Douglas Stuart: Ο μισογυνισμός και η ομοφοβία κυριάρχησαν στα χρόνια της Thatcher
- 25 ΣΕΠ 2021
Ζει στη Νέα Υόρκη με τον σύζυγό του μια ζωή που οικονομικά και κοινωνικά δεν θυμίζει σε τίποτα την παιδική του ηλικία. Από εκείνα τα χρόνια όμως ξαφνικά εμπνέεται, αρχίζει να γράφει ένα βιβλίο που δεν ξέρει καν αν θα το τελειώσει και όταν τελικά τα καταφέρνει, οι εκδοτικοί οίκοι, μικροί και μεγάλοι, το απορρίπτουν ο ένας μετά τον άλλο. Ώσπου μετά από περίπου 40 «πόρτες», ανοίγει μία, το βιβλίο εκδίδεται, η επιτυχία είναι αυτοστιγμεί εκκωφαντική, κερδίζει το βραβείο Booker, ο συγγραφέας γίνεται σταρ, εγκαταλείπει την προηγούμενη του δουλειά και αφοσιώνεται στο γράψιμο.
Η ίδια η ιστορία δηλαδή του πώς και γιατί ο Douglas Stuart έγραψε το Σάγκι Μπέιν (εκδ. Μεταίχμιο) θα μπορούσε να αποτελέσει πρώτη ύλη στα χέρια ενός ταλαντούχου συγγραφέα. Είναι, όπως συνηθίζουμε να λέμε, «μυθιστορηματική».
Ο Stuart, που έχει ήδη τελειώσει το δεύτερο βιβλίο του και γράφει το τρίτο, προφανώς το γνωρίζει αυτό και δεν αποκλείει τίποτα. «Μου αρέσει ένα βιβλίο που αισθάνεσαι ότι ο συγγραφέας του το έχει ζήσει» λέει στο OneMan και δηλώνει σήμερα πιο χαρούμενος και ικανοποιημένος απ’ όσο έχει υπάρξει ποτέ άλλοτε στη ζωή του.
Αυτό όμως δεν τον αποτρέπει από το να περάσει γενεές δεκατέσσερις μια γυναίκα που με τις πολιτικές της αποφάσεις πριν από πολλά χρόνια, επηρέασε αρνητικά όχι μόνο τη δική του ζωή και της οικογένειας του, αλλά και πολλών χιλιάδων πολιτών της διπλανής, μη προνομιούχας πόρτας. Ο λόγος για την Margaret Thatcher, την πολυσυζητημένη, συντηρητική πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου, που, όπως τονίζει ο συγγραφέας, άφησε πίσω της «καμμένη γη]. Αυτή είναι η κληρονομιά της.
Ο Douglas Stuart μέσα από τα δικά του λόγια
Αν μου έλεγες πριν από δέκα χρόνια ότι θα συνέβαιναν όλα αυτά με το βιβλίο που έγραφα, ότι θα έφτανα να μιλάω γι’ αυτό με ένα δημοσιογράφο στην Αθήνα, θα σε θεωρούσα τρελό. Η φαντασία μου δεν έφτανε τόσο μακριά. Δεν τολμούσα να κάνω μεγάλα όνειρα. Παρέμενα ταπεινός και συγκεντρωμένος στις προτάσεις, τις σελίδες, τα κεφάλαια που έγραφα.
Ξεκίνησα να γράφω το Σάγκι Μπέιν όταν ήμουν 32 ετών. Εκείνη την εποχή ήμουν στο απόγειο της καριέρας μου στη βιομηχανία της μόδας. Δεν ήμουν όμως καθόλου χαρούμενος. Ήθελα να δημιουργήσω αυτό το βιβλίο, να εμφυσήσω ζωή σε αυτούς τους χαρακτήρες. Τα δέκα χρόνια που το έγραφα, δεν το διάβασε κανείς άλλος πέρα από τον σύζυγό μου. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι το βιβλίο θα εκδιδόταν, δεν επέτρεπα στον εαυτό μου ένα τόσο μεγάλο όνειρο. Αλλά δεν με πείραζε. Το σημαντικό είναι να γράφεις, όχι να σε θεωρούν οι άλλοι συγγραφέα. Η ευχαρίστηση για μένα ήταν στο γράψιμο και μόνο.
Είναι κάπως σουρεαλιστικό. Ενώ το βιβλίο κάνει αυτό το υπέροχο ταξίδι και μου συμβαίνουν όλα αυτά τα απίστευτα πράγματα σαν το βραβείο Booker, εγώ ουσιαστικά δεν έχω βγει από το δωμάτιό μου, είμαι εγκλωβισμένος, όπως όλοι. Υπό μία έννοια δηλαδή είναι σαν όλο αυτό να συμβαίνει σε κάποιον άλλο, κι εγώ να παρακολουθώ τη ζωή του από μία μικρή οθόνη.
Το βιβλίο είναι πολύ προσωπικό και γράφω ανοιχτά για πολλές τραυματικές καταστάσεις, οπότε ίσως η επιτυχία να αποδεικνυόταν εξαντλητική συναισθηματικά υπό κανονικές συνθήκες. Τώρα, όντας διαρκώς στο σπίτι μου, νιώθω πιο ασφαλής, κάπως σαν να αποστασιοποιούμαι από ό,τι μου συμβαίνει. Είναι περίεργο…
Το μόνο που πραγματικά πρέπει να θέλεις ως συγγραφέας είναι να δημιουργήσεις το καλύτερο βιβλίο που μπορείς. Τα υπόλοιπα είναι στα χέρια των θεών. Ξέχνα το Booker. Ξέχνα τους αναγνώστες. Το βιβλίο εκδόθηκε αφού είχα περάσει 12 χρόνια δουλεύοντάς το. Μία εβδομάδα αφού έφτασε στα ράφια των βιβλιοπωλείων, όλα στην Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο έκλεισαν. Αυτό θα πει γκαντεμιά! Από τον Φεβρουάριο του 2020 μέχρι τον Ιούλιο, θρηνούσα κατά κάποιο τρόπο γιατί ένιωθα ότι είχα χάσει την ευκαιρία να δω το βιβλίο μου σε ένα βιβλιοπωλείο. Θέλω να καταλήξω στο ότι ναι, έχεις δίκιο, το μόνο που μπορείς να κάνεις ως συγγραφέας είναι να κάνεις την καλύτερη δουλειά που μπορείς και μετά…τον σταυρό σου!
Η ομοφοβία με την οποία καταπιάνομαι στο βιβλίο, ήταν παγκόσμιο φαινόμενο, δεν είχε να κάνει μόνο με τη Γλασκώβη.
Το Σάγκι Μπέιν είναι μια ιστορία αγάπης μεταξύ μητέρας και γιου. Στο επίκεντρο είναι ο άδολος, επίμονος, υπέροχος τρόπος με τον οποίο μόνο ένα παιδί ξέρει να αγαπά. Είναι αυτή η άνευ όρων αγάπη των παιδιών ακόμη και για προβληματικούς γονείς. Δεν νομίζει ότι μπορεί να σε αγαπήσει κάποιος όσο σε αγαπάει ένα παιδί. Δεν νομίζω ότι μπορεί να σε συγχωρήσει κανείς και να το εννοεί όπως ένα αθώο, μικρό παιδί.
Υπήρξαν πολλές στιγμές που η διαδικασία της συγγραφής ήταν καθαρτική για μένα. Ήταν ένας τρόπος να κοιτάξω γεγονότα, τραύματα και καταστάσεις της παιδικής μου ηλικίας, να τα περάσω μέσα από το φίλτρο της μυθοπλασίας και να τα επανεξετάσω. Το γράψιμο ήταν για μένα ένας τρόπος να δοκιμάσω τα όρια της ενσυναίσθησής μου.
Μπορούσα προφανώς να γράψω με πολύ παραστατικό τρόπο το πώς είναι και τι σημαίνει να σου κάνουν ομοφοβικό μπούλινγκ ή το να έχεις έναν αλκοολικό γονιό ή το να μην έχεις αρκετό φαγητό στο τραπέζι. Έπρεπε όμως να πάω ακόμη πιο πίσω. Να αναρωτηθώ: Πώς φτάσαμε ως εδώ; Γιατί συνέβη όλο αυτό; Γιατί κοιτάζουν οι άνθρωποι από την άλλη μεριά όταν μια γυναίκα έχει εθισμό στο αλκοόλ; Γιατί ο μισογυνισμός και η ομοφοβία κυριάρχησαν στα χρόνια της Thatcher; Γιατί έχασαν τόσοι άνθρωποι κάθε ελπίδα εκείνη την εποχή; Γιατί κατέρρευσαν τόσες μητέρες; Ένιωσα σαν να μην είμαι πια εγώ το κέντρο της ιστορίας και αυτό μόνο σε καλό μου βγήκε.
Δεν ήθελα να γράψω το βιβλίο μόνο από την οπτική του μικρού πρωταγωνιστή. Ήθελα να εμβαθύνω στις σκέψεις της γιαγιάς του ήρωα ή στις σκέψεις των γυναικών της γειτονιάς. Αυτό είναι για μένα το Σάγκι Μπέιν: μια ελληνική τραγωδία. Ο Σάγκι και η Άγκνες είναι οι δύο πρωταγωνιστές, εγκλωβισμένοι πάνω στη σκηνή και γύρω τους ο χορός. Υπάρχουν, μάλιστα, πρόλογος και επίλογος. Στην αρχή ο Σάγκι λέει: «ιδού πώς είμαι σήμερα». Και στο τέλος λέει: «έτσι φτάσαμε ως εδώ».
Η πατριαρχία έγινε ακόμη πιο ισχυρή στα χρόνια της Thatcher. Ακριβώς γιατί τόσα πολλά μίντια απευθύνονται σε μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα, καλά κρατεί μία προσπάθεια ηρωοποίησης της. Η Thatcher όμως δεν ήταν φεμινίστρια, ούτε φυσικά υποστήριξε την εργατική τάξη. Εξαιτίας των πολιτικών της η ανεργία στη Γλασκώβη άγγιξε το 26%, παρέμεινε εκεί για μία ολόκληρη γενιά και το προσδόκιμο ζωής των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων μειώθηκε κατά πάνω από δέκα χρόνια, αριθμός απίστευτος για τον ανεπτυγμένο κόσμο. Είναι το περιβόητο “Glasgow effect”. Σε αυτό το περιβάλλον μεγάλωσα.
Έχει πλέον αποκαλυφθεί ότι η κυβέρνηση κατανοούσε ότι η Γλασκώβη βούλιαζε σε μια κατάσταση που θύμιζε τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Είχε σταματήσει να αναπτύσσεται. Αντιθέτως, παρήκμαζε ραγδαία. Και απλά είπαν: «Εντάξει, ποιος νοιάζεται;». Μια κυβέρνηση δηλαδή που υποτίθεται ότι πρέπει να φροντίζει για όλους τους ανθρώπους, αποφασίζει συνειδητά να αφήσει κάποιους να υποφέρουν. Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι. Αυτή είναι η πραγματική κληρονομιά της Margaret Thatcher.
Ως ένας άντρας που ενηλικιώθηκε λίγο πριν το μιλένιουμ (σ.σ. γεννημένος το 1976), αν και μεγάλωσα μέσα στη φτώχεια, είχα κάποια προνόμια. Είμαι λευκός και μικρός μορφώθηκα δωρεάν. Έβαλα λοιπόν τον εαυτό μου στη διαδικασία να σκεφτεί πώς μπορεί να ήταν τα πράγματα για μία γυναίκα εκείνη την εποχή, η οποία βίωσε την επεισοδιακή κατάρριψη όλων των «πρέπει» της ζωής της: Πρέπει να παντρευτείς, πρέπει να κάνεις παιδιά, πρέπει να προσέχεις το σπίτι σου. Όταν όμως η κοινωνία καταρρέει, όταν ο άντρας σου αποδεικνύεται σκάρτος, όταν δεν έχεις πρόσβαση σε ανώτερη παιδεία, τι κάνεις; Πώς το διαχειρίζεσαι;
Μέσω της ενσυναίσθησης ανέπτυξα έντονο σεβασμό για τη μητέρα μου και για όλες τις γυναίκες σαν εκείνη που βρέθηκαν απροετοίμαστες σε μια πολύ εκρηκτική στιγμή πολιτικά και κοινωνικά αλλά και ως προς την πολιτική των φύλων. Ήταν η στιγμή που πολλές γυναίκες συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν πια να εναποθέτουν την πίστη τους στις πατροπαράδοτες δομές και πρέπει να ξεφύγουν. Γυναίκες όμως σαν την μητέρα μου ήταν τόσο δέσμιες στερεοτύπων που δεν κατάφεραν να κάνουν αυτή τη στροφή. Όταν η μητέρα μου ήταν νεαρή, μόνο ένα 0,003% των φοιτητών στα πανεπιστήμια προερχόταν από τις εργατικές γειτονιές της Γλασκώβης. Η πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση ήταν ανύπαρκτη. Και η συντριπτική πλειοψηφία αυτού του πολύ μικρού ποσοστού ήταν άντρες.
Η ομοφοβία με την οποία καταπιάνομαι στο βιβλίο, ήταν παγκόσμιο φαινόμενο, δεν είχε να κάνει μόνο με τη Γλασκώβη. Δεν μπορώ να μιλήσω συγκεκριμένα για την Ελλάδα, στοιχηματίζω όμως ότι θα ήταν πολύ ομοφοβική στα 80s και οι queer άνθρωποι θα ένιωθαν απόκληροι. Όταν η αρρενωπότητα ορίζεται με έναν εντελώς στενόμυαλο τρόπο, ξέρεις, ότι ο άντρας πρέπει να είναι γερός πότης, απτόητος εραστής κι έτοιμος για καβγά ανά πάσα στιγμή, υπάρχει πρόβλημα και για τους στρέιτ. Κάθε άλλη εκδοχή αρρενωπότητας που δεν ανταποκρίνεται σε αυτά τα macho στερεότυπα, εξοστρακίζεται. Αυτό που συνειδητοποίησα μέσα από την έκδοση του Σάγκι Μπέιν σε τόσες χώρες, είναι ότι η εμπειρία, τα βιώματα του πρωταγωνιστή είναι όμοια με χιλιάδων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.
Είμαι ρεαλιστής, όχι αισιόδοξος. Όμως τα πράγματα σήμερα είναι 1000% καλύτερα σε σχέση με την εποχή του βιβλίου. Όταν συγκρίνω τα δικαιώματα των γκέι την εποχή του μεγάλωνα με σήμερα, νομίζω ότι η Σκωτία δείχνει το δρόμο σε όλη την Ευρώπη. Η χώρα έχει αλλάξει. Και αν μπορεί η Σκωτία να αλλάξει, μπορούν όλοι να αλλάξουν. Όμως όσο και αν οι queer άνθρωποι σήμερα νιώθουν πιο ασφαλείς από ποτέ και γίνονται προσπάθειες καταπολέμησης της φτώχειας, πάντα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας όσοι ακόμη είναι εγκατελλειμένοι από το σύστημα.
Το δεύτερο βιβλίο μου διαδραματίζεται στη Γλασκώβη και έχει να κάνει με πολλές δικές μου εμπειρίες σχετικά με το πώς ανακάλυψα τον εαυτό μου και τη σεξουαλικότητά μου. Στο τέλος του Σάγκι Μπέιν ο πρωταγωνιστής βρίσκεται στα πρόθυρα της ενηλικίωσης. Νομίζω ότι μέχρι νεοτέρας θα συνεχίσω να αντλώ έμπνευση από τις εμπειρίες μου. Μου αρέσει ένα βιβλίο που αισθάνεσαι ότι ο συγγραφέας του το έχει ζήσει.
Ο Σάγκι μου επέτρεψε να βγάλω από μέσα μου πολλά από τα πράγματα που κρατούσα καλά κρυμμένα. Με το να γράφεις την προσωπική σου ιστορία, έρχεται ένα απίστευτο αίσθημα απελευθέρωσης. Είμαι πιο χαρούμενος και ικανοποιημένος απ’ όσο έχω υπάρξει ποτέ άλλοτε στη ζωή μου.
Το Σάγκι Μπέιν του Douglas Stuart κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (μετάφραση: Σταυρούλα Αργυροπούλου)