Δημήτρης Πουλικάκος: «Η αλητεία θέλει ευγένεια. Ειδεμή είσαι απλώς τσόγλανος»
Ο χειμαρρώδης καλλιτέχνης σε μια συνέντευξη-εξομολόγηση με αφορμή τα 45 χρόνια από την κυκλοφορία του δίσκου Μεταφοραί Εκδρομαί Ο Μήτσος.
- 8 ΑΥΓ 2021
Η μουσική προφανώς και διατρέχει απ’ άκρη σ’ άκρη τη σκέψη και τον λόγο του. Πόσο μάλλον στην προκειμένη περίπτωση που μίλησε στο OneMan ακριβώς γιατί συμπληρώνονται 45 χρόνια από την κυκλοφορία του Μεταφοραί Εκδρομαί Ο Μήτσος, ενός από τα πιο πολύτιμα τοτέμ της ελληνικής δισκογραφίας.
Τα συγκεκριμένα τραγούδια γράφτηκαν από το ’69 μέχρι το ’75. Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1976. Σήμερα που έχουμε 2021 ο δημιουργός του πιστεύει ότι η βλακεία και η διαφθορά έχουν ποτίσει περισσότερο από ποτέ τη χώρα. «Ας προσέχαμε!» λέει. Άδικο έχει;
Αυτά του στιλ ότι στα 70s «όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στο Κύτταρο» τα λένε οι νεότεροι. Ως συνήθως, την τρίχα την κάνουμε τριχιά. Όχι ότι δεν ήταν ωραία. Μαζευόμασταν σχεδόν κάθε μέρα και παίζαμε. Ήταν σημείο συνάντησης.
Είχε πολλά πράγματα για μένα εκείνη η εποχή, ταξίδια από ‘δω κι από ‘κει, Αγγλίες, Γαλλίες, και Ολλανδίες, που έλεγε και ο Σίμος ο Υπαρξιστής. Κάποια στιγμή που συναντηθήκαμε στο Λονδίνο μου είπε: «Εγύρισα πολλές πατρίδες. Αγγλία, Γαλλία, Βέλγιον τε και Ολλανδία. Γνώρισα πολλά παλικάρια». Έτσι μιλούσε. Είχε πλάκα ο Σίμος. Όλη εκείνη την περίοδο, από το ’64 ως το ’76 και κυρίως μέχρι το ’69 έμενα το χειμώνα στην Αγγλία και τα καλοκαίρια ερχόμουν στην Ελλάδα. Σηκωνόμουν και πήγαινα στα νησιά, στη νότια Κρήτη ως επί το πλείστον. Τότε ήταν ακόμη παρθένες οι παραλίες.
Υπήρχε ανάταση μετά την πτώση της Χούντας, αλλά όλα αυτά κατέληξαν σε φούσκες που σκάσανε και την πληρώνουμε ακόμη και τώρα. Και θα συνεχίσουμε. Δεν έχουμε τελειώσει ούτε με την πανδημία του ιού, ούτε με την πανδημία του υιού που κυβερνάει.
Τα τραγούδια του «Μεταφοραί Εκδρομαί ο Μήτσος» γράφτηκαν πό το ’69 μέχρι το ’75 περίπου. Στη διάρκεια της Χούντας τα παίζαμε κιόλας στο Κύτταρο και αλλού στην Αθήνα, αλλά και στη Θεσσαλονίκη. Στο ρεπερτόριό μας είχαμε επίσης Cream, Who, Kinks, Stones, Velvet Underground και blues, που τότε εδώ νόμιζαν ότι είναι αργός χορός. Ενώ μπορεί να είναι και πολύ γρήγορο. Να είναι δηλαδή rock ’n’ roll, ας πούμε.
Κάποια τραγούδια ήταν γραμμένα με τον Εξαδάκτυλο. Ήταν όμως κι άλλοι. Φερ’ ειπείν ο Γιάννης «Μπαχ» Σπυρόπουλος, που παίζει ευφώνιο, ένα είδος τούμπας. Επίσης ήταν διάφορα παιδιά που κάνανε χορωδίες από ‘δω κι από ‘κει. Η χορωδία της δεξαμενής, που λέω κάποια στιγμή. Δυστυχώς αυτοί οι μαλάκες που έκαναν την επανέκδοση, δεν τα έβαλαν όλα αυτά. Θα μπορούσε να υπάρχει ένθετο με λεπτομέρειες, τα λόγια, τους μουσικούς, όλα, όπως ήταν στο ορίτζιναλ.
Οι εταιρείες τα βγάζουν αυτά ξέροντας ότι οι πωλήσεις θα είναι περιορισμένες, για να έχουν εκπτώσεις από την εφορία. Είναι κλασική στρατηγική των δισκογραφικών. Μη νομίζεις ότι αγαπάνε τη μουσική ή εσένα. Τουλάχιστον όμως, ρε μαλάκα, τύπωσέ το όπως ήταν το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο! Τι ψάχνεις να βρεις… Να κάθομαι τώρα, σχεδόν 80 χρονών άνθρωπος να τους κυνηγάω με δικηγόρους; Ξέρουν κι αυτοί ότι δεν θα το έκανα.
Ο μισός δίσκος κάποια στιγμή ήταν έτοιμος και δυσκολευόμουν να τον τελειώσω. Ώσπου ο Γιάννης Λογοθέτης, ο Λογό δηλαδή που εκτός από σκιτσογράφος γράφει και τραγουδάκια, μαζί με τον Γιάννη Κιουρκτσόγλου που παλιότερα είχαμε παίξει παρέα στους M.G.C., με φωνάξανε γιατί θέλανε να πω δυο-τρία τραγουδάκια από τον δίσκο Ελλαδέξ που θα βγάζανε. Συνήθως αυτοί τα έδιναν στον Θέμο Ανδρεάδη, ο οποίος είχε πει και το Είμαι πολύ ωραίος, αλήθεια, βεβαίως, αλλά ήταν άτυχος, έπαθε ένα αυτοκινητιστικό, οπότε δεν μπορούσε να προχωρήσει με το δίσκο.
Τραγούδησα το Πολύ ωραίο στιλ, το Στα γενέθλιά μου, αυτό που λέει «πάρε μου μια πίπα για δώρο γλυκιά μου, για τα γενέθλιά μου» και το Η κασέτα και η Λέτα που ουσιαστικά είναι λαϊκό κομμάτι. Συμφώνησα να πω αυτά τα κομμάτια, στα οποία παίζει πιανάκι και ο φίλος μου ο Δημήτρης Πολύτιμος, με τον όρο να πληρώσουν να τελειώσω το δίσκο μου. Έγινε δεκτό το αίτημά μου. Μπήκα στην Columbia με τον Στέλιο Γιαννακόπουλο, ο οποίος είναι ο πραγματικός τζέντλεμαν των ηχοληπτών. Μας ανέχτηκε ο άνθρωπος. Κάναμε διάφορα…
Είχα γραμμένους κάτι ήχους σε ένα παλιό, ημιεπαγγελματικό μαγνητόφωνο. Είχαμε άλλους σε μπομπινόφωνο. Βάζαμε πέντε-έξι διαφορετικά μηχανήματα μέσα στην κονσόλα, πράγματα λίγο περίεργα για εκείνη την εποχή. Πιο παλιά, όταν έγραψα με τους M.G.C. το Foxy lady και στο τέλος είχε κάτι περίεργους θορύβους, μπήκε στο στούντιο ένας παλιός συνθέτης και παραγωγός, ο Τάκης Αθηναίος. «Τι τα θέλετε όλα αυτά;», φώναξε. «Έτσι είναι γραμμένο το κομμάτι», του είπα, «άμα θέλετε μπορώ να σας δείξω την παρτιτούρα». Δεν ξαναρώτησε τι τα θέλουμε όλα αυτά τα διαόλια.
Γενικά στη ζωή μου έχω περισσότερη αγάπη για τον ερασιτεχνισμό. Στην Ελλάδα ο επαγγελματισμός ενέχει και κάποιου είδους πόρωση.
Ο δίσκος κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Μπορώ να πω ότι είναι πολύ κοντά σε αυτό που ήθελα, σε αυτό που άκουγα στο κεφάλι μου. Όχι πάντα, όχι σε όλα τα τραγούδια – αυτό είναι σχεδόν αδύνατο να πραγματοποιηθεί, εκτός κι αν έχουν όλοι οι μουσικοί παρτιτούρες, σαν να παίζουν κλασική μουσική. Αλλά αυτό δε μ’ αρέσει. Η μουσική που παίζω χρειάζεται και αυθόρμητα πράγματα, αυτοσχεδιαστικά, της στιγμής.
Σήμερα που είμαι πιο μεγάλος, κοντεύω τα 80, πιο πολύ θα επικεντρωθώ στο “Ο γιατρός παιδιά” ή στο “Πες Μου Βρε Τρελλή” που κάνει μια σύνδεση με το ρεμπέτικο, παρά στο Σκόνη, πέτρες, λάσπη. Για το οποίο, αυτό που δεν ξέρει πολύς κόσμος, είναι ότι έχω πατήσει σε ένα ριφ από το Dreams of Milk and Honey των Mountain. Παρθενογένεση άλλωστε δεν υπάρχει.
Δυστυχώς, αν εξαιρέσεις το στίχο «Όλη μέρα στο γιαπί», γιατί γιαπιά δεν υπάρχουν πια, το Σκόνη, πέτρες, λάσπη ισχύει και σήμερα, θα ισχύει και αύριο και μεθαύριο και παραμεθαύριο και αντιμεθαύριο και στον αιώνα τον άπαντα. Τι λέει, να δεις… «Αχ αγωνίες, ιδρώτες, δεν αντέχω άλλο ρε παιδιά, ψάχνω να βρω μια λύση ριζική, μα όλα στον ορίζοντα τα ίδια και τα ίδια, και οι ελπίδες μια απάτη μακρινή». Μπορώ να σου πω ότι σήμερα ισχύει περισσότερο, παρόλο που τότε υπήρχε η χούντα.
Τα πλαίσια είναι πιο στενά σήμερα. Η βλακεία και η διαφθορά έχουν ποτίσει περισσότερο τη χώρα. Με τη χούντα ήξερες με ποιους είχες να κάνεις. Τώρα νομίζεις ότι έχεις να κάνεις με πολιτικούς. Πολιτικοί είναι δηλαδή, αλλά τι είδους; Βάλε και τη βλακεία στην εξίσωση, που είναι πάντα βασικός, ρυθμιστικός παράγοντας και από πάνω και από κάτω. Ο Zappa είπε κάποια στιγμή: «Το σύμπαν αποτελείται από 5% protons, 5% neutrons, 5% photons and 85% morons».
Υπάρχει και το ψηφιακό του πράγματος. Διευκολύνει τον έλεγχο. Όσα καλά και να προσφέρει και σε εμάς τους μουσικούς η ψηφιακή τεχνολογία, πάνω απ’ όλα είναι το κοντρόλ. Το διευκολύνεις εσύ ο ίδιος, το δέχεσαι αυτομάτως όταν έχεις ένα λάπτοπ ή ένα smartphone. Όπως δεχτήκαμε και τις κάμερες που πλέον είναι σπαρμένες παντού. Άμα έλεγες πριν από καμιά τριανταριά χρόνια ότι θα ερχόταν η εποχή που βγαίνοντας από το σπίτι και μέχρι να γυρίσεις από τη δουλειά θα σε τραβούσαν 100 φωτογραφίες και βίντεο, θα σε κοιτούσαν σαν τρελό. Κι όμως, έγιναν αυτά χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Τύφλα να ‘χει ο Όργουελ.
Μας σταματούσαν οι μπάτσοι πολλές φορές. Τότε όμως υπήρχε ακόμη και σε αυτά μια άλλη «αθωότητα» – ας το πούμε έτσι για συμβολικούς λόγους. Σου κόβανε τα μαλλιά ή την καμπάνα από το μπλουτζίν, πράγματα λίγο ωμά αλλά και ταυτόχρονα λίγο αγαθά κατά κάποιο τρόπο. Δεν υπήρχε η σημερινή πονηράδα. Τώρα είναι όλοι ψυλλιασμένοι. Όχι πως δεν ήταν και τότε ορισμένοι, αλλά η γενικότερη ατμόσφαιρα ήταν εν τέλει κάπως πιο «αθώα».
Το ηθικό δίδαγμα του δίσκου υπάρχει στο μοναδικό κομμάτι μου που συμβουλεύω κατά κάποιο τρόπο. Δεν δίνω γενικά συμβουλές, δεν μ’ αρέσει. Έχω όμως ένα κομμάτι που λέγεται Πους Τις: «Όπου σε πάει ο πους, έχε πάντα το νους. Τι θα πεις, τι θ’ ακούς, όπου σε πάει ο πους». Είναι από αυτά που έχω γράψει τα τελευταία χρόνια. Γενικά την τελευταία δεκαετία έχω γράψει περισσότερα τραγούδια απ’ όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Μου βγήκε “a retardement”, που λένε και οι Γάλλοι.
Ξέρεις τι με ρωτάνε από τότε πιο συχνά; Αν είχα μπλεξίματα με τους μπάτσους με όλα αυτά που τραγουδάω στο δίσκο. Οι μπάτσοι όμως όποτε τύχαινε να έρθουν στις συναυλίες, από το θόρυβο και μόνο δεν άκουγαν τα λόγια. Γι’ αυτό την πέφτανε στις μπουάτ. Εκεί ακουγόντουσαν τα λόγια. Ξέρεις, μια κιθάρα και κλάψα. Σε εμάς από το θόρυβο παθαίνανε πλάκα. Περισσότερο μας βλέπανε ως αλητάμπουρες, τεντιμπόηδες, μας αφήνανε κιόλας, σε στιλ «δε γαμείς, αυτοί δεν ασχολούνται με την πολιτική».
Από τη στιγμή που βγαίνεις από το σπίτι και εμφανίζεσαι κάπου, είναι πολιτική. Μέσα στο σπίτι σου μπορείς να είσαι με το σώβρακο – ή χωρίς. Όταν θα βγεις όμως έξω, κοιτάς να είσαι σένιος. Αυτό είναι πολιτική. Ο έρωτας είναι πολιτική. Αυτός κι αν είναι! Όλα είναι πολιτική. Απλώς υπάρχουν στενά πολιτικά πλαίσια και πιο πλατιά. Γι’ αυτό λέμε ότι το ΚΚΕ έχει καταλήξει ένα είδος θρησκευτικής αίρεσης, σαν τους μάρτυρες του Ιεχωβά ή σαν τους Σαϊεντολόγους.
Ένα από τα καλύτερα κοπλιμέντα που μου έχουν κάνει ήταν από μια κοπέλα λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Ήρθε και μου είπε: «Ο αδερφός μου σου είναι ευγνώμων γιατί όντας κρατούμενος παρηγοριόταν ακούγοντας μέσα στο κεφάλι του τα κομμάτια του δίσκου». Άμα σου κάνουν τέτοια κοπλιμέντα, τι σημασία έχουν οι πωλήσεις;
Ο δίσκος περιέχει κάποιες φιλοσοφικές θέσεις -αν και κάτι τέτοια λένε οι διανοούμενοι, που δεν τους μπορώ, έχω θέματα μαζί τους- και από κει και πέρα είναι ως επί το πλείστον κομματάκια βγαλμένα από τη ζωή. Όπως και όλα όσα γράφω. Όπως ένα που έγραψα επί «Σαμαροβενιζέλων»: «Είτε προφίλ είτε ανφάς, ούτως ή άλλως θα τον φας. Κι ύστερα θα ψάχνεσαι και θα τριγυρνάς, κατά διαόλου προτού να πας. Σερφάρουμε στο χάος, κι άντε να μείνεις πράος». Ε, θα ισχύει στον αιώνα τον άπαντα.
Μάλλον είμαι αργό φυτίλι. Bombe à retardement, που λένε οι Γάλλοι.
Είναι όλα μπερδεμένα. Τρικυμία εν κρανίω γενικά. Απ’ όλα έχει ο μπαχτσές, οι ισορροπίες είναι δύσκολες. Γράφω αυτό που θέλω να πω. Καμιά φορά το λέω με γριφώδη τρόπο για να ψαρέψω σχόλια. Αλλά το βρίσκω ηλίθιο αυτό το θέμα με τα πολιτικώς ορθά και μη ορθά. Καφρίλα rules, αυτό είναι γεγονός. Από την άλλη μεριά, ο πολιτισμένος άνθρωπος πρέπει να μπορεί κάποια στιγμή, αν χρειαστεί, να γίνει κάφρος. Ο κάφρος, και να χρειαστεί, και να πρέπει, ούτε προς στιγμή δεν μπορεί να γίνει πολιτισμένος. Υπάρχει μεγάλη διαφορά.
Νομίζω ότι όλη αυτή η ιστορία με την πολιτική ορθότητα δημιουργεί εντάσεις μεγαλύτερες από αυτές που προσπαθεί να αποτρέψει. Όλα αυτά τα τεχνηέντως επιβεβλημένα, γυρίζουν μπούμερανγκ. Πώς ερμηνεύεις το ότι όσο περισσότερο μιλάμε για μπούλινγκ, τόσο περισσότερο μπούλινγκ υπάρχει; Έχει σημασία δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο ασχολείσαι με κάποια θέματα.
Δυστυχώς έχουμε πέσει στα χέρια ψυχολόγων και κοινωνιολόγων. Κι εντάξει, η κοινωνιολογία είναι επιστήμη. Των ψυχολόγων ποια είναι η επιστήμη; Ούτε ο Αριστοτέλης δεν κατάφερε να δώσει έναν παγκοίνως αποδεκτό όρο του τι είναι η ψυχή. Φιλοσοφικά η ψυχή είναι όπως η πίστη, ένα απόλυτα ατομικό θέμα. Πόσα δισεκατομμύρια είμαστε; Τόσοι διαφορετικοί τρόποι υπάρχουν που πιστεύουν οι άνθρωποι. Παρόλο που ο ανθρώπινος εγκέφαλος λειτουργεί πάνω κάτω με συγκεκριμένο τρόπο.
Το εύκρατο κλίμα σου επιτρέπει να είσαι -πώς να το πω;- λίγο πιο τεμπέλης και χαλαρός. Δεν εννοώ μαλακίες του τύπου «οι Έλληνες δεν είναι δουλευταράδες». Όλοι οι λαοί είναι δουλευταράδες. Αλλά το ίδιο είναι να ζεις εδώ με το να ζεις στη Φινλανδία;
Απ’ ό,τι έχω παρατηρήσει οι άνθρωποι είναι πιο συντηρητικοί στις μέσες ηλικίες. Μικρός έχεις αυθόρμητες αντιδράσεις και πολύ μεγάλος λες στ’ αρχίδια μου, σιγά μη δεν πω τη γνώμη μου ελεύθερα. Με μια έννοια δηλαδή επανέρχεσαι στον αυθορμητισμό της παιδικής ηλικίας. Εξ ου και… «παλίμπαις». Απελευθερώνεσαι από κάποια δεσμά της μέσης ηλικίας, που είσαι χωμένος στην παραγωγική κουραδομηχανή και σε κάποιες κοινωνικές συμβάσεις.
Δυστυχώς βλέπουμε να πραγματοποιείται το όνειρο του Βορίδη. Ας προσέχαμε. Λέω για τον Βορίδη γιατί είναι από τους πιο συγκροτημένους απ’ όλους αυτούς – αλλά και από τους πιο επικίνδυνους. Από κει και πέρα, πράσινη ανάπτυξη και πράσινα άλογα. Και ο Χίμλερ, ο αρχηγός των Ες-Ες, χορτοφάγος ήταν. Καλλιεργούσαν με τη γυναικούλα του ραπανάκια και μαρουλάκια. Οι Γερμανοί, παρεμπιπτόντως, είναι περίεργος λαός.
Έχουν αυτό το τρομερό ελάττωμα: άμα τους διατάξεις, κάθονται προσοχή και υπακούουν. Από την άλλη μεριά, και πολύ συντηρητικός να είναι ένας Γερμανός, θα κάτσει να κουβεντιάσει μαζί σου. Άμα τον πείσεις με επιχειρήματα ότι αυτό που λες εσύ είναι το σωστό, θα σου πει ότι έχεις δίκιο. Ούτε ο Ιταλός θα το πει αυτό, ούτε ο Γάλλος, ούτε ο Εγγλέζος, πόσο μάλλον ο Έλληνας. Τον οποίο Έλληνα χαρακτηρίζει πια όλο αυτό το νεοελληνικό καφριλίκι και ο πολιτισμός του κώλου που ζούμε τώρα πια. Τυχαίο είναι ότι οι κώλοι έχουν τους περισσότερους followers στο Tik Tok και το Facebook;
Είμαι αισιόδοξος με πείρα, άρα λίγο απαισιόδοξος. Η φύση μου είναι αισιόδοξη. Αλλά η ελπίδα για μένα είναι κακό πράγμα. Είναι ο θάνατος της αισιοδοξίας. Με την ελπίδα περιμένεις ότι όντως κάτι θα γίνει και κάπως καταλαγιάζει το πάθος σου για ελευθερία. Η οποία ελευθερία δεν σημαίνει κάνω ό,τι θέλω. Η ελευθερία θέλει πειθαρχία, όπως θέλει και η μουσική.
Η αλητεία θέλει ευγένεια. Ειδεμή είσαι απλώς τσόγλανος. Οι παλιοί μάγκες, ας πούμε, είχαν κάποιους κανόνες. Είχαν μια ευγένεια. Η σωστή μαγκιά εμπεριέχει κάποιο πολιτισμό. Τον οποίο πολιτισμό ως γνωστόν σε αυτή τη χώρα τον εξοβελίζουμε. Ποιος δεν ξέρει, για παράδειγμα, ότι το ρεμπέτικο κυνηγήθηκε άγρια και από τα δεξιά και από τ’ αριστερά; Κι ας είναι από τις πιο ισχυρές παρακαταθήκες νεοελληνικού πολιτισμού.
Άμα διαβάσεις ιστορία θα δεις ότι όλες οι γνωστές πανδημίες της ανθρωπότητας είχαν διάρκεια περίπου τρία χρόνια. Το κακό είναι ότι από την πρώτη γνωστή μέχρι και τη σημερινή, ο κόσμος και η εξουσία τις αντιμετωπίζουν λίγο-πολύ με ολοένα και πιο βλακώδη τρόπο. Σίγουρα θα έρθουν πανδημίες που θα μας τρομάξουν ακόμη περισσότερο, γιατί με τον συγκεκριμένο κορονοϊό κυρίως κινδυνεύεις να χάσεις τη ζωή σου αν είσαι μεγάλος.
Μόνη μας πατρίδα ουσιαστικά είναι η γλώσσα. Δεν έχεις προσέξει ότι τα μαύρα παιδιά που έχουν μεγαλώσει εδώ, μιλάνε καλύτερα ελληνικά από τους συνομηλίκους τους, τους γκάγκαρους Έλληνες; Κάτι λέει αυτό. Ειδικά αυτά τα παιδιά που υπό μία έννοια δεν έχουν πατρίδα και είναι λίγο ξεκρέμαστα, ενστικτωδώς γραπώνονται απ’ τη γλώσσα. Κάνουμε και τέτοιες παρατηρήσεις τώρα στα γεροντάματα…
Προσέχω. Θα ήμουν βλάκας αν δεν πρόσεχα. Είναι βλάκες όσοι δεν προσέχουν. Όμως σε όλη αυτή την ιστορία με τα εμβόλια και τους αρνητές, αυτοί που φταίνε περισσότερο είναι οι δημοσιογράφοι που μπερδεύουν, για λόγους τηλεθέασης, τον κόσμο αλλά και τους επιστήμονες που δεν είναι μαθημένοι στο επικοινωνιακό παιχνίδι. Οι δημοσιογράφοι είναι χειρότεροι και από τους πολιτικούς, τουλάχιστον οι «κωλοπετσωμένοι».
Δεν είμαι συνομωσιολόγος. Κάνω όμως μια πονηρή σκέψη γνωρίζοντας κάπως τα μυαλά των κολεγιόπαιδων που κυβερνάνε. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα και δεν πάει τίποτα καλά, ειδικά φέτος που το φιάσκο με τον τουρισμό θα είναι μεγαλύτερο από πέρυσι, η σχετικά ελεγχόμενη πια πανδημία, τους βοηθάει στο κοντρόλ. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχει αυτή η σκέψη στο πίσω μέρος του μυαλού όλων αυτών. Και στον ίδιο τον Μητσοτάκη, ο οποίος είναι αναίσθητος εντελώς. Τον βλέπεις και καταλαβαίνεις ότι από ενσυναίσθηση είναι κάτω του μηδενός. Ο άνθρωπος είναι σαν bionic. Αλλά δουλεύει καλά το επικοινωνιακό μπαράζ.
Λένε πολλοί ότι με ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ήταν χειρότερα τα πράγματα στην πανδημία. Ξέρεις τι διάβασα πρόσφατα σε ένα τοίχο; Πιο πολύ από τους ανίκανους, φοβάμαι αυτούς που είναι ικανοί για όλα.
Σε κάποιες εκλογές, νομίζω το ’51, με τον πατέρα μου ακολουθήσαμε τον μπάρμπα μου, τον Παναγιωτάκη τον Κανελλόπουλο, στην Εύβοια. Κάποια στιγμή κολλήσαμε στις λάσπες και μου έλυσε ο πατέρας μου την απορία για το πώς ψηφίζει ο κόσμος. Μου λέει ότι άμα εμφανιστείς στο καφενείο ενός χωριού, όπου γίνονται οι ζυμώσεις, πάνω σε ένα μηχανάκι, ντυμένος απλά, θα πουν: «Αυτός μωρέ θα λύσει τα προβλήματα μας; Αυτός δεν έχει δεύτερο βρακί να βάλει». Νοικιάζεις λοιπόν μια λιμουζίνα, παίρνεις δυο ξαδέρφια σου να κάνει ο ένας τον σοφέρ και ο άλλος να ανοίγει την πόρτα και εμφανίζεσαι στο χωριό σένιος. Αμέσως θα πουν: «Να ο άνθρωπος μας». Αυτή η νοοτροπία ισχύει ακόμα.
Είναι ραγιάδικη, χατζηαβάτικη αντίληψη. Γι’ αυτό και ενστικτωδώς δεν μας αρέσει στον Καραγκιόζη ο Χατζηαβάτης, βλέπουμε τον εαυτό μας. Ο Καραγκιόζης είναι παλικάρι. Κακώς λέμε καραγκιόζηδες ορισμένους. Χατζηαβάτες έπρεπε να τους λέμε. Πάσχουμε από αυτή την αντίληψη. Φαίνεται σε όλη αυτή τη μπραβούρα που έχουμε στα τραγούδια μας και σε διάφορες εκφράσεις. Από μπλα-μπλα να φαν’ κι οι κότες.
Δεν είμαι αρχαιολάτρης. Για κάποια άτομα στην αρχαιότητα όμως αισθάνομαι ότι είδαν το όλο πράγμα αρκετά σοφά. Αν μη τι άλλο εκείνη την εποχή βγαίνανε φιλόσοφοι πιο…σοφοί. Ενώ τώρα βγαίνουν κάποιοι σαν τον Ράμφο, που είναι της υποδούλωσης, με σκυμμένο το κεφάλι μπροστά στον άρχοντα, όλα αυτά τα προτεσταντικά και καλβινιστικά πράγματα.
Έχω επικεντρωθεί μεταξύ Διογένη, που ήταν του δρόμου, και Ηρακλείτου, που ήταν αριστοκράτης μεν, αλλά από κάποιο σημείο και μετά αυτά δεν έχουν καμία σημασία. Σημασία έχουν αυτά που λες. Ο Ηράκλειτος λέει ότι όπως το σύμπαν έτσι και η κοινωνία διέπεται από αντίρροπες δυνάμεις. Οι δυνάμεις δεν είναι του καλού και του κακού. Στη φύση δεν υπάρχει αυτό. Στη φύση τρώει ο ένας τον άλλο. Δεν είναι κακιά η φύση. Απλά έτσι είναι. Και αν ισχυριζόμαστε ότι ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο, πρέπει να είναι πολύ πούστης για να φτιάξει μια φύση που πρέπει να τρώει ο ένας τον άλλο.
Δεν θα ήθελα να είμαι νέος σήμερα με τα μυαλά που έχω. Θα υπέφερα.
Δεν παραπονιέμαι για τίποτα. Έχω ζήσει φουλ. Το χρήμα δεν υπήρξε ποτέ αυτοσκοπός. Κατά καιρούς είχα τρόπους να λύσω το θέμα. Έχουν περάσει λεφτά απ’ τα χέρια μου, όχι βίλες με πισίνες και σπορ αμάξια, αλλά κάποιες εποχές ήταν καλές. Ειδικά όταν δούλευα στη διαφήμιση. Ήμουν διευθυντής δημιουργικού σε μία από τις μεγαλύτερες διαφημιστικές για ενάμιση χρόνο – δεν άντεξα παραπάνω. Έχω δηλαδή κακή σχέση με το χρήμα.
Γκρινιάζω, αλλά δεν παραπονιέμαι. Αλίμονο αν δεν γκρινιάζαμε.
Ο Διογένης, με τον οποίο ταυτίζομαι αρκετά γιατί είναι χιουμορίστας και σκωπτικός, έλεγε: Ευτυχισμένος άνθρωπος είναι αυτός που έχει στη ζωή του σε σωστή αναλογία και δυστυχισμένες στιγμές και ευτυχισμένες – αρκεί να υπερισχύουν λίγο, να είσαι στο 51-49%. Δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς στιγμές δυστυχίας στη ζωή του. Το θέμα είναι πώς τα χωνεύεις αυτά τα πράγματα, τα ζόρια. Τώρα, ας πούμε, είναι πολύ ζόρικα τα πράγματα για τους μουσικούς. Τσιμέντο να γίνει. Ας προσέχαμε.
Είμαστε μαλάκες. Τόσες εκπομπές είναι με ζωντανή μουσική στην τηλεόραση. Οι καιροί είναι δύσκολοι, πήγαινε να παίξεις, το μεροκάματο είναι πολύτιμο. Όμως πες και μια κουβέντα ρε μαλάκα. Δεν χρειάζεται να βρίσεις. Δεν περιμένω από τη Φουρέιρα να πει κάτι, ούτε από την άλλη που της έγραψε τραγούδι ο Μαρινάκης, ούτε από τον Ρέμο και όλους αυτούς με τα νεοκαψουροδήθεν με τάχαμου κοινωνικό παρονομαστή. Του κώλου τα εννιάμερα.
Σήμερα οι μουσικοί τη βγάζουν δεν τη βγάζουν κάνοντας άλλες δουλειές του ποδαριού. Εγώ έχω μια σύνταξη 692 ευρώ – από τις δυό-τρεις τιμητικές που βγάζει κάθε χρόνο το ΥΠΠΟ και μου είπαν κάτι φίλες μου να κάνω αίτηση. Αν δεν την έπαιρνα, θα ήμουν στο δρόμο αυτή τη στιγμή. Για όλους αυτούς τους «πετσωμένους» δεν υπάρχει πολιτισμός. Ή υπάρχει τυπικά αλλά είναι πολιτισμός του κώλου. Όμως η Καρντάσιαν με τον κώλο της παρά τρίχα να κάνουν δεκτή από το Κονγκρέσο τη σφαγή των Αρμενίων. Εδώ έχουμε την Τούνη. Αυτοί είμαστε. Τι άλλο να πούμε…