προπονητή για τα εφηβικά τμήματα. “Το σαράκι υπήρχε.”
Η αγάπη που αναπτύσσει για το μπάσκετ τον οδηγεί σε μια θαρραλέα απόφαση. Με τη στήριξη της οικογένειάς του, ηθική και οικονομική, επιλέγει πού θέλει να πάει για να συνεχίσει τις σπουδές του, ενήλικος πλέον.
Το 1988, ο Δημήτρης Ιτούδης ανηφορίζει στη Γιουγκοσλαβία.
Προπονητής στα 20
“Εμείς εξάγουμε παίχτες και προπονητές, και έχουμε για προπονητή έναν ξένο;”
Άκουσε διάφορες παραλλαγές αυτού του σχολίου στα χρόνια που πέρασε στη Γιουγκοσλαβία ο Ιτούδης, ειδικά όταν έφτασε να προπονεί συλλόγους διόλου ευκαταφρόνητου διαμετρήματος, όπως για παράδειγμα την ΚΚ Ζάγκρεμπ.
Εκεί ήταν assistant coach στα 21, μιας και το αναφέραμε.
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 η Γιουγκοσλαβία “είχε το καλύτερο πρωτάθλημα στην Ευρώπη,” θυμάται ενθουσιωδώς ο κόουτς πριν αρχίσει να απαριθμεί τους παίχτες εκείνης της περιόδου που λίγα χρόνια αργότερα θα έκαναν απόβαση στο ΝΒΑ. “Δεν είχα καμία σχέση με τη χώρα, μόνο ό,τι πληροφορίες μπορούσαμε να μαζεύουμε. Και μην ξεχνάς πως οι πληροφορίες τότε δεν ήταν σε αυτό το σημερινό επίπεδο. Το ‘86-87 που έψαχνα να μάθω πράγματα, τα έβρισκα από ένα βιβλίο, από μια κασέτα. Έκανα ολόκληρο αγώνα.”
Μετά το σχολείο ήρθε η συνειδητή επιλογή να πάει για σπουδές στο Ζάγκρεμπ, όπου υπάρχει μια από τις καλύτερες σχολές στην Ευρώπη με ειδικότητα στο μπάσκετ. Παράλληλα με τις σπουδές του, ξεκίνησε εκεί στα 19 του να ασχολείται με την προπονητική. “Εκεί βρήκα μια συγκροτημένη νοοτροπία πάνω στο πώς γίνεται η προπονητική και προφανώς αυτό το βήμα του να πάω εκεί με βοήθησε πάρα πολύ. Από εκεί ξεκίνησα την προπονητική μου καριέρα,” θυμάται πριν αρχίσει να απαριθμεί τους σταθμούς της. Πρώτα Μλάντοστ. (“Εκεί ξεκίνησα. Δεν ήξερα τίποτα!”) Μετά Λοκομοτίβ. Μετά ΚΚ Ζάγκρεμπ. “Είναι ίσως η πιο μεγάλη και πιο γνωστή. Την αντιμετωπίσαμε και φέτος στον όμιλο στην Ευρωλίγκα.”
Στην ΚΚ ήταν assistant coach στα 21 του δίπλα στον Μπόσκο Μπόζιτς, με την ευθύνη των παιδοεφηβικών τμημάτων. Την τελευταία του χρονιά μάλιστα είχε και τη δεύτερη ομάδα, η οποία αγωνιζόταν στη Β’ Εθνική, και υπό τις οδηγίες του Ιτούδη ανέβηκε στην Α2.
“Επίσης γνώρισα και έχω σήμερα ακόμα φίλους από τα χρόνια μου στο Ζάγκρεμπ με τους οποίους μας συνδέει ακόμα και σήμερα φιλία,” αναπολεί. Όπως έναν άλλο ασυνήθιστα νεαρό προπονητή, με τον οποίο θα αποκτούσαν μια σχέση ισχυρή, σχέση φιλίας, σχέση επαγγελματική, πλέον ακόμα και συγγενική.
Τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς.
Κάπου στην Ολλανδική εξοχή
H γνωριμία τους δεν έγινε σε Γιουγκοσλαβικό έδαφος. Εξάλλου ο Ιτούδης βρισκόταν στο Ζάγκρεμπ ενώ ο Ζοτς πρώτα παίχτης και ύστερα προπονητής στην Παρτιζάν, στο Βελιγράδι – σε μια Γιουγκοσλαβία που σπαραζόταν από τον εμφύλιο. Ο Ιτούδης θυμάται πως η γνωριμία τους έγινε στο πλαίσιο κάποιας καλοκαιρινής προετοιμασίας όσο ήταν στην ΚΚ Ζάγκρεμπ, σε ένα πανέμορφο, καταπράσινο προάστιο του Άμστερνταμ, το Άκερσλοτ.
Σε ένα τουρνουά τεσσάρων ομάδων, αντιμετώπισαν μεταξύ άλλων την Μπανταλόνα, που μόλις είχε πάρει για προπονητή τον Ομπράντοβιτς.
(Κάτι που τοποθετεί τη γνωριμία τους στο καλοκαίρι του του 1993.)
Η φιλία τους ξεκίνησε τότε και διατηρήθηκε στο πέρασμα των ετών, σε επισκέψεις ομάδων του Ομπράντοβιτς στην Ελλάδα (μετά την επιστροφή του Ιτούδη στα πάτρια εδάφη), στο πλαίσιο των οποίων δεν αμελούσαν να συναντηθούν. Όταν η Εθνική Σερβίας, υπό τις οδηγίες και του Ζοτς, έφτασε στη Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι του ‘99 για προπονήσεις, οι δυο τους συναντήθηκαν κάτι παραπάνω από μερικές φορές.
Ο Παναθηναϊκός είχε κάνει πρόταση στον Ομπράντοβιτς, ο οποίος με τη σειρά του θέλησε να πάρει μαζί του τον Ιτούδη για assistant. Εκείνος δέχτηκε και σήμερα είναι, όπως λέει ο ίδιος, “όχι ένας τυπικός assistant coach.” (Θα προσέξει κανείς πως, όχι τυχαία, οι παίχτες του Παναθηναϊκού λένε πάντα “οι προπονητές”.) Είναι ένας αληθινός άμεσος συνεργάτης, κάτι που φαίνεται κι από την αναγνώριση από τους φίλους της ομάδας- και όχι μόνο.
Ο Ζοτς του δίνει πολλές ελευθερίες και πολλές ευθύνες. “Μαλώνουμε και διαφωνούμε, αλλά πάντα με επιχειρήματα, και πάντα εδώ, μέσα σε αυτό το χώρο,” λέει κάνοντας μια κυκλική κίνηση με το χέρι του, προτού το ακουμπήσει στιγμιαία στο γραφείο. “Εκεί έξω,” συνεχίζει δείχνοντας το βίντεο του αγώνα της Μακάμπι που συνεχίζει να παίζει πίσω μου, “ξέρουμε πάντα τι πρέπει να γίνει. Και όταν χάνουμε, ξέρουμε γιατί χάσαμε. Το αναλύουμε, και μαθαίνουμε ακόμη περισσότερα.”
Το αν η προσωπική σχέση που, αναπόφευκτα, έχουν αναπτύξει όλα αυτά τα χρόνια (είναι όχι απλά φίλοι, αλλά και κουμπάροι) βοηθάει ή περιπλέκει τα πράγματα, είναι κάτι που μόνο θεωρητικό μπορεί να παραμείνει ως συζήτηση. Το σημαντικό είναι πως κάθε τι που έχουν πετύχει, τόσο μαζί, όσο και ο καθένας στο δρόμο προς το να γίνουν τόσο πετυχημένοι συνεργάτες, έχει κερδηθεί λιθαράκι-λιθαράκι.
“Όλες οι σχέσεις, είτε είναι ερωτικές, είτε φιλικές, είτε επαγγελματικές, όλες ξεκινάνε πάντα με κάποια αμφιβολία,” μου λέει ο κόουτς. Κανείς δε χαρίζει τίποτα σε κανέναν, κοινώς. Τις ελευθερίες -και τις ευθύνες φυσικά- τις έχει κερδίσει με το έργο που παρουσίασε. Αυτή ήταν εξάλλου η θέση όχι μόνο του Ιτούδη απέναντι στον Ομπράντοβιτς, αλλά και των δυο τους μαζί, απέναντι στην ομάδα.
“Ο Παναθηναϊκός είχε μόλις πάρει πρωτάθλημα, οπότε η πίεση για τίτλους ήταν άμεση,” θυμάται. “Έτσι είναι σε ένα τέτοιο σύλλογο. Δε σημαίνει πως αξίζει η δουλειά σου μόνο αν παίρνεις τίτλους, αλλά δεν παίρναμε δε θα είχαμε τόσα χρόνια στον Παναθηναϊκός. Δεν είναι ίδιες οι απαιτήσεις με έναν μικρότερο σύλλογο.”
Λίγο αργότερα θα του ζητήσω να σκεφτεί την καλύτερή του ανάμνηση από όλα αυτά τα χρόνια. Αφού δυσκολεύεται λίγο, σηκώνει το βλέμμα του και χαμογελώντας ανεπαίσθητα, θυμάται: “Η πρώτη μας χρονιά. Γιατί δεν ξεκίνησαν όλα τέλεια. Γιατί χάσαμε τον τελικό κυπέλλου από την ΑΕΚ, αλλά μετά πήραμε πρωτάθλημα και ευρωπαϊκό.”
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα
Σε εκείνο το τουρνουά στην Ολλανδία, εκτός της Μπανταλόνα με προπονητή τον Ζοτς, είχε ταξιδέψει και η Ηρακλής από Ελλάδα, με προπονητή τον Ντράγκαν Σάκοτα. Του τονίζω πόσο παράξενο μοιάζει, να έχεις σε μια τυχαία επιλογή ευρωπαϊκών ομάδων, μία Ισπανική και μία Ελληνική με Γιουγκοσλάβους προπονητές, και η Γιουγκοσλάβικη να έχει Έλληνα – έστω και βοηθό.
“Είχα δεχθεί πολλά σχόλια στο Ζάγκρεμπ για αυτό το γεγονός,” παραδέχεται. Εξ ου και τα σχόλια περί εξαγωγής παιχτών και προπονητών που λέγαμε παραπάνω. “Βοηθάει να αντιμετωπίζεις καταστάσεις όταν έχεις δουλέψει με μεγάλους παίχτες,” εξηγεί όμως, “κι εγώ το είχα καταφέρει από μικρή ηλικία.”
Μπορεί κάποιος να υποθέσει πως η Γιουγκοσλαβία είχε προσφέρει στον νεαρό κόουτς ήδη πολλά εφόδια καθώς έκλεινε εκεί μια 7ετία και αποφάσιζε να επιστρέψει στη Μακεδονία. Παράλληλα, υπήρχε και η αναπόφευκτη πραγματικότητα του εμφυλίου πολέμου, που είχε ξεσπάσει από το 1991. Παρέμεινε όμως εκεί, μέχρι το 1995.
(Ίσως με αυτό το δεδομένο, αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα η φράση που μου είπε όταν συζητήσαμε αργότερα τις οπαδικές βαρβαρότητες. Η συζήτησή μας έγινε στις εγκαταστάσεις του ΟΑΚΑ πριν ξεκινήσει η σειρά αγώνων με τη Μακάμπι για τα προημιτελικά της Ευρωλίγκας και για να φτάσω στο κλειστό του μπάσκετ πέρασα ανάμεσα από συντρίμμια, ένα σχεδόν πολεμικό τοπίο. Παντού σπασμένα μάρμαρα, πέτρες, χαλασμός: Ήταν η Δευτέρα μετά το ντέρμπι με τον Ολυμπιακό στο ποδόσφαιρο, το οποίο δεν τελείωσε ποτέ. “Δύσκολα είναι αυτά που ζει η χώρα αυτή τη στιγμή,” είπε. “Αυτά τα πράγματα που κάνουμε εμείς είναι κάτι άλλο. Είναι για να πας να ξεσκάς, δεν είναι πόλεμος. Άλλο να θες να νικάς κι άλλο να κάνεις πόλεμο,” κατέληξε με εμφανή απογοήτευση στο πρόσωπό του. Λίγες βδομάδες αργότερα θα συνέβαινε αυτό.)
“Η πρώτη μου επαφή με το Ελληνικό μπάσκετ επαγγελματικά ήταν τη σεζόν 1994-1995.” Τότε ήρθε στον ΠΑΟΚ ως assistant coach. Θήτευσε δίπλα στον Αλεξανδρή, στον Κιουμουρτζόγλου, στον Λούκαϊτς. Ανάμεσα στους δύο τελευταίους ανέλαβε την ομάδα ως πρώτος προπονητής, στα 25 του. Μετά την απομάκρυνση του Λούκαϊτς, κι αφού η ομάδα είχε αγωνιστεί στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων, ολοκλήρωσε τη χρονιά ως head coach.
Σκέψου το: 25 χρονών, πρώτος προπονητής, με ένα ρόστερ στα χέρια σου που περιλαμβάνει παίχτες σαν τον Στογιάκοβιτς, τον Πρέλεβιτς, τον Ρεντζιά, τον Μπουντούρη. Έχουν υπάρξει και χειρότερα ξεκινήματα καριέρας. Λίγα χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του ‘99 (κι αφού στο ενδιάμεσο εργάστηκε σε Πανιώνιο, Φίλιππο και ΜΕΝΤ), θα βρισκόταν στον Παναθηναϊκό, δίπλα στον Ζέλικο Ομπράντοβιτς.
Χτίζοντας την Αυτοκρατορία
Είναι κάτι που πάντα μου προξενούσε εντύπωση στην ομάδα μπάσκετ του Παναθηναϊκού: Πώς εξακολουθούν όλοι εκεί μέσα να κυνηγούν με τέτοια λύσσα και τέτοιο πάθος ακόμα και την τελευταία νίκη, ακόμα και ύστερα από τόσες διακρίσεις. Το βλέπουμε και σε κάθε παιχνίδι που η ομάδα πάει να χάσει αλλά παλεύει ως το τελευταίο δευτερόλεπτο, όσο απίθανη κι αν είναι η ανατροπή. Το είδαμε πρόσφατα στον τελικό του Κυπέλλου, όπου η νίκη επί του Ολυμπιακού πανηγυρίστηκε σα να ήταν η πρώτη κούπα ύστερα από χρόνια.
Φυσικά δεν ήταν η πρώτη. Ήταν, Δημήτρη Ιτούδη, η κατά σειρά…;
“Ο Ζοτς τα θυμάται καλύτερα αυτά,” λέει καθώς μισοκλείνει τα μάτια προσπαθώντας να θυμηθεί. “Νομίζω, 23 σε 28 τελικούς.” Ναι. Δεν τα λες και λίγα.
Σχεδόν τα μισά από αυτά, 11 για την ακρίβεια, είναι Πρωταθλήματα. Έχει χάσει μόνο ένα, κι αν μάλιστα το κερδίσει και φέτος, η Δυναστεία Ομπράντοβιτς θα έχει φτάσει τα 10 συνεχόμενα. Τα 5 είναι Ευρωπαϊκά. Τα υπόλοιπα, Κύπελλα. Δύο από τις χρονιές, ο Παναθηναϊκός πέτυχε triple crown. Από το ρόστερ του έχουν περάσει ένα σωρό θρύλοι του Ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Κι όμως, κοίταγες τον Διαμαντίδη να χοροπηδάει μετά την επικράτηση επί του Ολυμπιακού φέτος κι ένιωθες σαν οι προηγούμενοι 22 τίτλοι της ομάδας να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Βλέπεις τον Σάρας, τον πολυνίκη Σαρούνας Γιασικεβίτσιους των 4 κατακτήσεων Ευρωλίγκας, σε κάθε παιχνίδι πίσω από τον πάγκο, όσο δεν παίζει να είναι…
“…πωρωμένος,” συμπληρώνει τις σκέψεις μου ο Ιτούδης. “Κοίταξε, κάθε καλοκαίρι ο κάθε παίκτης που είναι να έρθει στην ομάδα, ξέρει την κατάσταση. Όποτε συζητάμε με κάποιο παίκτη μιλάω μαζί του και του εξηγώ τα πάντα. Δε θέλουμε κάποιον που έρχεται απλώς για τα λεφτά. Κανείς δεν έρχεται με το πιστόλι στον κρόταφο, όλοι ξέρουν ακριβώς τι συνθήκες θα υπάρχουν.”
Ο Ζοτς και η φιλοσοφία της νίκης
Υποθέτει κανείς πως για ανθρώπους εθισμένους στην επιτυχία, όταν στραβώνει το αποτέλεσμα γίνεται κι αυτό ένα νέο κίνητρο. Όταν συζητάμε για τις πιο δυσάρεστες στιγμές του στην Παναθηναϊκό, ο κόουτς θυμάται τη χρονιά που η ομάδα είχε ξεκινήσει με 0/3 στο Τοπ-16 και όλοι είχαν αρχίσει να την ξεγράφουν – όμως με σερί νίκες γύρισε την βαθμολογία ανάποδα και προκρίθηκε στην 8άδα.
(Αν και η αληθινά χειρότερη στιγμή είναι πάντα άλλη, τονίζει ο Ιτούδης. “Το χειρότερο είναι πάντα όταν σου τραυματίζεται κάποιος παίχτης. Δε μπορώ να ξεχάσω τον Κάτας, που ο τραυματισμός του στέρησε τη δεύτερή του χρονιάς με εμάς και σταμάτησε.”)
“Αν κάτσεις πάνω στις επιτυχίες σου, οι άλλοι θα σε ξεπεράσουν,” εξηγεί το μότο που έχουν με τον Ζοτς όλα αυτά τα χρόνια. “Οπότε ναι. Μας λέγανε τώρα όλοι πώς πανηγυρίζαμε στον τελικό του Κυπέλλου. Γιατί να μην πανηγυρίζουμε;”
Αναφέρεται στον Δημήτρη Διαμαντίδη, τον ηγέτη της ομάδας. Για το πόσο δουλεύει ακόμα κι όταν δεν το απαιτεί κάποιος από αυτόν. Για τις ώρες που περνάει στο γήπεδο ακόμα και μετά το τέλος της προπόνησης. Δουλεύοντας παραπάνω από όσο οφείλει. Και για το πώς αυτό χρησιμοποιείται από τους προπονητές σαν πίεση για κάποιον άλλον. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα σύστημα όπου ο ένας δίνει διαρκώς κίνητρα στον άλλον.
“Υπάρχει ομαδική φιλοσοφία, από τον προπονητή μέχρι τον φροντιστή, κανείς δεν είναι πιο ψηλά από την ομάδα, όλοι εργαζόμαστε σκληρά.” Κάτι που, όπως εξηγεί, φαίνεται στις λεπτομέρειες που εμείς με γυμνό μάτι δε θα μπορέσουμε να διακρίνουμε από την τηλεόρασή μας ή από την εξέδρα. “Ο Ζοτς μου έμαθε την προσοχή στις λεπτομέρειες. Μου έμαθε ότι τα πάντα μετράνε. Κι ότι όλα πρέπει να λύνονται μες στα αποδυτήρια.”
Σα να λέμε, κανείς δεν είναι σημαντικότερος από την ομάδα, όμως όλοι είναι απολύτως σημαντικοί από μόνοι τους. Δύσκολη ισορροπία να διατηρήσεις ως κόουτς, ως διαχειριστής όχι μόνο παιχτών, αλλά και ανθρώπων που συνυπάρχουν μεταξύ τους, με ένα πρόβλημα, με έναν χωρισμό, με το οτιδήποτε μπορεί να τον απασχολεί ανά πάσα στιγμή.
Η φιλοδοξία και η δίψα
Κάθε συζήτηση για τον Ιτούδη θα φτάνει αργά ή γρήγορα στο ενδεχόμενο να κάνει το δικό του μεγάλο βήμα, ως πρώτος προπονητής, πλέον όμως με άλλες περγαμηνές από ό,τι πριν 17 χρόνια όταν επέστρεψε στην Ελλάδα από το Ζάγκρεμπ. Θα ήταν πλέον απολύτως λογικό. Μιλάμε για τον άνθρωπο που είναι πάντα εκεί σε αγώνες και σε προπονήσεις στις δύσκολες στιγμές. Τον άνθρωπο που είναι παρών σε κάθε ζόρικη φάση για να διαχειριστεί και ερμηνεύσει τις αντιδράσεις και τις φωνές του Ομπράντοβιτς. Τον άνθρωπο που θα βρεθεί δίπλα στους παίχτες. Τον άνθρωπο, εν ολίγοις, που για τον καλύτερο προπονητή της Ευρώπης, είναι ο καλύτερος.
Απολύτως φυσιολογικά, το συχνότερο επιχείρημα είναι αυτό: “Ο Ιτούδης αν ήθελε θα μπορούσε να προπονεί μεγάλες ομάδες στην Ισπανία.”
Το οποίο, μιας και το έφερε η κουβέντα, ισχύει. “Σε όλα αυτά τα χρόνια έχουν γίνει τρεις πολύ συγκεκριμένες προτάσεις. Η μία, που είχε δει το φως της δημοσιότητας, ήταν από την Ταού το 2007. Είχε κρατήσει 7 μέρες αυτή η ιστορία, το σκεφτόμουν πολύ σοβαρά. Ο Ζοτς είχε ουδέτερη στάση, μου είπε αν ήθελα ότι μπορούσα να πάω.” Τι συνέβη όμως και επέλεξε να μείνει στο πλευρό του Ομπράντοβιτς;
Θυμάται πως ήταν αργά στην προετοιμασία, είχαν ήδη γίνει τα πλάνα για τη νέα σεζόν, και μάλιστα όλα συνέβησαν σε μια ευαίσθητη στιγμή για την ομάδα – είχε μόλις φύγει ο υπερπολύτιμος Σισκάουσκας από τον Παναθηναϊκό για την ΤΣΣΚΑ. Τελικά, ένιωσε πως δεν ήταν η στιγμή για να φύγει. “Το συζήτησα με τον κύριο Θανάση, με τον Ζοτς, με την οικογένειά μου φυσικά, και τελικά αποφάσισα να κάτσω. Είχε επιμείνει πολύ η Ταού και τους ευχαρίστησα πολύ τους ανθρώπους της για αυτό.”
Το ξεκαθαρίζει: “Δεν είναι η έλλειψη φιλοδοξιών ο λόγος που δεν έχω αναλάβει ομάδα όλα αυτά τα χρόνια.” Όλα επιστρέφουν στο “σαράκι της προπονητικής”, στο κοουτσάρισμα παιχτών κλάσης από τόσο μικρή ηλικία. Η δίψα για αυτό που κάνει, και για επιτυχίες μέσω αυτού, φαίνεται στην κάθε του λέξη, στην κάθε του κίνηση, στο κάθε παίξιμο του βλέμματός του προς τη Μακάμπι που ακόμα δίνει σε μαγνητοσκόπηση πίσω μου το σιωπηλό, αέναο αγώνα της.
“Η φιλοδοξία υπάρχει. Και θέλω τις νέες προκλήσεις,” τονίζει. “Το συμβόλαιο τελειώνει τώρα το καλοκαίρι, και θα τα εξετάσουμε όλα. Δε βαριέμαι ποτέ τις επιτυχίες. Ίσα-ίσα.”
Ανέφερε τη λέξη-κλειδί, πιάνομαι από αυτήν, στο μυαλό μου έρχεται ξανά η απορία για την κορεσμό από τους τίτλους, για το πάθος στους πανηγυρισμούς του Κυπέλλου, για τον Διαμαντίδη που δε σταματά να δουλεύει, για τον Σάρας που είναι όρθιος στον πάγκο σε όλα τα παιχνίδια, τον Ζοτς που δε σταματά να φωνάζει, και -ναι- τον Ιτούδη που ακόμα και τώρα, όσο μου μιλάει, μες στο μυαλό του παράλληλα εργάζεται, μελετάει, αναλύει.
Η ερώτηση μου βγαίνει χωρίς να την πολυσκεφτώ, είναι μάλλον αφελής, αλλά εκφράζει (έστω με παιδικό τρόπο) μια ειλικρινή απορία πολλών θαυμαστών των όσων έχει καταφέρει να χτίσει αυτός ο Παναθηναϊκός.
Του λέω, “Πώς δεν βαριέστε;”
Το βλέμμα του ξαφνικά αφοσιώνεται 100% πάνω μου, τα μάτια του γουρλώνουν, στο πρόσωπό του σχηματίζεται το χαμόγελο της έκπληξης, τα λόγια βγαίνουν ενστικτωδώς.
Μου λέει, “Πώς να βαρεθούμε;”
UPDATE: Στις 15 Μαϊου 2016, ο Δημήτρης Ιτούδης έγινε ο δεύτερος Έλληνας προπονητής που κατακτά την Ευρωλίγκα. Στον τελικό, κέρδισε τον δάσκαλό του, Ζέλικο Ομπράντοβιτς.